Θεατρο - Οπερα

Γιατί «Ο τρίτος είναι πιο γλυκός;»

Ο Αντώνης Γαλέος, σκηνοθέτης της παράστασης στο θέατρο Μεταξουργείο, εξηγεί

114868-649339.jpg
Μαρία Αλεξίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο τρίτος είναι πιο γλυκός

Ο Αντώνης Γαλέος μιλάει στην ATHENS VOICE για την κωμωδία «Ο Τρίτος είναι πιο γλυκός» που σκηνοθετεί στο θέατρο Μεταξουργείο.

Ο Αντώνης Γαλέος, γνωστός ως τώρα από την ιδιότητα του μεταφραστή, περνάει από πέρυσι με επιτυχία στον χώρο της σκηνοθεσίας. Σε λίγες ημέρες στο θέατρο Μεταξουργείο μάς παρουσιάζει την κωμωδία «Ο Τρίτος είναι πιο γλυκός».

Αντώνης Γαλέος
O Αντώνης Γαλέος

Όπως ο ίδιος επισημαίνει: «Μια φάρσα υψηλών οκτανίων, όπου η πραγματικότητα γλιστράει και φεύγει ακριβώς τη στιγμή που πας να την ορίσεις: τα παιχνίδια του έρωτα σε αυτόν τον κόσμο κάνουν το παν για να αποκαλυφθούν και όχι για να ικανοποιηθούν». Γιατί τι πιο διεγερτικό από μια περιπέτεια στο χείλος του γκρεμού; Ο Αντώνης Γαλέος μας εξηγεί γιατί «Ο Τρίτος είναι πιο γλυκός»...

Βασιστήκατε σε ένα έργο του 1870 για να κάνετε μια κωμωδία που απευθύνεται σε θεατές του 2020. Εξηγήστε μας το γιατί.
Μία αξεδίψαστη ανάγκη μας απέναντι στα έργα τέχνης είναι να επαληθεύουμε μέσα μας τη διαχρονικότητά τους, στηρίζοντας έτσι και το δικό μας πόθο για αιωνιότητα, για συνέχεια και συνέπεια μέσα από τις εποχές και τις γενιές. Υπάρχει όμως και μία άλλη επιταγή της ψυχής, αυτή που θρέφει την αρχαιολογική σκαπάνη και τα μεγάλα αστυνομικά μυστήρια: ο εντοπισμός της πρώτης στιγμής, η αναπαράσταση, η αρχή. Σαν το να λύσεις έναν κόμπο που σου καταδυναστεύει το παρόν θα συμβεί μαγικά μόλις προφέρεις τη μαρτυρία σου για το πώς όλα ξεκίνησαν, την αφήγησή σου για το πώς κάποιες λέξεις ή κάποιες εικόνες απέκτησαν τεράστιο φορτίο για σένα. Και όσο μεγαλύτερη η ανακολουθία ανάμεσα στη σοβαρότητα των γεγονότων του τώρα και τη φαιδρότητα των γεγονότων στο τότε, ανοίγει ένα διάστημα που αφήνει να αναδυθεί η κωμωδία, η φάρσα, το δράμα για τις μεγάλες παραβάσεις του αστικού δικαίου (ή για τις υπερβάσεις της συμπαντικής αρμονίας, η τραγωδία). Γυρνάω λοιπόν αιωνίως στον χώρο και τον χρόνο όπου η σεξουαλικότητα αναδεικνύεται σε επιχείρημα δικαίωσης της ύπαρξης. Τότε που επενδύεται με μυθικές διαστάσεις ένα απωθημένο: να θεωρείται κανονικό… όσο πιο πολύ επιθυμείς να βρίσκεσαι πλάι σε έναν άνθρωπο, τόσο να κάνεις το παν για να απομακρύνεσαι από αυτόν. Το 1870 λοιπόν το συγγραφικό ζεύγος Labiche - Condinet αποφασίζουν να φέρουν την ανατροπή, να χρησιμοποιήσουν −αναφέρει η κριτική της εποχής− για πρώτη φορά ένα θέμα που αποτελούσε επικράτεια του ρεαλιστικού δράματος, τη συζυγική απιστία, για να γράψουν μια φάρσα. Ταυτόχρονα, βρισκόμαστε στην εποχή που η Αμερική αρχίζει να ιδιοποιείται τη γαλλική εφεύρεση του κινηματογράφου μυθοπλασίας και να τη μπολιάζει με το δικό της χιούμορ, πάντα πατώντας σε αρχές της ευρωπαϊκής υποκριτικής παράδοσης. Χαρακτηριστικό είναι και το πώς μεταλλάσσεται ο όρος του νατουραλισμού που, ξεκινώντας στη Γαλλία από μία ψυχρή, επιστημονική ανατομία της βίας που καραδοκεί κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, στην Αμερική καταλήγει να αναφέρεται στην αυθεντικότητα των συναισθημάτων. Στην παράστασή μας κάπως έτσι εξερευνούμε ένα αποικιοκρατικό παιχνίδι. Τι θα γινόταν αν ένα σύστημα από τρεις σύγχρονους βάνδαλους φαρσέρ ηθοποιούς που πράττουν σα να έχουν δικαίωμα σε όλα, καταλάβουν το περιβάλλον μιας αστικής, υψηλής κωμωδίας; Πώς θα μολύνουν το πνεύμα της και πώς θα μολυνθούν τα σώματά τους από αυτό; Ποια είναι τελικά η γεννήτρια του χιούμορ και η πηγή του αστείου ή του γελοίου σήμερα; Το μόνο βέβαιο είναι πως ανέκαθεν το θέατρο είναι εδώ για να μας θυμίζει πως πίσω από τη διατύπωση κάθε ανθρώπινου στόχου υπάρχει το θεϊκό στοιχείο και αυτό υπερβαίνει όποια στοχοθεσία και εκλογίκευση.

the third is sweeter Trailer 1

Αδιαφορία για τις συμβάσεις του θεάτρου. Βγάζετε κάπως τη γλώσσα στη φόρμα;
Ο Roland Barthes στον βαθμό μηδέν της γραφής λέει πως η φόρμα κοστίζει. Κι όμως, στην εποχή του θριάμβου των μεγάλων αστικών μυθιστορημάτων, η φόρμα είχε την ίδια τιμή με τη σκέψη. Το θέατρο ως τέχνη εξακολουθεί να κυκλώνεται από όλες τις πλευρές από σχήματα κάθε μορφής: εκπαίδευση του ηθοποιού σε σχολές, πλοκές που αναπτύσσονται σε στενά χρονικά πλαίσια μιας παράστασης, γραμμικές τελετουργίες, υπεράρθρωση για να κατακτηθεί η προβολή του λόγου, ακόμα και η βασική έννοια της σύγκρουσης στην οποία στηρίζεται κάθε νοηματοδότηση στο θέατρο, όλα παραπέμπουν στην έννοια της φόρμας. Από την άλλη έχουμε το άλλο άκρο, τη λογοτεχνικότητα και την ποίηση, το άναρχο από κάτω ή πλάγιο κείμενο, το παιχνίδι που μιλάει για μια πραγματικότητα πέρα από το σύμπαν της μυθοπλασίας. Η γλώσσα μου βγαίνει λοιπόν ίσα για να δώσει σήμα ώστε να μετακινηθεί το οικείο σε περιοχές πέρα από το οικείο και μετά να δοθεί αγώνας για συντηρηθεί μια ζωντανή φλόγα κάτω από τους εκ των ων ουκ άνευ μανδύες των συμβάσεων και του ύφους. Όπως και να το κάνεις, όπλο της  φάρσας για να επικοινωνήσει τους δελφικούς χρησμούς της και να επενδύσει με χαρά την ασυναρτησία των πλοκών της δεν μπορούσε παρά να είναι αυτό που είναι - η καρικατούρα στις πιο αδρές γραμμές της.  

Προέρχεσθε από τον χώρο των δημιουργών του λόγου. Και τώρα βρίσκεστε νομίζω για δεύτερη χρονιά στο τιμόνι της σκηνοθεσίας. Πώς προέκυψε αυτή η απόφασή σας;
Αγαπώ τη μετάφραση γιατί μου προσφέρει εικόνες που πυρπολούν τη συγγραφή. Τη συγγραφή γιατί στιγματίζει τη στιγμή ώστε να ανανήψει η ηθοποιία, η τέχνη της μεταμόρφωσης (η υποκριτική, η τέχνη του αυθόρμητου, βέβαια βρίσκεται πάντα σε άλλο σύμπαν). Την ηθοποιία καθώς προσφέρει την ανάσα, τη σιωπή και την παύση που χωρίς αυτά η σκηνοθεσία καταρρέει. Και τη σκηνοθεσία γιατί χωρίς τη συναίσθηση του ρυθμού και την επανάσταση της αισθητικής δεν μπορεί να αντιληφθείς φθόγγο, για να τον βάλεις σε ξένο στόμα μεταφράζοντας.

tritos_dsc_1361.jpg

Χρησιμοποιείτε άντρες  στους γυναικείους ρόλους. Εύκολα πάει το μυαλό μας στην αρχαία Ελλάδα.
Και στον καιρό του Σέξπιρ. Τότε που το θεατρικό κείμενο δεν ήταν κάτι που χάραζε ένας συγγραφέας σε ένα χαρτί στην ιδιωτικότητα του γραφείου του, αλλά ένας ψίθυρος που μεταδιδόταν από το στόμα του ποιητή που αυτοσχεδίαζε στο αυτί, τη μνήμη και το διάφραγμα του ηθοποιού. Όσο ωραίες κι αν ακούγονται οι αρχαίες ουτοπίες ωστόσο, η δική μας περίπτωση είναι κάτι διαφορετικό. Στην παράστασή μας μιλάμε για την εισβολή ενός τρίο ηθοποιών μυημένων στο σωματικό σλάπστικ, σε ένα σύμπαν αστικών λεκτικών διαξιφισμών. Ουσιαστικά προσπαθούμε να προσεγγίσουμε έναν κόσμο γαλουχημένο στις αυστηρές αρχές του σαβουάρ βιβρ μέσα από μια αλυσίδα πρωτογενών, ωμών αντιδράσεων. Λένε πως τα κυρίαρχα έθνη επιλέγουν αγροίκους ηγέτες, γιατί οι πεφωτισμένοι αρχηγοί των πολιτισμένων χωρών πρέπει να υποβιβάζονται για να καταφέρουν να επικοινωνήσουν μαζί τους. Επειδή η ζωή όμως είναι αγρίως απίθανη δεν είναι σπάνιο πολιτισμός και αγένεια να ανταλλάσουν θέσεις και να διατυπώνουν τα πιο σύνθετα φιλοσοφικά θεωρήματα άνθρωποι που δεν μπορούν να αρθρώσουν τους απλούστερους συνδυασμούς λέξεων. Η φάρσα αρχίζει…

Ποιο κοινό ονειρεύεστε να έρθει στην παράσταση;
Αυτό που θα την κάνει να μην τελειώσει ποτέ, αλλά και αυτό για το οποίο αυτή η παράσταση δε θα τελειώσει ποτέ. Ένα κοινό που θα την απολαύσει με τον τρόπο του, αναμενόμενο ή μη, και θα συνεχίσει να συνδιαλέγεται μαζί της πολύ καιρό μετά την παρουσία του στο θέατρο.

tritos_dsc_1118.jpg

Οι παραστάσεις στην Αθήνα ολοένα και πληθαίνουν. Ως άνθρωπος-δημιουργός που βιοπορίζεστε από το επάγγελμα αυτό, τι λέτε για τον κορεσμό;
Η υπερπληθώρα παραστάσεων είναι ένα κομμάτι του καπιταλισμού. Το θέατρο αποτελεί μορφωτικό μέσο, άρα ο μέσος θεατής δυνητικά γίνεται και δημιουργός θεαμάτων μέσης, μικρής ή και μεγαλύτερης τεχνικής δυσκολίας. Το θέατρο από τις απαρχές του ακόμα έως σήμερα υπήρξε πληθωρικό μέσο. Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα των αριθμών. Στα ελισαβετιανά χρόνια ας πούμε, ο κάθε ηθοποιός έπρεπε να μαθαίνει τριανταπέντε καινούργιους ρόλους κάθε έτος και να βρίσκεται σε ετοιμότητα να τους ερμηνεύσει ανά πάσα στιγμή. Μέσα σε μια περίοδο περίπου 70 ετών γράφτηκαν πάνω από 10.000 έργα και από αυτά σώθηκαν όχι πάνω από 300. Από τότε έχουν περάσει 400 χρόνια και η υπερπαραγωγή έργων και παραστάσεων συνεχίζεται ακάθεκτη. Το ζήτημα είναι να μην επηρεάζεται η ποιότητα των πιο οργανωμένων και τεχνικά άρτιων θεαμάτων από τα θεάματα που στήνονται σε συνθήκες ελλιπούς παραγωγής, αλλά το αντίθετο: ο κόσμος του ημιερασιτεχνικού θεάτρου να εμπλουτίζεται ολοένα και να συναγωνίζεται το επαγγελματικό. Για μένα το πραγματικό πρόβλημα είναι πως εδώ και πολλά χρόνια έχει χαθεί η προσωπική σφραγίδα των δημιουργών από τις περισσότερες επαγγελματικές παραστάσεις και βλέπουμε απλές εικονοποιήσεις ή διεκπεραιώσεις έργων, όχι έναν διάλογο της στιγμής μας με την παράδοση της τέχνης μας. 

