- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο συντηρητισμός ως εθνικό Τραύμα
«Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα» της Λένας Κιτσοπούλου, Θέατρο Σταθμός
Οι λογοτεχνικές και θεατρικές όψεις της ομοφυλοφιλίας λειτουργούσαν παραδοσιακά στην Ελλάδα σαν ντοκουμέντα μιας μη παραδεκτής πραγματικότητας και ως παράγοντες σημασιοδότησης της ομοφυλοφιλίας, χωρίς αυτό φυσικά να εξασφαλίζει την παραγωγή θετικών «εκπροσωπήσεων» και «ερμηνειών».
Επειδή ακριβώς πρόκειται για διαδικασία κατασκευής και οργάνωσης της κοινωνικής γνώσης, μια λεγόμενη αδερφή γινόταν παραδοσιακά ανεκτή στις νεοελληνικές μυθοπλασίες μόνον ως αξιογέλαστο φαινόμενο (π.χ. ο Φίφης, η Φτερού, ο Λέλος, οι κομμωτές του Λ. Λαζόπουλου, κ.τ.λ). Αυτές οι νεοελληνικές καρικατούρες, δεν είναι μόνον ακραία γραφικές, αλλά και ιδεολογικά επικίνδυνες, επειδή ακριβώς κατασκεύασαν μια κοινωνική «συνείδηση» περί ανωφέλειας των ομοφυλοφίλων, τα επαγγέλματα των οποίων φέρονταν να ήταν μόνο κομμώτριες, μοδίστρες, πωλήτριες σε μπουτίκ, και τα λοιπά.
Πέρα, φυσικά, από τις κωμικές απεικονίσεις, κυρίαρχη θέση σε πολλές «στρέιτ» μυθοπλασίες είχε ο δυστυχισμένος βίος των ομοφυλοφίλων που ζουν την υπαρξιακή «τραγωδία» τους στα περιθώρια της αξιοσέβαστης κοινωνίας των νοικοκυραίων. Και ήταν αυτή η δυστυχία που εδραίωσε την ηθική του κοινωνικά απόβλητου και επονείδιστου σε πολλές νεοελληνικές «μαρτυρίες» για την ομοφυλοφιλία.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν η συντηρητική ιδεολογία καμουφλάρεται πίσω από προκλητικές δηλώσεις, «βλάσφημα» μανιφέστα και, τάχα, πρωτοποριακές φόρμες;
Συμβαίνουν φαινόμενα, όπως αυτό της Λένας Κιτσοπούλου που πίσω από τα βρισίδια, τα γαμήσια και τα κλανίδια των ηρώων της κρύβεται οχυρωμένος ένας δειλός Νεοέλληνας ο οποίος αρνείται να πεθάνει ως ιδεολόγημα.
Καμουφλάζ και Ιδεολογία
Κάποια κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου είναι τόσο συντηρητικά που αγγίζουν τα όρια του εθνικού κλισέ. Αυτό, ωστόσο, δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, επειδή ακριβώς η συγγραφέας ακολουθεί μια Ποιητική παραλλαγής της στερεοτυπίας πίσω από ένα αιρετικό, υποτίθεται, γλωσσικό ύφος που παριστάνει πως καταγγέλλει, αλλά στην ουσία μεταποιεί προσεκτικά τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Και για την ακρίβεια...
Καμουφλάρει την κλασική ηθογραφία του σπαραξικάρδιου μελό πίσω από σκηνές ανθρώπινης παρακμής που θέλουν, τάχα, να σχολιάσουν ειρωνικά τα «τραγικά» αδιέξοδα του αστικού νεοελληνικού βίου με πρόσωπα που βρίζουν και κλάνουν ελεύθερα (όπως ο Καραφλομπέκατσος).
Καμουφλάρει τη λογοτεχνικά στερεοτυπική δυστυχία των διαφορετικών πίσω από δυναμικές σκηνές σύγκρουσης με τον κόσμο τους, παρουσιάζοντας όμως τα πρόσωπα και τα περιβάλλοντα ως φύσει αμετάβλητα (όπως ο ομοφυλόφιλος άνδρας στη Σπυριδούλα).
Καμουφλάρει έτσι μια ανθρώπινη ματαιοπονία πίσω από μάσκες δυναμικών προσώπων (που είναι τέτοια μόνο επειδή κάνουν πως φέρονται σαν νταλικέρηδες, αλλά κατά βάθος είναι έρμαια του βλέμματος των άλλων). Είναι πρόσωπα αδύναμα, ψυχαναγκαστικά, καταθλιπτικά, νευρωσικά και μόνο αθυρόστομα, που έχουν συνήθως ενστερνιστεί μαζοχιστικά το βλέμμα των άλλων, όντας ανίκανα να ανατρέψουν τα κατεστημένα τους με τον ίδιο τρόπο που και ο λόγος τους καταφάσκει υπόγεια την τρέχουσα ηθική.
