Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Αφιέρωμα: 6 χρόνια χωρίς τον Λευτέρη Βογιατζή
Το να πληκτρολογεί κανείς αυτόν τον τίτλο μοιάζει πολύ παράξενο. Ακόμη πιο παράξενο μοιάζει το γεγονός ότι πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια, χωρίς να παρακολουθήσουμε παράστασή του. Πέντε ολόκληρα χρόνια, χωρίς να την αναμένουμε… Γιατί κι η προσμονή – αναμονή, στην περίπτωσή του, είχε τη «γλύκα» της.
Από εκείνη την εβδομάδα των Παθών, τη Μεγάλη Πέμπτη του 2013, στις 2 Μαΐου, που έφυγε για πάντα από κοντά μας, ακόμα και χωρίς τη φυσική του παρουσία, είναι πάντα παρών.
Για τον απλούστατο λόγο, ότι η «παρακαταθήκη» του είναι ανεκτίμητη, και δεν αναφέρομαι μόνο στις ιστορικές, πλέον, παραστάσεις του, τις οποίες έχουμε κρατήσει στο μυαλό και την καρδιά μας και με την πρώτη ευκαιρία ανακαλούμε στις συζητήσεις μας σαν πολύτιμες θεατρικές εμπειρίες, αλλά και στους καλλιτέχνες που άφησε πίσω του.
Γιατί ο Λευτέρης Βογιατζής με τη μέθοδό του, θέμα που συζητήθηκε διεξοδικά και πέρσι τέτοια εποχή στο πλαίσιο της επιστημονικής διημερίδας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, δίδαξε κι ενέπνευσε τους σπουδαιότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, που αυτή τη στιγμή διαμορφώνουν το θεατρικό τοπίο της χώρας. Έτσι, οι πρόβες του δεν οδήγησαν μόνο σε εκπληκτικές παραστάσεις, τις οποίες αναπολεί το κοινό του, αλλά κατάφεραν παράλληλα, εκούσια ή ακούσια, να γίνουν μαθήματα υποκριτικής και αισθητικής.
«Αυτό που σου άφηνε ήταν κάτι βραδείας καύσεως, γιατί έπειτα από τη συνεργασία μαζί του συνειδητοποιούσες ότι είχε αλλάξει η κοσμοθεωρία σου απέναντι στο θέατρο», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Νίκος Χατζόπουλος σε μια στρογγυλή τράπεζα, η οποία στήθηκε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων στο πλαίσιο της διημερίδας (30/5/17).
Η Στεφανία Γουλιώτη είχε αποκαλύψει: «Σου ζητούσε κάτι πέρα από τη φύση… Να γίνεις αφύλακτος… Να φύγεις εσύ από τη μέση, να εξαφανιστείς από τη σκηνή».
Ο Δημήτρης Ήμελλος είχε προσθέσει: «Του άρεσε να βλέπει, να παρατηρεί, να γεύεται αυτό που βλέπει, γι’ αυτό και σκηνοθετούσε για να βλέπει αυτά που του άρεσαν…»
Ενώ, η σκηνοθέτις, Κατερίνα Ευαγγελάτου, είχε δηλώσει: «Αυτά που έμαθα ήταν πολύ βραδυφλεγή. Πολλές φορές μού έλεγε: “Σε δέκα χρόνια θα καταλάβεις αυτά που λέω”, κι είχε δίκιο».
Ελάχιστες ενδεικτικές φράσεις καλλιτεχνών, που πήραν τον σπόρο και τον εξέλιξαν με τον δικό τους τρόπο.
Ο Λευτέρης Βογιατζής όμως είναι, πάνω από όλα, παρών στο σπίτι του, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, σε κάθε παράσταση που έχουμε παρακολουθήσει όλα αυτά τα χρόνια μετά το φευγιό του. Όσο και να αλλάξει το σκηνικό, όποιο και να είναι το έργο, ακόμα κι αν περνάει άλλος ηθοποιός από μπροστά σου, εσύ στιγμιαία αναπολείς το είδωλό του, στη ρωγμή του γωνιακού καθρέφτη. Τον βλέπεις εκεί, είτε να παλεύει μόνος στη σκηνή στην «Ήμερη», είτε να επιδίδεται σε δυνατό υποκριτικό πινγκ-πονγκ, στο «Ύστατο σήμερα» με τα γυάλινα μπουκαλάκια να θρυμματίζονται βίαια και να αντηχούν ακόμα στα αυτιά σου.
Κι αν το παιχνίδι του καθρέφτη συνεχιστεί, χάθηκες… Γιατί κάπως έτσι ξεκινάς: «Εκεί απέναντι καθόμουν στο “Bella Venezia” την πρώτη φορά και στο “Σχολείο Γυναικών” εκεί..». Μέχρι που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, θυμάσαι την «τελευταία του παράσταση», όταν μέσα στο φέρετρο, μεταμορφώθηκε στον αγαπημένο του Τίνκερ, φόρεσε το μουστάκι του Ρουτ, έβαλε κλασική μουσική στο καμαρίνι κι, αφού τα σκηνοθέτησε όλα στην εντέλεια, άφησε την τελευταία αυλαία να πέσει.
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο αναδημοσιεύουμε κάποιες παλιότερες ιστορίες, τις οποίες έγραψαν φίλοι και συνεργάτες, ώστε να θυμηθούμε ή να γνωρίσουμε τον δικό τους «Λευτέρη»...
Δημήτρης Καταλειφός: «Χάρη στον Λευτέρη κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η αντιπαραβολή των γεγονότων της καθημερινής μας ζωής»
«Με τον Λευτέρη οι πρόβες δεν περιορίζονταν στη σκηνή του θεάτρου. Συνεχίζονταν σε σπίτια, σε δρόμους, σε ταβέρνες, οπουδήποτε. Στη “Σπασμένη στάμνα” θυμάμαι πως περπατούσαμε σε κάποιον δρόμο στο Φάληρο, ξαφνικά πετάχτηκε ένα σκυλί κι εγώ φοβήθηκα.
Ο Λευτέρης μου είπε πως ο Ρούπρεχτ, ο ρόλος που θα έπαιζα, όχι μόνο δεν θα φοβόταν, αλλά θα έπαιζε με το σκυλί και θα το γλεντούσε. Αυτή η φανταστική για τον ρόλο υπόδειξη ήταν για μένα το κλειδί, το πιο βοηθητικό κλειδί, για να μπω στην ψυχή αυτού του αγροτόπαιδου που είχα να παίξω.
Και όπως ήμουν νέος και άπειρος ακόμα, χάρη στον Λευτέρη, κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η αντιπαραβολή γεγονότων της καθημερινής μας ζωής με αυτή των ηρώων μας, ώστε να τους συλλαμβάνουμε πέρα από τα λόγια και τις πράξεις που κάνουν σε ένα έργο, για τους δούμε πιο σφαιρικά ως ανθρώπους, πέρα και έξω από τη σκηνή.
Ενώ ο Λευτέρης είχε μανία με τους τονισμούς και τον λόγο, εγώ προτιμούσα την ευαισθησία και την αισθαντικότητα που του διέφευγε έξω από το θέατρο και μπορούσε να πλουτίσει τη φαντασία και το υποσυνείδητο του ηθοποιού με πολύτιμο βάθος».
ΟΙ ΠΡΟΒΕΣ ΤΟΥ ΔΕΝ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΜΟΝΟ ΣΕ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΑΝΑΠΟΛΕΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ.
Λουκία Μιχαλοπούλου: «Πρόβα, νύχτα στο Μεταξουργείο»
«Ένα βράδυ είχα πάει με τον Λευτέρη να δούμε παράσταση, στην επιστροφή χάλασε το μηχανάκι του. Έτσι, βρεθήκαμε, ξαφνικά, σε κάτι επικίνδυνα στενά στο Μεταξουργείο. Εγώ άρχισα να φοβάμαι και ο Λευτέρης το κατάλαβε αμέσως. Τον θυμάμαι να μου λέει: "Αυτός ο φόβος ταιριάζει στην Τέσσα!" - ήταν ο ρόλος που δουλεύαμε εκείνο το διάστημα για τον ''Τόκο''. "Ξεκίνα το κείμενο!", μου είπε, και κάναμε μια πρόβα μέσα στη νύχτα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Νιώθω τυχερή που τον συνάντησα. Μας λείπει....»
Γι' αυτή την ερμηνεία (και για τη Χίλντα) η Λουκία θα κερδίσει το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη 2011 και στον λόγο της θα ευχαριστήσει τον Λευτέρη Βογιατζή: «Μου έμαθε την πειθαρχία και την ακρίβεια στο θέατρο...», θα πει χαρακτηριστικά.
Ξένια Καλογεροπούλου: «Ήταν σαν να γράφαμε τον ρόλο μαζί με τον Λευτέρη. Από τα πιο κουραστικά πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου»
«Μια μέρα μου τηλεφώνησε ο Γιώργος Διαλεγμένος για να μου ζητήσει το τηλέφωνο της Βούλας Ζουμπουλάκη. Δεν το είχα, αλλά έψαξα να το βρω και τότε τον ρώτησα τι την ήθελε. “Θα ανεβάσει ένα έργο μου ο Λευτέρης Βογιατζής και θέλουμε να της προτείνουμε έναν ρόλο”. Την άλλη μέρα τον ρώτησα τι έγινε με την Ζουμπουλάκη και μου είπε: “Μπα, δεν δέχτηκε την πρόταση”».
“Κρίμα”, είπα “εγώ στη θέση της θα ενθουσιαζόμουνα”. Μετά από λίγο με ξαναπήρε ο Διαλεγμένος. “Ο Λευτέρης λέει πως έπαιξες μια γιαγιά στο Αμόρε και του άρεσες πολύ. Θέλεις να παίξεις εσύ τον ρόλο;” Κι έτσι ήρθε στο σπίτι ο Λευτέρης και μου έδωσε το έργο να το διαβάσω. Ο ρόλος ήταν μια γυναίκα που διάβαζε μερικές σελίδες από ένα μυθιστόρημα. Τον υπόλοιπο καιρό δε θα έκανε τίποτα απολύτως. Θα διάβαζε, μόνο, από μέσα της. “Καλά, και τι θα κάνει αυτή τόση ώρα πάνω στη σκηνή;” ρώτησα τον Λευτέρη.
“Δεν έχω ιδέα”, μου είπε. “Εσύ θα το βρεις”. Εμένα αυτό με γαργάλισε. Θα ήταν σαν να γράφουμε τον ρόλο μαζί με τον Λευτέρη. Εσύ μου έλεγες να μην το κάνω. Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα. Όταν αρχίσαμε τις πρόβες με τον Λευτέρη, σου είπα κάποια στιγμή: “Λοιπόν Κωστή, εγώ δεν ξέρω ούτε ποια είναι αυτή που παίζω, ούτε που βρίσκεται, ούτε σε ποιον απευθύνεται”.
Εσύ κατατρόμαξες.
“Γιατί δε ρωτάς;” μου είπες. “Δεν γίνεται, αυτά θα έπρεπε να τα ξέρεις”. Κι εγώ τότε σου είπα: “Εμένα μ' αρέσει που δεν τα ξέρω”. Ήταν από τα πιο κουραστικά πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Ενώ ήμουν όλη την ώρα στη σκηνή, δεν έπρεπε ποτέ, μα ποτέ, να κοιτάξω τους άλλους ηθοποιούς. Τους άκουγα μόνο, τους αισθανόμουν κι ήταν σαν να τους βλέπω μόνο στο μυαλό μου.
Όταν κοιτάζω τώρα το βιβλίο απ' όπου υποτίθεται πως διάβαζα, βλέπω χιλιάδες σημειώσεις μου σε όλες τις σελίδες. Σε κάθε πρόβα βρίσκαμε με τον Λευτέρη καινούργιες ιδέες για το τι έπρεπε να κάνω ή να νιώθω. Εκτός από τους ηθοποιούς, στην παράσταση έπαιζαν και κάποια “παιδιά” που δεν ήταν καθόλου παιδιά στην ηλικία αλλά που έπασχαν όλοι τους από αυτό που λέγεται “σύνδρομο Ντάουν”.
Η παρουσία τους έδινε κάτι εξαιρετικό παράξενο σε μια βασική σκηνή του έργου. Η ιδέα του Λευτέρη να χρησιμοποιήσει αυτά τα πολύ ιδιαίτερα πλάσματα ήταν τολμηρή αλλά σχεδόν μεγαλοφυής. Το εγχείρημα βέβαια είχε και κάποιες δυσκολίες. Τα "παιδιά" ήταν πολύ χαρούμενα που έπαιζαν στην παράσταση, αλλά δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν επαγγελματίες ηθοποιοί.
Ο Λευτέρης τους έκανε ατελείωτες πρόβες με αστείρευτη υπομονή και εκείνα τον λάτρευαν. Αλλά στα δύο χρόνια που παίξαμε το έργο κάναμε πάντα πρόβα τη σκηνή τους πριν την παράσταση. Όχι ότι κάναμε μόνο αυτή τη σκηνή, δοκιμάζαμε κάθε μέρα και ένα σωρό λεπτομέρειες που σημείωνε κάθε βράδυ ο Λευτέρης.
Τελειομανής, ενθουσιώδης, αφοπλιστικά αθώος και βαθύτατα πονηρός, ο Λευτέρης μπορούσε να είναι πιεστικός και ανυπόμονος, ενίοτε και ανυπόφορος, αλλά συγχρόνως απολαυστικός και αξιολάτρευτος.
Σε οδηγούσε σε δύσκολα και σκοτεινά μονοπάτια, αν όμως κατάφερνες να πορευτείς μαζί του, ο δρόμος μπορεί να ήταν κουραστικός και επικίνδυνος, αλλά ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια. Τα δύο χρόνια που δούλεψα κοντά του ήταν επίμονα, αλλά ούτε στιγμή δεν μετάνιωσα γι' αυτά.
Εσένα ο Λευτέρης σου είχε μεγάλη αδυναμία, πρόφερε πάντα τ' όνομά σου με μια ιδιαίτερη γλύκα και τρυφερότητα. Κι εσύ δεν πήγαινες πίσω. Τον αγαπούσες κι εσύ τον Λευτέρη και τον θαύμαζες. Τώρα μου λείπει πολύ. Και δε μου λείπει μόνο σχετικά με το θέατρο. Θα ήθελα να τον συναντήσω έστω μια στιγμή και να με ξαναρωτήσει τρυφερά όπως πάντα: “Τι κάνει ο Κωστής;”»*
*Η Ξένια Καλογεροπούλου όταν της ζήτησα να γράψει μια ιστορία για τον Λευτέρη Βογιατζή μου είπε: «Έχεις διαβάσει το βιβλίο μου; Γράφω εκεί κάτι για τον Λευτέρη» το είχα ήδη προμηθευτεί, αλλά δεν είχα ξεκινήσει την ανάγνωση. Της το λέω λοιπόν. «Διάβασέ το τότε» μου λέει «Αν σου κάνει, βάζεις αυτή αλλιώς ξαναμιλάμε». Το ρούφηξα εν μια νυκτί! Η ιστορία αυτή ήταν ένα ακόμη πολύτιμο δώρο γι' αυτό το αφιέρωμα. Το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο «Γράμμα στον Κωστή», εκδόσεις Πατάκη.
Ο Λευτέρης Βογιατζής απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας ελληνικού έργου «Κάρολος Κουν» το 2006 για τη σκηνοθεσία του έργου «Bella Venezia» στη Νέα Σκηνή. «Το βραβείο αυτό ανήκει εξίσου στους ηθοποιούς και στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, που τα έδωσαν όλα για να βγουν νικητές στο έργο τους», δήλωσε παραλαμβάνοντας το βραβείο του. Στην ίδια τελετή ο Γιώργος Διαλεγμένος είχε βραβευτεί με το βραβείο ελληνικού έργου για το εξαιρετικό “Bella Venezia”.
Kωνσταντίνος Γιαννακόπουλος: «Ο Κλάιστ & τα γυαλάκια κολυμβητηρίου»
«“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”. Είναι Μεγάλη Πέμπτη του 2016. Τα ψέματα κυριαρχούν γύρω μου. Όμως εγώ θέλω να γράψω για τον Λευτέρη όπως τον γνώρισα εγώ, πριν από δέκα χρόνια. 2006 και “Αντιγόνη”, μετά “Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ” και, τέλος, ο “Αμφιτρύωνας”. Τρία έργα. Τρεις συνεργασίες. Σοφοκλής, Κλάιστ, Μολιέρος. Όχι, δεν θα πω αν ήταν υπέροχες, πολύ καλές ή λιγότερο καλές. Δεν έχει τόση σημασία. Σημασία για μένα έχει ότι ήταν αληθινές.
Εύκολες; Όχι. Αλλά τι ωραίο σ' αυτή τη ζωή είναι και εύκολο;
Με τον Λευτέρη -έτσι τον λέγαμε όλοι- με το μικρό του όνομα, γέλασα, συζήτησα, έμαθα, διαφώνησα, εκνευρίστηκα, απόρησα, τραγούδησα, ταξίδεψα κι όλα αυτά ήταν αληθινά. Γι' αυτό μπορώ και γράφω γι' αυτόν.
Ιστορίες; Πολλές!
Κάποια στιγμή - δεν θυμάμαι πότε, του είχα κάνει ένα δώρο. Γυαλιά κολυμβητηρίου. Είχαμε πιάσει μια συζήτηση για το κολύμπι και μου έλεγε πως θα ’θελε να κολυμπάει αρκετά για άσκηση. Οπότε σκέφτηκα ότι θα του ήταν χρήσιμα. Χάρηκε πολύ και μ' ευχαρίστησε. Έπειτα από κάμποσο καιρό, που είχε καλοκαιριάσει για τα καλά, μου λέει: “Θέλω να πάω να δω τη Στεφανία στην Επίδαυρο, αλλά δεν ξέρω..., γιατί δεν έχω αυτοκίνητο”. “Α, ωραία”, του λέω. “Κι εγώ λέω να κατέβω. Θες να σε πάρω εγώ μαζί μου;”. Και πήγαμε. Ξεκινήσαμε πρωί, γιατί ήταν ωραία μέρα και θα έκανε και μπάνιο στην Κάντια, που ήταν και κοινή μας αγαπημένη παραλία. Σε όλη τη διαδρομή μου διάβαζε Κλάιστ στα Γερμανικά. Ήταν τρομακτικό. Δεν είδε ούτε ένα δέντρο της διαδρομής, παρά με ρωτούσε κάθε τόσο που βρισκόμασταν. Όταν επιτέλους φτάσαμε στην παραλία, βγάζει τα γυαλάκια κολυμβητηρίου, που τα είχε ακόμη με το κουτί! Του λέω, “Συγγνώμη, δεν τα 'χεις φορέσει ακόμα;”, και μου λέει ότι δεν το είχε κάνει ακόμα για να μην τα χαλάσει. Όντως τα κρατούσε σαν κάτι πολύτιμο, ενώ ήταν απλά γυαλάκια κολυμβητηρίου. Κατάλαβα τότε πόση ευαισθησία είχε και πόσο αυτή ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με την εικόνα του πιεστικού και δύσκολου σκηνοθέτη.
Μπορώ να πω δεκάδες ιστορίες. Όμως προτίμησα αυτή που δείχνει την άλλη όψη του ίδιου ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που αγαπούσε με το δικό του τρόπο... και που ήταν ένας άνθρωπος αληθινά δοσμένος στο θέατρο. Όχι χωρίς κόστος!
Λείπει. Αλλά ζει στις μνήμες αυτών που τον αγάπησαν. Εγώ τον ευχαριστώ για όλα. Για όλα αυτά τα αληθινά που μοιραστήκαμε!»
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος συνεργάστηκε ως ηθοποιός με τον Λευτέρη Βογιατζή σε τρεις παραστάσεις («Αντιγόνη», «Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ», «Αμφιτρύωνας») στην Επίδαυρο στις 4 και 5 Αυγούστου του 2012, με τον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου, που έμελλε να είναι η τελευταία του παράσταση, το κοινό τον χειροκροτούσε ενθουσιασμένο και όρθιο, για αρκετά λεπτά, με θέρμη και ευγνωμοσύνη, και εκείνος υποκλινόταν βαθιά συγκινημένος και με το χέρι στην καρδιά.
Μάνος Λαμπράκης: «Τριακόσιες λέξεις από τις πρόβες του Λευτέρη Βογιατζή»
«Η υποκριτική είναι φαινόμενο ενεργειακής τάξης. Από την δυνητική οργανικότητα του λόγου στην σωματική πυκνότητα. Ελέγχεις την έκθεση σου, για να αισθάνεσαι καλά, και δεν αφήνεσαι στην παρόρμηση που σου ζητάω. Η Εργασία του ηθοποιού πάνω στον εαυτό του. Εγρήγορση. Άλλη θεατρική νοημοσύνη. Ενάντια στη μηχανικότητα της αντίληψης της θεατρικής πράξης. Ο τρόπος της πράξης να έχει ελλειπτικότητα. Μην πιέζεις τη φωνή σου. Είσαι δειλός γιατί υπάρχει μέσα σου μια φωνούλα ηλίθια που διαμαρτύρεται. Πάρα πολύ δύσκολο. Η ενθύμηση του εαυτού σου αφαιρεί αυτή την ελευθερία που σου ζητάω. Αυτή η ψευτοσυναισθηματικότητα σε αποσπά από το ζητούμενο. Να αφήνεις τον εαυτό σου αφύλακτο.
Πύκνωση και αραίωση δημιουργούν χώρους. Δεν υπάρχουν συστήματα. Αυτό που σας ζητάω είναι η απόλυτη παρουσία. Ο περιγραφικός λόγος είναι ο θάνατος του θεάτρου. Αν δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή που σου μιλάω μέσα σου η εσωτερική προσοχή, δεν καταλαβαίνεις τίποτα από αυτά που σου ζητάω. Τίποτα δεν επιτυγχάνεται σε μια μέρα. Βρες αυτό το ρεύμα που θα σε απελευθερώσει. Η εμπλοκή είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Αυτοματική κίνηση του νοητού. Η τονικότητα δεν μένει ποτέ σε ένα σημείο. Φέρετε από τις δραματικές σχολές αυτή την έλλειψη ενότητας που σας στερεί την πολυπλοκότητα. Ο τονισμός στην ουσία του δεν είναι τονισμός, είναι κατεύθυνση».
Ετοιμότητα, ετοιμότητα, ετοιμότητα. Η μόνη άσκηση είναι η επανάληψη καθημερινά 10.000 φορές. Η ευελιξία του σώματος δεν έχει καμία σχέση με τις γυμναστικές. Η κίνηση εκφράζει τη γλώσσα της ενέργειας. Η σωστή συγκέντρωση είναι η μη συγκέντρωση. Η δυσκολία πρέπει να προσανατολίζει όλη σας την προσοχή. Πρέπει να σε διαπερνά στην πρόβα διαρκώς μια ανώτερη κατάσταση. Τα λόγια δεν πρέπει να είναι λόγια στο θέατρο. Είστε ηθοποιοί με “εισαγωγικά”. Βγείτε από την ύπνωση της δραματικής σχολής. Να βλέπεις εσωτερικά συνέχεια τον εαυτό σου πάνω στη σκηνή, αυτό έκανε διαρκώς η Λαμπέτη. Αυτοδημιουργήσου, αυτό σου ζητάω. Η διαδικασία κάνει τον ηθοποιό. Δεν υπάρχει σκηνοθεσία, μόνο σωματικός κόπος».
Η παράσταση «Ρίττερ, Ντένε, Φος», βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, ανέβηκε σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή (ο οποίος συνυπέγραφε την μετάφραση με την Σωτηρία Ματζίρη) με τον ίδιο στο ρόλο του Λούντβιχ και τις Όλια Λαζαρίδου και Λυδία Κονιόρδου ως αδελφές του.
Το 2006 κλείνει το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε νέο ανέβασμα, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η ίδια παράσταση ανοίγει το Φεστιβάλ Επιδαύρου και γνωρίζει και πάλι τεράστια επιτυχία. Ο ίδιος ασχολείται από το 1989 με το έργο του Σοφοκλή όταν ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος και το σκηνοθετεί με τους μαθητές του μία Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου». Έτσι η παράσταση κατάφερε να περάσει στην ιστορία ως «Η Αντιγόνη του Βογιατζή».
Εύα Μανιδάκη: «Με τις μακέτες παίζαμε ασταμάτητα, σαν παιδιά. Το θέατρο μαζί του γινόταν παιχνίδι. Σπουδαίο. Μεγάλο».
«Είμαστε στο αυτοκίνητο και πηγαίνουμε Επίδαυρο. Είναι Άνοιξη, είμαστε σε εμπύρετη κατάσταση για την προετοιμασία του "Αμφιτρύωνα". Έχει μετατρέψει τη θέση του συνοδηγού σε προσωρινό γραφείο. Το τεράστιο λεξικό του Larousse, η μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, η θήκη για τον καφέ που έγινε μολυβοθήκη… Στη διαδρομή μου διαβάζει αποσπάσματα από το πρωτότυπο και μετά από τη μετάφραση. Για το Λευτέρη, έχουν μεγάλη σημασία οι λέξεις, ο ήχος των λέξεων που γίνονται χώροι. Μου κάνει παρατήρηση να πηγαίνω μαλακά στις στροφές, γιατί δε μπορεί να διαβάσει. Ο Λευτέρης δεν έχει φύγει για μένα. Τον αισθάνομαι κοντά μου, όταν δουλεύω στο θέατρο και τον επικαλούμαι να με βοηθήσει, όταν έχω αγωνία για τα σκηνικά που φτιάχνω. Με τις μακέτες παίζαμε ασταμάτητα, σαν παιδιά. Έκανε όλους τους ρόλους, κουνώντας τα ανθρωπάκια κι εγώ έκανα τον φωτιστή, αλλάζοντας στο φακό ζελατίνες. Το θέατρο μαζί του γινόταν παιχνίδι. Σπουδαίο. Μεγάλο».
Το 2011 ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν ο νικητής του Μεγάλου Βραβείου Θεάτρου της Ένωσης Θεατρικών Κριτικών, που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, για την παράσταση «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ αλλά και για την πολύχρονη προσφορά του στο θέατρο, για την συγκινητική αφοσίωση και το αξιοθαύμαστο πάθος του, καθώς και την ουσιαστική συμβολή του στην άνοδο της ποιότητας της θεατρικής τέχνης όπως αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της τελετής. Το βραβείο παρέλαβε αντί για τον σκηνοθέτη η Αμαλία Μουτούση.
«ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙ. ΣΠΟΥΔΑΙΟ. ΜΕΓΑΛΟ».
Σταμάτης Κραουνάκης: «Σκηνοθετούσε το μαεστριλίκι μου»
«“Να το πει ο Λευτέρης”, είπα στον Παναγιωτόπουλο, στους τίτλους τέλους, είπε “ναι”.
Τέλος πάντων, του έστειλα το ντέμο να το μάθει, κανονίσαμε και την ηχογράφηση, 8 και μισή στο στούντιο Sierra. Ο Νίκος (Παναγιωτόπουλος) με τη Μαριάννα (Σπανουδάκη) ανήσυχοι “Θα ’ρθει… Δεν θα ’ρθει; Του εξήγησες; “Είχα πει να στείλω τον Θοδωρή να τον φέρει, όχι δεν ήθελε. Ήρθε με το μηχανάκι.
Ναι, ο τύπος αυτός θέριζε την Αθήνα μ’ ένα μηχανάκι κι από πίσω ένα κιβώτιο που κουβάλαγε βιβλία, που τα διάβαζε. Βγήκα και περίμενα έξω από το στούντιο, κάποια στιγμή, με καθυστέρηση, είδα να ’ρχεται το μηχανάκι με τον Λευτέρη που φόραγε το κράνος σαν περούκα πιο ψηλά από το κανονικό. Από το βάθος της Μεσογείων από πιο ψηλά “Μα δεν σου είπα από την Αγία Τριάδα;” “Ποια Αγιά Τριάδα;”
“Από Σλήμαν;” “Ποια Σλήμαν;” Μπήκαμε. Παράγγειλε βότκα με πορτοκάλι. Στείλαμε κάποιον και μας έφερε ένα μπουκάλι και ένα χυμό. Στρωθήκαμε μια ώρα πρόβα. Σαν παιδάκι να ρωτάει για τους τονισμούς, τη στίξη. Λέω Θα το απολαύσουμε... στην ώρα πάνω του λέω “Λευτέρη μου, εσύ είσαι μάστερ στη στίξη, να μην το κουράσουμε άλλο, κάνε ό,τι σου κατέβει!” Ηχογράφησε δύο ή τρία τρακ το ένα καλύτερο από το άλλο, όλα διαφορετικά. “Να με βάζεις!” Τον έβαζα. Σκηνοθετούσε το μαεστριλίκι μου, με απαίτηση “μα σου είπα να με βάζεις!” Είχαμε ένα θεματάκι “να πω θα τα περάσω στο σκληρό τα όνειρά μου, τα δέντρα σου τα οπωροφόρα…ή θα τα περάσω στο σκληρό τα όνειρά μου στα δέντρα σου;” Του λέω “Πες το όπως σου βγει!” Το “θα αφήσω εγώ κληρονομιά” έχει πιο μεγάλη σημασία. Γελούσε υποδόρια, κυρίως που καταλάβαινε ότι τον ξέρω, κι ας μην είχαμε πολλά μέχρι τότε ...αλλά είχαμε… Τελειώσαμε, ακούσαμε. Του λέω “βάστα τη βότκα μαζί σου!” Τη βάστηξε. Όταν μιξάρισα, του έστειλα την ηχογράφηση στο σπίτι του και τις δύο εκτελέσεις, μ’ ένα σημείωμα και κάτι φωτογραφίες μας. Δεν ήταν εκεί, του λέω του Θοδωρή “ρίχτα κάτω από την πόρτα” Με πήρε “Δεν μου το ’χουν ξανακάνει αυτό. Ραβασάκι κάτω από την πόρτα; Το έχω βάλει στη διαπασών!” Χαρά…
Του λέω για να τον πειράξω: “Αλλά έχουμε κάνει ένα λάθος, έπρεπε να πούμε στα δέντρα σου κι έχεις πει τα δέντρα σου” Παύση… “Και τώρα;” “Τώρα πάει πια, πέρασε στην ιστορία” “Έφταιγε το κείμενο!” ατακάρισε αδυσώπητα και γελάσαμε πολύ…
Μου λείπει όπως όλων μας. Ο “Αμφιτρύων” ήταν ένα αριστούργημα. Καθόταν στην Επίδαυρο, άκρη αριστερά και σημείωνε, εν ώρα παράστασης, με το ψαθάκι του.
Είπα να πάω στο νοσοκομείο, μου είπε ο Μαστοράκης “Μην πας, Σταμάτη μου” Τώρα, είναι με τον Παναγιωτόπουλο. Εκεί…όπου…»
Ο Λευτέρης Βογιατζής στη «Λιμουζίνα» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, 2012
Στο τελευταίο πλάνο της «Λιμουζίνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ο Λευτέρης Βογιατζής κάνει το τελευταίο του κινηματογραφικό πέρασμα. Οι δύο άντρες, άλλωστε, μετρούσαν πολλά χρόνια συνεργασίας και φιλίας. «Είναι το τελευταίο δώρο που ανταλλάξαμε και ο τελευταίος μας τσακωμός», δήλωνε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος που έφυγε ξαφνικά στις 12/1/16.
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show