Θεατρο - Οπερα

Κανονικό θέατρο

«Heisenberg» του Σ. Στήβενς στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Γιώργος Σαμπατακάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χωρίς ιδιαίτερο ιδεολογικό βάθος, το Heisenberg είναι ένα συμπαθητικό romantic comedy που ενδιαφέρεται να μας μυήσει στο αυτονόητο, και δηλαδή στην κατ’ αρχήν μεταβλητότητα και απροσδιοριστία των ανθρώπινων σχέσεων.

Μέσα στη γλυκιά ελαφρότητά του, το έργο περιγράφει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της σχέσης δύο ανθρώπων που συναντιούνται για πρώτη φορά σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό και στη συνέχεια ερωτεύονται είτε από ανάγκη, είτε από συμφέρον, είτε κάτω από τη δυναμική επίδραση ενός momentum, μιας τυχαίας δηλαδή στιγμής μέσα στο χρόνο που τους βρήκε εκκρεμείς και διαθέσιμους.   

 Η Τζόρτζι Μπερνς, μια πληθωρικότατη σαρανταδυάχρονη Αμερικανίδα, και ο μειλίχιος Άλεξ Πριστ, ένας εβδομηνταπεντάχρονος ιρλανδός χασάπης, γνωρίζονται τυχαία στο σταθμό του Σέιντ Πάνκρας του Λονδίνου κι ύστερα από πέντε μέρες η Τζόρτζι τον γκουγκλάρει και πηγαίνει να τον βρει στο κρεοπωλείο του. Ο Άλεξ, συγκινημένος από την ιστορία της (ο γιος της την έχει απορρίψει και ζει στη Νέα Υόρκη) και μέσα στη σχεδόν ισόβια μοναξιά του, την ερωτεύεται. Αν και από τον συγγραφέα υπονοείται ότι η Τζόρτζι προσπαθεί ίσως να εκμεταλλευτεί οικονομικά τον Άλεξ, αυτό είναι απλώς μια ακόμη μεταβλητή της απροσδιοριστίας στη σχέση τους. Στο πρόγραμμα της παράστασης διαβάζουμε πως πρόκειται για ένα «έργο συγκινητικό, αισιόδοξο, με χιούμορ, που είναι ταγμένο στο θαύμα της ζωής, ακόμα και όταν στο βάθος βλέπει τον άγγελο του θανάτου. Ιδίως τότε». Και φυσικά, εν όψει αυτού κυρίως του (φυσικού ή συμβολικού) θανάτου, οι ηθικές αντιστάσεις χαλαρώνουν χάρη σε ένα κοινό ανθρώπινο «συμφέρον» απάλυνσης της αναμονής.   

Ο Β. Θεοδωρόπουλος κατασκεύασε με γοητευτική ακρίβεια έξι σκηνικές ατμόσφαιρες που αναδείκνυαν πιστά το κλίμα της κάθε σκηνής, με συμπαραστάτη τη συγκλονιστικής ευθυβολίας μουσική του Ε. Γασπαράτου, η οποία συγκρατούσε τη συναισθηματική «ουσιοκρατία» της παράστασης (και αποτελεί αυτόνομο έργο τέχνης, όπως για παράδειγμα και μια σουίτα από το Breakfast at Tiffany's).

Η αξιοπρεπής μετάφραση του έργου από τον Μ. Καραντζά είχε να αντιπαλέψει το σοβαρό πρόβλημα της «μεταγλώττισης» της αγγλικής καθομιλουμένης στα ελληνικά, ανεβάζοντας την ένταση του έργου κάπου αλλού (τα τουλάχιστον είκοσι «fucking» που μέτρησα στο πρωτότυπο, δεν μπορεί να έχουν αντίστοιχο βάρος βρισιάς στα ελληνικά).  

Η σκηνογραφία (Μ. Αυγερινού) με τα πολυμορφικά ξύλινα τελάρα, αν και με τον αφαιρετικό αντιρρεαλισμό της δεν επιβάρυνε νοηματικά την παράσταση και βοηθούσε την προβολή της συναισθηματικότητας, είχε μια ανακόλουθη προς τη σκηνοθεσία σκληρότητα, αν όχι αισθητική αγριότητα, ακόμη κι αν επρόκειτο για αντίστιξη. Επιπλέον, τα «κοστούμια» που σίγουρα ήθελαν να υποδηλώσουν τα απλά ρούχα μιας μικροαστικής καθημερινότητας, έπρεπε ίσως να είχαν μια πιο διακριτή αισθητική «φόρμα» και να μην αναδίδουν την αίσθηση του «αυτό-βρήκα-αυτό-φόρεσα».

Η τόσο αξιόλογη Κ. Καρβούνη μπήκε στην παράσταση με έναν περίεργο θεατρινισμό (με στιλιζαρισμένους επιτονισμούς και διστακτικότητες), που εξελίχτηκε προοδευτικά σε μια λεπτής εξιχνίασης συναισθηματική ακρίβεια (ίσως για να μην παγιωθεί στην αρχή μια οριστική απόφανση για το ήθος του προσώπου). Και πραγματικά, η σκηνική απεικόνιση της Τζόρτζι κινήθηκε προς την κατεύθυνση μιας αμφιθυμίας, η οποία απαιτούσε ακροβατική αμφιταλάντευση μεταξύ καταδήλωσης και υποδήλωσης (τι λέγεται από τις «άνετες» κανονικές στάσεις και τι υπονοείται).

Ο σπουδαίος Π. Μουστάκης μέσα στο διαμορφωμένο προσωπικό του ύφος έδωσε έναν γλυκόπικρα ερωτευμένο άνδρα που σπαρασσόταν από την επίγνωση της προχωρημένης για έρωτες ηλικίας του και από ένα λυσιμελές πάθος που τον κινητοποιούσε, αλλά και τον συν-έθλιβε. Μια γοητευτικά ήσυχη ερμηνεία ευγενικής απλότητας και δυναμικής αμφιλογίας.  

Είμαι πεπεισμένος πλέον ότι ο Θεοδωρόπουλος πρέπει να επιστρέψει στη σκηνοθεσία κλασικών έργων που του έδιναν παλιότερα τη δυνατότητα να συγκρούεται με τις σκηνοθετικές «κανονικότητες», προκαλώντας αναταραχές και συζητήσεις. Το «κανονικό» θέατρο του Heisenberg εξασφαλίζει σίγουρα μια ποιοτική εμπορικότητα, καθηλώνει όμως έναν σκηνοθέτη στα ασφαλή κεκτημένα του.


Δείτε πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice