Θεατρο - Οπερα

Κύριε Αλειφερόπουλε, από πού κι ως πού στην οπερέτα;

​Λίγο πριν την πρεμιέρα της «Πρώτης αγάπης», ο δημοφιλής ηθοποιός μίλησε στην AV για την απόφασή του να κολυμπήσει στα άγνωστα νερά της οπερέτας

Λένα Ιωαννίδου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος μιλάει στην ATHENS VOICE για την πρόταση της ομάδας Ραφή και την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στην οπερέτα «Πρώτη αγάπη» του Νίκου Χατζηαποστόλου, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής.

«Η πρώτη αγάπη: Μια αισθηματική οπερέτα σε δύο πράξεις με πρόλογο και επίλογο». Το θρυλικό κάποτε, αλλά ξεχασμένο πια έργο του Νίκου Χατζηαποστόλου επιστρέφει στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, 90 χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα. Την «αναστήλωσή» του αναλαμβάνει η ομάδα μουσικού θεάτρου Ραφή, τη μουσική του «μεταποίηση» ο Μιχάλης Παρασκάκης και ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, για πρώτη φορά από την καρέκλα του σκηνοθέτη, μας καλεί να ακούσουμε τη ρομαντική ιστορία του Νίκου και της Ελένης, να θυμηθούμε ηθικές αξίες που θεωρούμε ξεπερασμένες και να ανατριχιάσουμε συνειδητοποιώντας τα κατάλοιπα που έχουν αφήσει μέσα μας μέχρι και σήμερα.

Προμηθέας Αλειφερόπουλος © Ανδρέας Σιμόπουλος

Λίγο πριν την πρεμιέρα της «Πρώτης αγάπης», ο δημοφιλής ηθοποιός μίλησε στην AV για την απόφασή του να κολυμπήσει στα άγνωστα νερά της οπερέτας…

Πώς και αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την οπερέτα;
Προέκυψε, δεν το επεδίωξα. Το έργο αυτό το ανέσυρε ο Αλέξανδρος Ευκλείδης και η ομάδα Ραφή στην οποία το ανέθεσε και μου πρότεινε να το σκηνοθετήσω. Επειδή προέρχομαι από το χώρο του θεάτρου, η πρώτη μου αντίδραση ήταν «μα πώς;». Αμέσως μετά όμως σκέφτηκα «μα γιατί όχι; και η οπερέτα θέατρο είναι...». Αυτό ακριβώς με ιντρίγκαρε και με έβγαλε από το comfort zone μου. Δεν έχω καμία εμπειρία από το λυρικό θέατρο, ούτε ως θεατής, είναι ένα είδος που έχω διδαχτεί θεωρητικά στο πανεπιστήμιο αλλά δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ καμία παράσταση. Αισθάνθηκα όμως ότι ίσως αυτό αποδειχθεί καλό, ότι δεν θα χρειαστεί να τηρήσω κανόνες, να ακολουθήσω την πεπατημένη.

Αναστασία Κότσαλη και Διονύσης Τσαντίνης © Ανδρέας Σιμόπουλος

Στην πράξη όμως υπάρχουν κανόνες...
Σίγουρα. Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει ένας άλλου είδους σεβασμός απέναντι στα μουσικά κομμάτια. Δεν μπορείς για παράδειγμα να τα κόβεις αυθαίρετα επειδή απλά σου φαίνονται πολλά... Η φόρμα της οπερέτας είναι καλή και πολύ ενδιαφέρουσα. Η τομή του τραγουδιού μέσα στο λόγο −για τους τραγουδιστές βέβαια είναι η τομή του λόγου μέσα στο τραγούδι− μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη. Το στοίχημα για μένα ήταν να καταφέρω τα τραγούδια να είναι συνέχεια του λόγου. Αυτό που θέλησα να περάσω στα παιδιά της ομάδας ήταν να έχουν πάντα στο μυαλό τους ότι, όταν δεν μπορούν πια να εκφραστούν, όταν δηλαδή φτάνουν σε ένα όριο όπου η ομιλία δεν είναι αρκετή, τότε τραγουδούν.

Η Ραφή ανεβάζει κατά κανόνα «πειραγμένες» παραστάσεις. Συμφωνείτε με την προσέγγιση αυτή;
Απόλυτα. Η ομάδα της Ραφής ψάχνεται διαρκώς, δοκιμάζει νέους ανθρώπους και διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης ενός μουσικού έργου. Θεωρώ ότι είναι μια έξυπνη κίνηση γιατί η οπερέτα είναι ένα νεκρό είδος , αν έχεις δει μια, έχεις καταλάβει τι είναι, ή μάλλον τι ήταν. Αν ανεβαίνει μόνο μουσειακά, είναι δεδομένο ότι θα αποτύχει. Χρειάζεται να σκάψεις, να βγάλεις τα «ζουμιά» της, αν θέλουμε να παραμείνει ζωντανή και κυρίως να μας αφορά. Το ίδιο ισχύει και με το λιμπρέτο. Δεν είναι Ευαγγέλιο για να το σεβαστείς. Προσωπικά μάλιστα πιστεύω ότι το είδος θα μπορούσε να αναγεννηθεί με την προσθήκη νέων κειμένων ή με διασκευές πρόζας σε οπερέτα. Το κλειδί για μένα είναι το χιούμορ. Ανοίγει πόρτες στη δεκτικότητα του θεατή με πολύ ύπουλο τρόπο − με την καλή έννοια... Επειδή όμως το χιούμορ στην οπερέτα είναι λόγος και εξυπνάδα, επομένως παλιώνει πολύ γρήγορα, χρειάζεται εκσυγχρονισμό, άλλο timing. Εκεί παρεμβαίνω χωρίς ενοχή αλλά και χωρίς να χαλάω τίποτα από την ουσία του έργου.

Λητώ Μεσσήνη © Ανδρέας Σιμόπουλος

Πώς αντιμετώπισαν τις παρεμβάσεις σας οι σολίστ; Ήταν δεκτικοί;
Τα κορίτσια της Ραφής (η Αναστασία Κότσαλη και η Λητώ Μεσσήνη) είναι πάντα δεκτικές στο νέο, αλλά και οι υπόλοιποι συντελεστές που επιλέξαμε γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα δοκιμάσουν καινούργια πράγματα. Προφανώς δεν μπορείς να έχεις τις ίδιες απαιτήσεις που έχεις με εκπαιδευμένους ηθοποιούς. Ωστόσο, αν βρεις εύφορο έδαφος και διάθεση, ακόμα και στο τόσο μικρό διάστημα προετοιμασίας −σκάρτοι δύο μήνες− που είχαμε στη διάθεσή μας, μπορείς να κάνεις πολλά. Απλώς επειδή προερχόμαστε από δύο διαφορετικές τέχνες χρειάστηκε λίγος χρόνος μέχρι να βρούμε ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας. Οι λυρικοί τραγουδιστές έχουν χαρίσματα που δεν τα βρίσκεις σε ηθοποιούς του θεάτρου, όπως έχουν μέσα τους και αρκετές αντιστάσεις να δεχτούν το καινούργιο, κυρίως από συνήθεια. Αν όμως κατορθώσεις να τις κάμψεις, τότε χαίρονται, ανθίζουν, γίνονται ακόμα πιο δημιουργικοί.

Με την «Πρώτη αγάπη» βρεθήκατε μπροστά σε ένα άγνωστο μουσικό έργο και σε ένα άγνωστο λιμπρέτο. Από πού ξεκινήσατε;
Σαφώς με το λιμπρέτο. Προσωπικά ανήκω σε μια γενιά που έχει γαλουχηθεί από σκηνοθέτες για τους οποίους ο λόγος ήταν πρώτος. Είναι πια στο DNA μου, δεν μπορώ να μην ξεκινήσω από το λόγο. Απλά έχω μάθει στα παλαιά έργα, αυτά που δεν είναι τόσο διαχρονικά, να μην εμπιστεύομαι αυτά που λένε οι χαρακτήρες του, απλά και μόνο επειδή «έτσι είναι γραμμένο», αλλά να προσπαθώ να καταλάβω τι θέλουν να πουν και δεν το λένε. Από εκεί λοιπόν ξεκινάω, προσπαθώ να γοητευτώ από χαρακτήρες, να δω τις σχέσεις που δημιουργούν, τα απωθημένα, τους στόχους τους και τις συμβάσεις που έχουν επιλέξει. Αυτό με διακινεί.

Λητώ Μεσσήνη και Γιώργος Ρούπας © Ανδρέας Σιμόπουλος

Στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες της «Πρώτης αγάπης» βρήκατε τελικά ένα δεύτερο επίπεδο;
Θεωρώ ότι πάντα υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο και αυτό προσπάθησα να αναδείξω. Μπορεί να υπήρχε στο μυαλό του συγγραφέα, μπορεί και όχι. Μπορεί να υπήρχε στο ένστικτό του, να μην αποτυπώθηκε στο χαρτί και να είναι αυτό που μας δημιουργεί την αίσθηση, 100 χρόνια μετά, ότι κάτι άλλο κρύβεται από πίσω. Η πρώτη αγάπη για την οποία μιλά το έργο, προσωπικά δεν μου λέει τίποτα. Δεν πιστεύω ότι είναι κατ’ ανάγκη παντοτινή ούτε ότι είναι η δυνατότερη... Αυτό που άρχισε να μου αρέσει ήταν οι προβληματικοί χαρακτήρες του. Το έργο έχει μια παράξενη −για εκείνη την εποχή− ηθική η οποία φαίνεται να υποστηρίζεται από τον συγγραφέα. Οι ηθικοί κανόνες είναι πολύ πιο ελαστικοί για τον άνδρα από ό,τι για τη γυναίκα. Ακούς τον ήρωα να κάνει ερωτική εξομολόγηση και σκέφτεσαι «μα πόσο αναίσθητος είναι; Δεν καταλαβαίνει ότι την πληγώνει;». Βλέπεις τις αναπηρίες των ανθρώπων, ίδιες ακριβώς με αυτές που διαπιστώνεις και σήμερα. Είναι σαν να παρατηρείς ένα ζευγάρι να καυγαδίζει σε μια καφετέρια. Να ακούς να λέγονται τα λάθος πράγματα και ο καυγάς να διαιωνίζεται ενώ, αν ένας έκανε απλά ένα βήμα στο πλάι −ούτε καν πίσω−, το πρόβλημα θα λυνόταν.

Η μουσική πώς σας φάνηκε;
Η μουσική που άκουσα σε μια παλιά βερσιόν που υπήρχε στο YouTube με έκανε απλώς να χαμογελάσω με μια νοσταλγικότητα, ακόμα και από τον τρόπο που ήταν ηχογραφημένη. Είχα ήδη μιλήσει όμως με τον Μιχάλη Παρασκάκη, έναν εξαιρετικό μουσικό και είχαμε συμφωνήσει ότι δεν θα την παρουσιάζαμε έτσι. Με σεβασμό στη βάση της μουσικής και στην ιδιοφυΐα που έχει αυτή η φόρμα, θα της δίναμε μια άλλη πνοή.

Αναστασία Κότσαλη © Ανδρέας Σιμόπουλος

Η επιλογή τριών μόνο οργάνων υπηρετούσε κάποια λογική;
Ήταν καθαρά παραγωγικό θέμα. Η «Πρώτη αγάπη» είναι μια συμπαραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής με τη Ραφή χωρίς μεγάλη οικονομική στήριξη, επομένως δεν θα ήταν εφικτό να έχουμε μια πλήρη ορχήστρα. Ξέρω ότι ο Μιχάλης Παρασκάκης θα ήθελε τουλάχιστον ένα κουαρτέτο, προσωπικά όμως αισθάνθηκα ότι δεν χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω από το κλαρινέτο, το ακορντεόν και το κοντραμπάσο. Όπως έχω στο μυαλό μου τη συγκεκριμένη οπερέτα, δεν θα έστεκε με μεγάλη ορχήστρα.

Πού τοποθετείτε χρονικά την ιστορία;
Η υπόθεση της «Πρώτης αγάπης» επικεντρώνεται στο τότε και στο τώρα. Ο ήρωας βρίσκεται στο παρόν, δηλαδή στο 1930, πάει πίσω στο χρόνο, αναπολεί τα παλιά, τη φοιτητική του ζωή για να επιστρέψει και πάλι στο παρόν. Επομένως το ίδιο το έργο χρειάζεται να «συνομιλεί» με δύο εποχές. Έτσι κι εγώ θέλησα να παίξω με αναχρονισμούς. Βάζω κάποια σύγχρονα −ίσως σοκαριστικά σύγχρονα− αντικείμενα, με χιουμοριστική διάθεση, για να ανοίξω ένα δίαυλο επικοινωνίας με το κοινό, αλλά παράλληλα διατηρώ μια παλαιότητα στην αίσθηση, με χρησιμοποιημένα βιβλία που κουβαλούν ένα βάρος αντίστοιχο με αυτό του κεντρικού ήρωα. Πρόθεσή μου πάντως είναι να μην σταθούμε στο πλαίσιο αλλά στην ουσία του τι συμβαίνει ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, στα διαχρονικά δράματα των ανθρώπινων σχέσεων.

Αναστασία Κότσαλη και Διονύσης Τσαντίνης © Ανδρέας Σιμόπουλος

Από τη μέχρι τώρα εμπειρία σας τι λέτε; Θα σκηνοθετούσατε ξανά οπερέτα;
Σαφέστατα ναι. Και σας το λέω τώρα που βρίσκομαι μέσα στο άγχος της προετοιμασίας, με πολλές αμφιβολίες και προσωπική αμφισβήτηση. Για τους κώδικες που μου αρέσουν να βλέπω στο θέατρο, η οπερέτα έχει «ψωμί»...


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice