Θεατρο - Οπερα

Αγγέλικα Νίκλη-Σολωμού, η Διάφανη

Μία συγκλονιστική παράσταση με θέμα τη ζωή της μητέρας του εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού, στο Θέατρο Eν Αθήναις

Έλενα Ντάκουλα
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Αγγέλικα Νίκλη-Σολωμού, η Διάφανη»: Εντυπώσεις από την παράσταση για τη μητέρα του Διονύσιου Σολωμού στο Θέατρο Eν Αθήναις

-Mητέρα! Μητέρα!
-Διονύσιε, παιδί μου, εσύ είσαι;
-Mητέρα!
-Πού είσαι, παιδί μου;
-Στο μυαλό του Θεού, μητέρα

Mε αυτό τον διάλογο μεταξύ μητέρας και γιου αρχίζει μία συγκλονιστική παράσταση με θέμα τη ζωή της Αγγέλικας Νίκλη, μητέρας του εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού.

Μέσα από τον χειμαρρώδη μονόλογο της Αγγέλικας, την οποία ενσαρκώνει με την καταπληκτική της ερμηνεία η Μάγδα Κατσιπάνου, ξετυλίγεται η δραματική, άγνωστη ιστορία μίας άσημης, εκπάγλου όμως όμορφης γυναίκας, η οποία έφερε στον κόσμο τον εκφραστή του Ύμνου της Ελευθερίας των Ελλήνων, αλλά αυτή διασύρθηκε και απαξιώθηκε τόσο όσο ο αγαπημένος της γιος αναγνωρίστηκε και δοξάστηκε.

Χρονικά το έργο τοποθετείται στη Ζάκυνθο του 1859, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Διονύσιου Σολωμού. Η μητέρα του, η Αγγέλικα, ντυμένη με ένα υπέροχο μαύρο ταφταδένιο φόρεμα εποχής, μόνη, άρρωστη, χαροκαμένη, κατατρεγμένη, ξεχασμένη από όσα παιδιά της έχουν απομείνει, ξυπνάει από έναν ελαφρύ ύπνο και επηρεασμένη από ένα όνειρο αρχίζει μία ανατριχιαστική αναδρομή στο παρελθόν της σκιαγραφώντας ταυτόχρονα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μίας εποχής στα Επτάνησα γεμάτης πολιτικές αναταράξεις αλλά και συγκρούσεις ανάμεσα στους άρχοντες και τους ποπολάρους.

Το μαύρο ταφταδένιο φόρεμα της Αγγέλικας διά χειρός Μάριου Βουτσινά

Στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών ο πάμπτωχος πατέρας της την πούλησε για ένα «πουγκί γιομάτο τσεκίνια» σε έναν πλούσιο Κόντε, για να σωθούν, όπως της είπε, και για να 'χει η οικογένεια να ταΐζει ένα στόμα λιγότερο. Έτσι, κατέληξε να γίνει η παλλακίδα, η «μαντενούτα» (από την ιταλική λέξη «κρατημένη») του ταμπακιέρη Κόντε Σαλομόν ντι Τσιορτσέλο. Σύμφωνα με έναν θεσμό που επικρατούσε στη φεουδαρχική υπό βενετσιάνικη κυριαρχία Ζάκυνθο, οι πλούσιοι μπορούσαν να έχουν στα σπίτια τους ερωμένες φτωχά κορίτσια με την ανοχή της νόμιμη συζύγου. 

H Aγγέλικα γνώρισε τον έρωτα «που μύριζε κολόνια βενετσιάνικη, που είχε άσπρα μαλλιά και ήταν πλαδαρά τα χέρια του» στην αγκαλιά του 60χρονου Κόντε ο οποίος είχε ξετρελαθεί από τα κάλλη και τα νιάτα της και κάθε βράδυ βίαζε το σώμα της και την ψυχή της ικανοποιώντας το πάθος του γι' αυτή. Κι αυτή τότε έκλεινε τα μάτια και σκεφτόταν τη μάνα της "να την ορμηνεύει να 'ναι καλή μαζί του και το ψωμάκι το ζεστό που έλειπε". Ποτέ δεν της επιτρεπόταν να βγει έξω και η Αγγέλικα παρακολουθούσε τη ζωή "καθισμένη μπροστά στη τζελουτζία που έβλεπε στο Φόρο"»

Αν και ο Κόντες είχε ήδη δύο παιδιά, έναν γιο και μία κόρη, ήθελε διακαώς να αποκτήσει γιους με την Αγγέλικα, πράγμα που δεν άργησε να γίνει. 

