Θεατρο - Οπερα

Ο Δημήτρης Καραντζάς μιλάει για την «Πλατεία Ηρώων»

Λίγο πριν την πρεμιέρα ο σκηνοθέτης εξηγεί γιατί το κύκνειο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ένα έργο αφύπνισης.

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Μπαίνω καλύτερα στην ουσία του κειμένου όταν επικοινωνώ με το ρυθμό του λόγου του. Η γραφή του Μπέρνχαρντ είναι εξαιρετική. Η εμμονή, ο τρόπος που αναπτύσσει τα μοτίβα, η επαναληπτικότητα δημιουργούν ένα μουσικό ρυθμό που χαρακτηρίζεται από εναλλαγές: μετά από καταιγιστικούς μονολόγους με τρομερά άλματα σκέψης έρχεται ένα άδειασμα. Συμβαίνει μια συστολή και διαστολή του χρόνου που ως σκηνοθέτη με ιντριγκάρει.

Το έργο αναφέρεται σε μια οικογένεια Εβραίων, η οποία, όταν η Αυστρία προσαρτίστηκε στο Γ’ Ράιχ, εγκατέλειψε τη Βιέννη για να επιστρέψει τη δεκαετία του ’60. Μετά από επιμονή του πατριάρχη της οικογένειας, θα κατοικήσουν σ’ ένα σπίτι πάνω στην πλατεία Ηρώων, εκεί όπου είχε γίνει δεκτός ο Χίτλερ, με ζητωκραυγές, το ’38. Ο καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ πιστεύει πώς μόνο έτσι θα ξεπεραστεί το τραύμα του διωγμού τους, αδιαφορώντας για τις κρίσεις πανικού που προκαλεί το σπίτι στη σύζυγό του, η οποία ακόμα ακούει τις επευφημίες των συμπατριωτών κατά την είσοδο του Χίτλερ. Οι ιαχές της υποδοχής των ναζιστών υπάρχουν ακόμα για να υπενθυμίζουν πως πραγματική μετάνοια από τους συμπατριώτες τους δεν υπήρξε. Είμαστε πλέον στη δεκαετία του ‘80 και στην Αυστρία φαίνεται πώς ο ναζισμός δεν έχει σβήσει. “Σήμερα είναι όλα πιο άσχημα απ’ όσο πενήντα χρόνια πριν” θα πει ο καθηγητής.

Εμείς παρακολουθούμε όσα συμβαίνουν στο σπίτι μετά την αυτοκτονία του καθηγητή το ‘88 ‒ μια παράδοξη κίνηση αν σκεφτείς πώς αυτός ήταν που επέβαλλε στην οικογένεια τη γειτνίαση με ένα τόσο φορτισμένο μέρος, και επιπλέον ήταν ένας άνθρωπος πολύ αυστηρός και σίγουρος για το τι θέλει. Το σύστημα ζωής που είχε επιβάλλει στο σπίτι του στην απολυτότητά του όσο και στην αυταρχικότητά του σχεδόν παραπέμπουν στο ναζιστικό τρόπο διακυβέρνησης. Όλα αυτά τα μαθαίνουμε από τους άλλους, αλλά μ’ έναν τρόπο που είναι σα να συμβαίνουν στο εδώ και τώρα, σαν να ζει ακόμα ο καθηγητής. Πολλές φορές δεν ξέρεις αν αυτά που ακούς είναι λόγια του καθηγητή ή λόγια των άλλων μελών της οικογένειας.

Το έργο ξεκινάει με την αφήγηση της οικονόμου του σπιτιού, κ. Τσίτελ, η οποία είναι απόλυτο δημιούργημα του καθηγητή ‒ ένα πρόσωπο καθ’ εικόνα και ομοίωσή του. Την συναντάμε την ημέρα της κηδείας καθώς έχει μείνει πίσω μαζί με μια νεότερη υπηρέτρια να πακετάρουν, να σιδερώσουν και να τακτοποιήσουν τα πράγματα του σπιτιού. Όλες αυτές οι εργασίες που μοιάζουν με τμήματα μιας τελετουργίας αναβίωσης περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στο έργο κι έχουν έτσι κρατηθεί και στην παράσταση. Η οικονόμος μεταφέρει ουσιαστικά στην άλλη υπηρέτρια όλη τη βία που έχει υποστεί από τον καθηγητή προκειμένου να μάθει να κάνει σωστά τη δουλειά της. Όταν έχεις υποστεί τη βία, όσο και να την απεχθάνεσαι, μοιάζει όχι μόνο να μην μπορείς να της ξεφύγεις, αλλά γίνεσαι και αγωγός της στο τέλος. Η ιστορία είναι εκεί και επαναλαμβάνεται.

Μετά είναι ο αδελφός του καθηγητή, η σύζυγός του, οι κόρες του, και όλοι τους μοιάζει σαν να ζούνε στο ’38 κουβαλώντας το τραύμα του πατέρα ως δικό τους τραύμα που δεν μπορεί να επουλωθεί. Όλοι είναι δέσμιοι αυτής της κατάστασης, δεν μπορούν να δουν το μέλλον τους γιατί έχει φύγει ο καθοδηγητής (και θύτης) τους και δεν ξέρουν την επόμενη κίνηση. Είναι σα να ζουν μονίμως μ’ ένα φάντασμα στα πόδια τους. Το παρελθόν είναι η  μπάλα ενός κατάδικου που δεν τους αφήνει να προχωρήσουν στο μέλλον.

Το έργο όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Burgtheater της Βιέννης, το 1988, ξεσήκωσε αντιδράσεις εξαιτίας των καταγγελιών του για την πολιτική και κοινωνική σύνθεση της χώρας και των υπαινιγμών για την προσωπικότητα του Αυστριακού Προέδρου. Το έργο ωστόσο έχει κι ένα άγριο χιούμορ. Στο στόχο έχει βάλει και την κατάντια των τεχνών και ειδικά του θεάτρου ‒ το πόσο μπορεί να σε αποχαυνώσει, όταν ακόμη και τα πιο σοβαρά έργα ανεβαίνουν με ένα ελαφρύ, απαίδευτο τρόπο‒ αλλά και σαρκάζει το γεγονός ότι ενώ συμβαίνουν τόσα γύρω μας, που μπορεί και να μας αφορούν άμεσα, εμείς συνεχίζουμε να ζούμε συζητώντας με φοβερή απάθεια θέματα καθημερινής ρουτίνας.  

Για μένα η “Πλατεία Ηρώων” είναι ένα αριστούργημα καθώς σφίγγει τον κλοιό γύρω σου με ένα αριστοτεχνικό τρόπο, και στο τέλος ‒που δεν θέλω να το αποκαλύψω‒ χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι έχοντας στα χέρια σου μια βόμβα∙ για να σωθείς πρέπει να μπεις σε μια διαδικασία αφύπνισης. Τουλάχιστον αυτό συνέβη σε εμένα. Δεν μπορώ πλέον να αποδέχομαι με την ίδια ευκολία όλες τις δικαιολογίες για ό,τι συμβαίνει».

Ιnfo στο Guide της Athens Voice