Θεατρο - Οπερα

O Δημήτρης Καραντζάς συναντά για πρώτη φορά την Μπέτυ Αρβανίτη

Σκηνοθετεί τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 677
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά τις πολυσυζητημένες του παραστάσεις στην Επίδαυρο, το Εθνικό και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης βυθίζεται στο κλειστοφοβικό αυτοβιογραφικό αριστούργημα του Τενεσί Ουίλιαμς «Γυάλινος κόσμος», που ανεβαίνει στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας. Με το έργο του αμερικανού συγγραφέα ο Δημήτρης Καρατζάς συναντά για πρώτη φορά την Μπέτυ Αρβανίτη. Λίγο πριν την πρεμιέρα, μας μιλάει για την εξαιρετική αυτή συνεργασία.

Γιατί επιλέξατε σήμερα έναν «Γυάλινο κόσμο»;
Κατ' αρχάς είναι ένα έργο ανεξάντλητο σε ερμηνείες, αναγνώσεις, αναγωγές. Αφενός η θραυμαστικότητα του, η μη γραμμική του αφήγηση, η ποιητική του διάσταση, η εμφανής χρήση της ίδιας της θεατρικής πράξης από γραφή, κοντολογίς όλη η φόρμα του αποτελεί ακόμα υπόδειγμα πρωτοποριακής και ριζοσπαστικής γραφής που «ονειρεύεται» ένα θέατρο μακριά από τον νατουραλισμό και την απλή σχηματοποίηση των χαρακτήρων. Πρόκειται για ένα ποιητικό θέατρο, ένα υπαρξιακό θέατρο, ένα θέατρο που αγωνιά μέσα από την εμφανή κατασκευή του να πλησιάσει από πολύ πιο κοντά την αλήθεια − αν αυτή υπάρχει. Αφετέρου ο κλειστός πυρήνας της οικογένειας που εστιάζει το έργο και των τραυματισμών που αυτή προκαλεί επανέρχεται και θα επανέρχεται αενάως. Και ο κλειστός πυρήνας της βιολογικής οικογένειας και ενός αέναου τραύματος που διαρκώς επανέρχεται και ποτέ δεν κλείνει θυμίζει την ίδια τη λειτουργία της θεατρικής πράξης αλλά και την ίδια τη λειτουργία του κύκλου της ζωής.

Tι ερωτήματα θέτει για την τέχνη του θεάτρου αλλά και για τον κόσμο;
Για την τέχνη θίγει άπειρα ερωτήματα. Πρώτα απ' όλα πόσο πραγματικά χρειαζόμαστε την ίδια την τέχνη. Έπειτα, πόσο χρειαζόμαστε την κατασκευή, την ψευδαίσθηση για να μπορέσουμε να αγγίξουμε βαθιά κάτι. Επίσης πόσο αναγκαίο είναι να φύγουμε από τη φωτογραφική απεικόνιση και μια πιστή αποτύπωση της ζωής για να μπορέσουμε να συνομιλήσουμε με ένα έργο τέχνης −αυτό το ζήτημα για τον Ουίλιαμς μοιάζει θεμελιώδες− και πόσο η τέχνη είναι στην ουσία η μεταμόρφωση, η μετουσίωση σε κάτι άλλο, πέρα από ό,τι είναι απλώς ορατό στον κόσμο των φαινομένων. Είναι ένα έργο τέχνης που παλεύει να βρει με ποιόν τρόπο μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει η τέχνη και με ποιόν τρόπο μπορεί πραγματικά να επιδρά η τέχνη − πέρα από τη λειτουργική για χρόνια άκριτη και αμάσητη κατανάλωση. Τα παραπάνω ερωτήματα για μένα αφορούν ασφαλώς και την ίδια τη ζωή. Η ζωή δεν μπορεί να ξεφύγει από τα τραύματά της, από τις μνήμες της −από προσωπικές έως οικουμενικές, αυτό θίγει ο Ουίλιαμς− δεν μπορεί να συμφιλιωθεί, δεν μπορεί να προχωρήσει εάν δεν μετουσιώσει, δεν μεταμορφώσει, δεν βρει εργαλεία πρόσληψης. 

Ο τρόπος ερμηνείας, αναπαράστασης και απόδοσης μιας ιστορίας αλλάζει το νόημά της
Ασφαλώς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που με απασχόλησε πολύ και είναι στο ίδιο το έργο το αποδεικνύει. Ο Τενεσί Ουίλιαμς γράφει στην περιγραφή των χαρακτήρων σχεδόν παρακλητικά ότι η αναπηρία της Λώρας −της αδελφής της τριμελούς οικογένειας που μπαίνει στο επίκεντρο και η αναπηρία της λειτουργεί σαν άλλοθι για τον εγκλωβισμό όλων− θέλει απλώς να υπονοείται στη σκηνική του αναπαράσταση και δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Ένας καλλιτέχνης ασφαλώς είναι ελεύθερος να το κάνει ό,τι θέλει αυτό. Αλλά φανταστείτε πόσο διαφορετική ιστορία παρακολουθούμε εάν η Λώρα εμφανιστεί με νάρθηκα η μηχανισμό στο πόδι και δεν μπορεί να περπατήσει, από το να παρακολουθούμε έναν άνθρωπο που μπορεί να περπατήσει αλλά η «αναπηρία» του αγγίζει άλλες πλευρές. Στη μία περίπτωση ο νατουραλισμός έχει κερδίσει κατά κράτος και έχει δώσει όλες τις ψυχολογικές απαντήσεις για τη δυστυχία της οικογένειας, στην άλλη περίπτωση −που προτείνει ο συγγραφέας− βλέπουμε ένα πιο ευρύ και περίπλοκο σχήμα όπου η «αναπηρία» της Λώρας ίσως είναι και ένα άλλοθι για την «αναπηρία» όλων των χαρακτήρων. Αυτό λοιπόν είναι καθαρά θέμα ανάγνωσης και στην ουσία εξύφανση μιας άλλης αφήγησης.

Πώς πολεμά ένας σκηνοθέτης τις προσδοκίες που έχει ήδη δημιουργήσει με τα έργα του; Έχετε σκεφτεί ποτέ να ανατρέψετε την ίδια σας την θεατρική ταυτότητα;
Νομίζω ότι ένας σκηνοθέτης πρωτίστως πρέπει να πολεμά τις προσδοκίες που έχει δημιουργήσει στον εαυτό του και στη γλώσσα που επιχειρεί να χτίσει. Μόνο αν είναι σε σύγκρουση με αυτό μπορεί να είναι πραγματικά ενεργός και να σχετίζεται και με αυτό που λέμε κοινό. Εάν ένας καλλιτέχνης ασχοληθεί με τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από αυτόν και τις προβολές που έχουν άλλοι κάνει επάνω του, έχει ήδη απομακρυνθεί από τον λόγο που κάνει θέατρο. Με το που ενεργοποιείται αυτό το φίλτρο της σκέψης και το πώς θα ικανοποιήσω τον τύπο και το κοινό μου, κάτι δεν πάει καλά και ίσως είναι απαραίτητο ένα διάλειμμα. Αν η θεατρική ταυτότητα είναι κάτι που υπάρχει θα ανατραπεί από μόνη της, μέσα από μια διαδικασία εκγύμνασης, απόρριψης εργαλείων, επανεύρεσης νέων εργαλείων, συνομιλίας, ωρίμανσης και όχι ως απόφαση αιφνιδιασμού.

Πείτε μας για τη συνεργασία σας με την Μπέτυ Αρβανίτη; Aνακαλύψατε από κοινού πράγματα μέσα από τις πρόβες; Είχατε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σας για το ρόλο της Αμάντα; Ανταλλάξατε ιδέες;
Η Μπέτυ κατ' αρχάς είναι ένας ευφυής, οξυδερκής και δαιμόνιος άνθρωπος. Και τα τρία αυτά είναι πράγματα που εκτιμώ απεριόριστα. Επίσης είναι απο τους ελάχιστους πια που έχουν καταφέρει πιστά να κρατήσουν ζωντανό έναν πυρήνα, ένα θέατρο ρεπερτορίου, συγκεκριμένης ταυτότητας για 30 χρόνια ανοιχτό. Αυτό είναι άθλος. Η συνεργασία μαζί της ήταν όπως οφείλει να είναι μια ουσιώδης συνεργασία: πηγή έμπνευσης, συγκρουσιακή −στο πλαίσιο της δημιουργικότητας− και με εμπιστοσύνη. Είναι συγκινητικό το δόσιμο της, η πίστη της, το πόσο ανοιχτή είναι σε νέες προτάσεις και το πόσο «γυμνασμένη» είναι τεχνικά στο να υποστηρίξει ό,τι της ζητηθεί. Η Αμάντα είναι ένας επικίνδυνος ρόλος. Καταλαμβάνει το μεγαλύτερο λεκτικό χώρο μέσα στο έργο, το σπίτι των Γουίνγκφιλντ είναι γεμάτο από την παρουσία και τις μνήμες της και διεκδικεί ανά πάση στιγμή τον έλεγχο των πάντων. Αυτό έχει έναν μεγάλο κίνδυνο να γίνει γραφικό ή να καταλήξει η Αμάντα να είναι η μόνη ένοχη για την τελική καταστροφή όλων. Υπάρχει μια σημείωση πάλι στην περιγραφή των χαρακτήρων που ο Ουίλιαμς λέει για την Αμάντα «τούτο το λεπτό σκαρί κρύβει τρυφερότητα». Και ένα κρίσιμο ζητούμενο και των δυο μας είναι να μπορέσει να υπάρχει πάντα αυτό, κάτω και από τις πιο απάνθρωπες πράξεις που κάνει.

Πώς θα χαρακτηρίζατε την αγάπη που υπάρχει μέσα στην οικογένεια Γουίνγκφιλντ; 
Άπλετη και ασφυκτική. 

Πόσο έξω από την κανονικότητα του κόσμου αισθάνεται ο Τομ;
Δε ξέρω πώς ορίζεται η κανονικότητα. Ο Τομ νομίζω ότι αισθάνεται έξω από τη ζωή. Είναι ένας πνευματικός άνθρωπος αναγκασμένος να λειτουργεί με τους βάναυσους όρους αυτού που λέμε κανονικότητα, και σε αυτό αντιδρά, αυτό προσπαθεί να σπάσει, απ' αυτό να ξεφύγει. Στην ουσία παλεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με τη ζωή και τις πιθανότητές της. Που η ζωή δεν έχει να κάνει με την κανονικότητα. Αλλά με το ένστικτο, την ανάγκη, την ποίηση, την επιθυμία.

Ποιοι είναι οι τρεις πιο σημαντικοί άνθρωποι για την πορεία σας σαν σκηνοθέτης;
Ο Λευτέρης Βογιατζής −ερήμην του−, η Ανέζα Παπαδοπούλου που ως δασκάλα μου στη σχολή μού άνοιξε ένα σύμπαν και μου έμαθε έναν τρόπο να διαβάζω πολύ πιο σφαιρικά τα έργα και ο Θωμάς Μοσχόπουλος που με έπεισε σε ηλικία 20 ετών ότι μπορώ να σκηνοθετήσω.

Η διαρκής θεατρική δουλειά λειτουργεί σαν καταφύγιο για σας;
Η διαρκής θεατρική δουλειά λειτουργεί σαν τον μοναδικό τρόπο να αντέχω τη ζωή.

Ο «Γυάλινος Κόσμος» μιλά για το αμερικάνικο όνειρο που έχει πια ξεθωριάσει. Πώς συνομιλεί με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Δυστυχώς η εποχή του «Γυάλινου Κόσμου», ακόμα και αν ήταν ζοφερή, είχε κάτι να ελπίζει και να ονειρεύεται. Φοβάμαι ότι σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο δυσοίωνα. Η κατάρρευση όχι μόνο του αμερικάνικου ονείρου αλλά και όλων των υπόλοιπων ονείρων και η κατάργηση της έννοιας του ανθρώπου −στην οποία βρισκόμαστε− μοιάζει πολύ πιο μαύρη.

Πιστεύετε ότι υπάρχει ελπίδα σε αυτόν τον κόσμο;
Όσο η σκέψη μας κινείται τραπεζοκεντρικά, όσο η μαζική κίνηση αποβλάκωσης βρίσκεται σε άνθιση, όσο καταργείται το πνεύμα και ανθίζει η βία- δηλαδή τώρα- νομίζω πως δεν υπάρχει ελπίδα.

Η πράξη της δημιουργίας είναι μια πράξη ελπίδας;
Για μένα και ευτυχώς για πολλούς άλλους, ναι. Αλλά φοβάμαι ότι πρόκειται για μια πολύ μικρή κουκκίδα σε έναν πολύ μεγάλο πίνακα, σχεδόν δυσδιάκριτη.

Τι ακολουθεί;
Το Νοέμβριο ξεκινάνε τα μαθήματα στη σχολή σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου, όπου με μεγάλη χαρά θα διδάξω. Κάτι που απαιτεί πολύ χρόνο, ευθύνη και αφοσίωση. Και το ότι επιτέλους αυτή η σχολή ανοίγει ίσως είναι μια μικρή πράξη ελπίδας. Κατόπιν ακολουθούν οι πρόβες για τους «Βρικόλακες» του Ίψεν που θα ανέβουν τέλος Φεβρουαρίου στο Θέατρο Τέχνης.

Κάτι άλλο που θέλετε να προσθέσετε;
Με σοκάρει και ακόμα με μουδιάζει η εν ψυχρώ εκτέλεση του Ζακ Κωστόπουλου στην Γλάδστωνος ενώπιον δεκάδων αδρανών ανθρώπων.


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice