Θεατρο - Οπερα

Ο σκηνοθέτης Σπύρος Μιχαλόπουλος μιλά για τον Κισλόφσκι, τον Γαβρά και το τηλεοπτικό τοπίο

O σκηνοθέτης και παραγωγός απαντά για την Αθήνα και τη μυθολογία των μπαρ, την αντρική φιλία, τα social media, τα ριάλιτι και την τηλεοπτική πραγματικότητα

Γιώργος Δημητρακόπουλος
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με αφορμή την παράσταση Τango Bar που σκηνοθετεί στο Θεάτρο Άβατον ο σκηνοθέτης και παραγωγός Σπύρος Μιχαλόπουλος θυμάται τα πρώτα χρόνια στην Πρέβεζα, τη συνάντηση του με τον Κισλόφσκι και το πολωνικό σινεμά

Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος είναι απόφοιτος της Ανώτατης Σχολής Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου, Θεάτρου και Τηλεόρασης του Λοτζ (Πολωνία), καθώς και της Σχολής Κινηματογράφου Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου. Ξεκίνησε το 1984 σαν βοηθός σκηνοθέτη, ενώ σύντομα πέρασε και στην παραγωγή.
Έως σήμερα έχει σκηνοθετήσει ταινίες, ντοκιμαντέρ, θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές σειρές, εκπομπές και διαφημιστικά σποτ. Ενδεικτικά κάποιες από τις δουλειές του είναι η ταινία μεγάλου μήκους «Λούνα Μπαρ», σε σενάριο της Ειρήνης Λουκάτου, οι τηλεοπτικές σειρές «Παρθένα Ζωή»-Antenna, «Ευτυχίας 22»- ΣΚΑΪ, «Πολυκατοικία»-Mega, καθώς και οι παραστάσεις «Ένα» της Ειρήνης Λουκάτου στο Θέατρο Ροές και «JORDAN» του Bufini-Reynolds. Αυτή τη σεζόν σκηνοθετεί μαζί με τους Αλέξανδρο Πανταζούδη και τον Αντώνη Σωτηρόπουλο την καθημερινή σειρά μυστηρίου του Antenna «Η Επιστροφή». 

Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος με τους ηθοποιούς Χρήστο Αυλωνίτη και Κώστα Κονταράτο μεταφέρουν στη σκηνή του θεάτρου Άβατον την μαύρη κωμωδία του Περικλή Κοροβέση «Tango Bar». Το βιβλίο του γνωστού συγγραφέα και δημοσιογράφου κυκλοφόρησε το 1988 και η πλοκή του εκτυλίσσεται σ’ ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης τη δεκαετία του 1980.
 
 
Ποιος ήταν ο πιο καθοριστικός παράγοντας που σας οδήγησε να σκηνοθετήσετε το «Tango Bar» του Κοροβέση;
Το Tango Bar είναι μια καθαρή αποτύπωση της εποχής της μεταπολιτευτικής  Ελλάδας, όπου το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι εξαντλείται εν πολλοίς σε στέκια. Ένα από αυτά είναι και τα μπαρ, που ξεφυτρώσαν τότε σαν τα μανιτάρια. Συνήθως γίνονταν από ηθοποιούς, που δεν είχαν την τύχη να προχωρήσουν κάπου αλλού. Αυτοί λοιπόν, για τους άλλους, ήταν αποτυχημένοι. Μαζευόντουσαν, δε, τότε στα μπαρ και θεατρικοί συγγραφείς, με χαμηλή παραγωγικότητα, ή εκκολαπτόμενοι ηθοποιοί. Αυτό παρ’ όλο που φαινομενικά φάνταζε «παρακμιακό» και «μίζερο», δημιουργούσε νέες δυναμικές, νέες τάσεις. Ο καθοριστικός παράγοντας για να σκηνοθετήσω αυτό το έργο ήταν η λιτή, σεμνή και εμβληματική προσωπικότητα του Περικλή Κοροβέση. Κατάφερε να απεικονίσει με μεγάλη μαεστρία την εποχή μέσα από δύο χαρακτηριστικούς τύπους χαρακτήρων. Η απλή γραφή του κάνει το έργο να είναι μια συζήτηση που κρυφακούμε από μια διπλανή παρέα στη μπάρα.
 
Το έργο, μεταξύ άλλων, μιλά για την αντρική φιλία. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα δομικά συστατικά μιας αληθινήςφιλίας;
Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι ένα πολυσύνθετο και συνάμα απλό ζήτημα. Πόσο μάλλον η φιλία. Στηρίζεται σε απλές βάσεις που όμως από μόνες τους είναι, ή γίνονται, πολύπλοκες. Θα μπορούσα να πω ότι στηρίζεται στην ειλικρίνεια αλλά και το κατά συνθήκη ψεύδος. Στηρίζεται στην κατανόηση αλλά και στην παρεξήγηση, στην ηρεμία και τη σύγκρουση. Νομίζω ότι η βάση όλων είναι η πρόθεση. Τί προθέσεις έχεις για τον άλλον. Τον φίλο, τον συμμαθητή, τον συνάδελφο, το αντίθετο φύλο. Από εκεί ξεκινάνε τα πάντα.Τις προθέσεις. Αυτές θα καθορίσουν την διαδρομή σου σε μια σχέση. Είτε φιλική, είτε ερωτική, είτε επαγγελματική. Η αντρική φιλία είναι διαφορετική από τη γυναικεία εξ αιτίας των διαφορετικών προθέσεων που ενέχει κάθε φύλο. Βέβαια δεν θεωρώ ότι μια αντρική φιλία είναι μόνο να βλέπεις μπάλα, να πίνεις σε μπαρ και να χασκογελάς η να φλερτάρεις. Είναι και το να μιλήσεις, να σιωπήσεις, να κλάψεις, να συμπονέσεις, να παρηγορήσεις, να ζήσεις.
 
Τι εκτιμάτε εσείς περισσότερο στην φιλία;
Τη δυσκολία της, τη δύναμή της, την αθωότητά της.
 
Πως δουλέψατε το έργο με τους ηθοποιούς σας Χρήστο Αυλωνίτη και Κώστα Κονταράτο;
Με τον Χρήστο γνωριζόμαστε καιρό. Άλλωστε είναι αυτός που μου πρότεινε το έργο ένα βράδυ στο μπαρ Αλχημεία στα Πατήσια. Τον Κώστα τον γνώρισα τώρα. Οι τρείς μας κάναμε πολλές συζητήσεις και ανακαλύψαμε ότι έχουμε κοινούς κώδικες. Μόλις τους ανακαλύψαμε τα πράγματα έγιναν απλούστερα. Διαβάζοντας το κείμενο στις πρώτες πρόβες «κάτι» μάς τραβούσε προς την αμεσότητα και την λιτότητα στην έκφραση. Αρχίσαμε λοιπόν να κτίζουμε πάνω σ αυτόκαι δημιουργήσαμε μια ατμόσφαιρα που επέτρεπε να ξεγυμνωθείς χωρίς πρόβλημα.Οι πρόβες είχαν δυσκολίες στο να κρατήσουμε αυτή τη γραμμή. Και το καταφέραμε. Έγινε τόσο σφιχτό το εργο που δεν χωράει ξυράφι ανάμεσα.
 
«Αποτύχαμε να γίνουμε αυτό που θέλουν οι άλλοι, άρα είμαστε κοντά σ’ εμάς τους ίδιους, κοντά στον εαυτό μας…», λέει ένας εκ των δύο χαρακτήρων του έργου. Τελικά τα όνειρά μας με τις κοινωνικές συμβάσεις είναι γραφτό να είναι πάντα «εχθροί»;
Οι κοινωνικές συμβάσεις είναι συμβάσεις. Δηλαδή συμφωνίες και συμβιβασμοί. Τα όνειρα μας είναι ασυμβίβαστα από τη φύση τους. Ανεξέλεγκτα. Αυτό από μόνο του δημιουργεί συγκρούσεις.Το κακό είναι ότι σπάνια ακολουθούμε τα όνειρά μας και συμβιβαζόμαστε στις κοινωνικές συμβάσεις που είναι πιο ασφαλής δρόμος. Γιατί ασφαλής; Διότι δεν έχεις προστριβές με το «μέσα» σου,δεν σε κατηγορεί κανένας,δεν γκρινιάζουν οι γύρω σου και δεν ξεφεύγεις από το κοπάδι. Σε μια σουρεαλιστική κοινωνία, αν μια εξουσία θα ήθελε να βγάλει πολλά χρήματα θα φορολογούσε τα όνειρα.Δεν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη αυτόν, που να μην ονειρεύεται κάτι άλλο από αυτό που είναι,να έχει μια πίκρα γιατί δεν έγινε αυτό που ήθελε. Αυτό λοιπόν δημιουργεί φόβους… φοβίες, σκοτεινές πλευρές μέσα μας.
 
«Να παίζεις με το φόβο σου, να βρίσκεσαι εκεί που φοβάσαι, αυτό είναι να κάνεις κάτι…». Τι είναι αυτό καθιστά  συχνά τον φόβο το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο δράσης;
Η φράση αυτή είναι η μόνη αντίστασή μας στις συμβάσεις. Να παίζεις με τον φόβο σου,να τον αντιμετωπίζεις σαν φίλο κι όχι εχθρό. Ξέρεις γιατί γεννήθηκε και ποιος το γέννησε. Εσύ. Όταν το καταλάβεις τότε δεν είναι πια εμπόδιο. Γίνεται γνώση… και η Γνώση νικάει πάντα και τα πάντα.
 
Σ’ επαγγελματικό επίπεδο έχετε κάνει συμβιβασμούς στο βωμό της επιβίωσης; Αν ναι, με τι κόστος;
ΑΠ: Σαφέστατα και έχω κάνει. Όποιος πει ότι δεν έκανε δεν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του. Όσο όμως αντιλαμβάνεσαι τον συμβιβασμό και τους λόγους που σε οδήγησαν σ’ αυτό δεν έχεις μεγάλο κόστος. Γιατί γνωρίζεις. Σημασία έχει να έχεις βρεί και το αντίδοτο σ’ αυτό, που είναι η δημιουργία. Αυτός είναι και ο λόγος που κάνω θέατρο. Είναι το αντίδοτό μου το άλλοθί μου σ’ αναγκαστικές επιλογές.
 
Αν σκηνοθετούσατε μια ταινία για την σημερινή Αθήνα, πού θα εστίαζε η κάμερα και γιατί;
ΑΠ: Δεν θα έκανα μια ταινία για την Αθήνα αλλά για τους ανθρώπους που ζουν σ’αυτήν. Εκεί θα εστίαζα,στα πρόσωπα. Στο δρόμο, στο τρόλλεϋ, στις ουρές, στις ταβέρνες, στα καφέ, στα μπαρ, εκεί λίγο παραπάνω. Αυτοί οι άνθρωποι είναι η Αθήνα. Αυτό το πολυσυλλεκτικό πλήθος που κινείται καθημερινά. Αυτό έχει ενδιαφέρον.
 
Είστε ενεργός χρήστης των social media. Τι σας αρέσει σ’ αυτού του τύπου την δικτύωση και τι είναι αυτό-αν υπάρχει-που σας εξοργίζει;
Είναι γεγονός ότι δημιουργήθηκαν για συγκεκριμένους λόγους.Της εξωραϊσμένης χειραγώγησης και της εξατομίκευσης των αναγκών. Η διαφήμιση είχε ανάγκη να εξατομικεύει το μήνυμα της,να «αφουγκράζεται» τις ανάγκες του καταναλωτή. Αυτό σε συνδυασμό με τον ελέγχο από πλευράς εξουσίας όλων των κινήσεων μας, δημιούργησε ένα σύστημα δικτύωσης που δεν μπορεις να λειτουργήσεις έξω από αυτό. Αναγκαστικά λοιπόν θα μπεις και συ.Αρκεί να ξέρεις πού μπήκες, και να μην παραμυθιάζεσαι ότι αυτή είναι η Ζωή. Δεν μ’ εξοργίζει κάτι που ξέρω πώς και γιατί λειτουργεί. 
 
 
Υπάρχει κάποιο έργο που θα θέλατε οπωσδήποτε κάποια στιγμή να σκηνοθετήσετε; Θα μεταφέρατε την πλοκή του στη σκηνή, στην τηλεόραση ή στη μεγάλη οθόνη; 
Κάθε έργο, βιβλίο ή θεατρικό  γεννιέται με τη δική του αυτοτέλεια. Ένα βιβλίο είναι για να διαβάζεται, ένα θεατρικό για να παιχτεί. Διαφωνώ με τις μεταφορές από είδος σε είδος. Χάνεται η ουσία του έργου. Για παράδειγμα. Αν εγώ μεταφέρω στο σινεμά ή στη σκηνή ένα βιβλίο ποτέ δεν θα είναι το ίδιο με το έργο. Θα είναι η δική μου ματιά σ’ αυτό. Κι αυτό είναι τραγικό. Γιατί; Διότι δεν θα πλησιάσω καν την αίσθηση που πήρε κάποιος όταν το διάβασε. Όταν ταξίδεψε μέσα από αυτό, όταν ονειρεύτηκε. Άρα τί κάνω; Προσπαθώ να βγάλω προς τα έξω όλα αυτά που κάποιος κατάλαβε όταν το διάβασε; Είναι αδύνατον. Βέβαια υπάρχουν και καλές μεταφορές που γίνονται όμως σε κλασσικά έργα, όπου λίγο πολύ όλοι έχουν αντιληφθεί το ίδιο… για αυτό και είναι κλασικά. Επιμένω όμως ότι είναι προτιμότερο να μην μεταφέρονται και να διαβάζονται. Κάποια στιγμή θα ήθελα να σκηνοθετήσω το «Περιμένοντας τον Γκοντό», που το θεωρώ αριστούργημα και ίσως το δυσκολότερο έργο που έχω διαβασει… Θα δούμε.
 
Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση από τη ζωή στην Πρέβεζα;
Οι ατέλειωτες βόλτες με το ποδήλατό μου, το ηλιοβασίλεμα στο Ιόνιο, τα ορθάνοιχτα σπίτια και οι τρείς κινηματογράφοι. Γκλόρια, Ακταίον, Όασις, χειμερινοί και θερινοί. Ιταλικές ταινίες πάνω από τις ταράτσες. Αυτό είναι η Πρέβεζα για μένα.
 
Σπουδάσατε στο Λοτζ τη δεκαετία το 80 σε μια πολύ δημιουργική περίοδο με σπουδαίους πολωνούς κινηματογραφιστές. Είχατε την τύχη να μαθητεύσετε δίπλα στον Κισλόφσκι.Tι ήταν αυτό που δημιούργησε τόσο σημαντικούς σκηνοθέτες και ταινίες την περίοδο αυτή; Ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα που πήρατε από τον Κισλόφσκι;
Έζησα και σπούδασα στη Πολωνία από το 1978 έως 1982. Γνώρισα υπέροχους ανθρώπους και καλλιτέχνες. Το σινεμά εκείνη την εποχή ήταν αριστουργηματικό. Βάιντα, Ζανούσι και Κισλόφσκι. Δυνατοί, μεστοί, πρωτοπόροι. Προσπάθησαν με πενιχρά μέσα σε ένα αφιλόξενο πολιτικά περιβάλλον να σπάσουν τον τοίχο και να βγουν στο φως. Ανάμεσά τους και εμείς νέοι σκηνοθέτες που προσπαθούσαμε να βρούμε διέξοδο. Έτσι συνάντησα και τον Κισλόφσκι. Ήταν την εποχή που οι δουλειές του δεν ήταν τόσο γνωστές στην Ευρώπη. Ήταν όμως ίσως το σημαντικότερο κεφάλαιο στη ζωή μου. Έμαθα από το σινεμά του. Έμαθα τι θα πει σκηνοθέτης που καίγεται στο μυαλό και στη ψυχή. Ήρεμος και συγχρόνως εκρηκτικός. Έμαθα πως να χειρίζεσαι τους μικρούς χώρους και πώς να παίρνεις από τον ηθοποιό αυτά που θες. Ημουν τυχερός.
 
Πόσο διαφορετικός είναι ο τηλεοπτικός, ο κινηματογραφικός και ο θεατρικός τομέας;  Πως διαφοροποιείτε προσωπικά την τεχνική και την προσέγγιση σας σε καθένα από αυτούς;
Μιλάμε για διαφορετικές φόρμες του ιδίου πράγματος εδώ. Η γλώσσα είναι ίδια αλλάζει μόνο το μέσον. Στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση χρειάζεται και τεχνική επάρκεια, όσον αφορά στη κινηματογραφική γλώσσα. Δόμηση σκηνής, φωτισμός, άξονες, μοντάζ,σημειολογία πλάνου κλπ. Στο θέατρο υπάρχουν άλλες τεχνικές… Εκεί ο σκηνοθέτης πρέπει να φροντίσει το έργο μέχρι την τελευταία παράσταση. Πρέπει να σκεφτεί ότι το έργο παίζεται κάθε μέρα ζωντανά, από πραγματικούς ανθρώπους. Δεν υπάρχει μοντάζ, δεν υπάρχει επιλογή γωνίας λήψης, δεν εκβιάζεις με άλλους τρόπους το συναίσθημα. Αυτό είναι, αυτό που βλέπεις εκείνη τη ώρα. Για αυτό και το τρέμω το θέατρο, αλλα με μαγεύει.
 
 
Πως βλέπετε το σημερινό τηλεοπτικό τοπίο με τα ριάλιτι τύπου Power of love και Survivor και την επικράτηση μιας φτηνής αισθητικής;
ΑΠ: Το τηλεοπτικό τοπίο πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένας εμπορικός καθαρά χώρος. Είναι ένας χώρος που στηρίζεται στην έμμεση η άμεση διαφήμιση,θετική ή αρνητική. Έτσι λοιπόν τα προϊόντα που εκτίθενται είναι προς πώληση. Αν αυτό γίνεται τότε θα υπάρχουν και reality και κάθε είδους «περίεργα»προϊόντα. Χαμηλό κόστος, μεγάλο κέρδος. Έτσι υπάρχει η ανάγκη να χαμηλώνεις την αισθητική του εμπορεύματος γιατι θέλεις να πουλήσεις κάτι που σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσες. Το κάνεις δελεαστικό, ωραίες γυναίκες αλλά με χαμηλό iq, ωραίοι άντρες χωρίς iq, ώστε να τραβήξεις μια μερίδα νέων που θα το δούνε, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αλλά που όλοι θα δουν μια κινητή τηλεφωνία να είναι χρυσός χορηγός. Έτσι το σύστημα θα δουλεύει μια χαρά και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι.Οι τεχνικοί θα έχουν δουλειά, τα κανάλια έσοδα, οι παίχτες χρυσά συμβόλαια και οι διαφημιζόμενοι κόσμο στα μαγαζιά τους. Δεν βλέπω να γίνεται κάτι διαφορετικό. Επιχειρήσεις είναι.
 
Βλέπουμε πλέον λιγότερους ηθοποιούς και περισσότερες τηλεοπτικές περσόνες ή καθημερινούς ανθρώπους να πρωταγωνιστούν σε ριάλιτι, παιχνίδια ακόμη και σειρές. Σχετίζεται με οικονομικούς λόγους ή με την ψηφιακή πραγματικότητα που μπορεί να κάνει διάσημο σε χρόνο dtτον οποιοδήποτε.
ΑΠ: Εξαρτάται πώς εννοούμε τη λέξη διάσημος. Αν διάσημος γίνεσαι γιατί πηδάς εμπόδια σε μια παραλία για δυό μήνες. Ή γίνεσαι γιατί έκανες μια lifestyle εκπομπή και τώρα παντρεύτηκες έναν επιχειρηματία. Ή γιατι έβαλες κάμερες στο σπίτι σου και παρακολουθεί όλος ο πλανήτης τι κάνεις όλη τη μέρα.Δεν είσαι ούτε θα γίνεις ποτέ διάσημος μ’ αυτά. Θα γίνεις ένα καλό προϊόν προς πώληση. Κι όταν δεν θα «πουλάς» θα βρεθείς μόνος και δυστυχής. Για μένα διάσημος είναι αυτός ή πρέπει να είναι αυτός που ανακάλυψε ή θα ανακαλύψει το φάρμακο για τον καρκίνο. Αυτός που θα διατυπώσει μια θεωρία που θα πάει τον κόσμο μπροστά. Αυτός που θα αφιερώσει τη ζωή του σε ένα χρήσιμο σκοπό. Αυτός  θα πρέπει να είναι διασημος. 
Τώρα για τις περσόνες που θα πρωταγωνιστήσουν σε κάποιες σειρές δεν εκπλήσσομαι. Μου φαίνεται πολύ λογικό. Η αλήθεια είναι ότι στεναχωριέμαι για αυτούς τους ανθρώπους. Δεν καταλαβαίνουν ότι δεν είναι ικανοί για όλα. Δεν είναι οι μόνοι. Έχω γνωρίσει πολλούς στη ζωή μου που πιστεύουν ότι το να σκηνοθετείς ή να παίζεις είναι παιχνιδάκι. Σημασία έχει σε όλο αυτό το τοπίο να ξέρεις που βρίσκεσαι και ποιος είσαι. Να ξέρεις τι μπορείς και τι δεν μπορείς. Αν αυτό δεν το έχεις στη ζωή σου, έχασες.
 
 
Πως βλέπετε τη συζήτηση για την επιχορήγηση της ταινίας του Κώστα Γαβρά βασισμένη στο βιβλίο του πρώην υπουργού Οικονομικών;
Ο Κώστας Γαβράς είναι ένας μεγάλος και πολύ ταλαντούχος σκηνοθέτης. Οι ταινίες του είναι αριστουργήματα. Δεν καταλαβαίνω το θέμα που έχει ξεσπάσει. Μιλάνε όλοι για μια ταινία που δεν είδαμε καν. Μιλάνε για μια επιχορήγηση που δεν είναι επιχορήγηση αλλά επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τον νόμο για την προσέλκυση ξένων παραγωγων στην Ελλάδα. Κρίνουμε μια ταινία αφού την δούμε, όχι πριν. Δεν πήρε χρήματα από τον Έλληνα φορολογούμενο. Δεν του χαρίσανε λεφτά. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο γίνεται θέμα. Μάλλον καταλαβαίνω ότι οι λόγοι είναι πολιτικοί αλλά δεν χρειάζεται να σπιλώνουμε έναν τόσο μεγάλο δημιουργο. Όσο για το θέμα της ταινίας του, αν είναι αυτό που γράφεται,είναι δικαίωμα του. Μήπως το έκλεψε; Μήπως δεν πλήρωσε τα δικαιώματα του βιβλίου; Όχι .Ο κάθε δημιουργός, μικρός ή μεγάλος έχει δικαίωμα να επιλέξει ότι θέλει. Δεν είναι σωστό ούτε να λογοκρίνεται, όπως και να αυτολογοκρίνεται.
 
Πως μπορεί να συνδυαστεί το καλλιτεχνικό όραμα με την ακροαματικότητα στις τηλεοπτικές σας δουλειές;
ΑΠ: Είχα τη τύχη οι τηλεοπτικές δουλειές που έκανα, μαζίμε αξιολογους συναδέλφους, να έχουν πολύ καλές τηλεθεάσεις. «Βέρα στο δεξί», «Έρωτας», «Πολυκατοικία», «Επιστροφή» και άλλες. Το καλλιτεχνικό μου όραμα δεν θα το έβρισκα μέσα από αυτές. Έδωσα και δίνω τον καλύτερο εαυτό μου ώστε μια δουλειά να είναι σε ένα αξιοπρεπέστατο επίπεδο. Και τα κατάφερα. Για το καλιτεχνικό μου όραμα θα κάνω Θέατρο ή Σινεμά. 
 
Ποιο είναι το πιο τρελό κινηματογραφικό σας όνειρο;
Αυτό που δεν έκανα ακόμη…
 
Αν η μέχρι τώρα επαγγελματική σας πορεία ήταν χορός, ποιος θα ήταν;
Άλλοτε σκληρό, πολύ σκληρό ροκ κι άλλοτε τανγκό. Κάποιες φορές λες δεν θα αντέξω μέχρι το τέλος και άλλοτε δεν θες να τελειώσει…
Ένα αθηναϊκό στιγμιότυπο που σας τράβηξε την προσοχή πρόσφατα;
Ένα υπέροχο μικρό μπαλκόνι σε ένα καφέ στο Μοναστηράκι, πίνοντας καφέ με μιά καλή φίλη, από όπου έβλεπα την Αγορά και την Ακρόπολη ενώ περνούσε ο ηλεκτρικός από κάτω μας.
 
Τι ακολουθεί;
Ένα νέο θεατρικό, μια δεύτερη ταινία, ένα καινούργιο ταξίδι...

Δείτε όλες τις πληροφορίες για την παράσταση «Τango Bar» του Σπύρου Μιχαλόπουλου που θα παίζεται μέχρι τις 27/5 στο City Guide της Αthens Voice