- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αργυρώ Χιώτη: Ανάμεσα στο αρχαίο δράμα και την ελληνική κοινωνία του 2018
H σκηνοθέτρια των VASISTAS μιλάει στην A.V. λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Χοηφόροι», στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
Στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, η Αργυρώ Χιώτη και η ομάδα VASISTAS καταπιάνεται με το «κορυφαίο θρηνητικό τραγούδι της αρχαίας ελληνικής γραμματείας», «Χοηφόροι». Στο δεύτερο έργο της τριλογίας της «Ορέστειας» του Αισχύλου, στο οποίο η Ηλέκτρα πενθεί τον δολοφονημένο πατέρα της Αγαμέμνονα, είναι ο χορός που συμβάλλει στην κλιμάκωση της πλοκής καθ’ όλη τη διάρκεια του δράματος ως η συλλογική φωνή που παρατηρεί, κατευθύνει και τελικά εξουσιάζει τα πάντα.
Οι κοινωνικές προεκτάσεις του έργου δύσκολα μπορούν να αποτρέψουν από συγκρίσεις με τα αντανακλαστικά της κοινής γνώμης σήμερα. Πρόσφατα είχαμε την περίπτωση του πατροκτόνου της Ζακύνθου που επευφημήθηκε για την πράξη του. Η τοπική κοινωνία σε μία έκφραση νομιμοποίησης της αυτοδικίας, εκπορευόμενη από το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Σε μία τρομακτικά οξύμωρη εκδήλωση του κοινωνικοπολιτισμικού θυμικού, η κοινότητα έδρασε αντίστοιχα και στην περίπτωση της δολοφονίας κοριτσιού σε καταυλισμό Ρομά από έναν 34χρονο κρεοπώλη. Και αυτές είναι μονάχα δύο περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να εμπίπτει η «λυσσαλέα ορμή», όπως αναφέρει η Χιώτη, του χορού των Χοηφόρων στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Εστιάζοντας στο ρόλο του χορού, εντοπίζει τους παραλληλισμούς με τη σημερινή πραγματικότητα, αντιμετωπίζει τις προκλήσεις και αναζητά για ακόμα μία φορά εκείνα τα εκφραστικά μέσα που θα δώσουν στο έργο τη σφραγίδα VASISTAS. Μου μιλά για τη συνέχεια ανάμεσα στο αρχαίο δράμα και την ελληνική κοινωνία του 2018, αλλά και τις προσωπικές προβολές που αναπόδραστα το έργο προκαλεί, καθώς και για την παράσταση συνολικά, λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου.
Ποιες ήταν οι προκλήσεις που είχατε να αντιμετωπίσετε ερχόμενη σε επαφή με το κείμενο; Τι σας προβλημάτισε περισσότερο ως προς την απόδοσή του;
Η διαχείριση του μεγέθους του λόγου σε σχέση με τα πυκνά νοήματα, τη βαθιά ανθρώπινη αλήθεια που κουβαλούν και ταυτόχρονα μια απλή προσωπική αλήθεια. Αυτή νομίζω ήταν από την αρχή η έννοια μου. Να κρατηθεί από τη μία η ιδιαίτερη μουσικότητα του λόγου, η ενέργεια που τον διατρέχει, και μέσα από τη μουσικότητα να προκύπτουν προσωπικές ρωγμές, ψυχικής και συναισθηματικής φύσης. Ξεπερνώντας βέβαια από την αρχή την παγίδα μιας πρωτοεπίπεδης ψυχολογικής απόδοσης.
Υπάρχουν συγκεκριμένα εκφραστικά μέσα που θα χρησιμοποιήσετε αυτή τη φορά;
Ναι, σε αυτή τη δουλειά είναι έντονη, προς τα έξω, η ενέργεια του σώματος. Από μια ορισμένη δυναμική κινησιολογία προσεγγίζουμε τη χορικότητα. Παίζει ισχυρό ρόλο η ρυθμολογία που εξελίσσεται και μεταλλάσσεται από την αρχή της παράστασης. Ο μουσικός μας, ο Γιάννης Αγγελόπουλος, μας έδωσε πολύ συγκεκριμένα «μετρήματα» ρυθμικής φύσης που υπηρετούμε με διάφορα μέσα, ξυλάκια που κρατάμε, βήματα, τον λόγο, τα μονόχορδα όργανά μας.
Επικεντρώνεστε στον χορό και, όπως αναφέρετε στο σημείωμά σας, τον ορίζετε ως «τη συλλογική φωνή που παρατηρεί, κατευθύνει και τελικά εξουσιάζει τα πάντα. Είναι η κοινωνική επιταγή που κατά διαστήματα παίρνει τον πρώτο λόγο και ορίζει αυτόνομα τον ρου της ιστορίας», ποιες είναι οι αλληλουχίες που παρατηρείτε ανάμεσα στο αρχαίο δράμα και την ελληνική κοινωνία σήμερα; Βρίσκετε ομοιότητες ή ίσως ορθότερα μία συνέχεια στα αντανακλαστικά της κοινής γνώμης;
Φυσικά και βρίσκω αλληλουχία και συνέχεια. Στις «Χοηφόρες» βλέπουμε έναν χορό να μπαίνει σε μια λυσσαλέα ορμή βίας, σαν τσουνάμι που παρασύρει τυφλά τα πάντα στο πέρασμά του, διαστρεβλώνει δίκαιο και νόμους, ανθρώπινες αξίες και δεσμούς, γίνεται τέρας ισχύος. Κι αυτό από την ανάγκη του να πατάξει αυτό που τον καταπιέζει, τον δυνάστη, τον φόβο του. Σε αυτή την τερατογένεση δεν χωράει φυσικά προσωπική βούληση, διαφοροποίηση, από την πλευρά των προσώπων, γίνονται έρμαια ενός θυμικού που τους καθορίζει. Για να καταλήξουν στο τίποτα, στην αμηχανία, σε ένα: «και τώρα;» που διέπει την κατάληξη. Αντίστοιχη ενδυνάμωση μιας τάσης μάλλον θεοκρατούμενης που ισχυροποιείται μέσω της βίας στο όνομα ενός «καλού», της πατρίδας κτλ. συναντάμε συχνά πια στην ελληνική κοινωνία. Τρομακτικό. Δεν ξέρω πώς στεκόμαστε απέναντι σε αυτό.
Όσον αφορά τους θύτες, αναφέρετε πως οι μοίρες Ορέστη και Ηλέκτρας είναι αναπόδραστα συνυφασμένες με τις πράξεις τους εξαιτίας του βάρους του παρελθόντος. Πιστεύετε ότι, ως άτομα, ο καθένας μας ακολουθεί μια πορεία σφιχτά δεμένη με τις επιλογές των γονιών του;
Πόσο εύκολο είναι να σπάσουν αυτά τα δεσμά και, κυρίως, σας απασχόλησαν αυτοί οι συμβολισμοί καθόλου; Ναι, αναπόφευκτα περάσαμε από μια τέτοια μελέτη αναζητώντας την προσωπική σύνδεση του καθενός. Σε σχέση με το παρελθόν του και τον καθορισμό του από αυτό, σε σχέση με το συνειδητό και το ασυνείδητο και το πώς το ένα λειτουργεί εις βάρος του άλλου σε μια μάχη άνιση. Είναι δύσκολο πράγμα να μη γίνεις αυτό που σε προόρισαν να γίνεις, να ξεφύγεις από την ταυτότητα που πρέπει να φέρεις και τα γονίδια που σε έφτιαξαν και ό,τι κουβαλούν. Γίνεται, όμως, το πιστεύω. Κάποιοι άνθρωποι απελευθερώνονται και ορίζουν αλλιώς τη ζωή τους και την επιρροή τους στον κόσμο.
Πώς βλέπετε την εξέλιξη του Φεστιβάλ μέσα και από τη συμμετοχή σας σε αυτό; Υπάρχει κάτι που σας κέντρισε το ενδιαφέρον φέτος από τις υπόλοιπες παραγωγές;
Το Φεστιβάλ Αθηνών φέρνει φως στα καλλιτεχνικά δεδομένα της Αθήνας. Πρέπει όλο και περισσότερο να υποστηρίζεται και να δυναμώνει, σε σχέση με καλλιτεχνικές προτάσεις αυθεντικές και ζωντανές (με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει), σε όλα τα επίπεδα, για τους Έλληνες καλλιτέχνες, για να τολμούν και να δοκιμάζουν ελεύθερα, να δοκιμάζονται και να προτείνουν, να προχωρούν και να επικοινωνούν τη δουλειά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Επιτακτική η ανάγκη να έχουν βήμα νέες φωνές και προτάσεις. Σημαντικό και για το κοινό, όμως, που γνωρίζει έργα και καλλιτέχνες όπως π.χ. η Marlene Monteiro Freitas.
Το έργο
«Μα είναι νόμος, το αίμα που εχύθη στη γη νέον αίμα να θέλει· κι ο φόνος βοά, ως που να ’ρθει η Ερινύα και φέρει γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν πριν, συμφορ’ άλλην στην πρώτην απάνω» Αισχύλος, Χοηφόροι, στ. 400
Ο παραπάνω στίχος ανήκει στο δεύτερο έργο της τριλογίας της «Ορέστειας» του Αισχύλου, «Χοηφόροι», όπου κυριαρχεί η φιγούρα της Ηλέκτρας που πενθεί τον δολοφονημένο πατέρα της Αγαμέμνονα, προσμένοντας εμμονικά ως μόνο φως σωτηρίας την επιστροφή του αδερφού της, Ορέστη, προκειμένου να σχεδιάσουν μαζί την εκδίκηση. Βγαίνει από το στόμα του χορού, τις αιχμαλωτισμένες γυναίκες της Τροίας που συνοδεύουν την Ηλέκτρα τη στιγμή που πάει στον τάφο του πατέρα της για να προσφέρει τις χοές της. Ένας χορός που συμβάλλει στην κλιμάκωση της πλοκής καθ’ όλη τη διάρκεια του δράματος ως η συλλογική φωνή που παρατηρεί, κατευθύνει και τελικά εξουσιάζει τα πάντα.
Το ξεκίνημα του έργου βρίσκει την Ηλέκτρα να θρηνεί πάνω απ’ τον τάφο του πατέρα της και τις Χοηφόρες, τις γυναίκες του χορού που τη συντροφεύουν, να πολλαπλασιάζουν τον θρήνο της. Εκεί την αντικρίζει για πρώτη φορά ο αδερφός της που έχει επιστρέψει μετά από χρόνια για να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του μαζί με τον πιστό του σύντροφό του Πυλάδη, μεταμφιεσμένοι σε ξένους για μην τους αναγνωρίσουν. Βλέποντάς την να θρηνεί, συνειδητοποιεί ότι θα την έχει σύμμαχο στο ιερό αυτό έργο και της αποκαλύπτει την ταυτότητά του σε μία από τις συγκλονιστικότερες σκηνές αναγνώρισης στο αρχαίο δράμα. Η δράση κατόπιν εξελίσσεται καταιγιστικά. Ορέστης και Πυλάδης, με την κάλυψη της Ηλέκτρας, προφασίζονται ότι είναι δύο ξένοι που φέρνουν τις στάχτες του πεθαμένου Ορέστη στην Κλυταιμνήστρα. Η Κλυταιμνήστρα υποδέχεται τον Ορέστη και τότε εκείνος, αφού της αποκαλύπτει την ταυτότητά του, την εκτελεί, ενώ κατόπιν εκτελεί και τον ομοκρέβατο, συνένοχό της Αίγισθο. Η τραγωδία κλείνει με τις Ερινύες να καταφθάνουν, καταδιώκοντας ανελέητα τον Ορέστη ως τη στιγμή της αθώωσής του από τον Άρειο Πάγο. Αλλά αυτό θα συμβεί στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, στις «Ευμενίδες».
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice