- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Καρναβαλική μονταζιέρα της γιορτής και της βίας
«Οι αγνοούμενοι» από το κολομβιανό Mapa Teatro στο Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260 (Η)
To Mapa Teatro επανήλθε στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, Πειραιώς 260 (Η), με τους «Αγνοούμενους».
To Mapa Teatro είναι ένα Εργαστήριο Καλλιτεχνών που ιδρύθηκε το 1984 στο Παρίσι από την Heidi και τον Rolf Abderhalden, κι έπειτα από δύο χρόνια μετακόμισε στη μόνιμη έδρα του, την Μπογκοτά της Κολομβίας. Αν και σύμφωνα με τους ιδρυτές του το Εργαστήριο παραμένει ένας φιλόξενος χώρος για την υπέρβαση των γλωσσικών, γεωγραφικών και καλλιτεχνικών ορίων, τα τελευταία έργα των Mapa αποτελούν συναρπαστικές εθνο-μυθοπλασίες που συμπυκνώνουν ποιητικά μια συγκεκριμένη αντίληψη για την μεταπολεμική (post-conflict ή «μετα-επαναστατική») Κολομβία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που, όπως δήλωνε η Heidi Abderhalden, το Mapa Teatro έμαθε τον θεατρικό Λόγο του «μετά την επανάσταση» από τον Χάινερ Μύλλερ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το θέατρο των Abderhalden είναι τόσο ριζοσπαστικά πολιτικό όσο αυτό του μεγάλου Ανατολικογερμανού συγγραφέα. Από την άλλη μεριά, οι υπέροχες εξτραβαγκάντζες του Θεάτρου Mapa επιδιώκουν να επουλώσουν ένα εθνικό τραύμα και να αποκαταστήσουν το πολιτισμικό συναίσθημα της Κολομβίας με τρόπο καρναβαλικά παρηγορητικό, κρατώντας ασφαλή απόσταση από αυτό που θα ήταν μια «μυλλερικού» τύπου σαφήνεια άγριας μετα-ουμανιστικής διαμαρτυρίας.
To Mapa Teatro επανήλθε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών με τους Αγνοούμενους, ένα ενδιαφέρον σκηνικό τρίπτυχο σε τρεις «αλληλοεγκιβωτισμένους» χώρους, μέσα από τους οποίους αναδύονταν εικόνες, μνήμες και ήχοι της σύγχρονης κολομβιανής ιστορίας, δημιουργώντας ένα ονειρικό τοπίο μεταξύ ντοκουμέντου και λατινοαμερικάνικης παραμυθοπλασίας (σε ύφος εκστατικού καρναβαλιού και δραματικής ναρκωτικονουβέλας).
Στην πρώτη εικόνα της παράστασης, μια παρέα παιδιών μαζεύεται γύρω από το ραδιόφωνο μέσα σ’ ένα αστικό σαλόνι της δεκαετίας του ’60, αναμένοντας την αναγγελία μιας καλύτερης επανάστασης που δεν έρχεται ποτέ. Καθώς περιμένουν, ακούνε τη φωνή του ιερέα Καμίλο Τόρρες (που στα μέσα της δεκαετίας του ’60 συνδέθηκε με ομάδες ανταρτών) να ανακοινώνει στον κολομβιανό λαό πως «Το καρναβάλι πρέπει να τελειώνει, για να αρχίσει η Επανάσταση!», φράση που επαναλαμβάνεται ειρωνικά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, προκαλώντας ζωηρή θυμηδία στους θεατές.
Το δεύτερο μέρος του τρίπτυχου μάς μετέφερε στους υπερβολικούς εορτασμούς της Ημέρας των Αγίων Αθώων, η οποία εκτρεπόταν σε μια φρενήρη φιέστα με γιρλάντες, γκλίτερ και εκστατικούς χορούς, ενώ το γενικό κλίμα κινούταν με μοναδική σκηνική μαεστρία στη μεθόριο μεταξύ καρναβαλικής γιορτής και «ένοπλης» βίας, παραπέμποντας στην κολομβιανή ζούγκλα των ανταρτών, της άγριας βλάστησης και της μαφίας των ναρκωτικών. Ένα παράξενο βίντεο-τζούκμποξ μέσα στη ζούγκλα πρόβαλλε εικόνες παραστρατιωτικών συγκρούσεων και βίαιων αναταραχών, που συνοδεύονταν από άγριες δράσεις μασκοφόρων με γυναικεία ρούχα, οι οποίοι παρελαύναν στους δρόμους της πόλης και μαστίγωναν όσους άντρες δεν φορούσαν τα φουστάνια και τις μάσκες της «γιορτής». Λίγο αργότερα, ο εύσωμος ημίγυμνος άντρας (Andrés Castañeda) ερμήνευε ως θυμωμένο φάντασμα του Πάμπλο Εσκομπάρ την «Ομιλία ενός αξιοπρεπούς άντρα», και στο τέλος η Agnes Brekke τραγουδούσε σχεδόν οργασμικά έναν μακρό μονόλογο για την κοκαΐνη, το «εντυπωσιακό» σύμβολο της λεπτής γραμμής μεταξύ βίας και παράφορης φιέστας.
Οι Mapa ονομάζουν τις παραστάσεις τους ζωντανά γεγονότα ή πολιτικά «οράματα», τα οποία στοχεύουν να αναλύσουν «ανατομικά» τον θάνατο και αυτά τα δημόσια επιτελεστικά γεγονότα που προκαλούνται από την παρέμβαση εξωτερικών δυνάμεων και δημιουργούν μια περίεργη ιστορική μείξη της γιορτής με τη βία. Σε ό,τι αφορά τη σκηνική δημιουργία του γεγονότος, οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν «μοντάζ σκέψης» και στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από τη συναρμογή οπτικοακουστικών «ντοκουμέντων» και επινοημένων από τον θίασο κειμένων, κατασκευάζοντας συνολικά μια συνθήκη εκστατικών δράσεων σε κλίμα καρναβαλιού και ονειρικού παραμυθοδράματος. Παρ’ όλη τη συναρπαστική disco-queer αισθητική, τα κείμενα που είναι γραμμένα από τον ίδιο τον θίασο, έχουν, νομίζω, μια «ύποπτη» ειρωνεία, η οποία συχνά παγιδεύει την ταυτότητα του έργου σε μια γκρίζα ζώνη αμφισημιών, αφήνοντας την εντύπωση της ελαφράς «προπαγάνδας» προς κάτι, μάλλον, πιο νεο-φιλελεύθερο στη μονταζιέρα της σκέψης. Στο ίδιο πνεύμα, η στρατευμένη εικόνα με τα γερασμένα «άρματα» από το Καρναβάλι της Επανάστασης (Κάστο, Μάο, Λένιν, Μαρξ και Τσε Γκεβάρα) ήταν απογοητευτική ως μοντάρισμα της σκέψης, επειδή ακριβώς η ιστορική αξία και η όποια ιδεολογική απαξία των προσώπων αυτών δεν είναι ομαδικά συγκρίσιμες.
Η τελευταία εικόνα με τον μαύρο κολομβιανό άνδρα να βγάζει τη λευκή πλαστική μάσκα μπροστά στα μάτια των μικρών παιδιών, μάς αποζημίωσε όχι μόνον για τα συναισθήματα ελπίδας που γέννησε, αλλά επειδή υπεράσπιζε την κραταιή δυνατότητα του θεάτρου να αρθρώνει τη γλώσσα του ανθρώπινου και της αλλαγής των πραγμάτων (μακριά από στενά πολιτικά «μηνύματα»). Παρ’ όλα αυτά, η θόλωση των ορίων μεταξύ θεατρικής μυθοπλασίας και ιστορικής πραγματικότητας συχνά μάς τρομάζει σε τέτοιες παραστάσεις, επειδή ακριβώς αφήνει να πλανάται ένα ασαφέστατο «συμπέρασμα» για σημαντικά ιδεολογικά θέματα που θίγονται στην παράσταση. Όταν μάλιστα αυτή η αμφισημία κλείνεται σε μια ευφρόσυνη σκηνική διάθεση, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο «ύποπτα» για την ιδεολογική στόχευση της παράστασης, ακόμη κι αν ο ίδιος ο θίασος θεωρεί πως κάποια ζητήματα παραμένουν ανεπίλυτα στο όνομα μιας υπό διαμόρφωση «εθνικής» συνείδησης.