Θεατρο - Οπερα

Πλανήτης Κιτσοπούλου

Είναι λίγο για τρελούς αυτά που κάνει η Λένα Κιτσοπούλου; Η «Αντιγόνη - Lonely Planet» στη Στέγη ήταν η αφορμή για να μάθουμε

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 637
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι ήταν αυτό το πανηγύρι στη Σαντορίνη από το οποίο γύρισες; Πρώτα απ’ όλα η Σαντορίνη ήταν μια κούκλα. Γλυκός καιρός, με κάτι χρώματα να σκάνε στον ουρανό, η θάλασσα λάδι – ένα όνειρο. Ήταν ένα πανηγύρι με αφορμή τη γιορτή της Αγίας Αικατερίνης που διοργανώνει ένας κάτοικος της Οίας. Κάθε χρόνο καλεί φίλους τους και η συμφωνία με την ορχήστρα είναι να παίζει όσο θέλουν και όσο πάει.  Ήταν λίγο για τρελούς αυτό που έκανα. Τραγουδούσα δεκατρείς ώρες – από τις δύο το μεσημέρι μέχρι κοντά στις τέσσερις τα ξημερώματα. Όταν έφτασα στις έξι στο αεροδρόμιο ξάπλωσα κατευθείαν στο πάτωμα και κοιμήθηκα.

Πώς άντεξε η φωνή σου τόσες ώρες; Δεν ξέρω. Μέχρι τις δύο ήταν καμπάνα. Εντάξει, έτσι όπως πάω θα την καταστρέψω, απλά με σώζει που δεν τραγουδάω κάποιο φοβερά απαιτητικό είδος και ότι τραγουδάω χαμηλόφωνα.

Ρεπερτόριο; Λαϊκά και ρεμπέτικα.

Και το σουξέ της βραδιάς; «Τα πέντε δάχτυλα». (τραγουδάει) «Τις αμαρτίες τις δικές μου/ αν χρειαστεί να τις μετρήσω/ από τα δέκα δάχτυλά μου/ μόνο τα πέντε θα κρατήσω». Είναι του Πάριου και το έχoυν τραγουδήσει ο Καζαντζίδης, ο Πάριος και ο Τερζής. Ούτε ξέρω πόσες φορές το τραγούδησα, μετά το τραγούδησε και ένας θαμώνας για μια «ιστορία» του που ήταν εκεί… Άσε, χαμός με τα «δάχτυλα».

«Το δικό σου αμάρτημα» (Τα πέντε δάχτυλα) με τον Στέλιο Καζαντζίδη

 

Δέχτηκες και παραγγελιές; Εννοείται. «Έλα, Λενάκι, παίξε μας κι αυτό» και πάει λέγοντας. Πολύ ωραία ήταν. Από την ώρα δε που ξεκινήσαμε, άρχισα να πίνω ρακιές. Καταλαβαίνεις πώς ήμουν, όταν τελειώσαμε. (γέλια)

Με ποιο τραγούδι λίγωνες παλιότερα και με ποιο τώρα; Πολλά είναι και κάθε φορά παθαίνω εμμονή με κάποιο. Τώρα μου αρέσει ο «Καφές» και το «Χαράμι» του Σουγιούλ.

«Καφές» με τη Μάγια Μελάγια

Soundtrack χωρισμών έχεις; Δεν έχω… γιατί δεν χωρίζω πια. Ό,τι χώρισα, χώρισα, και πάλιωσαν τα τραγούδια. (γέλια) Τελευταίο ήταν το «Σκουπιδιάρικο» της Θεοδωρίδου.

«Σκουπιδιάρικο» με τη Νατάσσα Θεοδωρίδου

Από πού ξεκίνησες να τραγουδάς; Από ένα μαγαζί στη Σαντορίνη. Με σήκωσε στο πάλκο ο Γιώργος Πετρούδης, που παίζει μπουζούκι από τα δεκατρία του και είναι φίλος. Ο Γιώργος είναι ένας νίντζα της δουλειάς και αυτός μου έμαθε όλα τα τερτίπια.

Έχεις ταξιδέψει προκειμένου να ακούσεις την και-γαμώ-την-κομπανία; Εννοείται! Πάντα ρωτάω όπου και να βρεθώ, αν υπάρχει κάποια καβάντζα. Ποτέ δεν ξέρεις σε τι αρρώστια θα βρεθείς. Ένα από τα αγαπημένα μέρη είναι στο Βερολίνο. Υπάρχει ένα μπαρ που λέγεται Helvetia –μάλλον το έχουν κάποιοι Ελβετοί–, όπου κάθε Κυριακή έχει καθιερωθεί να μαζεύονται Έλληνες οργανοπαίχτες. Από τον γκασταρμπάιτερ που παίζει μόνο Καζαντζίδη, μέχρι το φοιτητή που παίζει ό,τι γουστάρει. Το έχω ανακαλύψει με τον Ανέστη Αζά και όταν τύχουμε και οι δύο στο Βερολίνο θα πάρει τηλέφωνο ο ένας τον άλλο για να πει την κλασική, πλέον, ερώτηση: «Πάμε να καούμε στο Helvetia;». Μια άλλη φορά είχα τύχει στις Σέρρες για ένα γύρισμα με τον Καρκανεβάτο. Θυμάμαι, μέναμε στο πουθενά, όπου υπάρχουν μόνο χωράφια και ακούγονταν μόνο σκυλιά. Ένα βράδυ βγήκαμε βόλτα με τον Γιώργο Καραμίχο να πάμε στο… πουθενά και περπατώντας μέσα στη λασπουριά ακούσαμε να έρχεται από κάπου ο ήχος μιας λύρας. Καταλήξαμε σε μια παράγκα όπου έπαιξε ένα απίστευτο γλέντι με ηλικιωμένους λυράρηδες.

Ποιας φωνής τραγούδια σού πηγαίνουν; Δεν θέλω με τίποτα να πω ότι οι φωνές μας μοιάζουν, αλλά μου πάνε τραγούδια της Βίκυς Μοσχολιού, της Πόλυς Πάνου, της Σωτηρίας Μπέλλου, της Ιωάννας Γεωργακοπούλου... Μωρέ, δεν το παίζω τραγουδίστρια. Όλο αυτό το κάνω για το κέφι μου και από τη στιγμή που συναντιέται και με το κέφι των θαμώνων, το συνεχίζω. Έχω ακούσει «Λένα, σε γουστάρω», αλλά έχω αισθανθεί και μια αρνητική διάθεση από ανθρώπους του χώρου. Τώρα για να είμαι ειλικρινής το τελευταίο είναι περισσότερο στο μυαλό μου γιατί έχω τύχει να δω, όταν τραγουδάω, μουσικούς να σιγοψιθυρίζουν και νομίζω ότι κάνουν αρνητική κριτική.

Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Δώρος Δημοσθένους τραγουδούν «Το τραύμα»

Πώς προέκυψε το ρεμπέτικο και το λαϊκό; Από μικρή μου άρεσε. Πάντοτε ήμουν και λαϊκάντζα. Στην Αθήνα ήμουν λίγο Βου Που –Γερμανική σχολή, πιάνο και γλώσσες–, αλλά όταν πήγαινα μικρή στο χωριό του πατέρα μου, στο Αντίρριο, ήθελα να γίνομαι ντόπια. Αν θέλεις να το πεις σχιζοφρενικό πες το, δεν με πειράζει. Γούσταρα να πηγαίνω με τον πατέρα μου στην ταβέρνα και να βάζω τραγούδια στο τζουκ μποξ· στους πρώτους έρωτες νταλκάδιαζα με τα λαϊκά· έκανα παρέα με αυτούς που η ζωή τους ήταν μόνο η μηχανή Φλωρέττα. Γούσταρα, ρε παιδί μου, τους αλήτες.

Η αστική παιδεία σου σε άφηνε ελεύθερη να το ζεις όλο αυτό; Για να είμαι ειλικρινής πάντα ένα κομμάτι μου ήξερε ότι δεν άνηκε εκεί. Όμως δεν κορόιδευα κανέναν, ούτε τον εαυτό μου. Είναι ανάγκη μου να το ζω κι αυτό, όπως να υπάρχει ταυτόχρονα και το άλλο. Η ύπαρξη και των δύο με ισορροπεί. Πάντως, για να γυρίσω στο τραγούδι, το ζω όλο αυτό ως μυθιστόρημα. Φτιάχνω εικόνες…

Η απλότητα του στίχου των λαϊκών επηρέασε τη γραφή σου; Από πάντα έγραφα όπως μιλάω. Επίσης, ήμουν πάντα της μικρής φόρμας –δες τα διηγήματά μου–, του κοφτού και απλού φινάλε. Ποτέ δεν μου άρεσε η πολυπλοκότητα.

Μπορεί να γελάει αλλά καθώς την κοιτάζω έχω την εντύπωση ότι τα μάτια της κρύβουν μια (παιδική) απορία – «θα καταλάβει ποια είμαι;» ή ίσως «θέλω να δείξω ποια είμαι;» Τα χέρια της, κανονικές φτερούγες αετού, τα χρησιμοποιεί εμφατικά και ηρεμούν μόνο όταν καπνίζει, πίνει το καπουτσίνο ή όταν προσγειώνονται στο στόμα – αν έβγαζα φωτογραφία θα έβαζα τίτλο «Απλά κορίτσι».

Nick Knight

Είναι στολή τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια που φοράς; Είμαι κολλημένη με τις πέρλες. Νιώθω γυμνή, αν δεν τις φορέσω. Ξέρω ότι είναι ανοησία αυτό που θα πω, αλλά νιώθω ασφαλής όταν τις βάζω. Πάντα μου αρέσει να έχω κάτι διαφορετικό. Πολύ παλιότερα φορούσα πλαστικά λουλούδια στα δάχτυλα. Μικρότερη φόρμα Adidas με ασημένια γόβα. Πάντα είχα την αίσθηση ότι αυτό που δεν βλέπω μπορεί να είναι και το καλύτερο.

Με όλα αυτά προσπαθείς να δημιουργήσεις μια «persona» και να κρυφτείς από πίσω της; Δεν νομίζω, γιατί δεν έχει σκέψη ή δόλο – όλο ξεκινάει από μία ανάγκη. Σαν να μην μπορώ να κάνω διαφορετικά. Είναι θέμα προσωπικής αισθητικής ή στιλ. Ξέρω ότι θέλω μια άνεση, πως δεν μπορώ να υποστηρίξω μανικιούρ ή ταγέρ, ότι δεν μπορώ να αποφύγω τον ιδρώτα… Αλλά το χύμα μου ποτέ δεν θα είναι χύμα, πάντα θα υπάρχει μια λεπτομέρεια. 

Όλο αυτό κρύβει το «θέλω να σας αρέσω»; Κι αν δεν αρέσει το αλλάζεις; Σίγουρα θέλω να αρέσω, αλλά δεν θα πετάξω καμία εμμονή μου γιατί έχω μεγάλη σιγουριά ότι καλώς την επέλεξα. (γέλια) Αυτό έχω και όταν δουλεύω. Κάτι που μου αρέσει πολύ θα το κρατήσω και δεν με αφορά τι θα πει ο άλλος. Προς Θεού, δεν θέλω να πω ότι κάθε δουλειά μου τη θεωρώ σούπερ και ωραία. Μιλάω για λεπτομέρειες, για σημεία στις δουλειές μου. Θα ζήσω για να δω να βγαίνει ένα διήγημά μου και να διαβάσω τη μία ατάκα που γουστάρα πολύ ή για τον τίτλο που με ενθουσίασε όταν τον βρήκα. Κάποια πράγματα στις δουλειές μου τις βλέπω όπως τις πέρλες μου. Δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτά.

Εκ των υστέρων είσαι αυστηρή με τις δουλειές σου; Μπορώ να δω λάθη ή να πω «γαμώτο, αυτό θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς», όμως έχω μια αγάπη στη στιγμή της δημιουργίας. Θα πω στον εαυτό μου «τότε αυτό πίστευες, και προσπάθησες να το κάνεις με τον καλύτερο τρόπο» και ησυχάζω. Η διαδικασία έχει πάντοτε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μένα, από το ίδιο το αποτέλεσμα. Ας πούμε σε μία πρόβα της «Αντιγόνης - Lonely planet» μια κοπέλα, που το μυαλό της είναι πολύ κοντά στο δικό μου, έκανε κάτι τελείως δικό της με το κείμενο – βλέποντάς την ενθουσιάστηκα. Δεν ξέρω καν αν κρατηθεί στην τελική παράσταση αυτό το κομμάτι, όμως προτιμώ να ρισκάρω για χάρη μιας τέτοιας καθαρότητας. Ακολουθώ το χάος μου, αλλά και προσπαθώ να το εντάξω μέσα σε μια… αρχιτεκτονική. Εμπιστεύομαι το ένστικτο και αυτό που μου λέει το μέσα μου, αλλά η κάθε ιδέα θα φιλτραριστεί και από το πώς θα μου φανεί την άλλη ημέρα ή τις επόμενες. Κάπως έτσι λειτουργώ και στη ζωή.  

Η ενασχόλησή σου με την Αντιγόνη ξεκίνησε από μία δική σου ανάγκη; Ξεκίνησε από μια παραγγελία. Έδειξα μια πρώτη γραφή του έργου μου πριν από χρόνια στη Νέα Υόρκη στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ για την ηρωίδα, το οποίο διοργάνωσε το Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο. Τώρα όλο αυτό έχει εξελιχτεί. Το έργο μου στην ουσία αναρωτιέται για την ηρωίδα μέσω μιας διάλεξης από τέσσερις ανθρώπους για την Αντιγόνη. Αυτοί μπορεί να ταυτίζονται με την Αντιγόνη, τον Κρέοντα ή τον Αίμονα ή να αναρωτιούνται πάνω στα θέματα που θέτει το αρχαίο κείμενο… Όλα όμως έχουν να κάνουν με το ποιοι είναι και την προσωπικότητά τους. Πάνω κάτω αυτό είναι το έργο.

Φαντάζομαι ότι η λέξη δέος δεν ταιριάζει στην Κιτσοπούλου. Εννοώ δεν σε απασχολεί η φιλολογική θέση που απαιτεί να κοιτάζουμε τα αρχαία έργα με το δέοντα σεβασμό. Καμία σχέση με εμένα. Θέλω να εκθέσω όλες τις σκέψεις μου, μαζί και τις μπούρδες μου, που μου γεννήθηκαν σκεπτόμενη την Αντιγόνη. Θέλω να μπορώ να πω ότι μπορεί και να μη μου λέει τίποτα όλο αυτό που έκανε η Αντιγόνη ή το αντίθετο. Στην τελική θέλω να με εκθέσω. Δίνοντας βάση στην πρώτη σκέψη και στο ένστικτο προχωράω.

Αυτό το «ζήτω η πρώτη σκέψη» και «θέλω να νιώθω ελεύθερη, όταν γράφω και σκηνοθετώ», μήπως τελικά καταλήγει σε ένα είδος κλισέ; Νιώθεις ότι ξεφεύγεις σε κάθε καινούργια παράσταση από το σύμπαν που εσύ η ίδια έχεις δημιουργήσει; Προσωπικά νιώθω ότι προχωράω. Στους «Τυραννόσαυρους» δοκίμασα την αξία της σιωπής σε μία παράσταση, στην «Αντιγόνη» κάνω ένα βίντεο, το οποίο ποτέ μέχρι πρότινος δεν είχα κάνει. Ακόμη και στη γραφή αισθάνομαι ότι υπάρχει μια αλλαγή. Πάντως δεν θα έλεγα κλισέ, αλλά κώδικες. Και αυτοί έχουν να κάνουν με τη στιγμή, το χρόνο και πάντα με το ένστικτο και τη δικιά μου αλήθεια. Μου μετέφερε ένα φίλος μια συζήτηση που άκουσε σε ένα μπαρ. Έλεγε ο μπάρμαν σε κάποιον θαμώνα ότι το προηγούμενο βράδυ είχε μεθύσει τόσο πολύ που το πρωί ανακάλυψε πως δίπλα στο κρεβάτι του ήταν μια γυναίκα, με την οποία δεν θα πήγαινε ποτέ αν ήταν νηφάλιος. Ο άλλος, που αποδείχτηκε ότι ήταν συγγραφέας, του είχε απαντήσει: «Μη στεναχωριέσαι, γιατί αυτό ακριβώς ήθελες». Μου έχει κάτσει αυτό το ακριβώς, που ήθελες...  


Info

«Αντιγόνη - Lonely Planet», 14/12 - 7/1 21.00, Στέγη, Λεωφ. Συγγρού 107, 2130178000 

Κείμενο-σκην.: Λένα Κιτσοπούλου.

Παίζουν: Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέας Κοντόπουλος Γιάννης Τσορτέκης, Πέτρος Γεωργοπάλης, Νικολέτα Γκριμέκη, Βασίλης Σαφός. 

Φωτό
Η Στέγη συνεργάζεται με τον Nick Knight και το Show Studio του Λονδίνου. Μετά τους Bjork, LeBron James, Kanye West, David Beckham, Lady Gaga και πολλούς άλλους, η Λένα Κιτσοπουλου αιχμαλωτιζεται στο φακό του διάσημου φωτογράφου.