Θεατρο - Οπερα

Χτύπα σαν άντρας

«Ψηλά από τη γέφυρα» του Άρθουρ Μίλλερ, Εθνικό Θέατρο - Κεντρική Σκηνή

Γιώργος Σαμπατακάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«To Εθνικό Θέατρο θα παρουσιάσει για πρώτη φορά στην ιστορία του ένα από τα εμβληματικότερα θεατρικά κείμενα του εικοστού αιώνα, το έργο του Άρθουρ Μίλλερ Ψηλά από τη γέφυρα», διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του θεάτρου.

Με αυτή την έννοια του «μνημείου» στην ατζέντα της παράστασης, θα υπέθετε κανείς πως το έργο επιλέχτηκε επειδή περιέχει ένα «διαχρονικό και επίκαιρο» μήνυμα για τους αγώνες των οικονομικών μεταναστών μέσα σε χώρες-όνειρα που υποδέχονται άδοξα τους έρωτες και τις ελπίδες τους. Ήδη από τα πρώτα λεπτά η αναφορικότητα της παράστασης στο σήμερα υπερ-τονίστηκε με την παρουσία ενός Χορού στη σκηνή, ο οποίος φορούσε πορτοκαλί σωσίβια. Τι ακριβώς ήθελε όμως να μας πει αυτή η εικόνα; Ότι η παράσταση συμπάσχει με το δράμα των πνιγμένων; Ότι είναι στο πλευρό των μεταναστών; Ότι καταγγέλλει την κοινωνική αναλγησία; Ότι τι;

Εύκολα όμως θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί πως πρόκειται για αισθητική «τυμβωρυχία» που σκοπεύει σε ένα ανώφελο μελό στο όριο της περιύβρισης. Εκτός αν έτσι η παράσταση ήθελε να αισθανθεί υπερήφανη για αυτή την πολυτελέστατη «αγωνιστικότητά» της.

Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες κάτω από τη γέφυρα...

Το σημαντικό αυτό δράμα του αμερικάνικου κοινωνικού ρεαλισμού δεν είναι απλώς ένα έργο για τη ζωή των μεταναστών στη Νέα Υόρκη του ’50, ούτε είναι απλώς η «τραγωδία» του ανομολόγητου έρωτα του Έντι Καρμπόνε για την ορφανή ανιψιά της συζύγου του, που μεγαλώνει σαν δικό του παιδί. Είναι και ένα έργο για την ανεπάρκεια του (κοινωνικού) «ανδρισμού» που περικλείεται πίσω από ανίσχυρα στερεότυπα για την ανδρεία και την ανδροπρέπεια.

Ο Έντι εργάζεται σκληρά στο λιμάνι για να συντηρήσει τη σύζυγό του Μπέατρις και την οικογένειά τους. Η άφιξη των ιταλών συγγενών της Μπέατρις, που μπήκαν παράνομα στη χώρα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον και φιλοξενούνται στο σπίτι τους, ανατρέπει τις ισορροπίες της οικογένειας. Η Κάθριν ερωτεύεται τον ξανθό Ροντόλφο, τον νεαρό ξάδελφο της Μπέατρις, ξυπνώντας στη ψυχή του Έντι μια δηλητηριώδη ζήλια και, μολονότι η Κάθριν θέλει να ανάβει το «πούρο» του θείου της πολύ χαριτωμένα για να τον ξεκουράζει, ο Έντι εδώ και μήνες είναι «ανίκανος» σεξουαλικά (όπως μαρτυρεί η σύζυγός του).

Ο γοητευτικός Ροντόλφο είναι ένας εκκεντρικός και ζωηρός νέος, και κυρίως ο ερωτικός αντίζηλος του Έντι. Ο τελευταίος, για να ακυρώσει τον αντίπαλό του ως άνδρα, τον κατηγορεί για ομοφυλόφιλο και, ως απόδειξη, προβάλλει τα ξανθά μαλλιά και τα περίεργα ρούχα του Ροντόλφο. Η λέξη ομοφυλόφιλος δεν ακούγεται μέσα στο έργο και η «καταγγελία» γίνεται μόνο με υπονοούμενα, αφού ούτως ή άλλως η ψυχή του Έντι δουλεύει μόνο με ενδοβολές (τίποτε δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κατ' ενώπιον και «σαν άντρας»).

