Θεατρο - Οπερα

Αφηγήσεις από το σεισμό στην Κεφαλονιά το ‘53

Όπως ακούγονται στην παράσταση «Γιοι και κόρες»

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην παράσταση «Γιοι και κόρες, μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας» κάποιες από τις εξομολογήσεις που κατέγραψε η ομάδα αναφέρονται στο σεισμό στην Κεφαλονιά το ‘53. Ζητήσαμε από τον σκηνοθέτη της Γιάννη Καλαβριανό, που είχε και την επιμέλεια του κειμένου, να μας βάλει στο κλίμα και σας μεταφέρουμε τους διάλογους που ηχογραφήθηκαν και ακούγονται στην παράσταση.

n

«Όταν πριν από 2 χρόνια ξεκινήσαμε τις συναντήσεις με ηλικιωμένους, για να συγκεντρώσουμε υλικό για την παράσταση Γιοι και κόρες, ζητώντας τους να θυμηθούν και να ξεχωρίσουν την ιστορία που άλλαξε τη ζωή τους, η πρώτη παρατήρηση ήταν, πως η πλειοψηφία των ιστοριών που επέλεγαν να θυμηθούν, διαδραματίστηκαν στην περίοδο της Κατοχής. Η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα ιστοριών –που γινόταν πρώτη σε όσους είχαν καταγωγή από τα Επτάνησα–διαδραματίστηκαν το καλοκαίρι του 1953, εν μέσω των σεισμών που κυριολεκτικά κατέστρεψαν την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη. Πρόκειται για ένα πλήγμα που κυριολεκτικά ανέτρεψε τα δημογραφικά δεδομένα της περιοχής, δημιούργησε 145.000 αστέγους με επακόλουθο το τεράστιο κύμα μετακίνησης του πληθυσμού των νησιών κυρίως προς την Αθήνα και έπειτα το εξωτερικό, σταμάτησε ένα είδος ταξικού διαχωρισμού στις περιοχές, κατάλοιπο της Ενετοκρατίας, διέκοψε βίαια την καταγραφή της πολιτιστικής και ιστορικής συνέχεια αιώνων με την καταστροφή βιβλιοθηκών και αρχείων και ανέτρεψε διά παντός την όψη των νησιών, αφού η μετέπειτα ανοικοδόμηση δεν στηρίχτηκε στην προϋπάρχουσα αρχιτεκτονική. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων που έζησαν από κοντά τα γεγονότα, μαζί με αποσπάσματα από το Χρονικό του Σεισμού του 1953, του Αγγελο-Διονύση Λεμπόνου και προτάσεις από τους Μεγάλους Δρόμους της Λένας Κιτσοπούλου στους τελευταίους μονολόγους, έγιναν το κείμενο μιας από τις ιστορίες της παράστασης. Ευτυχώς η εμπειρία εκείνων των ημερών άλλαξε πολλούς από τους κανόνες ανέγερσης και δόμησης των κτιρίων, θέτοντας για πρώτη φορά και επίσημα την ανάγκη συστηματικής αντισεισμικής προστασίας εποπτευόμενη από την Πολιτεία».

(Στην παράσταση άλλες αφηγήσεις λέγονται σε τρίτο πρόσωπο και άλλες σε πρώτο – σα να συμβαίνει τώρα).

image

Σεισμοί στην Κεφαλονιά

— Σεισμός!!!

— Βρισκόμαστε στην Κεφαλονιά, το καλοκαίρι του 1953.

— Πάλι για το σεισμό θα πεις;

— Τι να πω, που θέλανε να σε αρραβωνιάσουνε με τον Νιόνιο το χάχα;

— Τι έγινε λοιπόν το 1953;

— Οι χειρότεροι σεισμοί που χτύπησαν ποτέ την Ελλάδα.

— Εσύ θα τα πεις ή εγώ;

— Γιατί εγώ πού ήμουνα;

— Βρε να μην το κλείνουν το στόμα τους οι γυναίκες!

— Μουγκή να έπαιρνες!

— Βρε σταμάτα λέω! Το καλοκαίρι λοιπόν του 1953 στην Κεφαλονιά μας είχαν τρελάνει οι σεισμοί…

— Λες και το κάνανε επίτηδες!

— Είχανε γίνει 2 μεγάλοι και πάρα πολλοί μικροί.

— Είχανε πέσει σπίτια, άνθρωποι είχανε σκοτωθεί, δράμα…

— Ήταν το καλοκαίρι που ο αδερφός μου θα αρραβωνιαζότανε με την Ελένη.

— Δούλευα τηλεγραφητής στο κτίριο του Μεγάρου.

— Είχα μόλις τελειώσει το σχολείο.

— Και όλη η Κεφαλονιά να βουλιάξει, αύριο θα ρθούμε να σε ζητήσουμε!

— Έχω ήδη μιλήσει στους δικούς μου

— Και την επόμενη μέρα, ντυνόμαστε,

— Ντύνομαι,

— στολιζόμαστε,

— στολίζομαι…

— Παίρνουμε και μια ανθοδέσμη

(παύση)

— Και τον περιμένουμε να γυρίσει από το τηλεγραφείο.

— Με είχανε φωνάξει τελευταία στιγμή για να στείλουν οι Αθηναίοι δημοσιογράφοι τα τηλεγραφήματα.

— Σήμερα ήταν ανάγκη;

— Οι δρόμοι στο νησί και τα τηλέφωνα είχανε κοπεί, όποτε έρχονταν κάποιο νέο για καταστροφές οι δημοσιογράφοι το δίνανε στο τηλεγραφείο,

— Κι εμείς το στέλναμε στις εφημερίδες.

— Αποκλείεται να γίνουν άλλοι, αφού το είπε και ο Υπουργός, ο χτεσινός ήταν ο τελευταίος.

— Είχαν έρθει ο Υπουργός και οι σύμβουλοί του από την Αθήνα.

— Για να μας πείσουν πως το κακό δεν ήταν μεγάλο και πως εμείς υπερβάλαμε

— Κύριε Υπουργέ, τι εννοείτε να μείνουν μέσα στο κτίριο οι τηλεγραφητές;

— Αυτό που σας λέω.

— Μα μπορούμε να μεταφέρουμε τον τηλέγραφο στην Πλατεία, γιατί να μένουμε μέσα;

— Γιατί σας το λέω εγώ κύριε Κουλουμπή!

— Κύριε Υπουργέ, ας βγούνε με τον Τηλέγραφο στην Πλατεία, αφού μπορεί να μετακινηθεί!

— Κάντε τη δουλειά σας αγαπητή μου και αφήστε με να κάνω τη δική μου!

— Αν μείνει μέσα άνδρας μου θα μείνω κι εγώ!

— Κάντε ότι θέλετε κυρία Κουλουμπή! Αλλά σταματήστε να φοβόσαστε άδικα. Κι εγώ εντός του κτιρίου θα είμαι!

— Πρώτη φορά με έλεγε άντρα της.

— Μου βγήκε τελείως αυθόρμητα.

—Σ’ αγαπώ κυρία Κουλουμπή!

— Πολύ κύριε Κουλουμπή!

— Κύριε Κουλουμπή επιστρέψτε αμέσως στην εργασία σας!

— Συνεχίζουμε κύριε Υπουργέ. Είχα τόση χαρά που ξέχασα και τον κίνδυνο και όλα.

— Θέλεις να σου φέρω ένα καφέ; Βγήκα από το κτίριο να πάω απέναντι σε μια σκηνή που ψήνανε καφέδες.

— Εμείς πάλι, συνεχίσαμε να τον περιμέναμε στην Πλατεία.

— Από τότε που ξεκίνησαν οι σεισμοί, κανένας δεν έμενε στα σπίτια.

— Παίρναμε γρήγορα ότι χρειαζόμασταν και τρέχαμε έξω.

— Μήπως να πάει κάποιος να τον φωνάξει;

— Λες να έχει τελειώσει και να κάθεται στο τηλεγραφείο;;

— Και πριν προλάβω να της απαντήσω…

— Αρχίζει το βουητό….

— Σεισμός!

— Αλλά όχι σαν τις άλλες φορές

— Ένας χαμός που δεν πάει ο νους σου

— Να βλέπω τη σκεπή του σπιτιού να αγγίζει το χώμα και να ξανανεβαίνει

— Να φεύγουν τα κεραμίδια

— Να ανοίγει η αυλή και να χάνονται μέσα οι γλάστρες

— Οι καμπάνες να χτυπάνε σαν τρελές…

— Τα σπίτια γύρω από την πλατεία να χορεύουν, να σηκώνονται και μετά να πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο,

— Οι δρόμοι να σκίζονται,

— Να βλέπουμε να ξαναβγαίνουν τα θεμέλια από κάτω

— Και μονομιάς όλα ησυχάζουν.

— Οι καμπάνες σταματάνε.

— Το καμπαναριό έπεσε.

— Μια περίεργη σιωπή, ένα σκοτάδι που δεν έβλεπες τίποτα από τη σκόνη.

— Μια κατάσταση ανάμεσα σε ζωντανό και πεθαμένο.

— Σκιές πού έμοιαζαν με ανθρώπους άρχισαν ξέπνοα να ψελλίζουν ονόματα.

— Η Σάμη δεν υπήρχε πια.

— Ούτε το Αργοστόλι, ούτε το Ληξούρι, ούτε η Ζάκυνθος.

— Όσα χωριά καμαρώνανε πως είχανε τα ψηλότερα καμπαναριά, είχανε στην ακτίνα τους και τα περισσότερα θύματα.

— Λογαράτα, Καρουσάτα, Λεκατσάτα, Ραυτοπουλάτα, Φερεντινάτα, Δενδρινάτα, Κουλουράτα, όλα ερείπια.

— Από τα 33.000 σπίτια που είχαν τα νησιά, πέσανε τα 28.000

— Στη Σάμη έμεινε όρθιο όλο κι όλο 1 σπίτι!

— Με βρήκε στη μέση της Πλατείας, να του πηγαίνω τον καφέ.

— Αμέσως φτάσανε πλοία για βοήθεια από παντού, το Ισραήλ, την Αγγλία, την Αμερική, την Ιταλία, μέχρι τη Νέα Ζηλανδία…

— Αλλά όχι από την Ελλάδα.

— Οι Ισραηλίτες ήταν αυτοί που μας βοήθησαν περισσότερο.

— Φέρνανε τρόφιμα και νερό, μπαίνανε μέσα στα μπάζα, ψάχνανε στα χωριά για επιζώντες..

— Το ελληνικό κράτος τις πρώτες εκείνες μέρες… έφτιαξε άλλη μία επιτροπή:

— Ο πρόεδρος της συντονιστικής επιτροπής για τους σεισμοπαθείς ανακοινώνει απόφαση του στρατάρχου Παπάγου η οποία έχει ως εξής:

— Αναλαμβάνομεν την απόλυτον διοίκησην των νήσων

— Διώξανε δηλαδή όλη την ξένη βοήθεια, για να μην πληγεί το ελληνικό γόητρο.

— Καταμερίζουμε και διανέμουμε τρόφιμα εις τους πληθυσμούς.

— Έριξαν από ένα αεροπλάνο ψωμί και γάλατα.

— Όλα ληγμένα.

— Και παρεμποδίζουμε ένα νέο κύμα προσφύγων.

— Απαγορεύουν δηλαδή σε όλους να φύγουν από τα νησιά…

— Το απαγορεύεται ήταν πια η λέξη που άκουγες περισσότερο

— Απαγορεύεται η μετάβασις στις σεισμόπληκτες περιοχές.

— Σάπιζαν τα πράματα στα χωράφια, αφού δεν μπορούσαμε να πάμε να τα μαζέψουμε.

— Απαγορεύεται η παραλαβή κατοίκων από τα επιβατικά πλοία.

— Ήταν παραταγμένοι με τα όπλα μπροστά από τα καΐκια, μπας και το σκάσουμε!

— Απαγορεύεται το ψάρεμα!

— Ξαφνικά από θύματα μας αντιμετωπίζανε σαν εχθρούς.

— Όταν φούσκωσε η αδικία και κοντέψαμε να τους πετάξουμε στη θάλασσα, μας αφήσανε να μπούμε στα πλοία και να φύγουμε.

— Στα μισά της διαδρομής ακούγεται το μεγάφωνο:

— Παρακαλούνται όλοι οι επιβάτες όπως πληρώσουν το ναύλο της διαδρομής.

— Ζητούσανε εισιτήριο!

— Ότι είχε ο καθένας πάνω του το έδινε.

— Χρήματα, χρυσές λίρες, κοσμήματα…

— Κατάλαβες; Ξεχαρβαλωμένη φάρα.

— Οι ξένοι ευτυχώς παράκουσαν τις εντολές και σε μια μέρα ξαναγύρισαν.

— Φτιάξανε υπαίθριους φούρνους και ψήνανε, ρίξανε φάρμακα στα πηγάδια, ανοίξανε δρόμους, σώσανε τον κοσμάκη.

— Αν δεν ήτανε οι ξένοι, τα νησιά δεν θα ξαναστηνότανε και άσε τους αεριτζήδες της Αθήνας να λένε…

— Το ελληνικό κράτος δεν βοήθησε πουθενά; ;;

— Βοήθησε. Βέβαια! Μετά, αφού πέρασε το πολύ κακό και μας έδωσε ‘αρωγή’

— Λεφτά, σαν δάνειο, αλλά δεν το ξεπλήρωνες.

— Με αυτά χτίσαμε ξανά το σπίτι μας.

— Από εκείνη το καλοκαίρι του 1953, μίσησα την Άνοιξη. Τη μίσησα γιατί μου φωνάζει πως θα ξαναζήσω το καλοκαίρι. Μίσησα αυτό το άνθισμα στα λιβάδια, αυτήν την καλυτέρευση του καιρού, αυτήν την υπόσχεση καλοκαιριού επάνω στις ριγέ μπλούζες των μελισσών, μισούσα όλες αυτές τις κλισέ εκφράσεις «πάει ο χειμώνας», «άντε, σιγά σιγά να κατεβάσουμε τα καλοκαιρινά». Μισούσα που δεν ήξερα το πρωί τι σκατά ρούχα να φορέσω και μισούσα το ενδεχόμενο κατά τη διάρκεια της ημέρας να βρομίσουν οι μασχάλες μου, όπως και την από μέρα σε μέρα αναβολή του να πάρω επιτέλους την απόφαση να φορέσω τις παντόφλες μου το πρωί χωρίς κάλτσες. Πιο πολύ, όμως, απ' όλα μισούσα αυτό το άνθισμα των λουλουδιών, το οποίο αναγκαστικά το έβλεπα σε όλη του την εξέλιξη, μιας και ζούσα σε χωριό. Τι ήθελε να μας πει δηλαδή το λουλούδι; Ότι μαραίνομαι και ξανανθίζω, μόλις μπει η άνοιξη; Ότι μαραίνομαι και ξανανθίζω κάθε χρόνο, σε αντίθεση μ' εσάς τους μαλάκες που άπαξ και μαραθείτε δεν ξανανθίζετε ποτέ;

— Στα λίγα λεπτά που έμεινα ζωντανός κάτω από τα μπάζα και τα χαλάσματα, σκέφτηκα όλα τα πράγματα που έκανα και εκείνα που δεν πρόλαβα να κάνω. Πώς δείχνει στις ταινίες τη ζωή να τρέχει γρήγορα μπροστά από τα μάτια σου; Ε, αλήθεια λένε. Με ξαναείδα να πηγαίνω στο δημοτικό, να μου κάνουν αντιτετανικό, να κλέβω βερίκοκα, να τη γνωρίζω, να προσπαθώ να την καταλάβω… Και τρόμαξα, που δεν θα προλάβαινα να μάθω στο γιο μου, τίποτα από αυτόν τον ηλίθιο κόσμο. Και θυμήθηκα τον πατέρα μου, που λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, γύρισε και έριξε μια ματιά στη φωτογραφία της μαμάς μου στο κομοδίνο. Α ρε Μαράκι, ψιθύρισε κάτω από το μουστάκι στη γυναίκα του. Και μετά έκλεισε τα μάτια του. Αυτός ο καλός άνθρωπος, που δεν ήταν τίποτα, που δεν είχε μορφωθεί, που δεν είχε ταξιδέψει, αλλά που αν ζούσε τώρα και έβλεπε τον γιο του πλακωμένο με τα χαλάσματα, θα τον κοίταζε με τα μεγάλα καλοκάγαθα μάτια του και θα του έλεγε: μη στενοχωριέσαι αγόρι μου. Μη στενοχωριέσαι για τίποτα. Μόνο αυτό.

— Το κτίριο που στεγαζόταν το τηλεγραφείο έπεσε.

— Οι τηλεγραφητές και ο Υπουργός δεν πρόλαβαν να βγούν.

— Όλοι οι τηλεγραφητές πέθαναν.

— Ο υπουργός ήταν ο μόνος που έζησε.

— Από εκείνο το καλοκαίρι, το’ ριξα στο διάβασμα, αφού πια δεν μπορούσα να το ρίξω στον χαβαλέ.

n

Ιnfo: Κείμενο/ Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός. Παίζουν: Γιώργος Γλάστρας, Άννα Ελεφάντη, Αλεξία Μπεζίκη, Γιώργος Παπαπαύλου, σε διπλή διανομή η Μαρία Κοσκινά και η Στέφη Πουλοπούλου. Θέατρο του Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7 & Θαρύπου, 210 9212900. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη 21.15. 12, 10 (Άνεργοι)