Η καλύτερη παράσταση που είδατε τα τελευταία χρόνια;
Μια μικρή παρένθεση: Πάντα έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον το πώς διατυπώνεται η συγκεκριμένη ερώτηση γιατί το επίθετο που συνοδεύει την παράσταση πρέπει να είναι κάτι που έχει μια τέτοια ηθική διάσταση, γιατί να συνδέεται το ωραίο, το ενδιαφέρον, το σημαντικό ή ακόμα και το λειτουργικό και το ωφέλιμο με το καλό πάντα. Το Hand to God του Robert Askins στο Vaudeville Theatre. Για το μπέρδεμα των ειδών, την εξαιρετική υποκριτική που μας θύμισε ότι η αποστασιοποίηση αναφέρεται στο βραχυκύκλωμα των προσδοκιών του κοινού και όχι στην επαλήθευσή τους, στην απέραντη αμηχανία, την ενοχή και τη βαθιά συναισθηματική εμπλοκή που ξύπνησε στους θεατές, κάτι αντίστοιχο που ίσως να ένιωθαν οι πρώτοι θεατές στα έργα του Αριστοφάνη (ή ο Αριστοφάνης όταν έβλεπε τα έργα του Ευρυπίδη). Και το θέατρο ολόκληρο μια γελούσε τρανταχτά και μια έκλαιγε με λυγμούς και τις πιο πολλές φορές και τα δυο μαζί, ενώ η σκέψη στηριζόταν κι έρρεε αδιάκοπα.

Ποιοί θεωρείτε ότι οι είναι οι συνοδοιπόροι σας στη δουλειά σας;
Μια ερώτηση γνωριμίας άλλου τύπου λοιπόν. Υπάρχουν οι αφανείς συνοδοιπόροι, αυτοί που μέσα από τα διαβάσματα και τη γενική και την ειδική παιδεία στηρίζουν τον τρόπο που διαβάζω, ερμηνεύω και συνδέομαι – ο Barthes, ο Althusser, ο Taussig, ο Κοϊντιλιανός. Οι συνεργάτες-δάσκαλοι που με αποδομούν σε κάθε βήμα: ο Thomas Leabhart, ο Τάσος Μπαντής, ο Μίνως Βολανάκης, η Ρούλα και ο Μιχαήλ. Αυτοί που τροφοδοτούν πάντα το καμίνι μου και με ανθρωπαίνουν αενάως – ο Χρήστος Πολυμενάκος, ο Ιωάννης Ελευθεράκος, η Ελένη Γιαννάκη, η Άννα μου και η Κωνσταντίνα Σταθουλοπούλου. Δυο παιδιά μου που έσπασαν το φράγμα του ήχου…. ο Γιώργης και ο Νικολάκος. Και ο μεγάλος καλλιτέχνης των αποδράσεων της φετινής χρονιάς… 

tritos_dsc_1315.jpg

Ο τρίτος είναι εν τέλει ο... πιο γλυκός;
Οι γυναίκες της ανατολής και της Αφρικής υπό το πρίσμα της ευρωκεντρικής κοινωνικής κριτικής συχνά θεωρούνται θύματα παρωχημένων θρησκευτικών και πατριαρχικών δομών, ανίσχυρες μπροστά στην κατάσταση της ύπαρξης τους και χωρίς καμία συναίσθηση καν της τραγωδίας τους. Αυτές οι υπάρξεις για να έρθουν σε επαφή με τον εαυτό τους, λέμε, οφείλουν να μυηθούν στις αρχές της ισότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της γενικευμένης εκκοσμίκευσης, αρχές για τις οποίες τόσο περήφανες είναι τα κέντρα και τα προάστια των δυτικών πόλεων. Αν χειραφέτηση είναι η αδελφοποίηση, η μετα-αποικιοκρατική ματιά τονίζει τους τρόπους που γυναίκες από διαφορετικά φυλετικά, εθνικά και θρησκευτικά περιβάλλοντα βιώνουν το φύλο και τη βία. Τι σημαίνει λοιπόν σώζω τον άλλο; Ή εκπολιτίζω τον αναξιοπαθούντα; Ή καθαρίζω όποιον δεν έμαθε να πλένεται; Ναι, μάλιστα, πάντα ο κάθε τρίτος είναι πιο γλυκός ειδικά όταν είναι ένας εν δυνάμει δεύτερος, όταν είναι ένας άλλος που δε θα βουλιάξει ποτέ στη γειτνίαση, ένας φίλος καρδιακός που δε γνωρίσαμε ακόμα… 


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κράτα με: Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος σκηνοθέτησε θέλοντας να ακουστεί το κείμενο
Κράτα με: Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος σκηνοθέτησε θέλοντας να ακουστεί το κείμενο

Το έργο του Τζέφρι Ναφτς, εντασσόμενο στην γκέι δραματουργία, διαθέτει μια στιβαρή, αν και πλέον κλασική, δομή, αλλά κυρίως θίγει ζητήματα που η τρέχουσα δραματουργία σπάνια τολμά να θίξει

Κερδίστε 15 διπλές προσκλήσεις για τον Δον Κάρλος στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Κερδίστε 15 διπλές προσκλήσεις για τον Δον Κάρλος στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών

Η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά αποτελεί το τελευταίο μέρος της σκηνοθετικής του τετραλογίας, με την οποία ολοκληρώνει την προσωπική του διερεύνηση πάνω στη σχέση θεάτρου και κινηματογράφου

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.