Θεατρο - Οπερα

Έρωτας και προδοσία στη Μαντάμα Μπατερφλάι

Η όπερα του Πουτσίνι στην εποχή της σεξουαλικής παρενόχλησης και του #MeToo με αφορμή το νέο ανέβασμα στο Σάσεξ

Μαρία Τσοσκούνογλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ερώτημα που έχει προκύψει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου με αφορμή το ανέβασμα της όπερας του Πουτσίνι, «Μαντάμα Μπατερφλάι» στο θέατρο Glyndebourn του Σάσεξ, είναι αν μπορούν οι θεατές σήμερα, στην εποχή του #MeToo, να απολαύσουν αυτό το αριστουργηματικό έργο όταν η υπόθεση αναφέρεται σε μια τόσο οδυνηρή ιστορία με επίκεντρο τη σεξουαλική εκμετάλλευση μιας ανήλικης γιαπωνέζας γκέισας από τον άκαρδο αμερικανό αξιωματικό, Πίνκερτον.

Η Τσο-Τσο-Σαν (Olga Busuioc) και ο Μ.Φ.Πίνκερτον (Joshua Guerro)

Η Μαντάμα Μπατερφλάι του Τζιάκομο Πουτσίνι, που έκανε πρεμιέρα για πρώτη φορά στο Μιλάνο το 1904, είναι πράγματι από τα πιο σκληρά και σκοτεινά θέματα στην ιστορία της όπερας: Ο υπολοχαγός Μπένζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος της κανονιοφόρου Αβραάμ Λίνκολν του Πολεμικού Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, καταπλέει στο λιμάνι του Ναγκασάκι. Εκεί με τη βοήθεια του Γκόρο, ενός αδίστακτου ιάπωνα επαγγελματία προξενητή, παντρεύεται την ορφανή, φτωχή 15χρονη Τσο-Τσο-Σαν, γνωστή με το χαϊδευτικό Μπατερφλάι (πεταλούδα). Νομίζοντας ότι είναι τυπικά και νόμιμα παντρεμένη, η Μπατερφλάι εγκαταλείπει τη βουδιστική της πίστη για τον Χριστιανισμό και απομονώνεται από την οικογένεια και τους φίλους της. Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του προξένου Σάρπλες, ο Πίνκερτον εγκαταλείπει τη Μπατερφλάι αλλά της υπόσχεται ότι θα επιστρέψει για να την πάει πίσω στην Αμερική.

Στα τρία χρόνια που πέρασαν περιμένοντάς τον, η Μπατερφλάι γεννά μυστικά το παιδί του, αποδιωγμένη και ξεχασμένη από την οικογένεια και τους συγγενείς της και μόνο η πιστή της υπηρέτρια, Σουζούκι, εξακολουθεί να μένει μαζί της.

Όταν ο Πίνκερτον επιστρέφει τελικά στην Ιαπωνία, είναι με την «πραγματική» αμερικανίδα σύζυγό του, την Κέιτ. Ανακαλύπτοντας την ύπαρξη του γιου του, αποφασίζουν να πάρουν το παιδί από την Μπατερφλάι πίσω στην Αμερική. Η Μπατερφλάι συμφωνεί γιατί θεωρεί ότι έτσι εξασφαλίζει μια καλύτερη ζωή για το γιο της και αυτοκτονεί ώστε να μη βασανίζεται το παιδί αργότερα από την εγκατάλειψη της μητέρας του.

Ο ίδιος ο Πουτσίνι τοποθετεί την ιστορία του στα 1835. Ήταν αποφασισμένος αφενός να μην αποκρύψει τη σύγκριση και σύγκρουση των δύο πολιτισμών αλλά και να περιγράψει με σκόπιμες παρεμβολές και λεπτομέρειες την αποπλάνηση και τη διαφθορά της νεαρής γκέισας ως συνειδητή επιλογή του σκληρόκαρδου και ανεύθυνου Πίνκερτον −επαναλαμβάνει τρεις φορές στο λιμπρέτο ότι η Μπατερφλάι είναι μόλις 15 ετών−, ενώ ακούμε τον υποπλοίαρχο να καυχιέται στον πρόξενο Σάρπλες ότι ως Γιάνκης, δεν ικανοποιείται εάν δεν δρέψει τα λουλούδια κάθε ακτής και τον έρωτα κάθε όμορφου κοριτσιού.