Όμως αυτό είναι μόνο το εξωτερικό επίπεδο καμουφλαρίσματος της συντηρητικότητας μέσα σε μια λογοτεχνία που θέλει να παρουσιάζει αστικές ψυχοπαθολογίες εντελώς ακριτικά.
Στο επίπεδο του εσωτερικού κόσμου των προσώπων της Κιτσοπούλου, είναι πολύ δύσκολη η ανεύρεση ενός καθαρού (ιδεολογικού) κέντρου, επειδή ο «ψυχισμός» τους παλινδρομεί διπολικά μεταξύ καταθλιπτικής ενοχής και μανιακού παραληρήματος. Με τον τρόπο αυτό, τα πρόσωπα κινούνται σε έναν χώρο κοινωνικής φοβίας και απομόνωσης, όπου συνήθως εκτροχιάζονται λεκτικά και σωματικά με βίαιο και αυτοκαταστροφικό τρόπο. Και αυτή η παλινδρομική διακύμανση των προσώπων είναι που καθιστά τον αγώνα επιβίωσής τους όχι απλώς διφορούμενο, αλλά μάταιο και ιδεολογικά ανίσχυρο.
Η διαμεσολάβηση της διαμεσολάβησης
Ο ομοφυλόφιλος άνδρας που παρουσιάζεται στη Σπυριδούλα, νιώθει δηλητηριώδη ζήλια για την γκόμενα του πρώην του, του Άρη. Όπως βρίζει τον πρώην του τον πούστη, βρίζει και καταριέται την ξερακιανή κοντή Σπυριδούλα μέχρι που την Πρωτοχρονιά στο σπίτι των γονιών του μαθαίνει πως τελικά ο πρώην του θα την παντρευτεί. Τότε αποφασίζει να αποκαλύψει τα πάντα στην οικογένειά του για να μάθουνε όλοι και κυρίως ο πατέρας του ο απόστρατος αξιωματικός ποιοι είναι οι αληθινοί πούστηδες. Οι δύο μεγαλύτεροι πούστηδες της υφηλίου, λοιπόν, δεν ήταν άλλοι από τον έμπιστο παλιόφιλό του, τον Άρη, και τον ίδιο του τον γιό, αυτόν τον καράπουστα, την βετζετέριαν αδερφάρα του αίσχους. Μόνο που δυστυχώς ο άνδρας φώναζε εσωτερικά χωρίς να τον ακούει κανείς, υπομένοντας καρτερικά τη δυστυχία του και σε λίγο αυτοκτονώντας μες στη σιωπή του. Ένας ακόμη θρίαμβος της αγίας ελληνικής οικογένειας έχει συντελεστεί στον κόσμο της Κιτσοπούλου.
Είναι προφανές ότι το Εγώ που μιλάει στη Σπυριδούλα, φέρει ένα τραύμα. Έχει πυροβολημένο μέσα του τον κόσμο, αλλά δεν μπορεί να τον σκοτώσει, και γι’ αυτό θυμώνει, βρίζει, βλαστημάει και στο τέλος αυτοκτονεί, αφού δεν μπορεί να τον αλλάξει.
Ο σκηνοθέτης Κ. Μάρκελλος αποφάσισε να διανείμει τον ρόλο του ομοφυλόφιλου άνδρα σε μια γυναίκα ηθοποιό, παρουσιάζοντάς την αρχικά σαν υπέρλαμπρη drag queen με κόκκινη αστραφτερή τουαλέτα και βαρύ make-up (πιθανώς για μην προδώσει από την αρχή το φύλο του ομιλούντος). Την ώρα του εσωτερικού μονολόγου η ηθοποιός έβγαλε την τουαλέτα και την μακριά κόκκινη περούκα, για να αποκαλυφθεί από κάτω μια γυναίκα με ανδρική φανέλα και σώβρακο τύπου Μινέρβα, μέσα στο οποίο υπήρχε «φούσκωμα» που υποδήλωνε τον ανδρισμό της. Σκηνικά, λοιπόν, κατασκευάστηκε ένα περίεργο υβρίδιο: Μια γυναίκα ηθοποιός έπαιζε τον ομοφυλόφιλο άνδρα που υποδυόταν μια γυναίκα που ήταν ομοφυλόφιλος άνδρας.
Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, γιατί ο ρόλος δεν δόθηκε σ’ έναν άνδρα ηθοποιό σε θέση drag queen, αφού ούτως ή άλλως η έξοχη Ε. Στεργίου έπαιζε σαν τη Μίριαμ Απλού του Ζαχαράτου (πριν μεταμορφωθεί σε έναν σπαρακτικά διαλυμένο άντρα). Τo πράγμα, όμως, έγινε πιο προβοκατόρικο πολιτισμικά, όταν αυτή η drag περσόνα φόρεσε το κίτρινο δερμάτινο μπουφάν του Freddy Mercury και τραγούδησε το Bohemian Rhapsody, προβάλλοντας ένα ακόμη κεφάλαιο μιας «ξένης» κουλτούρας.
Για να μην πούμε ότι τελικά όλα αυτά (κείμενο, εικόνες και κυρίως διαμεσολαβήσεις) θύμιζαν λίγο τους Ομοφυλόφιλους του Τσολάκου και λίγο το Γαλάζιο φόρεμα του Διαμαντόπουλου, και δηλαδή αυτόν τον Λόγο που έρχεται ντυμένος σαν γκέι ζόμπι από το κέντρο της εθνικής ετεροκανονικότητας.
Τέτοιες δημόσιες «εκπροσωπήσεις» της ομοφυλοφιλίας δεν είναι μόνον ακίνδυνες για τις σταθερότητες των ιδεολογιών, αλλά έγιναν ιστορικώς όργανα κοινωνικού και ηθικού προσδιορισμού μιας σεξουαλικής μειονότητας συλλήβδην, επειδή ακριβώς στόχευαν στον έλεγχο των κοινωνικών ερμηνειών της ομοφυλοφιλίας. Και δυστυχώς, αυτές οι απεικονίσεις του διαταραγμένου και δυστυχισμένου ομοφυλόφιλου είναι που έχτισαν επιχειρήματα εναντίον της ομοφυλοφιλίας δεξιόθεν και αριστερόθεν.
Ένα φαλακρό πουλί
Κλεισμένος στο καινούργιο του διαμέρισμα με τον φραπέ στο χέρι, ένας μόλις χωρισμένος πενηντάρης προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή του απελευθερωμένος από τις δεσμεύσεις του συζυγικού βίου, που κάποτε τον καθιστούσαν περισσότερο «κανονικό». Ο φαλακρός αυτός άντρας, παρατημένος και φτυσμένος, μπορεί πλέον να κλάνει ελεύθερα και να κάνει τοπικές πλύσεις στα απόκρυφα σημεία του, αλλά δεν μπορεί για μήνες να ανοίξει τις κούτες με τα πράγματα στο σαλόνι ή να παίξει κάτι σωστά στο πιάνο του.
Παραλογισμένος από έρωτα και αποτυχία, στήνει γυμνός στο μπαλκόνι μια συναυλία για τη γειτονιά που παρακολουθεί έξαλλη, αλλά και έντρομη. Νομίζοντας ο Καραφλομπέκατσος ότι έτσι όλοι τον θαυμάζουν, κάνει το τελευταίο του «υπαρξιακό» διάβημα: Κρεμιέται από τα κάγκελα του μπαλκονιού, περιμένοντας μια υπόσχεση από τους γείτονες ότι θα γυρίσει πίσω η αγάπη του.
Ο Κ. Αβαρικιώτης, με εύστοχο κιτς outfit της νεοελληνικής πλαζ, δεν έδωσε μόνο ένα μάθημα υποκριτικής τεχνικής και θυμικού ελέγχου, αλλά πίσω από τους τόσο καλά υπολογισμένους εκτροχιασμούς του, υπόφωσκε η βαθιά ανθρώπινη ευαισθησία ενός σπαραγμένου πλάσματος.
Ο Αβαρικιώτης είναι ένας ηθοποιός ευρείας κλίμακας και υποκριτικού μεγέθους, τον οποίο, δυστυχώς, οι σκηνοθέτες έχουν κατατάξει υποκριτικά στον τύπο του κωμικοτραγικού Τρελού. Και είναι χρόνια που περιμένουμε να τον δούμε σε κάτι πιο μεγάλο ή, έστω, πιο διαφορετικό.
Μοντέρνα επιφάνεια, συντηρητικό βάθος
Η αισθητική δυσαρμονία που προσπάθησε να οικοδομήσει η παράσταση ήταν πράγματι ένα queer εγχείρημα που αποτάθηκε σε καθαρά πολιτισμικά κεφάλαια, όπως το κιτς και το trash ως αναπαραστάσεις της ετεροκανονικής αποτυχίας, ή το αλμοδοβαρικού τύπου drag που δοξάζει, όμως, την αυτο-αποκάλυψη και την ανατροπή των παραδοσιακών σχημάτων του φύλου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γ. Βαφιά ήταν εξαιρετικά εύστοχα (ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη δημιουργία ενός «τραγικού» κουκλόσπιτου με μινιατούρες «αναμνήσεων», όπου ο ομοφυλόφιλος ήρωας βίωνε τη μοναξιά του). Και οι φωτισμοί της Μ. Μάσχα «άνοιγαν» και «έκλειναν» τους σκηνικούς ψυχισμούς και μ’ έναν μαγικό τρόπο έδιναν έκταση και βάθος σε αυτήν την τόσο μικρή σκηνή.
Ο Κ. Μάρκελλος είναι ένας άξιος και ευαίσθητος νέος σκηνοθέτης, και η παράστασή του ήταν αρτιότατη σκηνικά. Είχε δυναμικούς ρυθμούς, γοητευτική αισθητική και ενδιαφέρουσες κριτικές παραπομπές. Κάτω, όμως, από μια «ανορθόδοξη» επιφάνεια κρυβόταν ύπουλα το ανήκεστο νεοελληνικό τραύμα του «υπομένοντας καρτερικά».
Δείτε πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice