Θεατρο - Οπερα

Είδαμε την όπερα σύγχρονου ρεπερτορίου «Λευκό ρόδο» του Ούντο Τσίμμερμαν, στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ

Έργο υψηλών απαιτήσεων, παράσταση υψηλών συγκινήσεων

Λένα Ιωαννίδου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η όπερα του 20ου αιώνα δεν είναι εύπεπτη, πόσο μάλλον όταν ακούς ένα έργο γραμμένο κοντά στην εκπνοή του, όπως είναι το «Λευκό Ρόδο», η μονόπρακτη όπερα δωματίου του Ούντο Τσίμμερμαν που ανέβηκε από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στην αναθεωρημένη της εκδοχή του 1986.

Κι όμως, τίποτα δεν θα μπορούσε να περιγράψει με τόση ακρίβεια μια πορεία προς το θάνατο, να μεταφέρει τον τρόμο, τον θυμό, την απόγνωση των δύο τραγικών πρωταγωνιστών της ιστορίας, όσο αυτή η πυκνογραμμένη ορχηστρική γραφή. Με τους «κακόφωνους» ήχους των εγχόρδων να συνοδεύουν σπαρακτικούς μονολόγους, τα ξεσπάσματα των πνευστών και τους εκκωφαντικούς «θορύβους» των κρουστών να υπογραμμίζουν τη συναισθηματική φόρτιση, τις απότομες παύσεις να μεγαλώνουν την αγωνία της αναμονής πριν την εκτέλεση και τις παρεισφρήσεις μελωδικών γραμμών-μια αναπάντεχη «συνομιλία» με τον Μπαχ- να αποτυπώνουν στιγμές νοσταλγικής οδύνης. Γι αυτό και σε καθηλώνει…

© Δ. Σακαλάκης

Το «Λευκό Ρόδο» είναι μια μουσικοθεατρική καντάτα/ορατόριο, σε 16 σκηνές, γραμμένη για δύο σόλο φωνές και δεκαπενταμελές μουσικό σύνολο.. Περιλαμβάνει μονολόγους, ντουέτα και ορχηστρικά ιντερλούδια. Το λιμπρέτο βασίζεται στην αληθινή ιστορία του 24χρονου Χανς και της 21χρονης Ζοφί Σολ, δύο αδελφών από το Μόναχο που υπήρξαν ιδρυτικά μέλη της αντιναζιστικής φοιτητικής ομάδας «Λευκό Ρόδο». Οι δύο νέοι κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία, φυλακίστηκαν από τους Ναζί και εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό (!) το 1943. Το βασικό υλικό του έργου είναι οι αναμνήσεις των δύο χαρακτήρων, τα συναισθήματά τους και οι σκέψεις τους για τα ναζιστικά εγκλήματα.

Στην αρχική εκδοχή του 1967, το «Λευκό Ρόδο» ήταν μια πολυπρόσωπη όπερα-ντοκουμέντο. Το 1986 ο Ούντο Τσίμμερμαν παρουσίασε την αναθεωρημένη της εκδοχή ένα εντελώς καινούργιο έργο με νέο λιμπρέτο γραμμένο από τον Βόλφγκανγκ Βίλλασεκ. Χωρίς καμία πλέον διάθεση εξιστόρησης των γεγονότων, χρησιμοποιεί την ιστορική μνήμη για να επεξεργαστεί ζητήματα όπως η ηθική ακεραιότητα, η πολιτική συνενοχή και η θρησκευτική πίστη. Η αφήγηση παύει να είναι γραμμική. Μουσική και κείμενο εστιάζουν στον ψυχισμό του Χανς και της Ζοφί και παρακολουθούν την τελευταία τους ώρα πριν την εκτέλεση-όσο διαρκεί και η όπερα- εξερευνώντας την πορεία τους προς το θάνατο. Ωστόσο για τον συνθέτη, το Λευκό ρόδο δεν παύει να είναι «μια ωδή στην εσωτερική αντίσταση, μια αντίσταση που υμνεί την αγάπη, τη ζωή και τη δικαιοσύνη».

© Δ. Σακαλάκης

Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Θέμελης Γλυνάτσης εστίασε τη μοναξιά των δύο χαρακτήρων, καταγράφοντας με μοναδική ευαισθησία τις τελευταίες – ιδιωτικές- στιγμές τους. Δεν είναι ήρωες ή σύμβολα, είναι απλά δύο νέοι άνθρωποι που θρηνούν, ο Χανς με εσωστρέφεια, η Ζοφί με συναισθηματικά ξεσπάσματα. Συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, διακατέχονται από την ίδια θρησκευτική και ηθική αγωνία, επικοινωνούν με μυστηριακό τρόπο, πλάθουν οράματα, ανακαλούν αναμνήσεις. Δεν θέλουν να πεθάνουν, τρομάζουν με τη «δειλία» τους, όμως η ηθική απόφαση υπερβαίνει το φόβο του θανάτου.

Με την πολύτιμη βοήθεια της Αλεξίας Θεοδωράκη (σκηνικά κοστούμια) δημιούργησε για τους ήρωες της ιστορίας ένα περιβάλλον που όπως κι αυτοί, ισορροπεί ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη φαντασία. Στη σκηνή δεν υπάρχει κελί, κι όμως το αίσθημα εγκλεισμού και ο τρόμος είναι εκεί. Ο σπασμένος καθρέφτης-γκιλοτίνα που κρέμεται απειλητικά πάνω από το κεφάλι του Χανς, ο στρατιώτης που σημαδεύει την Ζοφί με το περίστροφο πριν τη χορέψει το βαλς του θανάτου, η παγωνιά του χιονιού που πέφτει (εξαιρετικοί οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου)… Η οθόνη στο βάθος της σκηνής προβάλλει θαμπά σπαράγματα της τέταρτης προκήρυξης της αντιχιτλερικής φοιτητικής ομάδας, που στάθηκε αφορμή για τη σύλληψη των δύο αδελφών: «δεν θα σιωπήσουμε, είμαστε η κακή σας συνείδηση, το Λευκό Ρόδο δεν θα σας αφήσει σε ησυχία…». Και μόνο όταν βουλιάζουν στις αναμνήσεις τους, μια τεράστια ναΐφ ζωγραφιά μεταμορφώνει τη φυλακή σε ειδυλλιακό τοπίο της παιδικής τους ηλικίας.

© Δ. Σακαλάκης

Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν θα είχε υπόσταση αν δεν υπήρχαν η υψίφωνος Αφροδίτη Πατουλίδου και ο τενόρος Χρήστος Κεχρής, δύο σπουδαίοι νέοι καλλιτέχνες που μακάρι να βλέπουμε και να ακούμε συχνότερα. Δεν ήταν μόνο οι υπέροχες φωνές τους και το μαγικό τους δέσιμο όταν τραγουδούσαν ταυτόχρονα διαφορετικά κείμενα. Ήταν η συγκλονιστική τους ερμηνεία που μας καθήλωσε. Ο Κεχρής έπλασε έναν μοναχικό, δωρικό Χανς, που παίζει με τις σιωπές και την ακινησία. Μια ερμηνεία εσωτερική και βαθιά ευαίσθητη. Η Πατουλίδου σε ένα ρόλο υψηλότατων φωνητικών και υποκριτικών απαιτήσεων και συγχρόνως, με εξαιρετικά δύσκολη κινησιολογία (τραγουδά για ώρα πεσμένη στο έδαφος!) γέμισε τη σκηνή με τον συναισθηματισμό και την σπαρακτική ένταση της φωνής της και με τη γλώσσα του σώματός της τόνισε την απελπισία, το φόβο, τις ψυχικές δονήσεις της Ζοφί.

Δίπλα τους δύο πρόσωπα-σύμβολα, μια ευφυής προσθήκη του σκηνοθέτη: η μικρή Ειρήνη-Αναστασία Βουγιούκα, ένα κορίτσι ντυμένο στα λευκά- πυρήνας θρησκευτικού συμβολισμού- και ο ηθοποιός Αντώνης Γκρίτσης, ένας Γερμανός στρατιώτης/ δεσμοφύλακας. Συνένοχος στο κακό, παρατηρεί βουβός -η συνειδητή σιωπή ενός λαού- τις ιδιωτικές στιγμές των δύο μελλοθανάτων, μέχρι να οδηγηθεί κι αυτός στην κατάρρευση-το χώμα που ρίχνει πάνω του είναι η «ταφή» του.

Το 15μελές μουσικό σύνολο με τον Νίκο Βασιλείου στο πόντιουμ, έναν βαθύ γνώστη του σύγχρονου ρεπερτορίου, μας χάρισε μια συναρπαστική εκτέλεση του δυσκολότατου αυτού μουσικού έργου ισορροπώντας ανάμεσα στις εξπρεσιονιστικές εκρήξεις και τα λεπτά ηχοχρώματα μουσικής δωματίου που κρύβει η παρτιτούρα.

Με μια κουβέντα: Δείτε το «Λευκό Ρόδο». Αν αφεθείτε να σας παρασύρουν οι φωνές των ερμηνευτών, οι εκρηκτικοί ήχοι , οι μελωδικές ανάσες της ορχήστρας, αυτό το δύσκολο, απαιτητικό έργο θα σας υπνωτίσει και θα σας προσφέρει μια σπάνια μουσική εμπειρία.

Info: www.nationalopera.gr