Ο Διονύσης γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 και τρία χρόνια αργότερα, ο Δημήτρης. Η νόμιμη γυναίκα του Κόντε, η Μαρνέττα, ανήμπορη να αντιδράσει σε όλα αυτά, πέθανε από τη στεναχώρια της και τη θέση της στην κρεβατοκάμαρα και χρυσά σαλότα του παλάτσο την πήρε τώρα η Αγγέλικα. Ο Κόντες, πάντα τρελός και παλαβός γι' αυτή, της αγόρασε «τα πιο ακριβά φορέματα και την έντυσε, τα πιο ακριβά παπούτσια και την πόδησε, τα πιο ακριβά χρυσαφικά και την χρύσωσε», αλλά την είχε σαν μία κούκλα φυλακισμένη «σε μαλαματένιο παλάτσο», απαγορεύοντας να βγει ακόμη και στο παράθυρο. Τα μονάκριβά της αγόρια τής έδιναν τη δύναμη να αντέχει, αλλά η σκέψη και μόνο τι θα γινόντουσαν αυτά έτσι και πέθαινε ο Κόντες χωρίς να τη στεφανωθεί και να τα αναγνωρίσει, τη γέμιζε τρόμο και απελπισία.

Τον κατάφερε να την παντρευτεί λίγες ώρες πριν πεθάνει και τα παιδιά της ήταν πια νόμιμα παιδιά του Κόντε και πάρα πολύ πλούσια. Η εγκυμοσύνη στο τρίτο της παιδί, τον Γιάννη, λίγο μετά τον θάνατο του Κόντε και τον γάμο που αμέσως ακολούθησε με τον έρωτα της ζωής της, τον Μανώλη Λεονταράκη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή του Διονυσίου και του Δημητρίου, οι οποίοι απομακρύνθηκαν βίαια απ' αυτή, με τους επιτρόπους ν' αναλαμβάνουν την ανατροφή τους και να τους στέλνουν στη Βενετία για σπουδές, υπονομεύοντας κάθε επικοινωνία τους μαζί της, η οποία για χρόνια γινόταν κρυφά. Και όταν μετά από χρόνια ο Ιωάννης, δηλωμένος σαν γιος του Λεονταράκη, άκουσε τις φήμες που κυκλοφορούσαν για το ποιος μπορεί να ήταν ο αληθινός του πατέρας, διεκδίκησε μέρος της περιουσίας του Κόντε με μία δικαστική διαμάχη που συγκλόνισε την κοινωνία της εποχής, αλλά στιγμάτισε τόσο την ίδια την Αγγέλικα όσο και τα παιδιά της τα οποία τα πλήγωσε ανεπανόρθωτα και έφερε ανυπέρβλητη ρήξη στη σχέση τους μαζί της. 

Τα σκηνικά της παράστασης, επιμέλειας κου Μάριου Βουτσινά

Η ιδιωτική ζωή της Αγγέλικας έγινε «διάφανη» και εκείνη αισθανόταν σαν να «έβγαινε στις ρούγες γυμνή, σαν να περπατούσε χωρίς τα ενδύματά της και ένιωθε να την κοιτάζουν όλοι με λαιμαργία...». Έγινε βορρά στο στόμα μίας κοινωνίας σκληρής, γεμάτη υποκρισία και εθελοτυφλία, έτοιμη να δικάσει, να καταδικάσει και να κατασπαράξει. Μάταια εκείνη, βυθισμένη στη ντροπή και την απελπισία, ζητούσε συγχώρεση από τα παιδιά της για το κακό που τους προκάλεσε με τις «πομπές» της. Ο Διονύσιος, εθνικός πλέον ποιητής, «το παιδίον που τη λάτρεψε και το λάτρεψε», πέθανε μερικά χρόνια αργότερα από συμφόρηση, μόνος του, χωρίς «εκείνη να είναι εκεί να του κρατήσει το χέρι να μη φοβάται...» και χωρίς ποτέ να τη συγχωρέσει.

Το εξαιρετικό κείμενο του έργου του Περικλή Μοσχολιδάκη είναι γραμμένο με πολλά στοιχεία της επτανησιακής διαλέκτου του 19ου αιώνα και «ντύνεται» μουσικά με το βιολοντσέλο του Κωνσταντίνου Χίνη, ο οποίος βρίσκεται σε ένα διάλογο με την Αγγέλικα ακουμπώντας το δοξάρι του πάνω στις χορδές με τρόπο ανάλογο της έντασης της στιγμής ή των περιγραφών. 

Ο θεατής μπαίνει από την πρώτη στιγμή στο κλίμα της εποχής με τα λιτά σκηνικά του Μάριου Βουτσινά, όπου δεσπόζει το εκπληκτικό παραβάν με το κολάζ των βενετσιάνικων φωτογραφιών και χαρακτικών να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να τονίζουν ακόμη περισσότερο την επιβλητική, φινετσάτη, δυναμική παρουσία της Αγγέλικας η οποία καθηλώνει με τη συγκλονιστική της εξομολόγηση, τις εκφράσεις και τις κινήσεις της. Ο θεατής νιώθει να κατακλύζεται από διάφορα αντικρουόμενα συναισθήματα με τη βαθιά συγκίνηση να είναι το ισχυρότερο όλων.

Λεπτομέρεια του παραβάν

Μετά την παράσταση είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε στο φουαγιέ με τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Περικλή Μοσχολιδάκη και να μάθουμε τι ήταν αυτό που τον ώθησε να γράψει αυτό το έργο και τι δυσκολίες αντιμετώπισε στη μακρόχρονη μελέτη του για τον εθνικό μας ποιητή. «Πάντα θαύμαζα τον Διονύσιο Σολωμό. Μετά από ενδελεχή έρευνα έμαθα πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του τις οποίες δεν ήξερα. Ανακάλυψα πράγματα που σοκάρουν, τρομάζουν, απογοητεύουν, αλλά αυτά με έκαναν να αγαπήσω τον Διονύσιο Σολωμό ακόμη πιο πολύ. Γιατί πιστεύω ότι αγαπάς έναν άνθρωπο στην ολότητά του. Δεν τον αγαπάς μόνο επειδή είναι ένας σπουδαίος ποιητής. Τον αγαπάς με τα καλά του και τα κακά του, τα όμορφα και τα άσχημά του. Επίσης, ένας σπουδαίος ποιητής μπορεί να έχει και αδυναμίες και αντιφάσεις και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν super ήρωας. Για τον ίδιο δε τον Σολωμό το να είναι ο εθνικός ποιητής της Ελλάδος είναι και κατάρα. Ασχολούνται όλοι με τον "Ύμνο στην Ελευθερία", τους "Ελεύθερους πολιορκημένους" και ίσως και τη "Γυναίκα της Ζάκυθος" και τα άλλα είναι σχεδόν άγνωστα στον κόσμο».

«Ο Διονύσιος Σολωμός» συνέχισε «είναι ένας ποιητής για τον οποίο τσακώνονται οι μελετητές μεταξύ τους. Δεν πήγε ποτέ στην Ελλάδα. Τον κατηγορούν γι' αυτό με λόγια σκαιότατα. Τραβάει πάνω του λάτρεις αλλά και φανατικούς αντιπάλους. Έπρεπε να ισορροπήσουμε κάπου στη μέση. Και αυτό δεν ήταν εύκολο. Όπως και δεν ήταν εύκολο να ισορροπήσουμε σε οτιδήποτε είχε να κάνει με τη σεξουαλικότητά του, τον αλκοολισμό του ή άλλα ζητήματα. Στο τι μας αφορά και σε τι δεν μας αφορά. Η προσωπική ζωή μπορεί να καθορίζει τι είναι ο ποιητής αυτός. Η ίδια η προσωπική του ζωή μας αφορά. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τι ποιητής θα ήταν ο Καβάφης χωρίς την ομοφυλοφιλία του. Δεν το βλέπεις σκανδαλολογικά. Ο τρόπος που ο Καβάφης βίωσε το σώμα του τον έκανε τον ποιητή που ξέρουμε».

Στις ερωτήσεις μας για το αν υπάρχουν γράμματα, φωτογραφίες ή χειρόγραφα ο κύριος Μοσχολιδάκης, μας είπε ότι όσο και αν έψαξε δεν βρήκε ούτε μία φωτογραφία της Αγγέλικας Δίκλη. Σαν αυτή η γυναίκα να μην υπήρξε ποτέ. Επίσης «λέγεται ότι ο αδελφός του, Δημήτρης, Πρόεδρος της Ιονίου Γερουσίας, σαν νόμιμος κληρονόμος, έπαιξε έναν ρόλο σε ό,τι αφορά αυτό που έχει μείνει από το έργο του ποιητή. Όταν ο Σολωμός πέθανε δεν ήταν κανείς κοντά του, παρά μόνο ένας υπηρέτης, ο Σπύρος, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο το οποίο φημολογείται ότι τον κατάκλεβε και είχε πουλήσει πολλά χειρόγραφά του. Μετά τον θάνατο του ποιητή, ο Δημήτρης άρχισε το ξεκαθάρισμα των χειρόγραφων κάνοντας λογοκρισία πάνω σε αυτά και αποκρύβοντας κομμάτια που δεν ήθελε να διαρρεύσουν για να μην αμαυρώσουν τη φήμη του ποιητή. Και όλα αυτά που εξέδωσε αργότερα ο Πολυλάς είναι όσα συμφέρανε την πατρίδα».

Η ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολλή ώρα ακόμη αλλά η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Φεύγοντας από το θέατρο νιώσαμε τυχεροί και ευτυχείς που είδαμε αυτή την υπέροχη, ανθρώπινη, συγκινητική παράσταση την οποία συστήνουμε ανεπιφύλακτα!

INFO
«Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού η Διάφανη» στο θέατρο Εν Αθήναις Μονόλογος
Διάρκεια: 80'

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Περικλής Μοσχολιδάκης
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μάγδα Κατσιπάνου
  • ΘΕΑΤΡΟ: Εν Αθήναις
Δες αναλυτικά