Θεατρο - Οπερα

Τι το περίεργο έχουν οι «Δαιμονισμένοι» του Εθνικού Θεάτρου;

Μιλήσαμε με τον συνθέτη και σκηνοθέτη της παράστασης, Θοδωρή Αμπαζή

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έχω βάλει επίτηδες  –σχεδόν υπονομευτικά– τον προσδιορισμό «θεατρικό ορατόριο» κάτω από τον τίτλο της παράστασης, ώστε να μην υπάρχουν παρανοήσεις. Στην Ελλάδα οι περισσότεροι όταν ακούν μουσικό θέατρο νομίζουν πως πρόκειται για μιούζικαλ, οπερέτα ή καμπαρέ. Εντάξει, δεν είναι μια λανθασμένη σκέψη γιατί όλα χωρούν κάτω από τη μεγάλη ομπρέλα. Εμείς μιλώντας  για σύγχρονο μουσικό θέατρο αναφερόμαστε σε αυτό το είδος θεάτρου που επικράτησε μετά το 1950, όταν οι συνθέτες αρχίζουν και εντάσσουν τη θεατρική πράξη μέσα στην παρτιτούρα.

Το 1991 είχα ξεκινήσει μια έρευνα που αφορά το σύγχρονο μουσικό θέατρο και ειδικά το πώς μπορείς  να διοργανώσεις μια παράσταση με μουσικούς όρους, όπου η μουσική, ο λόγος, οι ηθοποιοί, τα σώματα, οι φωνές και οι κινήσεις τους συνεισφέρουν ισότιμα στην υπηρεσία της σκηνικής αφήγησης. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας παρουσιάσαμε με την ομάδα μου το 2001 τις «Σοφολογιότατες», συνεχίσαμε με άλλες παρόμοιας λογικής παραστάσεις, για να κλείσουμε το πρώτο σκέλος της αναζήτησης  ανεβάζοντας τους «Εμπόρους των Εθνών» το 2011. Από τότε υπήρχαν στο μυαλό μου οι «Δαιμονισμένοι» – έχουν γραφτεί την ίδια χρονιά με το βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Αυτά τα μεγάλα έργα εμπεριέχουν τα πάντα. Δεν μιλάω μόνο σε επίπεδο ιδεών, αλλά και σε ό,τι αφορά εμάς και τη ζωή μας. Τελικά οι «Δαιμονισμένοι» αποδείχτηκαν και επίκαιροι σε ό,τι αφορά το πολιτικό κομμάτι. Γράφτηκαν σε μια μεταβατική περίοδο για τη Ρωσία, στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η κοινωνία δονείται χωρίς να γνωρίζει τι ξημερώνει την επαύριον. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ομάδες εξτρεμιστών μοιάζουν να ηγούνται της πλειοψηφίας ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρές σε δύναμη. Έτσι και σήμερα διάφορες ομάδες, είτε πολιτικές είτε θρησκευτικές, που διαθέτουν εμπρηστικό λόγο δείχνουν να είναι μπροστάρηδες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας βρίσκεται σε κατάθλιψη, είναι εσωστρεφές, κουρασμένο, φοβισμένο... όπως θέλεις πες το. 

Προφανώς δεν θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε ένα μυθιστόρημα  1.000 σελίδων στη σκηνή. Πρώτα απ' όλα γιατί αν μεταγραφόταν σε θεατρικό λόγο, αυτός θα καταλάμβανε 2.500-3.000 σελίδες και αν έπρεπε να ανέβει στη σκηνή, θα έπρεπε να παίζεται για ημέρες μόνο μια παράσταση. Αυτό που μας ενδιέφερε είναι να χρησιμοποιήσουμε τα μέρη εκείνα που εμάς δονούν περισσότερο. Τα μέρη εκείνα δηλαδή που θα μάρκαρες όταν θα διάβαζες το βιβλίο ή θα τηλεφωνούσες σε ένα φίλο σου και θα του τα διάβαζες.

Πρόκειται για ένα δαιδαλώδες μυθιστόρημα – είναι κάτι για το οποίο έχει κατηγορηθεί και ο ίδιος ο συγγραφέας του. Το χάος της εποχής του το έχει κάνει και δομή του μυθιστορήματός του. Έχει απίστευτα πολλούς άξονες και πρόσωπα. Εμείς προσπαθούμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στον επαναστάτη Βερχοβένσκι και τον πρώην επαναστάτη Σατόβ. Ο Σταβρόγκιν, ο βασικός, ας πούμε, ήρωας του έργου, είναι αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στον «ανήθικο» Βερχοβένσκι και τον «ηθικό» Σατόβ. Αυτός θέλει να πιστέψει σε κάτι, δοκιμάζει τα πάντα κάνοντας ακραία ηθικά και ανήθικα πράγματα. Στους ακρογωνιαίους λίθους της διασκευής μας είναι και ο Στεπάν Τροφίμοβιτς, καθηγητής όλων των παραπάνω, ο οποίος συνεχώς μιλάει για τις μεγάλες Ιδέες οι οποίες, όταν φιλτράρονται από αμόρφωτους ανθρώπους, μπορούν να καταστρέψουν από ζωές έως κοινωνίες. 

Είχαν προηγηθεί τέσσερις με πέντε μήνες προεργασία από εμένα όταν φτάσαμε στις πρόβες. Τα παιδιά δεν πήραν μόνο ένα κείμενο αλλά και την πλήρη παρτιτούρα. Ξεκίνησε μετά η εκμάθηση και αφού όλοι οι συνεργάτες έκαναν κτήμα τη δομή της παράστασης άρχισαν την εμβάθυνση. Μετά ήρθε η ζωντανή μουσική, η μεσόφωνος, και δουλέψαμε όλοι μαζί ώστε να καταλήξουμε στη μορφή των «Δαιμονισμένων» που βλέπει κανείς σήμερα στο Rex.

Είναι γενικά πολύ δύσκολο και επίπονο για έναν ηθοποιό να εκτελέσει μια τέτοια παρτιτούρα και να κρατήσει την ακρίβεια χωρίς να χάσει περιεχόμενο και υποκριτική ποιότητα. Ο ηθοποιός του μουσικού θεάτρου  χρειάζεται να διαθέτει πειθαρχία και αίσθηση της μουσικής, δεν χρειάζεται να γνωρίζει να τραγουδά.  Στο μουσικό θέατρο μεγαλύτερη σημασία έχει, αυτό που λέμε, οργάνωση του οπτικού ήχου – η μουσική δηλαδή που βγαίνει μέσα από χειρονομίες, αντικείμενα κ.λπ.

Εδώ μια επιπλέον δυσκολία είχε να κάνει με το ότι δεκαοχτώ άνθρωποι παραμένουν επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Αν δεν υπήρχε το πάθος και η λογική της αρχής εν τη ενώσει δεν πιστεύω πως θα είχαμε καταφέρει ό,τι καταφέραμε. Είναι απολύτως μια δουλειά συνόλου.

Μας ενδιαφέρει η εξαγωγή της παράστασης και υπάρχουν ήδη άνθρωποι στο εξωτερικό που έδειξαν ενδιαφέρον. Στην Ευρώπη εξελίσσεται συνεχώς το σύγχρονο μουσικό θέατρο και υπάρχουν και φεστιβάλ αφιερωμένα σε αυτό. Στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να καθιερωθεί. Υπήρξαν μόνο μεμονωμένοι σπουδαίοι συνθέτες που ασχολήθηκαν με το είδος, όπως ο Απέργης ή ο Χρήστου, αλλά δεν υπήρξε συνέχεια.  Ίσως γιατί είναι ένα ακριβό σπορ γιατί, μεταξύ άλλων, απαιτεί πολύ χρόνο προετοιμασίας. Το ξέρω, το έχω μελετήσει και είναι αυτό ακριβώς με το οποίο ασχολούμαι από όταν τελείωσα τη σχολή.

Η απόφασή μας, με τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή Στάθη Λιβαθινό, πως η σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη-Rex θα είναι μια σκηνή όπου θα παρουσιάζονται θεάματα στις παρυφές του θεάτρου (χοροθέατρο, μπαλέτο, μουσικό θέατρο, αργότερα ενδεχομένως μιούζικαλ και καμπαρέ) είχε και έναν επιπλέον στόχο: Να βοηθήσει όσα παιδιά ασχολούνται με το μουσικό θέατρο να νιώσουν πως η δουλειά τους μπορεί να βρει αντίκρισμα και ότι έχουν πλέον κάπου όπου μπορούν να απευθυνθούν. Αυτό ίσως μελλοντικά αποδώσει πολλά...

Info στο guide της Athens Voice