Θεατρο - Οπερα

Ο Τσιμάρας Τζανάτος δεν μασάει τα λόγια του

Η «Εκκρεμότητά» του δεν είναι για σεμνότυφους μικροαστούς

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η «Εκκρεμότητα» του Τσιμάρα Τζανάτου είναι ένα σύγχρονο θεατρικό έργο για την απολεσθείσα ταυτότητα του ανθρώπου. Από τα Riverside Studios στις όχθες του Τάμεση που παρουσιάστηκε ως μονόλογος, την Ομόνοια στο φουαγιέ του Εθνικού Θεάτρου, στο Αγγέλων Βήμα και τη Βαρβάκειο Αγορά έρχεται στο Small Argo full of Art. Ζητήσαμε από τον συγγραφέα του να μην αφήσει τίποτα σε εκκρεμότητα, και να μας εξηγήσει τα τι και τα πώς του έργου του. Μας έδωσε εφτά συμπυκνωμένα σχόλια.

1. Η κορυφαία σκηνή στην «Εκκρεμότητα» είναι η παρενδυσία του ήρωα της ιστορίας.
Που καταλήγει σε μια ερωτική συνεύρεση με έναν άλλον άντρα. Ξεκάθαρα ειπωμένη μάλιστα:

Α: Ένιωσα την ανάσα του. Ζεστή. Στο δέρμα μου.
Γ: Όταν το δέρμα ζεσταίνεται από δέρμα, σα να καταργείται το δέρμα. Δεν διαχωρίζει πια. Ενώνει.
Α: Μετά με φίλησε. Πρώτα στο λαιμό. Μετά στο στόμα. Στο στήθος δεν τον άφησα.
Γ: Θα καταλάβαινε. Πως ήσουν άντρας. Κι αυτός δεν τόλμησε. Επειδή ήξερε...
Α: Ούτε όταν με μισό-έγδυσε και με χάιδευε παντού, με ένοιαξε. Τρέμοντας. Για μένα. Έτρεμε για μένα. Αυτός. Λέγοντας λόγια που ποτέ πριν δεν είχα ακούσει να μου λένε. Και μάλιστα να μου τα λέει άνδρας. Μόνο εγώ τα είχα πει. Σε γυναίκα. Γι’ αυτό τον άφησα. Μέσα μου. Να μπει. Σαν Εγώ μπήκε. Όχι άλλος. (Σιωπή)

Μια προβοκατόρικη ανάγνωση του έργου μέσω αυτής της σκηνής θα έβαζε τα εξής ερωτήματα:
Και αν η «Εκκρεμότητα» τελικά, δεν είναι παρά η ιστορία ενός ετεροφυλόφιλου άντρα, με κρυπτο- ομοφυλόφιλες τάσεις, που η καταπίεση τους τον τινάζει στον αέρα, εκ θεμελίων;
Και όλα αυτά, συμβαίνουν, μόνο και μόνο για «να φάει ένα πούτσο». Από έναν
άγνωστο.
Πασπαλισμένο με ποίηση και οντολογικά ερωτήματα, μη φανεί το τρομερό:
Πώς μπορεί η τραγωδία του ανθρώπου, να είναι μια τραγωδία «του πούτσου» εν τέλει; Για έναν πούτσο γίνονται όλα;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Ναι, για τον πούτσο.
Ή για ένα μουνί. Για μια Ελένη, δηλαδή.


2. Ζούμε ένα τέλος. Εποχής. Εδώ και καιρό. Κάτι τελειώνει. Πολιτικά, κοινωνικά, υπαρξιακά. Αυτό βιώνει ο ήρωας. Το τέλος του κόσμου.  Και του πολιτισμού.

Α: Κοίταξα γύρω μου. Είδα ένα βουνό από σκουπίδια. Μύριζε. Σάπιο. Ανέβηκα με αργά βήματα στη κορυφή. Βούλιαζαν τα πόδια μου. Έβαζα τα χέρια μου και σηκωνόμουν. Μέχρι που έφτασα. Και...Ξάπλωσα. Ξημέρωνε. Πουλιά μαζεύτηκαν. Σήκωσα το χέρι μου να με δουν. Μη με περάσουν για σκουπίδι. Κι εμένα. Αφού στα σκουπίδια. Σκουπίδι. Πια. Κι εγώ. (Σιωπή)
Γ: Ήρθαν φορτηγά. Μπουλντόζες τεράστιες με ατσάλινα δόντια. Να φάνε ήρθαν. Τα αποφάγια μας…Πώς κατέληξε ο κόσμος, τα ψίχουλά του να είναι περισσότερα από το ψωμί του.


3. Η ζωή χαρακτηρίζεται από σπασμούς. Ερωτικούς. Ή, επιθανάτιους. Σπασμός είναι πάντα η προσπάθεια να αναπνεύσεις. Συχνά με μια αίσθηση αφόρητου.  Ή λύτρωσης:

Α: Το πάθαινα αυτό. Από παιδί. Όταν χαιρόμουν ερεθιζόμουν. Καύλωνα.
Γ: Καύλα είναι η ζωή που δε χωράει στις λέξεις.
Α: Τόση η ζωή μέσα μας που άλλη διέξοδο το σώμα να μην έχει. Παρά αυτήν. Να διογκώνεται μέχρι να εκραγεί. Να τιναχτεί. Μια εκσπερμάτιση. Προς τα Έξω. Η ζωή.
Γ: Πιο φανερή έξοδός του ανθρώπου δεν υπάρχει. Από την εκσπερμάτιση. Μπορεί και η μοναδική του έξοδος. Κατά βάθος.
Α: Όρθιος εκσπερμάτισα τον εαυτό μου στον Κόσμο. Φωνάζοντας. Με τη βαθιά φωνή του νικητή.
Γ: Την άγρια φωνή αυτή που μόνο στον έρωτα βγαίνει. Και που αν ακουστεί, ακούγεται. Δεν μπορείς να πεις δεν άκουσα. Δεν αντιλήφθηκα. Δεν κατάλαβα. Γι' αυτό και τον έρωτα τον κάνουμε σιωπηλά. Να μην ακουστεί. Η εκκωφαντική αλήθεια του.

©Yiannis Priftis


4. Αλλά όπως στην αρχαία τραγωδία, που τα πάσχοντα πρόσωπα αγνοούν το μέγεθος της καταστροφής που τους μέλλεται, έτσι και αυτός συνεχίζει να ζει εμμονικά, με τον σωτήριο αυτοματισμό της καθημερινότητας,  ακολουθώντας την εγγενή εντολή που φέρει κάθε ον, κι ας το αγνοεί ενίοτε : Να συνεχίσει να υπάρχει με οποιονδήποτε τρόπο. Πηγαίνοντας ακόμα και προς την πλήρη καταστροφή του.

Α: «Φωνάξτε την αστυνομία. Είμαι πολίτης και χρειάζομαι προστασία!»
Γ: Τον πέταξαν. Έξω στο δρόμο. Με πρόσωπο ματωμένο. Με σκισμένα ρούχα. Πόναγε. Παντού. Δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τόσο. Βγήκαν κάποιοι από μαγαζιά και κοίταγαν ξαφνιασμένοι. (Με επιστημονικό ύφος) Είναι ακατανόητο για τον άνθρωπο, η θέα του άλλου ανθρώπου όταν διαλύεται. Καθρεφτίζει η θέα αυτή κι ανακαλεί. Και διχάζει. Ταυτόχρονα. Σε. Δύο το Ένα! Δεν υπάρχει Ένα. Ουδέποτε υπήρξε. Μια επινόηση το Ένα! Δείτε πόσοι πολλοί μέσα μας! Τι το κρύβουμε!
Α: Με χτύπησαν. Πολύ. Και αλύπητα. Αφού ούτε μια δικαιολογία δεν είχα να τους πω. Μόνο την αλήθεια. Και αυτήν τους είπα: « Από αγάπη το κάνω!»

©Yiannis Priftis


5. Στην «Εκκρεμότητα» περιγράφεται το αφόρητο του εγκιβωτισμού μας. Στον μικρόκοσμο της ιδιωτικότητας που μας έσπρωξαν . Και φανερώνεται ένας εσωτερικευμένος εμφύλιος. Και το ποιοι είμαστε. Ως άνθρωποι.
Ποιος είναι ο μηχανισμός, που καταφεύγουμε και επικαλούμαστε σε κάθε μας φράση λέγοντας  «Εγώ». Τι είναι ο εαυτός; Και ποιος είναι ο Άλλος. Που τον αποδιώχνουμε ως ξένο. Και γίνεται η κόλασή μας. Και που συχνά τον κατασκευάζουμε οι ίδιοι, αποφεύγοντας την τρομώδη ενηλικίωση μας. Όπως ακριβώς συμβαίνει στο θεατρικό έργο «Εκκρεμότητα».

‒Εσείς δεν είστε αυτός;
‒Είδα το όνομά μου. (Παύση) Το όνομά μας είμαστε. (Παύση) Εγώ ήμουν. Όνομα. Επίθετο. Όνομα πατρός. Μητρός. Έτος γεννήσεως. Χρώμα οφθαλμών, μαλλιών . Ύψος. Εγώ. Ο ίδιος. Μόνο η φωτογραφία. Δεν ήμουν. Εγώ. Όχι. Δεν ήμουν.
Εγώ; Αυτός;
‒Ναι. Δεν αναγνωρίζετε τους δικούς σας; Ο πατέρας σας...
‒Η μάνα μου...
‒Η αδελφή σας!
‒Ναι. Αυτοί είναι. «Εγώ» δεν είμαι. Τόσο άλλος ήμουν; Που δεν με γνώριζα. Δεν είμαστε οι ίδιοι στο χρόνο; Μέσα στο χρόνο... αλλάζουμε σαν άλλοι; (Σιωπή)


6. Η παράσταση στο θέατρο «A small Argo» με την ομάδα των παιδιών, με ανάγκασε να δω όσα δεν είχα δει καν εγώ στο ίδιο μου το έργο, αλλά υπήρχαν σαν αρχέτυπα ή σαν προφητείες.
Είδα σε μια εκ των υστέρων ανάγνωση του, τον Βαγγέλη Γιακουμάκη στη σκηνή του ξυλοδαρμού του ήρωα, αλλά και τον ίδιο Πενθέα και Διόνυσο –ταυτόχρονα- του εαυτού του, στη σκηνή της παρενδυσίας.
Δεν παριστάνω τον προφήτη, προς άγραν δημοφιλίας.
Μιλάω για την εποχή μου, με τα λόγια της εποχής μου.

Γ: Δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο στο σπίτι. Εδώ και μέρες. Δε δούλευες. Καιρό τώρα. Αν και το έκρυβες. Μήνες. Στην αρχή σηκωνόσουν το πρωί και ντυνόσουν. Κανονικά. Ότι πας στη δουλειά...
Α: Δεν πήγαινα. Οι άλλοι με έβλεπαν να πηγαίνω. Αλλά εγώ περπάταγα. Έτσι. Μέχρι να έρθει το μεσημέρι. Που γύριζα. Από τη δουλειά. Που δεν πήγαινα. (Παύση) Κι αφού δεν πήγαινα... Δεν πληρωνόμουν, δεν είχα λεφτά. Ούτε για λογαριασμούς, ούτε για το σπίτι. Ούτε για φαγητό. Δεν έτρωγα. Πια. (Παύση)

©Yiannis Priftis


7. Το χρέος της (όποιας) Τέχνης είναι ένα: Να καταγράψει τον άνθρωπο.
Ως Εγώ. Ό,τι δεν κάνει η Ιστορία και ο Πολιτισμός δηλαδή που αψηφά τον άνθρωπο ως Εγώ.

Α: Εγώ ήμουν ο πρώτος μου έρωτας.
Γ: Έρωτας του εαυτού μας είναι ο έρωτας. Άλλος έρωτας δεν υπάρχει.
Α: Εγώ ήμουν! Δεν υπήρχε άλλος.
Γ: Εμείς είμαστε. Εμάς βλέπουμε. Σαν Άλλον...

Αλλά η Τέχνη, όπως και ο έρωτας, είναι η μόνη Κιβωτός στον Κατακλυσμό του Χρόνου.
Κιβωτός αλτρουιστικού εγωϊσμού.

Πληροφορίες για την παράσταση εδώ