- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί ο Άρης Μπινιάρης δούλευε 4 χρόνια ψήστης σε φούρνο;
Οι σκέψεις του για την πολυαναμενόμενη παράσταση «Βάκχες» στη Στέγη και άλλες ιστορίες
Λίγες μέρες πριν βάλει τις «Βάκχες» του Ευριπίδη στην πρίζα, ο Άρης Μπινιάρης μοιάζει, μάλλον, να κινείται στις πιο ατμοσφαιρικές ροκ περιοχές, που θα ακούσουμε στην παράστασή του. Χαλαρός και ευδιάθετος, ο σκηνοθέτης που έκλεψε τις εντυπώσεις με τους «Πέρσες» του Αισχύλου, το καλοκαίρι στην Επίδαυρο, συνεχίζει την αναζήτηση στο αρχαίο δράμα, πειραματιζόμενος, αυτή τη φορά, σε κλειστό χώρο και με την «ασφάλεια» που του δίνει η φιλόξενη σκηνή της Στέγης. Συναντηθήκαμε στο χώρο προβών του εκλεκτού θιάσου στους Αμπελόκηπους και σε μια συζήτηση, μ’ αφορμή την παράσταση, καταλάβαμε, γιατί είναι, μάλλον, σημαντικό ένας σκηνοθέτης να ξέρει να ψήνει ψωμί…
Μετά τους «Πέρσες», έρχονται οι «Βάκχες» κι η αναζήτηση στο αρχαίο δράμα συνεχίζεται… Ήταν δική σου πρόταση το έργο ή σου ανατέθηκε από τη Στέγη;
Δική μου, καθώς θεώρησα ότι θα έχει ενδιαφέρον να δουλέψω το αρχαίο δράμα σε κλειστό χώρο. Επίσης, είχα ξανακάνει τις «Βάκχες» το 2010 και πίστεψα ότι ο συνδυασμός αυτός θα έχει ενδιαφέρον. Σ’ αυτό συνετέλεσε κι ο χώρος της Στέγης, σαν αντίληψη, που σου δίνει την ελευθερία να κάνεις ένα μη κλασσικότροπο ανέβασμα.
Πόσο διαφορετική πρόκληση είναι το ανέβασμα μιας τραγωδίας σε κλειστό χώρο από ότι στην Επίδαυρο;
Καλώς ή κακώς η Επίδαυρος είναι με διαφορετικό τρόπο καταγεγραμμένη στην αντίληψη των ανθρώπων και συνδυασμένη με συγκεκριμένα δεδόμενα. Στη Στέγη, ξεκινώντας να κάνω τις «Βάκχες» όπως έχουν, γεννιόταν η ανάγκη, στις πρόβες, να μετατοπιστεί το έργο στο πλαίσιο μιας παραβολής καθώς δεν έχουμε το θηβαϊκό τοπίο, αλλά έναν ιερό χώρο, αυτόν μιας τελετής, στον οποίο οι φέροντες ρόλους είναι πρωταρχικά και τελεστές αυτής της συγκεκριμένης τελετής. Εκεί, εν ήδη παραβολής, αναπαριστούν και αφηγούνται αυτή την ιστορία των Βακχών, δηλαδή, πραγματοποιούν μια τελετή. Όταν είδα, ότι η παράσταση μετακινείται προς τα εκεί, το γεγονός ότι δουλεύω στη Στέγη, με έκανε να νιώσω ασφάλεια, διότι ναι, είναι κάτι που θα μπορούσε να δοκιμαστεί! Τεχνικά, όμως, είναι μια παράσταση, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει και σε εξωτερικό χώρο.
Οι «Βάκχες» είναι, ίσως, το μόνο έργο του Ευριπίδη, που κέντρο της αφήγησης δεν είναι μια ιστορία, μια δράση ή μια ενδιαφέρουσα πλοκή, αλλά η διαρκής μεταμόρφωση κάθε ήρωα. Αυτό το στοιχείο της «μεταμόρφωσης» σε απασχόλησε και πώς αξιοποιείται στην παράσταση, μέσα στην τελετή που μου περιέγραψες;
Αξιοποιείται μ’ έναν τρόπο, τον οποίο έχουμε βρει εμείς κι αυτό είναι η τελετή που κάνουμε. Έχουμε ακολουθήσει μια διαδρομή, όπως την περιγράφει ο Ευριπίδης μέσα στο έργο, του πιστού, ο οποίος έρχεται σ’ επαφή με τον Θεό και λέει: «Εσύ, θεάρεστε, που τον θίασο αφήνεις και μονάχος χυμάς και ωμό κρέας τρως και χορταίνεις και πας και άγιο ελάφιο δέρμα φοράς, στα βουνά της Φρυγίας, της Λυδίας γυρνάς μακριά και μπροστά τον Θεό διακρίνεις». Περιγράφει μια διαδρομή κατάληψης του σώματος από τον Θεό μέσα από τη μεταμφίεση, το τραγούδι, τη μέθη και τον χορό.
Αυτός ο τρόπος επαφής του πιστού με τον Θεό, το ότι εγώ έρχομαι σε μια κατάσταση μέσα από τη μεταμόρφωση και επιτρέπω στο θεϊκό πνεύμα να εκφραστεί μέσα από τη δική μου μεταμόρφωση, ήταν, από ότι φαίνεται, βασικό στοιχείο της διονυσιακής λατρείας. Δεν έχει καμία σχέση με τον χριστιανισμό. Μοιάζει πιο πολύ με τρόπους αφρικάνικης λατρείας και τη βρήκα εξαιρετικά θεατρική. Έτσι, χρησιμοποιήσαμε αντικείμενα, τα οποία μας μεταμορφώνουν, ως ρόλους, μέσα στην τελετή.
Και όλη αυτή τη μεταμόρφωση θα γίνεται με ροκ υπόκρουση;
Ναι, θα υπάρχει ροκ, όχι μόνο στις σκληρές περιοχές του, αλλά και στις πιο ατμοσφαιρικές του. Θα ακούγεται στο βαθμό που θα προσδίδει σ’ όλη την παράσταση έναν δυναμισμό και μια ατμόσφαιρα και θα εξωτερικεύεται με έναν εσωτερικό παλμό, της στιγμής, που βρίσκεται η τελετή σε σχέση με το νόημα. Δηλαδή, η μουσική σύνθεση συνδέεται πάρα πολύ με τη δραματουργική ροή του έργου.
Όπως και σ’ όλες σου τις παραστάσεις…Νομίζω δεν θα μπορούσες να κάνεις παράσταση χωρίς τη μουσική…
Μέχρι στιγμής όχι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις…
Επίσης, δεν αποποιείσαι ποτέ τον ρόλο του ηθοποιού- δημιουργού. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να είσαι παράλληλα πάνω στη σκηνή και να σκηνοθετείς;
Και στις «Βάκχες» και στους «Πέρσες» είχα την εξής λειτουργία: προσύνθεσα, αρχικά, τα μουσικά - χορικά μέρη του έργου, ώστε όταν μπήκαμε στις πρόβες, υπήρχε, ήδη, ένας χάρτης όπου ο ηθοποιός έπρεπε να λειτουργήσει και να αλληλοεπιδράσει με το υπάρχον υλικό.
Οπότε εμένα με βοηθάει, όντας μέσα, να συσχετίζομαι με τον ηθοποιό, για να βρούμε μαζί την κατεύθυνση, που πρέπει να πάρει, ακόμα και σωματικά και ηχοτροπικά, ο κάθε ρόλος και να μην δώσω μόνο μια εξωτερική οδηγία. Στις «Βάκχες» είναι πολύ σημαντική και η συμβολή της Θεοδώρας Καπράλου, τόσο ως βοηθού σκηνοθέτη, όσο και στη δραματουργική επεξεργασία.
Ο Πενθέας εκπροσωπεί την ανθρώπινη πίστη στη λογική. Ο Διόνυσος θα του διδάξει τι σημαίνει μεταμόρφωση και υπέρβαση. Είμαστε μια γενιά που υπηρετούμε ή νομίζουμε ότι υπηρετούμε τυφλά τη λογική και έχουμε χάσει επαφή με κάθε τι «υπερβατικό»; Αυτή η σύγκρουση κάνει τη τραγωδία σύγχρονη;
Στη δική μας την ανάγνωση, ο Πενθέας είναι ο άνθρωπος, ο οποίος δεν συσχετίζεται και δεν συνδιαλέγεται. Είναι αμετακίνητος από τις θέσεις και τα πιστεύω του κι εκεί γεννάται το πρόβλημα: στον τρόπο που δρα, σ’ οτιδήποτε νέο και ζωογόνο, που έρχεται για να φέρει χαρά, όπως είναι το τραγούδι, το «μαζί», η επαφή με τη φύση, τα ζωικά ένστικτα, η ηδονή, ο έρωτας. Ό,τι γεννά ζωή, γι’ αυτόν είναι ανοίκειο, μη κωδικοποιήσιμο, άρα προκαλεί φόβο και πρέπει να κατασταλεί με τη βία. Ουσιαστικά, είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος βρίσκεται μέσα σ’ ένα πένθος, χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει…
Σύγχρονός μας, δηλαδή;
Ναι! Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους, που το έργο επικοινωνεί με το σήμερα σε τρομακτικό βαθμό. Το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό. Η κοινωνία όπου ζούμε, τόσο εμείς, όσο κι οι άλλες χώρες. Σε μια κατάσταση πένθους, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει κάποιος, με αποτέλεσμα να αποστρέφεται ο,τιδήποτε είναι γιορτινό και φέρει τη χαρά της ζωής.
Για να μπορέσω να δεχθώ τη χαρά, πρέπει πρώτα να κατανοήσω, ότι μέσα μου υπάρχει ένα σύνολο πραγμάτων και να αντιληφθώ την κοινωνία και τον κόσμο, όχι κατακερματισμένα, αλλά στη σύνθεσή τους, στην ένωσή τους. Για να το κάνω αυτό, σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχθώ όλα τα κομμάτια του εαυτού μου. Κάτι που αδυνατεί να κάνει ο Πενθέας, ο οποίος ό,τι δεν έχει ανιχνεύσει το κατατάσσει ως «ξένο», ως «μιαρό», ως «επικίνδυνο». Συμπεριφορά που, τελικά, τον οδηγεί στο τραγικό του φινάλε.
Οπότε ο κατακερματισμός που βιώνουμε σήμερα, ως κοινωνία, νομίζω, ότι έχει να κάνει με το ότι έχουμε αντισταθεί στο να αποδεχθούμε το σύνολο του ψυχικού μας κόσμου, ότι, για παράδειγμα, το ασυνείδητο είναι ισάξιο με το συνειδητό μέσα μας.
Το θηβαϊκό τοπίο είναι η απεικόνιση μιας εσωτερικής κατάστασης, ενός ψυχικού πεδίου. Άρα όσα πρόσωπα υπάρχουν εκεί, είναι αρχετυπικές απεικονίσεις ψυχικών καταστάσεων και δυναμικών. Οπότε εγώ αναρωτήθηκα «Υπάρχει μέσα μου μια φωνή που να συντονίζεται με του Πενθέα; Μια φωνή που οτιδήποτε νέο το καταστέλλει, επειδή φοβάται να συσχετιστεί». Εγώ έτσι αντιμετωπίζω κάθε έργο, δεν έχει νόημα να πεις «Τι κακός που είναι ο βασιλιάς».
Και ξεκινάς πάντα τη δημιουργική διαδικασία «ψυχαναλύοντάς σε»;
Ναι, σ’ όλα τα έργα και από το «Θείο Τραγί» και το «’21», υπάρχει ένας κοινός άξονας, που έχει να κάνει με το πώς επιλέγουμε εμείς να συσχετιστούμε ή με το να είμαστε κλειστοί κι απομονωμένοι και να τα έχουμε όλα τακτοποιημένα καθαρά.
Η δύναμη της Τέχνης, μιας παράστασης συγκεκριμένα, μπορεί να κινητοποιήσει απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση;
Φυσικά, μπορεί να εξάψει τη φαντασία, τις αισθήσεις. Μπορεί να σ’ ενοχλήσει το θέμα το οποίο διαπραγματεύεται. Επίσης, υπάρχει και η περίπτωση, εγώ ως άνθρωπος του θεάτρου, να κινητοποιηθώ, γιατί θα δω κάτι και θα ζηλέψω κι έτσι θα ανέβει ο πήχης.
Αυτή η έκρηξη καλλιτεχνικής δημιουργίας στην πόλη με τις εκατοντάδες ομάδες έχει θετικό πρόσημο;
Μια χαρά είναι, στο βαθμό, βέβαια, που όσοι το κάνουν το βλέπουν σ’ ένα βάθος χρόνου. Δεν το σκέφτονται σαν μια ευκαιριακή κατάσταση μόνο και μόνο για παίξουν κάπου. Μπορεί να υπάρχει ο κίνδυνος η ποσότητα να είναι αντιστρόφως ανάλογη της ποιότητας, αλλά νομίζω ότι με τη η φόρα που έχει πάρει αυτή η κατάσταση, θα βγάλει κάπου καλά.
Μετά την επιτυχία που έκανες με το «Θείο Τραγί», δούλεψες ως ανειδίκευτος εργάτης και ψήστης σε αρτοποιείο. Αυτή την απόφαση την πήρες για καθαρά βιοποριστικούς λόγους ή και για λόγους ισορροπίας;
Συνδέονται αυτά τα δύο νομίζω. Είναι το ίδιο πράγμα, ένα και το αυτό. Ήταν πολύ συνειδητό, μετά τον πρώτο κύκλο της παράστασης «Θείο Τραγί», ότι ήθελα να το ξανακάνω, δεν είχε ολοκληρωθεί μέσα μου. Ήθελα να αφοσιωθώ σ’ αυτό, να μην κάνω κάτι άλλο θεατρικά, ούτε παιδικό, ούτε να πάω σε κάποια άλλη δουλειά συναδέλφου. Οπότε έπρεπε να βρω μια οικονομική βάση, αφού δεν είχα παραγωγό και δεν ήθελα, σε καμία περίπτωση, να κάνω καμία έκπτωση καλλιτεχνική. Σε εκείνη τη φάση, ήταν πολύ συνειδητό ότι δεν ήθελα να βάλω μπροστά την παράσταση να μου λύσει το οικονομικό πρόβλημα. Είχα μια αίσθηση, ότι αν το κάνω αυτό, θα υπήρχε μια έκπτωση στην καλλιτεχνική πρόθεσή μου. Οπότε αποφάσισα να λύσω το βιοποριστικό μου πρόβλημα με δουλειές άσχετες από το θέατρο, όπως ήταν εργάτης σε συνεργείο ηλεκτρολόγων για τη δημιουργία φωτοβολταϊκών πάρκων και μετά ψήστης σε φούρνο, όπου κάθισα τέσσερα χρόνια.
Αυτή η δουλειά, ξέχωρα από το βιοποριστικό θέμα ήταν ένα απίστευτο σχολείο και στο θέατρο με βοήθησε πάρα. Με γείωνε…Οι συνθήκες δουλειάς κι η πίεση ήταν τόσο μεγάλη, γιατί ήμουν ψήστης σε μεγάλη αλυσίδα. Ήταν, όμως, μια συγκλονιστική εμπειρία, η οποία συνεχίζει να υπάρχει γοητευτικά μέσα μου. Ξέρεις, στο φούρνο, αν δεν κάνεις σωστά τη δουλειά σου το αποτέλεσμα φαίνεται! Ο πελάτης δεν θα τα πάρει. Δεν μπορείς να περάσεις το λάθος σου σαν κάποια άποψη….
Ο πατέρας σου πόσο σε επηρέασε την καλλιτεχνική σου πορεία;
Σίγουρα ήταν βασική επιρροή, το ότι έχω μεγαλώσει σε χώρους προβών, παραστάσεων κ.τ.λ. Βέβαια, εμένα η πιο ουσιαστική επαφή μου με την Τέχνη, έγινε μέσω της μουσικής. Τότε άρχισα να ασχολούμαι γενικότερα με την Τέχνη. Αρχικά, ως ακροατής και μετά παίζαμε με τις μπάντες, γράφαμε κασέτες, μετά cd, έτσι συσχετιζόμασταν τότε…Μετά ήρθε στη ζωή μου το θέατρο δρόμου. Από τον πατέρα μου, το πιο ισχυρό που έχω κρατήσει είναι η φοβερή γοητεία που του ασκούν τα ποιητικά κείμενα. Αυτό το είδα μέσα από εκείνον, μου άρεσε πολύ και το κράτησα.
Επόμενα σχέδια υπάρχουν;
Υπάρχουν, αλλά δεν είναι ανακοινώσιμα ακόμα. Του χρόνου, όμως, σίγουρα θα κάνω και μια δουλειά σχετική με το 1940, γιατί στην οικογένεια μου αρκετός κόσμος πολέμησε τότε κι είναι και μια προσωπική οφειλή.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice