Θεατρο - Οπερα

Ο Γιώργος Αρμένης είναι ένας σεμνός άνθρωπος

Ο εξαιρετικός ηθοποιός και δάσκαλος μιλάει για τη ζωή του και την πορεία του στην υποκριτική

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 690
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη σκηνή του εκ βάθρων ανακαινισμένου ιστορικού θεάτρου Βεάκη, ένας πολυπληθής θίασος ηθοποιών και μουσικών, με επικεφαλής την Ελένη Κοκκίδου και τον Γιώργο Αρμένη και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σωτήρη Χατζάκη, ζωντανεύουν την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα, τα τραγούδια, τις γεύσεις και τις μυρωδιές μιας ξεχασμένης Ελλάδας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού στη «Λωξάντρα», μια μεσοαστική ελληνική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης ζει τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές της καθημερινότητας με φόντο τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Συναντήσαμε τον εξαιρετικό ηθοποιό και δάσκαλο σε μια πρόβα της παράστασης για να ανακαλύψουμε ότι το συγκριτικό του πλεονέκτημα είναι ότι μέσα από τη δική εμπνευσμένη «μετάφραση» κάνει το προφίλ του μέσου Έλληνα να φαίνεται συναρπαστικό.

«Ο ρόλος του Δημητρού, που ενσαρκώνω φέτος, είναι πατέρας έξι παιδιών, ένας Έλληνας, ένας δημοσιογράφος και εκδότης, σε μία δύσκολη εποχή για τους Κωνσταντινουπολίτες. Ένας οικογενειάρχης, ένας ποιητής που ζει και ανασαίνει για τα παιδιά και την κυρά του, τη Λωξάντρα. Δεν με δυσκόλεψε ιδιαίτερα, τον αγαπάω τον Δημητρό, για το ήθος του. Μια ατάκα που ξεχωρίζω στο έργο; “Θυμάσαι, Λωξάντρα μου, τότε που σε πρωτοφίλησα, άνθισαν ως κι οι πέτρες στα χαντάκια!”.

Αποφάσισα να ασχοληθώ με την υποκριτική, ενώ είχα μπαρκάρει. Γεννήθηκα στην Κληματαριά Ιωαννίνων. Γνώρισα τον πατέρα μου στα 22 και είδα έναν κλόουν. Έκανα ναυτικός, ήμουν 4-5 χρόνια στα καράβια ώσπου άρχισα να φοβάμαι τη θάλασσα και γύρισα στους δικούς μου, στη χώρα μου. Το 1967 κατέβηκα τα σκαλιά του Τέχνης και έμεινα. Όταν ακόμα υπήρχαν αγιοκλήματα και οι γάζες μύριζαν στους δρόμους, ο Κουν άρχισε να μαζεύει παιδιά όχι τόσο εγράμματα, εν μέρει πρωτόγονα, και να μας πλάθει. Ήμουν ανάμεσά τους.

© Πηνελόπη Μασούρη. Βοήθος φωτογράφου: Ηλίας Κοντογιώργος

Γυρίζοντας από ένα μεγάλο ταξίδι και περνώντας από το Σουέζ, το τρανζίστορ μου έπιασε έναν ελληνικό σταθμό. Συγκινήθηκα. Κι ενώ έψαχνα για κανένα τραγούδι, άκουσα μια εκπομπή, το «Θέατρο στο Μικρόφωνο» του Αχιλλέα Μαμάκη, που μιλούσε εκείνη τη στιγμή με τον Κάρολο Κουν. Συζητούσαν για μια παράσταση του τελευταίου που θα ανέβαινε και στη Ρωσία. Με μάγεψαν τα λεγόμενά τους και συγκράτησα το όνομα Κάρολος Κουν. Το ότι έγινα λαθρομετανάστης και μου πέρασαν χειροπέδες, καθώς και άλλες δυσκολίες, λειτούργησαν θετικά για τη δουλειά που επέλεξα.

Έμαθα πολλές δουλειές, γνώρισα ανθρώπους, ταξίδεψα, εντάχθηκα σε οργανώσεις, έκλαψα, με διέγραψαν, μεγάλωσα, ηρέμησα. Γενικά φοβάμαι στη ζωή μου. Ο φόβος ήταν αυτός που με έδιωξε από τα καράβια. Ο φόβος πάντως ακόμη με κρατά. Το θέατρο είναι πολλά πράγματα, αλλά κυρίως αγωνία. Έχει ένα τεράστιο φάσμα ο κόσμος του θεάτρου.

Στη σκηνή θα είσαι πάντα ο εαυτός σου που παίζει κάποιον άλλο. Ως άνθρωπος του θεάτρου, θέλω να πηγαίνω από πόλη σε πόλη, να γνωρίζω νέους ανθρώπους σε περιοδείες.

Όταν ορκίστηκα στο στρατό, έκλαιγα. Όταν υπέφερα, όταν παντρεύτηκα, όταν γεννήθηκε ο γιος μου, όταν κατρακυλάει η χώρα μου, όταν υποφέρει ο λαός, κλαίω. Γιατί όλα τα παραπάνω είναι σπουδαίες στιγμές, έντονες καταστάσεις που ο άνθρωπος σηκώνει ψηλά το κεφάλι. Έτσι έντονα με αγγίζουν, είτε κλαίγοντας είτε γελώντας. Η γυναίκα μου, η Ελισάβετ μου, με βοήθησε στη ζωή μου πάρα πολύ. Ήμουν άγριος και με ηρέμησε, μου λείπει αφάνταστα, πλέον κάθομαι μόνος μου με τις αναμνήσεις μου. 

Δεν περιμένουμε την ανταπόκριση του κόσμου στο θέατρο Βεάκη, την έχουμε απ’ τα αποτελέσματα, είμαστε γεμάτοι κάθε μέρα. Δεν θριαμβολογώ. Αλλά είναι τιμή μας να τους διασκεδάζουμε, να γελάνε, να κλαίνε, να χειροκροτούν συγκινημένοι. Προσωπικά, τους ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου. 

Όλα τα έργα που επιλέγονται να ζωντανέψουν στη σκηνή κρύβουν μέσα τους ένα μεγαλείο, αρκεί να το ανακαλύψεις. Όσο για τη Λωξάντρα, αυτή την παρακαταθήκη που μας άφησε η Μαρία Ιορδανίδου, θα παίζεται για χρόνια, γιατί έχει ψυχή, μεγαλείο ελλαδικό, που μας πονάει. Καίγομαι προσωπικά για αυτό το έργο. 

Έχω αγαπήσει τους χαρακτήρες που υποδύομαι. Τους ζω απ’ την ανάγνωση του έργου, τις πρόβες, το ανέβασμα, την προσέγγιση που έχω κάνει στον ήρωα, πόσο κοντά του πήγα, πόσο νιώθει ο ένας τον άλλον, αυτό είναι. Ένα υπέροχο ταξίδι για όσο παίζεται η παράσταση. Μετά θα βρω άλλον φίλο να αγαπήσω.

Ποτέ μου δεν έζησα την ατμόσφαιρα των σκυλάδικων, ίσως να μην ήταν του γούστου μου, ίσως και να μην μπορούσα να τα προσεγγίσω οικονομικά, τελικά δεν μου έλεγαν τίποτα. Τα αγάπησα κάνοντας την ταινία ως Μάκης Τσετσένογλου. Είναι ωραίο να ζεις την αγάπη και την αποδοχή μιας δουλειάς που έγινε πριν από 22 χρόνια από τον Παντελή Βούλγαρη και χάρηκα το βραβείο που αποκόμισα από την ερμηνεία μου. Δεν το κρύβω ότι είμαι χαρούμενος όταν με βλέπουν και μου φωνάζουν “Ηλία, ρίχ’ το”, ακόμη κι αν δεν ξέρουν το όνομά μου. Ήταν πολύ πιο έντονο όλο αυτό απ’ όσο φάνηκε στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση. Κι αυτή ακριβώς είναι η δύναμη της δημιουργίας.

Το μεγαλύτερο προσόν ενός ηθοποιού είναι η κουλτούρα του, το σκηνικό ήθος, η σεμνότητα και η απλότητα στη ζωή. Όσο πιο νέος πετύχεις, τόσο πιο ευτυχισμένος θα είσαι μετά.

© Πηνελόπη Μασούρη. Βοήθος φωτογράφου: Ηλίας Κοντογιώργος

Η υποκριτική μπορεί να μας μάθει πολλά για τη ζωή, εξαρτάται στον καθένα μας τι θέλει να μάθει. Η θεατρική πράξη καταδεικνύει χαρακτήρες χτισμένους μαστορικά απ’ τους συγγραφείς. Ο υποκριτής-ηθοποιός με την τέχνη του, και τη μαγεία, μας ζωντανεύει ανάγλυφα τους ήρωες. Ο αποδέκτης-θεατής επιλέγει τι θα αποκομίσει απ’ αυτό το κομμάτι ζωής που ονομάζεται θεατρικό έργο. Δεν μ’ ενδιαφέρει η υστεροφημία, θέλω να αφήσω μόνο μια πατημασιά που κάποιος άλλος θα πατήσει για να προχωρήσει. Δεν έχω ανάγκη από σημαίες, νιώθω ελεύθερος, αν κάποιος πιστέψει σε μένα θα του δώσω τον καλύτερό μου εαυτό.

Είμαι σεμνό άτομο, μ’ αρέσει πάντα η σκιά, η σεμνότητα.

Μόνος μου βάφω τα σκηνικά, αλλά δεν με πειράζει, έτσι έμαθα από τον δάσκαλό μου. Το θέατρο είναι λυτρωτικό, αν το κάνεις σωστά.

Στις μέρες μας, ένα μέρος των ανθρώπων δεν σέβεται τίποτα, ούτε καν τη ζωή του. Ποιος ευθύνεται; Όλοι εμείς, που ανεχόμαστε την ασχήμια! Όσο για τους υπέροχους ανθρώπους, δυστυχώς ανήκουν στο παρελθόν. Ζούμε με άσχημους μες στην ασχήμια. 

Οι πολιτικοί είναι πολιτικοί και ο λαός είναι οι ψηφοφόροι. Πρέπει να γίνουμε σοφοί, εμείς ο λαός πρέπει να μη γελαστούμε. Η προσωπική μας ευθύνη είναι να μη γελαστούμε. Τι έχω να πω για τον τόπο μου; Ρημαδιό.

Όσον αφορά το πώς γράφω στον φακό, νομίζω ότι σωστό θα ήταν να απαντήσει ο Παντελής (Βούλγαρης), μιας και ο μεγάλος μας Θοδωρής (Αγγελόπουλος) μας άφησε χρόνους. Όσο για εμένα ο χρόνος και η αναγνώριση στο πρόσωπό μου με εξυμνεί εδώ και 22 χρόνια και γι’ αυτό χρωστάω ένα ευχαριστώ.

Θα ήθελα να γύρναγα πίσω, να ξανακάνω τα ίδια. Ως νέος ήμουν ανήσυχος, τα ήθελα όλα, ή δεν ήξερα τι ήθελα, ένας επαναστάτης χωρίς να ξέρω, ώσπου βρήκα τον δάσκαλό μου και ηρέμησα. Μου έδειξε τοn δρόμο και προχώρησα. Και συνεχίζω πάντα ήρεμος σαν έτοιμος από καιρό. 

Μετά τον θάνατο του Κουν, το πρώτο μέλημά μου ήταν να ιδρύσω μία σχολή, και αυτό γιατί το θέατρο που ήθελα να συνεχίσω πλαισιωνόταν από νέα πρόσωπα, φρέσκα μυαλά με τρελές ταχύτητες. Δόξα τω θεώ, όλα πήγαν καλά και έχω την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Νέου Ελληνικού Θεάτρου με νέους ηθοποιούς και καλούς δασκάλους, και αυτό με αναζωογονεί.

Τη ζωή μου την κατάλαβα όταν βγήκα στο θέατρο, στο πιο ωραίο επάγγελμα. Δεν μπόρεσα ποτέ την αλαζονεία, και όταν με πλησίασε την πλάκωσα στις κλωτσιές, και πορεύτηκα χωρίς αυτή με σεμνότητα και τιμιότητα.

Ένα είναι το θέατρο αρκεί να γίνονται ωραίες παραστάσεις. Δεν πρέπει να το διαχωρίσουμε, θα είναι χαζομάρα. Ένα είναι.

Προσωπικά δεν έδωσα κανένα παράδειγμα στον γιο μου για να γίνει κι αυτός ηθοποιός. Τα βρήκε και τα βρίσκει όλα μόνος του. Με απάλλαξε και τον αγαπάω. 

Τα πλούτη μου σήμερα είναι ο γιος μου και το θέατρό μου.

Θα ήθελα ο κόσμος να με θυμάται για όλους τους ρόλους που έπαιξα».


Διαβάστε παλαιότερη συνέντευξη του Γιώργου Αρμένη στην Αγγελική Μπιρμπίλη εδώ


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Λωξάντρα» στην οποία πρωταγωνιστεί ο Γιώργος Αρμένης στο Guide της Athens Voice