Θεατρο - Οπερα

Η όπερα έσταζε αίμα

Είδαμε τον «Μάκμπεθ» από την Εθνική Λυρική Σκηνή

Λένα Ιωαννίδου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μπορεί άραγε μια παράσταση όπερας, πριν καν ανέβει η αυλαία και ηχήσουν οι πρώτες νότες της ορχήστρας, να προϊδεάσει το κοινό για το τι πρόκειται, όχι μόνο να δει και να ακούσει, αλλά να αισθανθεί; Οι απειλητικές, αιματοβαμμένες λαμαρίνες που υψώνονταν στη σκηνή της Αίθουσας Τριάντη, την Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου, το κατόρθωσαν.

Ο Μάκμπεθ, σύμφωνα με το σημείωμα του σκηνοθέτη Λορέντσο Μαριάνι, είναι «ένα ταξίδι στους φόβους, στο σκοτάδι, στα απύθμενα βάθη της ψυχής μας». Το σίγουρο είναι ότι στις τρεις ώρες και κάτι που διήρκεσε αυτή η σκοτεινή κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή, το αίμα που έμοιαζε να έχει ποτίσει τα πάντα, με έκανε πολλές φορές να ανατριχιάσω…

n

Στην εισαγωγή της όπερας οι τρεις μάγισσες-χορεύτριες, «προλογίζουν» βουβά τα όσα πρόκειται να συμβούν. Γύρω από τον τεράστιο κατακόκκινο θρόνο που αναδύεται, βυθίζεται και καταπίνει τελικά τους πάντες, παίζουν με τα σύμβολα της εξουσίας. Το στέμμα, το σκήπτρο, τον βελούδινο μανδύα. Στο παγερό, μεταλλικό σκηνικό, μοντέρνο όσο και άχρονο, οι φωτισμοί του Λίνους Φέλμπομ, μέσα από εναλλαγές αντανακλάσεων και σκιάς, κόκκινου και μαύρου, ζωγραφίζουν αριστοτεχνικά την κόλαση. Εκεί ρίχνονται –ως αλεξιπτωτιστές– δύο γενναίοι στρατηγοί, ο Μάκμπεθ και ο Μπάνκο. Η χορωδία των μαγισσών προφητεύει το μέλλον. Ο Μπάνκο αδιαφορεί. Η ψυχή όμως του Μάκμπεθ παρασύρεται, χάνει τον έλεγχο. Η δίψα για εξουσία και ο φόβος για το άγνωστο έχουν ήδη γεννήσει έναν εν δυνάμει δολοφόνο.

Η Λαίδη, φιλόδοξη, διαβολική και συγχρόνως τραγική, πληροφορείται στο κάστρο την προφητεία των μαγισσών. Δίχως ηθικό ενδοιασμό, καταστρώνει στο μυαλό της το στυγερό έγκλημα που θα τους χαρίσει το θρόνο της Σκοτίας και πείθει τον άτολμο Μάκμπεθ να δολοφονήσει τον βασιλιά Ντάνκαν. Με την άφιξή του στο κάστρο –σε ένα κατακόκκινο βαγόνι– αρχίζει ο κύκλος του αίματος. Στο γεμάτο ένταση χορωδιακό που ακολουθεί το τριπλό φονικό, η εικόνα είναι καθηλωτική. Το αίμα των αθώων έχει ποτίσει όχι μόνο τα χέρια του ζευγαριού αλλά και τα ρούχα των ευγενών που σχολιάζουν την αποτρόπαια πράξη. «Σε όλους μας υπάρχει ένα κομμάτι από τον Μάκμπεθ και τη Λαίδη», πιστεύει ο Μαριάνι.

n

n

Το ζευγάρι καταλαμβάνει την εξουσία σπέρνοντας δυστυχία στο λαό της Σκοτίας, ο κύκλος όμως του αίματος δεν έχει κλείσει ακόμα. Τα σιβυλλικά λόγια των μαγισσών την ώρα που ετοιμάζουν μαγικά φίλτρα –σε ένα γιγάντιο βιομηχανικό λέβητα– και το εφιαλτικό όραμα του Μάκμπεθ με τους βασιλείς που απειλούν το θρόνο του, τον οδηγούν σε μια νέα πληρωμένη δολοφονία, αυτή τη φορά του Μπάνκο. Ο τρόμος τον στοιχειώνει. Στη σκηνή του δείπνου, παραληρεί αντικρίζοντας φάντασμα του νεκρού ευγενή να στέκεται μπροστά του παρά τις προσπάθειες της Λαίδης να τον συνεφέρει. Κι εκείνη όμως έχει πια ραγίσει. Στη συγκλονιστική σκηνή της υπνοβασίας, προσπαθεί να απαλλαγεί από το αίμα των νεκρών που έχει βάψει ανεξίτηλα τα χέρια και την ψυχή της. Μάταιο. Η λύτρωση έρχεται μόνο με το θάνατο.

Οι προφητείες επαληθεύονται η μία μετά την άλλη και ο Μάκμπεθ δίνει την τελευταία απελπισμένη μάχη με αληθινούς και φανταστικούς εχθρούς –ευφυέστατο εύρημα η μετατροπή των μεταλλικών τμημάτων του σκηνικού σε κινούμενο δάσος του Μπέρναμ– για να πέσει τελικά από το σπαθί του ευγενή Μακντάφ, προστάτη του νόμιμου διαδόχου Μάλκολμ.

Η έξοχη σκηνοθετική προσέγγιση του Λορέντζο Μαριάνι ευτύχησε και ως προς το μουσικό μέρος. Η ερμηνεία του βαρύτονου Δημήτρη Τηλιακού στο ρόλο του Μάκμπεθ απολαυστική, τόσο μουσικά όσο και υποκριτικά, ιδίως όταν η ηθελημένα χαμηλή ένταση της φωνής του σκιαγραφούσε αριστοτεχνικά το φόβο του τραγικού ήρωα. Για τη Λαίδη Μάκμπεθ της Δήμητρας Θεοδοσίου, τι να πω… Μπορεί το physique της και η ατυχής επιλογή του χρυσού φορέματος –το μόνο φάλτσο στα καλαίσθητα κοστούμια της Σίλβια Αϋμονίνο– να έμοιαζαν λίγο παράταιρα με τη μοντέρνα αισθητική της παράστασης, ωστόσο, το μέγεθος της φωνής της, η σκοτεινή χροιά της, η δραματική ένταση της ερμηνείας της –ιδίως στη σκηνή της υπνοβασίας– κυριολεκτικά με καθήλωσαν. Δεν μπορώ τέλος να μην σταθώ στις δύο φωνές που με εντυπωσίασαν για μια ακόμα φορά: του βαθύφωνου Τάσου Αποστόλου (Μπάνκο) και του τενόρου Δημήτρη Πακσόγλου (Μακντάφ).

n

Η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με τον Μύρωνα Μιχαηλίδη στο πόντιουμ έλαμψε κι αυτή τη φορά, αναδεικνύοντας τόσο τα λυρικά όσο και τα έντονα θριαμβικά στοιχεία της μουσικής του Βέρντι. Ένα μεγάλο μπράβο αξίζει τέλος στον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, τον άνθρωπο που έχει πραγματικά μεταμορφώσει τη χορωδία της Λυρικής μας Σκηνής. Τους χρωστάμε μερικές από τις πιο δυνατές συγκινησιακά στιγμές της παράστασης…

Με μια κουβέντα… Ένας υπέροχος Μάκμπεθ που θα συζητάμε για καιρό….

n

n

n


Info:

25,26/1 20.00, ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ, Βας. Σοφίας & Κόκκαλη, 210 7282333.


Φωτό© Stefanos