Θεατρο - Οπερα

«Ζ»: Το εμβληματικό βιβλίο γίνεται όπερα στην ΕΛΣ

Ο Βασίλης Βασιλικός μάς δίνει πληροφορίες που δεν τις έχει ξαναπεί και ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης εξηγεί πώς έγραψε το λιμπρέτο

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 648
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Βασίλης Βασιλικός για το μυθιστόρημα
52 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το «Ζ» γίνεται όπερα στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Θέλω να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο και να μας πείτε πώς ήταν η ζωή σας την εποχή που καταπιαστήκατε με το «Ζ»; Καθώς το 1962 είχε βραβευθεί η τριλογία μου «Το Φύλλο - Το Πηγάδι - Τ’ Αγγέλιασμα» με το «Βραβείο των 12» –το μοναδικό λογοτεχνικό βραβείο της εποχής– με «επιστράτευσε» ο Γιώργος Σαββίδης (σύζυγος της Λένας, αδελφής του Χρήστου Λαμπράκη του Δ.Ο.Λ.) ως freelance ρεπόρτερ στον εβδομαδιαίο «Ταχυδρόμο». Τον Μάιο του ’63 η δολοφονία του ανεξάρτητου βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, με συντάραξε. Η εφημερίδα «Αυγή» μέσω του Κώστα Κουλουφάκου συγκέντρωσε τότε δηλώσεις ανθρώπων της τέχνης. Θυμάμαι ότι εγώ είπα κάτι, χωρίς άλλο σχόλιο, για τη σύμπτωση που η δολοφονία συνέπεσε με τη μέρα των αποκαλυπτηρίων του αγάλματος Τρούμαν στη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Και ο νοών νοείτω. Ήταν η εποχή που ως εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος αμειβόμουν με το κομμάτι, ενώ έκανα κι άλλες δουλειές για να «βιοποριστώ» – τότε το λέγαμε «για να φάω». Σκηνοθέτης σε ντοκιμαντέρ που μας είχε παραγγείλει ο Ρούσος Κούνδουρος, βοηθός σκηνοθέτη ξένων παραγωγών, σεναριογράφος («Μικρές Αφροδίτες», «Επιτάφιος για εχθρούς και φίλους», «Σιλουέτες» του Κώστα Ζώη όπου όμως επειδή βγήκε επί χούντας ο σκηνοθέτης με αναφέρει στο ζενερίκ με ψευδώνυμο) και ηθοποιός σε ταινίες όπως «Οι νέοι θέλουν να ζήσουν» του Νίκου Tζήμα, «Steps» (αγγλόφωνη με την Ειρήνη Παπά και τον ηθοποιό του Βισκόντι, Ουμπέρτο Ορσίνι), για την οποία με είχε επιλέξει ο διευθυντής παραγωγής της, Σταύρος Τορνές...

Η δολοφονία του Λαμπράκη σάς είχε απασχολήσει ως συγγραφέα και πριν το «Ζ». Αυτή η «εμμονή» είχε να κάνει και με προσωπικούς λόγους;
Η δολοφονία του Λαμπράκη είχε γίνει 200 μέτρα μακριά από το πατρικό μου σπίτι, γωνία Ερμού και Αριστοτέλους. Μου φαινόταν αδιανόητο δε όταν έβλεπα τους μικροπωλητές της Στοάς Μοδιάνο, τους οποίους γνώριζα από παλιά, να ποζάρουν μετά τη δολοφονία στις εφημερίδες ως «οι αγανακτισμένοι πολίτες» που πετούσαν πέτρες στα παράθυρα της Λέσχης όπου μιλούσε ο Λαμπράκης (έτσι λέγαμε τότε τους «τραμπούκους»). Αυτά με προκαλούσαν στο να θέλω κάτι να γράψω. Ώσπου η επιθυμία έγινε εντολή του πολιτικού μου καθοδηγητή (αλλιώς «ινστρούχτορα») Δημήτρη (Μίμη) Δεσποτίδη, που είχε ιδρύσει στο μεταξύ, με τον Θόδωρο Μαλικιώση, τις εκδόσεις «Θεμέλιο». Έγινε πράγματι η αρχική επιθυμία μου «καημός δικός μου», εμμονή όπως το είπατε. Αλλά μια εμμονή που της είχαν σταματήσει τα έμμηνα. Φούσκωνε, ολοένα φούσκωνε η κοιλιά, αλλά τα νερά δεν έσπαζαν για να βγει το νεογέννητο και να με απελευθερώσει. Οπότε τι έκανα; Κάθισα και έγραψα την «Απολογία του Ζ» το 1965, μέσα στα Ιουλιανά, κείμενο εν είδει νουβέλας, που απευθυνόταν στον καθοδηγητή μου τον οποίο λάτρευα και δεν μπορούσα να φέρω εις πέρας την εντολή του. Η νουβέλα αυτή κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 2011!

©Γεράσιμος Δομένικος

Πώς είχατε καταλήξει στον τίτλο «Ζ»; Είχαν προηγηθεί άλλοι τίτλοι;
Όταν επιτέλους κατάφερα να γράψω το βιβλίο ο αρχικός του τίτλος ήταν ο «Λαμπράκης Ζει» και όλα τα πρόσωπα ήταν με τα πραγματικά τους ονόματα. Τότε ο φίλος μου ο Παναγιώτης Μουλλάς (ο κατοπινός καθηγητής του ΑΠΘ και σπουδαίος κριτικός και φιλόλογος), που διάβαζε πάντα τα βιβλία μου πριν εκδοθούν, μου επεσήμανε τον κίνδυνο, καθώς η δίκη των πρωταίτιων της δολοφονίας δεν είχε ακόμα τελειώσει. «Μα ακριβώς αυτό θέλω του είπα: να επηρεάσω τους δικαστές». «Εγώ όμως δεν θα σου φέρνω πορτοκάλια» μου απάντησε. Κατάλαβα τον υπαινιγμό του για τη φυλακή και ονόμασα τη Θεσσαλονίκη «Ουδετερούπολη», τη ΓΑΔΑ της εποχής, δηλαδή τη Γενική Ασφάλεια, «Γενικό Διακόπτη» και έδωσα σε όλα τα ονόματα ονομασίες δεινοσαύρων του «Γιουράσικ Παρκ» τριάντα χρόνια πριν την ομώνυμη ταινία. Ο τίτλος «Ζ» προέκυψε από μια ειδησούλα στις εφημερίδες, πέντε γραμμών, που έλεγε «ότι συνελήφθη ο τάδε, κηπουρός του Δήμου Περιστερίου, όστις εμφύτευσε άνθη (πανσέδες, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, ζουμπούλια) τα οποία εσχημάτιζον το γράμμα Ζ». Το ίδιο γράμμα γραφόταν με σπρέι και στους τοίχους. Αλλά επειδή παρέπεμπε στον Ζορό δεν με είχε ερεθίσει. Αλλά τα ζουμπούλια κι οι πανσέδες τι έφταιγαν και την πλήρωσε ένας φουκαράς κηπουρός, που έτσι ζιγκζαγκωτά ήθελε να χωρέσουν όσο γινόταν περισσότερα άνθη στον κήπο του Δήμου Περιστερίου; 

Σε πόσο διάστημα το γράψατε; Το είχατε ξεκινήσει πριν πέσει στην αντίληψή σας το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, το οποίο όπως έχετε πει ήταν αυτό που σας έδωσε την έμπνευση για το πώς θα προσεγγίζατε τελικά το θέμα και αλλάξατε μετά τη γραφή του;
Το έγραψα σε διάστημα τριών εβδομάδων, επειδή το κυοφορούσα, όπως σας είπα, ήδη τρία ολόκληρα χρόνια. Ναι, ο σπινθήρας της ανάγνωσης του «Εν ψυχρώ» δυναμίτισε τα ηλεκτροφόρα καλώδια του εγκεφάλου μου. Όχι το ίδιο το βιβλίο, αλλά ο συγγραφέας που θαύμαζα από τα νιάτα μου: ο Τρούμαν Καπότε. Είχα μάλιστα μεταφράσει και το πρώτο βιβλίο του στα ελληνικά, «The grass harp». Δεν θυμάμαι αν είχα μεταφράσει τον τίτλο «Η άρπα στο γρασίδι» ή «Η αχυρένια άρπα»! Ήταν από τα χειρόγραφα που εξαφανίστηκαν από το σπίτι μου επί χούντας. Το «Εν ψυχρώ», ωστόσο, μου χάρισε την πρώτη φράση του «Ζ». «Ο Στρατηγός κοίταξε την ώρα, τη στιγμή που ο κύριος ομιλητής της βραδιάς, ο υφυπουργός Γεωργίας, τελείωνε κάπως έτσι τον λόγο του για τα μέτρα καταπολέμησης του περονόσπορου: Εν κατακλείδι ανακεφαλαιώνω…». Με τη φράση αυτή μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, δηλαδή «σπάσαν τα νερά» της ετοιμόγεννης, όπως σας είπα προηγουμένως, και γεννήθηκε το… «θείον βρέφος». Πιστεύω στην αξία της πρώτης φράσης, στη συγγραφή: είναι σα να βάζει γκολ η ομάδα σου στο πρώτο λεπτό του αγώνα.

©Γεράσιμος Δομένικος

Το βιβλίο κυκλοφόρησε με την υποσημείωση «Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος». Γιατί αυτή η ανάγκη του προσδιορισμού και μέχρι ποιου σημείου απελευθέρωσε τη φαντασία σας;
Αυτός ο χαρακτηρισμός ήταν για να ρίξει στάχτη. Γιατί παρ’ όλους τους «μαστοδοντόσαυρους» κτλ. ο εχθρός που κυρίευσε τη χώρα πέντε μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου, καραδοκούσε. Σαν φράση δεν στέκεται. Γιατί το «φανταστικό» είναι το αντίθετο του «ντοκουμέντο». Γι’ αυτό και σε καμία ξένη έκδοση δεν υπάρχει. Είναι σα να λες ότι ο μπακλαβάς γίνεται με μύδια.

Αν το βιβλίο δεν εκδιδόταν το 1966, αλλά μετά την περίοδο της Χούντας, θα βάζατε τα αληθινά ονόματα;
Μια φορά το τόλμησα το 1989 και δεν πούλησε ούτε δέκα αντίτυπα. Η πραγματικότητα μόνο ως μυθοπλασία επιβιώνει. Γιατί «πραγματικότητα» αυτοτελής δεν υπάρχει. Το υποκείμενο είναι που τη δημιουργεί για λογαριασμό του. Όπως και η Ιστορία που επιζεί μέσω της μυθοπλασίας. Γι’ αυτό και οι «αναθεωρητές» της Ιστορίας που ευδοκιμούν στις μέρες μας, είναι οι μυθοπλάστες της αναθεώρησης και όχι της ίδιας της Ιστορίας.

Πώς αντιμετωπίστηκε το «Ζ» από την ελληνική κριτική; Είδατε να αλλάζει η στάση της μέσα στο πέρασμα των χρόνων;
Προχουντικά, στο εξάμηνο που μεσολάβησε από την πρώτη έκδοση τον Νοέμβρη του 1966 μέχρι τις 21 Απριλίου 1967, μόνο δύο κριτικές πρόλαβαν να γραφτούν. Η μία στη «Νέα Εστία» που προεξοφλούσε την αναξιοπιστία της αφήγησης από το γεγονός ότι ένας τραμπούκος πουλούσε σύκα τον Μάη μήνα (αγνοώντας ότι από ένα μικροκλίμα της Χαλκιδικής ευδοκιμούν τα σύκα αυτό τον μήνα) –άρα ήταν «ατύχημα» και όχι «δολοφονία», αφού «δεν υπάρχουν σύκα τον Μάιο»–, και η άλλη κριτική, με ψευδώνυμο, γράφτηκε σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό της Κέρκυρας. Ενώ είχε τυπωθεί, καταστράφηκε πριν κυκλοφορήσει λόγω της χούντας, σώθηκε όμως από αυτό ένα και μοναδικό 16σέλιδο όπου και υπήρχε μια άκρως αρνητική κριτική για το «Ζ». Αυτή την κριτική αναδημοσίευσε προ δύο ετών το εξαιρετικό λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας» αποκαλύπτοντας ότι το ψευδώνυμο του κριτικού ήταν ο σπουδαίος κατά τα άλλα ποιητής και φιλόλογος Γιάννης Δάλλας. Ωστόσο είχα και τη θετική πλευρά των ανώνυμων αναγνωστών. Το πρώτο μέρος του «Ζ» «7.30 μ.μ. - 10.30 μ.μ. ένα βράδυ του Μάη», που είναι σχεδόν το μισό βιβλίο, είχε πρωτοδημοσιευτεί σε έξι συνέχειες στον «Ταχυδρόμο». Μια μέρα λοιπόν στο γήπεδο, στην κάτω από μένα κερκίδα, ένας νέος διάβαζε πλησμονικά, αντί να παρακολουθεί το ματς, κάτι. Ξάφνου μπαίνει ένα γκολ. Ο φίλος του με μια αγκωνιά κι ένα «ρε μαλάκα» τον μαλώνει. «Γκολ βάλαμε, δεν ακούς…». Σκύβω να δω. Κρατούσε τον «Ταχυδρόμο» στα γόνατα και συνέχιζε το διάβασμα. Ήταν στην 5η συνέχεια… Όπως και ο αξιωματικός της Ασφάλειας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όταν έφευγα απ’ την Ελλάδα ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου τον Φλεβάρη του ’66, που μου είπε να τον ακολουθήσω στα ενδότερα κι εκεί που περίμενα να μου κρατήσει το διαβατήριο για να μην μπορώ να ταξιδέψω, μου έσφιξε θερμά το χέρι και μου μίλησε με ενθουσιασμό για το «Ζ» που το είχε ρουφήξει. Αυτή είναι η αθάνατη Ελλάδα. Η ελιτίστικη και η καζαντζακική.

Το «Ζ» έχει εκδοθεί πολλές φορές από το ’66 που πρωτοκυκλοφόρησε στις εκδόσεις Θεμέλιο. Έχετε κάνει αναθεωρήσεις ή παραμένει το ίδιο;
Ενώ σε όλες τις επανεκδόσεις των βιβλίων μου κάνω μικροαλλαγές (κυρίως στο μοντάζ, όχι στο κείμενο) στο «Ζ» δεν πείραξα ούτε μια λέξη. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί, λόγω της ταινίας του Γαβρά, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και επιλέχτηκε από σχολεία των ομογενών και πανεπιστήμια με έδρες νεοελληνικής γλώσσας να το χρησιμοποιήσουν ως βιβλίο εκμάθησης ελληνικών. Οπότε όποια αλλαγή στο πρωτότυπο θα τους μπέρδευε.

Θυμάστε τις πιο περίεργες δυσκολίες που τυχόν προέκυψαν στους μεταφραστές του βιβλίου σας και ζήτησαν βοήθεια από εσάς;
Δυσκολία είχαν οι μεταφραστές στα αγγλικά και στα γαλλικά, καθώς κι οι δύο όντας μόνιμοι κάτοικοι Αθηνών δεν μπορούσαν να βάλουν τα πραγματικά τους ονόματα διότι θα έβρισκαν τον μπελά τους απ’ τη χούντα. Οπότε χρησιμοποίησαν ψευδώνυμα. Ωστόσο και οι δύο αυτές μεταφράσεις, στις δύο γλώσσες που γνώριζα και μπορούσα να ελέγξω, ήταν απαράδεκτες. Κι εκεί χρειάστηκε να επέμβουν οι δυο στενοί μου φίλοι, ο Γάλλος Ζακ Λακαριέρ και ο αμερικανός ποιητής Τζέιμς Μέριλ που έσωσαν κυριολεκτικά τις μεταφράσεις, κυρίως στα λυρικά κομμάτια του βιβλίου που έβγαιναν από αφελή έως γελοία στη γλώσσα τους. Και τότε κατάλαβα το «αμετάφραστο» των μεγάλων ποιητών μας.

Παρακολουθήσατε τη διαδικασία δημιουργίας της όπερας πάνω στο βιβλίο σας;
Θεωρητικά πάντα μιλώντας, ποιος μονόλογος πιστεύετε ότι θα μπορούσε να δώσει μια ενδιαφέρουσα άρια; Δεν παρακολούθησα τις πρόβες για να μη γίνει η παρουσία μου εμπόδιο σε όποια πρόθεση της ταλαντούχου σκηνοθέτιδος Κατερίνας Ευαγγελάτου, όπως και δεν ζήτησα από τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη να διαβάσω το λιμπρέτο που έγραψε. Όπως το 1968 δεν πήγα στο Αλγέρι, παρότι ο Κώστας Γαβράς επέμενε να παρακολουθήσω τα γυρίσματα. Όπως και πήγα μόνο στην πρεμιέρα της εκπληκτικής θεατρικής μεταφοράς της Έφης Θεοδώρου του «Ζ» για το Εθνικό Θέατρο. Όπως στην πρεμιέρα θα ακούσω πρώτη φορά την όπερα του Μηνά Μπορμπουδάκη, για τον οποίο έχω ακούσει τα καλύτερα λόγια από συναδέλφους του. Όσο για την άρια, ξέρω μόνο αυτές της Bel Canto, όπως είναι φυσικό μετά από 35 χρόνια που είμαι με τη Βάσω Παπαντωνίου. 

©Δημήτρης Σακαλάκης

Τι είναι το «Ζ» σήμερα για εσάς;
Δυστυχώς δύο δολοφονίες το επικαιροποίησαν. Η δολοφονία του Νίκου Τομπονέρα και η δολοφονία του Παύλου Φύσσα.


Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης για το λιμπρέτο
«Αφού μας έκανε την ανάθεση ο Γιώργος Κουμεντάκης ξεκινήσαμε, αρχές του 2016, με τον Μηνά Μπορμπουδάκη να δουλεύουμε για την οπερατική μεταφορά του “Ζ”. Αρχικά αφιερώσαμε πολύ χρόνο σε συζητήσεις πάνω στο βιβλίο, την ταινία, την εποχή και τα γεγονότα. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι δεν θέλαμε η όπερα να έχει το ντοκιμαντερίστικο ύφος της ταινίας και ότι μας ενδιέφερε να αναδείξουμε με τη διασκευή μας και την ποιητική πλευρά του μυθιστορήματος. Έτσι καταλήξαμε σε ένα έργο που θα έχει μεν όλα τα γεγονότα που αφορούν στην πολιτική δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά και που θα μπαίνει στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων και θα τον αναδεικνύει. 

Αυτό είναι το δίπολο στο οποίο κινήθηκε η όπερά μας: από τη μία τα γεγονότα και από την άλλη η εσωτερική φωνή των ηρώων. Πάνω σε αυτή τη λογική έγραψα το λιμπρέτο το οποίο κατόπιν παρέδωσα στον Μηνά προκειμένου να γράψει τη μουσική. Στη διάρκεια της συγγραφής δεν έβαλα καθόλου περιορισμούς στον εαυτό μου. Γνωρίζω καλά ότι για έναν έμπειρο σκηνογράφο και έναν έμπειρο σκηνοθέτη δεν υπάρχουν οι δυσκολίες που τυχόν φαντάζεται ο συγγραφέας ότι μπορεί να προκύψουν είτε από τις δράσεις είτε από τον αριθμό των σκηνών που θα περιέχει το έργο του. Έτσι άφησα τη φαντασία μου να με οδηγήσει ώστε να γράψω επερίσπαστος το κείμενο.

©Γεράσιμος Δομένικος

Δεν οπτικοποίησα το μυθιστόρημα. Δημιούργησα ένα θεατρικό κείμενο εξαρχής. Μοιάζει λίγο με τη δουλειά της μέλισσας ο τρόπος δουλειάς της μετατροπής ενός μυθιστορήματος σε λιμπρέτο. Όπως αυτή μαζεύει τη γύρη και μετά δημιουργεί το μέλι έτσι κι εγώ συγκέντρωσα από το μυθιστόρημα αυτά που θέλαμε –ήρωες, κομμάτια, πληροφορίες– και δημιούργησα ένα νέο κείμενο που ακολουθεί τις θεατρικές αλλά και τις οπερετικές συμβάσεις. 

Όταν λέω οπερετικές συμβάσεις, το λιμπρέτο θα πρέπει να είναι σε έκταση το 1/3 ενός κανονικού θεατρικού κειμένου, γιατί το τραγούδι τριπλασιάζει τον σκηνικό χρόνο. Επίσης είναι απαραίτητο να διαθέτει μουσικότητα, λακωνικότητα, εσωτερικό ρυθμό στους διαλόγους – το πώς δηλαδή η μια φράση θα απαντάει στην προηγούμενη. 

©Γεράσιμος Δομένικος

Προσωπικά, για μένα, όλη αυτή η εμπειρία με πλούτισε. Η συγγραφική μου δουλειά απέκτησε μια άλλη διάσταση καθώς βρέθηκε σε μια απευθείας συνομιλία με τη μουσική, γεννήθηκε για να βρεθεί σε ένα ισόβιο γάμο μαζί της. Μια μουσική, η οποία –αν μπορούσα να την περιγράψω με λέξεις– θα έλεγα ότι είναι ένα τοπίο που δημιουργείται από ήχους που αντιστοιχούν σε αισθήματα και λέξεις». 


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την όπερα της ΕΛΣ στο Guide της Athens Voice