- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια έκτακτη θεατρική παραγωγή της ATHENS VOICE με αφορμή το κλείσιμο της ΕΡΤ
Ακούγεται η ηθοποιός και ερμηνεύτρια: Φωτεινή Δάρρα
Σκηνοθετική επιμέλεια: Ανδρέας Φλουράκης
«Και μετά τι;» (της Δώρας Τσόγια)
Γυναίκα μέσα σε σπίτι
(Ήχος από παράσιτα τηλεόρασης)
Μαύρισαν οι οθόνες. Δεν παίζει πια τίποτα.
(Ήχος από τηλεόραση που κλείνει)
Πρέπει να αλλάξω διαρρύθμιση και στο σαλόνι. Να βλέπουν αλλού τα έπιπλα. Προσωρινά τουλάχιστον. Μέχρι νεοτέρας.
(Μικρή παύση)
Να είχα τουλάχιστον λίγη μουσική. Αλλά τη μουσική που θέλω εγώ. Του τύπου για παράδειγμα από τα «πρωινά του τρίτου». Αυτού που μιλάει αργά. Που μου φτιάχνει τη μέρα. Προλαβαίνω να φτιάξω και τον καφέ μου, να τον σερβίρω, να τον πιω. Εκείνος δε βιάζεται. Έτσι θα έπρεπε να είμαστε, γιατί βιάζονται όλοι; Μου προκαλούν άγχος. Και αυτό δεν είναι καλό! Εγώ τον πρωινό μου καφέ θέλω να τον πίνω αργά. Με παρέα.
(Μικρή παύση)
Ας ξαναδοκιμάσω, μπορεί κάτι να άλλαξε.
(Παράσιτα, ψάχνει σταθμό, περνάει από διάφορες μουσικές. Στο τέλος το κλείνει)
Εγώ δε θέλω να ακούω τη δική τους μουσική. Δε θα μου επιβάλλουν και τη συντροφιά τους. Γιατί συντροφιά είναι και το ραδιόφωνο. Συντροφιά χωρίς πρόσωπο. Τώρα, αναγκάζομαι να μιλάω στους τοίχους.
(Μουσική)
Όταν ήμουν μικρή, άκουγα τη Λιλιπούπολη. Κρυφά. Η μαμά μου ήθελε να διαβάζω, εγώ έλεγα ότι πονούσε η κοιλιά μου και κλεινόμουν στο μπάνιο με το ραδιοφωνάκι. Το κολλούσα στο αυτί μου να μη με καταλάβει, δεν είχα ακουστικά. (Σιγοτραγουδάει) Η Πιπινέζα ήταν η ηρωίδα μου. Φανταζόμουν ότι ήταν αυτή η μαμά μου. Κι εγώ, σκέτος παπαγάλος, να τρώω σοκολατάκια. «Ευχαριστώ, παρακαλώ. Ευχαριστώ, παρακαλώ. Ευχαριστώ (σβήνει η φωνή)»
Τότε τα κατάφερα να το ακούω κρυφά. Τώρα ούτε αυτό δεν γίνεται. Τώρα δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα, τα έχουμε ήδη χάσει όλα. Κι εμένα, πάει η συντροφιά μου. Το πρωί άκουγα αυτόν τον τύπο που μου αρέσει. Μετά ένα αφιέρωμα, αναλόγως τα κέφια. Τα δικά μου και του εκφωνητή. Και στις πέντε. Αχ, στις πέντε. Το αιώνιο θέατρο. «Μικρή αυλαία». Κι έτσι διαδέχεται η μια μέρα την άλλη. Διαδεχόταν. Είναι αυτό που λες, για ένα πράγμα είμαστε σίγουροι, ότι ο ήλιος θα ανατείλλει αύριο το πρωί. Ε, να που δεν ανέτειλε. Κλείσανε το διακόπτη. Άνοιξαν έναν άλλον. Μα πού είναι; Εγώ δεν τον βρίσκω. Και τι θα κάνω; Μπορούμε βέβαια να βγούμε στους δρόμους, στις πλατείες, κάπου τέλος πάντων. Το ξέρω, θα μπορούσαμε. Θα μπορούσα. Δεν γίνεται όμως. Δεν έχω αρκετή απόγνωση. Έχω μουδιάσει.
Να δουλεύει άραγε τουλάχιστον η καφετιέρα; Αυτή δεν κλείνει με γενικό διακόπτη, είναι δική μου. Θα την ανάψω να ζεσταίνεται. Όχι, καλύτερα να περιμένω μέχρι να βρω το σταθμό μου. «Η παρέα θέλει διπλό», έτσι λέει μια διαφήμιση. Έτσι είναι, όλοι συνδυάζουν τον καφέ με κάτι. Άλλοι με τσιγάρο. Εγώ με τη συντροφιά μου. Μια φωνή. Θα ανοίξει λένε. Κάποια στιγμή. Δεν διευκρίνησαν ποια. Πότε αρχίζει το επόμενο πρόγραμμα; Όταν τελειώνει το προηγούμενο, έτσι δεν είναι;
Λέω να μην τον φτιάξω τον καφέ. Να περιμένω. Τι; Από δω και πέρα τι;
Η Δώρα Τσόγια γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Συνέχισε σπουδές Ψυχολογίας στην Αγγλία. Τώρα ζει και εργάζεται στην Αθήνα, ως Κλινική Ψυχολόγος. Από το 2007 παρακολουθεί μαθήματα θεατρικής συγγραφής με τον Ανδρέα Φλουράκη. Άλλα της έργα: Οι Θάλασσες (2007), Πλατεία Ελευθερίας (2011, 3ο Βραβείο, Όμιλος Unesco), Κανονικοί Γονείς (2012), Όσο Χρειάζεται (2013).