Θεατρο - Οπερα

Ρούλα Πατεράκη, Ιόλη Ανδρεάδη και Γιώργος Νανούρης συναντιούνται στο «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης

Το «Φονικό στην εκκλησιά» απασχολεί ξανά τη σκηνοθέτρια. Μας εξήγησε τι είναι αυτό που τη γοητεύει τόσο πολύ

Μαρία Αυγέα
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν»… Με αυτό το έργο η Ιόλη Ανδρεάδη επιστρέφει στο ιστορικό «Υπόγειο» του Κουν και μας προσφέρει μία εξαιρετική παράσταση, βασισμένη στο «Φονικό στην εκκλησιά» με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Ρούλας Πατεράκη να ξεχωρίζει και το κείμενο του Έλιοτ στη μνημειώδη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον. Μιλήσαμε μαζί της για να μάθουμε περισσότερα. 

Καλησπέρα Ιόλη! Είναι η δεύτερη φορά που καταπιάνεσαι με το κείμενο του Έλιοτ, μετά και την παρουσίασή του στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, τον Μάρτιο. Τι είναι αυτό που σε γοητεύει τόσο στο συγκεκριμένο έργο;
Με το κείμενο του Έλιοτ ασχολήθηκα πράγματι και την περασμένη άνοιξη, στη μορφή του θεατρικού αναλογίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αλλά και το καλοκαίρι του 2016, με τη μορφή παράστασης για το Φεστιβάλ Φιλίππων, με αφορμή τότε το κάλεσμα του Θοδωρή Γκόνη να συμμετέχουμε στο μεγάλο αφιέρωμα που διοργάνωνε στον Γιώργο Σεφέρη. Κάθε φορά ωστόσο, τόσο η σκηνική προσέγγιση όσο και το τελικό κείμενο που δουλεύαμε ήταν διαφορετικά. Μ’ αρέσει, άλλωσε, να δουλεύω πάνω στο ίδιο θέμα ξανά και ξανά και να καταπιάνομαι με αυτό σε διαφορετικές στιγμές και υπό διαφορετικές συνθήκες. Θεωρώ πως έτσι υπάρχει ένα άλλο, υπόγειο προχώρημα των παραστάσεων, που το ξέρεις μόνο εσύ και οι συνεργάτες σου. Αυτό που με γοητεύει στο συγκεκριμένο κείμενο είναι η θεατρική ποιητική γλώσσα του Έλιοτ και του Σεφέρη αλλά και το τι αυτή πραγματεύεται: μια μάχη του φωτός με το σκοτάδι, του Καλού με το Κακό, πολυεπίπεδη και καθόλου σχηματική.

Ένας νομπελίστας ποιητής λοιπόν, (ο «δικός μας» Γιώργος Σεφέρης) μεταφράζει στα ελληνικά το πρώτο ολοκληρωμένο θεατρικό έργο ενός άλλου νομπελίστα ποιητή, του Τ. Σ. Έλιοτ. Από πού ξεκινάς για να «πειράξεις» το κείμενο αυτό και να δημιουργήσεις το δικό σου; Πόσο δύσκολη ήταν η δουλειά της μεταγραφής που κάνατε με τον Άρη Ασπρούλη;
Θεωρώ πως στη συγκεκριμένη μεταγραφή δεν ταιριάζει τόσο η λέξη «πειράζω», που υπονοεί πως κάτι με ενοχλούσε και επιχειρώ να το διορθώσω. Το έργο του Έλιοτ στα αγγλικά και η δημιουργική μετάφραση του Σεφέρη στα ελληνικά αποτελούν δύο άρτια και πολύ σημαντικά κείμενα. Η συγκεκριμένη μεταγραφή ξεκίνησε από την πρακτική ανάγκη –πολλές φορές προϋπόθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας– να γίνει ένα έργο για δύο πρόσωπα. Στη συνέχεια, ακολούθησε την καλλιτεχνική πια ανάγκη τα δύο αυτά πρόσωπα να «φέρουν» άθικτο τον κόσμο του πρωτότυπου έργου, μέσα από μια ματιά δυο νέων συγγραφέων που έχουν ζήσει τόσο το μοντέρνο όσο και το μεταμοντέρνο και το μετα-μεταμοντέρνο και άρα, όντες λιγότερο αθώοι, αναζητούν μια νέα φόρμα στη δραματουργία ενός ήδη συντελεσμένου δράματος.

Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά είχες παρουσιάσει ξανά μια εκδοχή του έργου με δύο μόνο πρόσωπα. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, όπου συναντώνται επί σκηνής η Ρούλα Πατεράκη με τον Γιώργο Νανούρη. Το θεατρικό αυτό ντουέτο φέρει τη δυναμική όλων των αρχικών ρόλων του έργου;
Αυτή ήταν η πρόθεσή μας με τον Άρη Ασπρούλη. Μάλιστα προσπαθήσαμε να υπηρετήσουμε ταυτόχρονα τόσο την πρωτότυπη ιστορία, όσο και τους «νέους», εμπλουτισμένους χαρακτήρες, χωρίς σε κάτι από τα δύο να δοθεί λιγότερη σημασία.

Φωτογραφία: Σταύρος Χαμπάκης

«Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν» είναι ο τίτλος που έδωσες. Κάποιος θα αναρωτηθεί εύλογα: Γιατί επιστρέφει τότε; Ποιοι είναι εκείνοι οι λόγοι που τον οδηγούν, στην ουσία, στο να θυσιαστεί;
Τη φράση την είπε ο ίδιος ο Έλιοτ, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει για το Φεστιβάλ του Καντέρμπουρι -όπου το έργο του παραστάθηκε για πρώτη φορά- περί τίνος πρόκειται. Εμείς την επιλέξαμε για τίτλο στην παράσταση αυτή γιατί μιλά γι’ αυτό που βρίσκεται και στην καρδιά της δικής μας δραματουργικής προσέγγισης: ένας άνθρωπος με άλλα λόγια ο οποίος πεθαίνει χωρίς να φοβάται το θάνατο, τον οποίο, με αυτή την έννοια, έχει πια νικήσει. Ο λόγος που τον οδηγεί στο να πεθάνει χωρίς να προβάλει αντίσταση, είναι πως η πίστη που έχει στο Θεό τον έχει κάνει να υπακούει στο θέλημά του. Αν είναι θέλημα Θεού να πεθάνει, θα πεθάνει. Ο αναγνώστης γνωρίζει πως αυτή η μη αντίστασή του Θωμά στο θάνατό του, αποτέλεσε τελικά μια ουσιαστική αντίσταση απέναντι στους κρατούντες της εποχής του. Αυτή η αντίστασή του, με τη σειρά της, είχε σαν αποτέλεσμα να αγιοποιηθεί και να έρχονται από όλα τα μήκη και τα πλάτη πιστοί να προσκυνήσουν το σκήνωμά του. Είναι το γνωστό προσκύνημα που αποτέλεσε και το πλαίσιο της δράσης για τις «Ιστορίες του Καντέρμπουρι» του Τσώσερ (Canterbury Tales). 

Γράφετε με τον Άρη ότι το έργο του Έλιοτ είναι, στην πραγματικότητα, ένα νέο είδος ποίησης που διατηρεί το ύφος της καθημερινής ομιλίας απλών ανθρώπων. Κάτι τέτοιο επιχειρείται και στη δική σας παράσταση;
Ναι, στην παράσταση επιχειρούμε με τους δύο ηθοποιούς, το Γιώργο Νανούρη και τη Ρούλα Πατεράκη, και με τη βοήθεια της ουσιαστικής δουλειάς των συνεργατών μας -της Δήμητρας Λιάκουρα, του Περικλή Πραβήτα, του Γιάννη Χριστοφίδη, της Χριστίνας Θανάσουλα, του Πάνου Μιχαήλ και της Μαρίας Νικητοπούλου- να μιληθεί ο ποιητικός λόγος του Έλιοτ και του Σεφέρη σαν έτσι να μιλούν οι δυο αυτοί επί σκηνής άνθρωποι στην καθημερινότητά τους και να μετατραπεί έτσι η θεατρική ποίηση σε θεατρική δράση.

Φωτογραφία: Σταύρος Χαμπάκης

Είσαι απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης. Πώς αισθάνεσαι που επιστρέφεις στο ιστορικό υπόγειο ως σκηνοθέτιδα πλέον, έχοντας ήδη στο βιογραφικό σου πολλές αξιόλογες δουλειές;
Το Υπόγειο είναι ένας από τους πιο ωραίους και λειτουργικούς θεατρικούς χώρους στην Ελλάδα. Αυτό με βοηθάει απίστευτα στη δουλειά μου γιατί δεν έχω να πάω «κόντρα» σε ένα χώρο μη λειτουργικό, με τυχόντα προβλήματα που πρέπει να ξεπεραστούν.

Τώρα, στο πιο συναισθηματικό κομμάτι, μπαίνοντας για την πρόβα τυχαίνει να θυμηθώ συχνά τις εισαγωγικές εξετάσεις για να μπω στη Σχολή, όταν καθόμασταν στα σκαλάκια με τους συμμαθητές μου, χωρίς να γνωριζόμαστε ακόμη, αλλά και σημαντικούς δασκάλους όπως το Γιώργο Λαζάνη, την Κάτια Γέρου, το Μίμη Κουγιουμτζή, το Δημήτρη Οικονόμου, το Φίλιππο Τσαλαχούρη, την Εύα Κοταμανίδου και άλλους πολλούς. Τη Σχολή μου τώρα τη θυμάμαι λίγο σαν σε όνειρο, αλλά σίγουρα διαμόρφωσε ένα μέρος του τι μ’ αρέσει και τι όχι στο θέατρο.   

Πώς ήταν η συνεργασία σου με τη Ρούλα Πατεράκη;
Η συνεργασία μου με τη Ρούλα Πατεράκη υπήρξε για μένα και χαρά και μαθητεία. Χαρά γιατί την απόλαυσα καθημερινά σε στιγμές της ερμηνείας της που δεν επαναλαμβάνονται, μια και ήταν μόνο για την πρόβα μας και μαθητεία για την αυτοπεποίθησή της, τις γνώσεις της και για το ότι είναι ταυτόχρονα διανοούμενη και βαθιά ενστικτώδης ηθοποιός.

Φωτογραφία: Σταύρος Χαμπάκης

Σε συνθήκες κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, στην Αθήνα ανεβαίνει κάθε χρόνο ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός παραστάσεων. Αυτή η πληθώρα των παραστάσεων είναι κάτι θετικό πιστεύεις;
Μου είναι δύσκολο να βγω έξω από την κατάσταση αυτή και να κρίνω με καθαρή ματιά. Σίγουρα είναι θετικό οι άνθρωποι να ασχολούνται με την τέχνη τους. Αυτή η πλευρά, ναι, είναι θετική. Και σίγουρα, αντίθετα, η πληθώρα των παραστάσεων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να «χαθεί» κάτι που αξίζει μέσα στο θόρυβο των πολλών, ή μπορεί να κάνει έναν ηθοποιό να μην αντέχει να δώσει το εκατό τοις εκατό του σε μια δουλειά, γιατί αναγκάζεται να κάνει περισσότερες για να επιβιώσει. Μακάρι αυτή η άνθιση η αριθμητική να συνδυαστεί κάποτε και με άνθιση στο κομμάτι των ζωτικών πόρων, αλλά και με άνθιση της ποιότητας της δουλειάς μας. 

Info: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15, στο Υπόγειο, Πεσμαζόγλου 5, εισιτήρια: γενική είσοδος15 €, μειωμένο 10 €, ανέργων8 €