Πίσω από την όπερα βρίσκεται η μόδα του «Ιαπωνισμού» που χαρακτηρίζει το τέλος του 19ου αιώνα και εκδηλώνεται στη Δύση για ό,τι έχει σχέση με τη μακρινή αυτή χώρα. Εκθέσεις εξαίσιων υφασμάτων, οι ανθισμένες κερασιές, τα κιμονό και ο εξωτισμός που αναδυόταν από την αυστηρή τυπικότητα και τελετουργία των ιαπωνικών εθίμων προκάλεσαν έναν πρωτοφανή θαυμασμό και ενδιαφέρον, επηρεάζοντας βαθιά τα καλλιτεχνικά κινήματα, όπως συνέβη με εξαιρετικά δημοφιλείς παραστάσεις όπως το «Mikado» ή το μυθιστόρημα «Madame Chrysanthème» του Πιερ Λοτί που κυκλοφόρησε το 1887 και γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία.

Το φαινόμενο της γοητείας που ασκούσε οτιδήποτε είχε να κάνει με την εύθραυστη φυσιογνωμία της Ιαπωνίας, πυροδοτήθηκε εν μέρει από την ιδιόμορφη θέση των γυναικών μέσα σε μια σεξουαλική κουλτούρα που έδειχνε να μην ακολουθεί τη χριστιανική διάκριση μεταξύ της ενάρετης, παρθένας αξιοσέβαστης γυναίκας και της ατιμασμένης πόρνης. Αντίθετα, η γοητευτική, υποτακτική γκέισα και η αυτοκρατορική παλλακίδα προσέφεραν ένα διαφορετικό, διφορούμενό πλαίσιο προσδίδοντας έτσι αξιοπρέπεια −ή τουλάχιστον γοητεία− στην ιδέα ότι κάποιος μπορούσε να έχει συζυγικά δικαιώματα και ερωτικές σχέσεις με μια όμορφη νεαρή Γιαπωνέζα για περιορισμένο χρονικό διάστημα, χωρίς περαιτέρω συνέπειες και υποχρεώσεις. Αυτό έγινε γνωστό ως «ιαπωνικός γάμος» με αμφίβολη νομιμότητα αλλά και με μεγάλη απόσταση από το τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι μεσάζοντες-προξενητές εκμεταλλεύτηκαν και τις δύο πλευρές, ενώ τα αφροδίσια νοσήματα ήταν περισσότερο διαδεδομένα από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, πράγμα ωστόσο που δεν αποθάρρυνε αρκετούς να ταξιδεύουν μέχρι εκεί καθιστώντας τότε την Ιαπωνία, κατεξοχήν προορισμό ενός πρώιμου σεξουαλικού τουρισμού.

Αλλά και στη σημερινή εκδοχή της, η σκηνοθέτρια Ανιλίζ Μίσκιμον αποδεικνύει ότι σκοπός της δεν ήταν να λειάνει αλλά, αντίθετα, να προβάλλει με ένταση και ρεαλισμό τη σκοτεινή ιστορία της πεταλούδας/γκέισας, κι όχι να παρουσιάσει το όλο αφήγημα σαν μια ανώδυνη, εξωτική παντομίμα. Η ιστορία εκτυλίσσεται μεταπολεμικά στη δεκαετία του ’50, όταν η Πράξη Μετανάστευσης και Ιθαγένειας του 1952 επέτρεπε στις Γιαπωνέζες να μεταναστεύουν νόμιμα στις Η.Π.Α., συνοδευόμενες από τους στρατιωτικούς συζύγους τους που υπηρετούσαν τότε στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. 

Αυτό το κοινωνικό πλαίσιο σε μια Ιαπωνία καταρρακωμένη και ηττημένη στον πόλεμο αποτυπώνει την απελπιστική κατάσταση της Μπατερφλάι και φωτίζει μια ιστορική περίοδο κατά την οποία η Αμερική εισβάλλει και διαβρώνει τις παραδοσιακές ιαπωνικές αξίες. Έτσι, η ανήλικη γκέισα, η Πεταλούδα, εκπροσωπεί τις χιλιάδες νύφες του πολέμου που, όπως και στην πραγματικότητα, ήλπιζαν να ξεφύγουν στο εξωτερικό για μια καλύτερη ζωή.

Η κατάσταση για όσες γυναίκες έμειναν στην Ιαπωνία, όπως η Μπατερφλάι, και δεν έφυγαν θα αποδειχθεί ιδιαίτερα σκληρή και ανθεκτική στις αλλαγές αφού οι συντηρητικές απόψεις της Κομφουκιανής φιλοσοφίας εξακολουθούσε να βάζει εμπόδια στην όποια μεταρρύθμιση. Για παράδειγμα, μέχρι το 1908 ήταν νόμιμο για έναν σύζυγο να σκοτώσει τη σύζυγό του αν ανακάλυπτε την απιστία της και μόνο το 1999 επιτρέπεται το αντισυλληπτικό χάπι. Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν πολύ λίγες γυναίκες στην Ιαπωνία στις κορυφαίες θέσεις εργασίας ή στην κυβέρνηση − μόλις το 10% του κοινοβουλίου της χώρας είναι γυναίκες, σε σύγκριση με το 30% στη Βρετανία και το 40% στη Γαλλία.

Η πεταλούδα του Πουτσίνι βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Οι αυταπάτες της και η πεισματική της επιμονή να περιμένει τον άκαρδο υποπλοίαρχο την οδηγούν στο να προσχωρήσει με αφέλεια στις αμερικανικές αξίες και ανέσεις (στη δεύτερη πράξη της όπερας παρουσιάζεται να ξεφυλλίζει το περιοδικό Life και να καπνίζει Lucky Strikes), να απαρνηθεί τη θρησκεία της, διατηρώντας ταυτόχρονα την παραδοσιακή ιαπωνική υποταγή στη θέληση του συζύγου της. Αλλά όταν καταλαβαίνει την προδοσία του Πίνκερτον, επανέρχεται στον αρχαϊκό κώδικα των προγόνων της και την παρακαταθήκη τους. Ψύχραιμα, ξεκρεμά το σπαθί του πατέρα της και διαβάζει την επιγραφή στη λεπίδα: «Πεθαίνει με τιμή αυτός που δεν μπορεί να ζήσει με τιμή». Η πιστή της υπηρέτρια, Σουζούκι, προσπαθεί να την αποτρέψει και της φέρνει το γιο της, Ντολόρε (σημαίνει πόνος στα ιταλικά).

Η Μπατερφλάι αγκαλιάζει το παιδί, το βάζει να κάτσει σε μια ψάθα και του δίνει να παίξει με μια αμερικανική σημαιούλα. Μετά αποσύρεται και κάνει χαρακίρι. Καταφέρνει ετοιμοθάνατη να πλησιάσει το γιο της και εκεί κοντά του αφήνει την τελευταία της πνοή, ενώ από μακριά ακούγεται ο Πίνκερτον που την καλεί για να της ζητήσει να του δώσει το παιδί.

Θέλοντας να δώσει τη δική της εκδοχή για το ανέβασμα της όπερας «Μαντάμα Μπατερφλάι», η σκηνοθέτρια της παράστασης, Ανιλίζ Μίσκιμον, διευκρινίζει ότι το θέμα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης μιας Ασιάτισσας, όπως αυτό που εκτυλίσσεται στην όπερα του Πουτσίνι, μπορεί να ακούγεται οδυνηρό όμως είναι αυτή η αναμέτρηση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι που καθιστά το έργο ένα αριστούργημα: «Η ακριβής ψυχολογική προσέγγιση −μέσα από έναν υπέροχο συνδυασμό μουσικής και κειμένου− μιας γενναίας αλλά παράλογα εμμονικής και τελικά αυτοκαταστροφικής αγάπης, είναι αυτό που κάνει την προδομένη, νεαρή γκέισα μια από τις πιο σύνθετες και δραματικές ηρωίδες της όπερας».

Είναι εύκολο να παρασυρθεί κανείς και να σκεφτεί τη Μαντάμα Μπατερφλάι σαν ιστορία από το παρελθόν, μια μελοδραματική όπερα που έρχεται από άλλη, μακρινή εποχή. Αλλά δεν είναι έτσι. Οι εφημερίδες είναι γεμάτες σήμερα με παρόμοιες ιστορίες: το ίδιο μοτίβο της δυτικής εκμετάλλευσης ευάλωτων γυναικών, όπως συμβαίνει στην Αϊτή και αλλού.

Το σχεδόν μυθικό ιδίωμα που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη όπερα οφείλεται ακριβώς σε αυτό, στον εκπληκτικό συνδυασμό της βαρβαρότητας και της ομορφιάς, η δύναμη και η αδυναμία της». Γι' αυτό και η Μίσκιμον προτρέπει το κοινό να απολαύσει όλη την ομορφιά που πηγάζει από τη θαυμάσια ορχηστρική σύνθεση χωρίς να αγνοήσει τη σκληρή αλήθεια του λιμπρέτου, πηγή έμπνευσης για τον ίδιο τον Πουτσίνι που μέσα από τη φανταστική του γκέισα θέλησε να μιλήσει για τις όλες τις πραγματικές, ανώνυμες πεταλούδες που στοιχειώνουν κάθε νότα αυτού του άγριου και σκοτεινού αριστουργήματος.


Info: Μαντάμα Μπατερφλάι, στο Glyndebourne, East Sussex, μέχρι τις 18 Ιουλίου 2018. Εισιτήρια: 01273815000, www.glyndebourne.com