Και αυτό το ιστορικό ανέβασμα του Ψηλά από τη γέφυρα θα μπορούσε να περάσει ως άλλη μία κακή παράσταση, αν δεν εκλαΐκευε την πυρηνική ιδεολογία του έργου, κατονομάζοντας με απαράδεκτο τρόπο το άφατο. Ο Γ. Κιμούλης ως Έντι χαρακτήρισε τον Ροντόλφο «πούστη» «που έχει κάνει ανταύγειες», με το κοινό να ξεκαρδίζεται στα γέλια, έχοντας ξεχάσει τα πορτοκαλί σωσίβια της έναρξης.

Και δηλαδή: Η εκσυγχρονιστική αναγωγή που βρήκε να κάνει ο μεταφραστής και ηθοποιός Κιμούλης για να αντιπαρέλθει την «υπαινικτικότητα» του κειμένου, είναι η λέξη «πούστης» («not right» και «punk» γράφει το κείμενο)! Και η σύγχρονη εικόνα του ομοφυλόφιλου για τον μεγάλο μας ηθοποιό, είναι ο «πούστης με ανταύγειες»!

Μα αγαπητέ μου κ. Κιμούλη, είμαι σίγουρος ότι γνωρίζετε κι εσείς πως ο πούστης με ανταύγειες είναι ένας γενναίος άνδρας που ανασύρει τόνους ηρωισμού και ανδρείας από την υπερήφανη ψυχή του, για να περπατάει άφοβα δίπλα στους «υπερασπιστές» της νεοελληνικής «αντρίλας», ακόμα κι όταν εκείνοι τον έφτυναν, όπως φτύνατε κι εσείς επί σκηνής!

Κατά τα άλλα, η Μ. Κεχαγιόγλου (ηθοποιός που εκτιμώ βαθιά) έδωσε τη σύζυγο του Έντι με μια λαϊκή γραφικότητα γεμάτη από δεικτικές χειρονομίες και εξηγητικά ηθογραφικό λόγο.

Άχρωμη, αντιερωτική, flat και σχεδόν μηδενισμένη μέσα στη τεράστια σκηνή του Εθνικού, η Η. Μαυρομάτη άφησε τη νεαρή Κάθριν στο επίπεδο μιας ανώφελης αγριότητας.

Καίριος, αν και υπερβολικά υποτονικός, ο Α. Μαυρόπουλος ως Ροντόλφο.

Εξαιρετικός ο Κ. Φαλελάκης, ανέδιδε την ανδροπρέπεια του αγωνιζόμενου για τη ζωή και την τιμή του Μάρκο.

Έξοχος ως παράδειγμα μέτρου και ευφωνίας ο Ν. Χατζόπουλος Αφηγητής και δικηγόρος. Εξαιρετικοί και όλοι οι μικρότεροι ρόλοι.

Το βιομηχανικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα με τα σιδερένια «έπιπλα», τις γυμνές κουΐντες και τους τεράστιους γάντζους που επικρέμονταν ως απειλές πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, δεν ήταν μόνο λειτουργικό, αλλά και αισθητικά σωτήριο για την παράσταση. Ήταν μέγας και θα μείνει αναντικατάστατος!

Και τέλος, ο Γιώργος Κιμούλης με τα γρυλίσματα, τα μασήματα του λόγου, τα ψιθυρίσματα εν είδει «ψιλής βροχής», τα γουρλώματα των ματιών, τις ασύντακτες φωνές, τους άμετρους ολοφυρμούς, τα δραματικά τάχα τραυλίσματα, τα περπατήματα με τα χέρια κατεβασμένα σαν του ζόμπι και τα ψεύτικα κομπιάσματα ιδιοποιήθηκε τον Έντι για τους δικούς του καλλιτεχνικούς λόγους.

Η Νικαίτη Κοντούρη είναι χωρίς αμφιβολία μια σημαντική σκηνοθέτρια. Σε αυτή την παράσταση όμως άφησε πίσω τη γνωστή σκηνοθετική ευαισθησία της, που συνήθιζε να εκμεταλλεύεται ακόμη και τα πιο σκοτεινά ημιτόνια των ρόλων και των κειμένων (πολύ συχνά εκσυγχρονίζοντας τα έργα).


Δείτε πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice