Θεατρο - Οπερα

Ο κος Μάριος Ποντίκας μισεί τον εφησυχασμό

Από το θεατρικό έργο «Θεατές» στο βιβλίο «Κουταμάρες (και μια εξυπνάδα)»

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 429
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Ο καθένας μπορεί να έχει τις πεποιθήσεις του και να τραβάει ελεύθερα το δρόμο του. Ο άλλος είναι αμέτοχος και το τι κάνεις εσύ, πέρα βρέχει εμένα. Αυτό είναι άλλωστε και το νόημα το οποίο έχει και η δημοκρατία. Το καλό της αυτό είναι. Να μην μπερδεύεσαι στη ζωή του άλλου. Διότι ούτε αυτός φταίει για τη δική μου κατάντια ούτε κι εγώ για τη δική του. Σε βλέπω μεν, αλλά πέραν αυτού σηκώνω τα χέρια ψηλά. Και αυτό απαιτώ να κάνεις κι εσύ. Όχι γιατί το λέω και το πρεσβεύω, αλλά γιατί έτσι είναι. Έτσι πρέπει, δηλαδή». «Οι θεατές»

«… Και βγήκε στο μπαλκόνι εν μέσω επευφημιών, “πατριώτες, αγαπητοί συμπολίτες”. “Έχουμε φέρει και τα παιδιά μας” ακούστηκε βροντώδης αντρική φωνή. “Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά” – “έχουμε φέρει και τα σκυλάκια μας” τον διέκοψε άλλη βροντώδης φωνή. “Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά, χαριτωμένα σκυλάκια” – “έχουμε και τις γάτες μας” ακούστηκε άλλη βροντώδης φωνή. Απτόητος και χαμογελαστός ο δικός σου συνέχισε: “Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά, γατούλες και σκυλάκια” – “έχουμε φέρει και τους αγαπημένους μας νεκρούς!” Σιγά μην κωλώσει, προσφώνησε και τους νεκρούς, δίνοντας έτσι ένα μάθημα ψυχραιμίας, αυτοκυριαρχίας και ειρωνείας υψηλού επιπέδου. Ήταν μια μεγαλειώδης συγκέντρωση με ζητωκραυγές, νιαουρίσματα και γαβγίσματα, που έκαναν τους νεκρούς να θέλουν να ξαναπεθάνουν, αν πιστέψουμε ότι παρέστησαν πράγματι νεκροί. Και γιατί όχι; Σε μια Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». «Κουταμάρες (και μια εξυπνάδα)»

Τριάντα πέντε (και) χρόνια χωρίζουν αυτά τα κείμενα/αποσπάσματα. Αναγκαία απόσταση να γίνει ο κρυφός σαρκασμός, φανερός; Το πρώτο ίσως κρύβει το γιο του χωροφύλακα «που έγινε απ’ ανάγκη για να φέρει χρήματα στην οικογένεια, αν και σπούδασε νομικά. Του οφείλω τόσα πολλά. Στα δεκαέξι μου έλεγα διάφορες αριστερές κοινοτυπίες. Μου έδωσε να διαβάσω το “Κεφάλαιο” για να μη λέω θυμικά πράγματα. Φυσικά, αδυνατούσα να το καταλάβω, αλλά επέμενε – έπρεπε να φτάσω 30 για να το διαβάσω. Μαζί με αυτό μου είχε δώσει να διαβάσω Καρυωτάκη και Καβάφη. Δεν ήταν ευτυχισμένος στη χωροφυλακή και αν και σπουδαγμένος έμεινε μια ζωή στάσιμος. Θυμάμαι μια φορά ήρθε σπίτι με πληγωμένο χέρι. Επειδή είχε χτυπήσει άνθρωπο, είχε βάλει το χέρι του στο συρτάρι και ανοιγοκλείνοντάς το σημάδεψε για να του θυμίζει να μη το ξανακάνει ποτέ».

Το δεύτερο, ίσως, να έρχεται από τη στοιχειωμένη εικόνα μιας συγγενούς του «η οποία ήταν μια ιερατική μορφή· μια γυναίκα-θηρίο στα μάτια ενός οκτάχρονου, που όταν πήγαινα στην Καρδίτσα, απ’ όπου η καταγωγή του πατέρα μου, την έβλεπα ντυμένη με την παραδοσιακή στολή της να διαβάζει τα κάρβουνα στις γυναίκες». Ο δημιουργός τους, καθισμένος δίπλα μου στο καφέ των εκδόσεων Γαβριηλίδης, μπορεί σωματικά να κουβαλάει τη διαφορά των χρόνων, αλλά οι αλλαγές σταματούν εκεί. «Κύριε Ποντίκα, τελικά τη γλίτωσες από τη γάτα» θα του πει, γελώντας, περαστικός θαμώνας του καφέ. «Καθόμουν μια μέρα, εδώ, αλλά έξω», θα μου εξηγήσει, «όταν ήρθε μια γάτα˙ έκατσε σε μια γλάστρα, ακριβώς απέναντί μου κι άρχισε να με κοιτάζει. “Ωχ”, σκέφτηκα, “ήρθε να πάρει τον μεζέ της”. Μια ζωή, από το δημοτικό, γινόταν καζούρα με το επώνυμό μου».

Ψάχνοντας στοιχεία για εσάς έπεσα πάνω σε μια συνέντευξη που δώσατε το 2007 στον Βασίλη Αγγελικόπουλο. Εξεπλάγην, που μιλούσατε με καλά λόγια για την τότε κυβέρνηση Καραμανλή.

Το τι είχα ακούσει μετά από φίλους γι’ αυτό, δεν περιγράφεται. Στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο μια «υπερασπιστική» δήλωση, αλλά μια έκφραση αηδίας για τον τρόπο που έκανε τότε αντιπολίτευση το ΠΑΣΟΚ.

Οι απαντήσεις σε μια συνέντευξη μπορούν μελλοντικά ν’ αναιρεθούν. Τι γίνεται, όμως, με ένα θεατρικό έργο; Θ’ αλλάζατε τους «Θεατές»;

Όχι πως το κρίνω υποχρεωτικά αναγκαίο, αλλά το ομολογώ πως όταν μου ανακοινώθηκε πως θα ανέβουν στο Εθνικό ονειρευόμουν να βρεθώ στις πρόβες και, γιατί όχι, να άλλαζα πράγματα αν χρειαζόταν. Η Κατερίνα (σ.σ. Ευαγγελάτου, σκηνοθετεί την παράσταση), όμως, δεν δουλεύει έτσι. Δεν ήθελε καμία είδους παρέμβαση, ούτε κι εμένα στις πρόβες. Το σέβομαι. Η θεατρολογική αξιολόγηση ενός κειμένου έχει την αξία του, αλλά το κείμενο γίνεται έργο μόνο μέσω της διαμεσολάβησης του σκηνοθέτη και των ηθοποιών. Μια παράσταση μπορεί να σε οδηγήσει στο να πεις «φτάνει, όχι άλλο Σέξπιρ» ή και το αντίθετο: να σου αποκαλύψει το μεγαλείο του.

Τι κάνει τους «Θεατές» να είναι επίκαιροι, αν και αναφέρονται σε ανθρώπους και καταστάσεις του ’50;

Τους έγραψα μεταδικτατορικά με αφορμή μια είδηση σε μια εφημερίδα για ένα μικροπωλητή που αυτοκτόνησε. Δεν μου άρεσε η εφησυχαστική στάση του πολίτη. Αυτή που έφερε την εύπλαστη ευμάρεια του ’90 και αυτό που ζούμε σήμερα. Ο θεατής-μπανιστιρτζής του έργου μοιάζει στους περισσότερους από εμάς. Ειδικά σε γεγονότα που μας ξεπερνούν, μένουμε παθητικοί παρατηρητές. Μπορεί να κλονιζόμαστε, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε τον τρόπο να αντιδράσουμε – δεν χρησιμοποιώ μεγάλες λέξεις τύπου «επαναστατήσουμε». Τα τελευταία λόγια του ήρωά μου αρέσουν: «Μέσα εις το θεατής και αμέτοχος και εκ του μακρόθεν». Όπως και η στάση της μιας γυναίκας μ’ αρέσει. Μπορεί την πράξη της πολλοί να χαρακτήρισαν δειλία, για μένα όμως δεν είναι. Παλεύει για την αξιοπρέπειά της. Γι’ αυτήν αξίζει να αντιδράσεις. Για να μπορείς να κοιμάσαι με ήσυχη τη συνείδησή σου. Είναι ίσως το μοναδικό που μπορώ να πω σε μια εποχή που τελείς υπό πλήρη σύγχυση. Πώς να δώσω κατευθύνσεις, όταν ζω μέσα στο πρόβλημα; Όταν για τόσο καιρό ζούσα με μισόκλειστα μάτια. Που φταίω κι εγώ για ό,τι συνέβη; Θέλω να λέω πως το πιο υγιές είναι να αντιδράς, χωρίς να ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Αλλά πόσο ορθολογικά μπορείς να μιλήσεις σήμερα;

Γι’ αυτό και «Οι κουταμάρες»;

Με αυτές απέφυγα την κατάθλιψη. Ξεκινώντας η κρίση άρχισα να διαβάζω πολιτική, ιστορία ζητώντας απαντήσεις. Όλο αυτό με καταπίεζε, όπως και το να βλέπω φίλους να χάνουν τη δουλειά τους, να σκέφτονται να μεταναστεύσουν ή να στέλνουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό. Με βοήθησαν να σαρκάσω και να αυτοσαρκαστώ. Με έβαλαν σε μια δημιουργική ευφορία.

Αν κάποιος μελετήσει όλο το έργο σας, αυτά τα κείμενα μπορεί να τα θεωρήσει φυσική συνέπεια. Είστε συνεπής και στην προσωπική σας ζωή;

Το παλεύω. Δεν είναι εύκολο, ειδικά όταν για χρόνια, εξαιτίας της στάσης σου, σε χαρακτήριζαν «κορόιδο». Το θυμάμαι σαν τώρα, την εποχή που ήμουν στο Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Είχα δηλώσει στη δεύτερη κιόλας συνεδρίαση –υπάρχει στα πρακτικά αυτό– πως για τα 4 χρόνια της θητείας μου και για άλλα 4 μετά δεν θα παιζόταν έργο μου εκεί. Αυτό με καθησύχαζε γιατί έτσι θα μπορούσα να μιλάω ελεύθερα. Νομίζω, είναι μια πολιτική στάση.

Και οι θέσεις σας για τις επιχορηγήσεις είχαν ξεσηκώσει κόσμο.

Ναι, συνέβη. Μα δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί εσαεί το καθεστώς που υπήρχε. Είχα ζητήσει να μειωθούν οι επιχορηγήσεις που δινόντουσαν στους ίδιους και τους ίδιους προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα για νέες ομάδες. Γιατί έχουμε ανάγκη τον πειραματισμό. Πώς θα πάμε διαφορετικά μπροστά; Ανέκαθεν μισούσα τον εφησυχασμό. Τους εύκολους επαίνους που σε καθηλώνουν σε μια μανιέρα. Επίσης δεν διακατέχομαι από ένα «προκατασκευασμένο θαυμασμό». Θέλω μόνο να είναι ευφυές αυτό που θα δω για να με κινητοποιήσει. Δεν μπορώ να ξεχάσω μια από τις πρώτες παραστάσεις του Μπομπ Γουίλσον στο Παρίσι, τον Σέξπιρ του Στούρουα στο Λονδίνο, παραστάσεις που είδα τα τελευταία χρόνια στο Φεστιβάλ Αθηνών˙ ακόμα και το divised θέατρο, που δεν πολυπιστεύω, αν γίνεται με σκέψη και ταλέντο με ενθουσιάζει. Όταν υπάρχει ένας Τερζόπουλος νιώθω ευτυχισμένος. Ανέβασε το πρώτο μέρος «Η Κασσάνδρα απευθύνεται στους νεκρούς» από το τελευταίο θεατρικό μου «Το χλιμίντρισμα» και θα ήθελε να ανεβάσει, αλλά υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες, και το τρίτο μέρος με τίτλο «Η αντοχή της σιωπής» με ήρωα τον Κένταυρο Χείρωνα. Είναι ένα κρυπτικό κείμενο, αλλά δεν αποκλείω πως μπορεί να επιστρέψω πάλι στον ωμό ρεαλισμό, αν το θέμα με οδηγήσει εκεί.

Πάντως τόσο οι «Κουταμάρες», όσο και το προηγούμενο βιβλίο σας «Ζήτω», σας έδωσαν το δικαίωμα να είστε όσο ανίερος και ασεβής θέλετε. Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας εμπνέουν;

Μπόρχες, Κονδυλάκης, Εσενόζ, Χαρμς, Μάρτιν Έιμις... Ζηλεύω την ελευθερία της έκφρασής τους και το χιούμορ τους.