Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
«Αυτή η νύχτα μένει», η ιστορία της ζωής του Θάνου Αλεξανδρή
O Θάνος Αλεξανδρής γράφει στην ATHENS VOICE την ιστορία της ζωής του με αφορμή το βιβλίο του «Αυτή η νύχτα μένει» που τώρα γίνεται θεατρική παράσταση
Ευγενέστατο κοινό της Athens Voice, σας ξαναβρίσκω με μεγάλη μου χαρά, ύστερα από απουσία τόσων χρόνων. Το «Αυτή η νύχτα μένει» αφού έγινε βιβλίο, ταινία, τραγούδι, τώρα βγαίνει και στο θέατρο! Μια θεατρική παράσταση που ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη σαν πρώτο σταθμό περιοδείας, σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή. Εύχομαι από καρδιάς να με βοηθήσει ο θεός και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, σε λίγο να γίνει και χορόδραμα (αυτή ήταν η αρχική μου επιδίωξη) και να το γυρίσουμε σ’ ολάκερη την Ευρώπη και ειδικά στις Βρυξέλλες που είναι το όνειρό μου.
Από τον Δάκη στα σκυλάδικα
Μια φορά κι’ ένα καιρό σ’ ένα χωριό έξω απ’ τη Χαλκίδα, στην Νέα Αρτάκη συγκεκριμένα, ζούσε ένα παιδί που τελούσε γενικά εν συγχύσει. Ονειρευόταν να σώσει τον κόσμο σαν ιεραπόστολος, να γίνει αρχιμανδρίτης σαν θα μεγαλώσει, αλλά και να αυτοκτονήσει στα δεκαοκτώ, σαν τον Καρυωτάκη που ήταν στη δική του εφηβεία ο αγαπημένος του ποιητής. Επιστρέφω στο πρώτο πρόσωπο.
Στο γυμνάσιο λοιπόν, χωρίς επιρροές απ’ το οικογενειακό μου περιβάλλον, άκουγα με πάθος «Μεγάλο Ερωτικό» και ταυτοχρόνως με το ίδιο συναίσθημα όλα τα καινούργια σουξέ της Κλειώς Δενάρδου. Είχα τρέλα με Μάνο Χατζιδάκι, μεράκλωνα όμως με Χρυσό, Δάκη και Μαρίνα, που ήταν η λατρεία μου. Καθημερινά έβγαινα στην αυλή για να τραγουδήσω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου το «Αν πας με κάποιον άλλον να θυμάσαι εκείνο το πρωί στην Κηφισιά…». Γιατί στην αυλή; Μήπως μ’ ακούσει η γειτονιά και πουν ότι έχω συγκλονιστική φωνή, γιατί εντωμεταξύ, παράλληλα με τις εκκλησίες, μου γεννήθηκε η ιδέα να γίνω συνάδελφος του Λάκη Τζορντανέλι και της Τζελσομίνας. Μέχρι να περάσω στο πανεπιστήμιο δεν είχα βγει απ’ το σπίτι μου, δεν ήξερα τι πάει να πει καφετέρια και δεν είχα ποτέ επισκεφτεί την Αθήνα. Άβγαλτο και αθώο ήμανε που θεωρούσε ύψιστη ελευθερία γιατί στα δεκαεπτά του η μητέρα τού επέτρεπε να πιει νες καφέ και κόκκινο κρασί στην Ανάσταση ενώ τα σημερινά τα αναιδέστατα ξενυχτάνε ανεξέλεγκτα μέχρι το πρωί. Beatles και Rolling Stones δεν με συγκίνησαν ποτέ και αργότερα συμφοιτητής και συναγωνιστής από το Ε.Κ.Κ.Ε. όταν είδε δίσκους του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Πασχάλη κρυμμένους κάτω απ’ το «Αν η μισή μου η καρδιά βρίσκεται γιατρέ στην Κίνα…» και «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά…» από δίσκο του Πάνου Τζαβέλα, το διέρρευσε ο ρουφιάνος και με τρόπο με απέπεμψαν.
Η Νομική ήταν το άλλοθι, για να ξεφύγω απ’ το χωριό, αλλά όταν ανακοίνωσα τα καλλιτεχνικά μου όνειρα ακολούθησαν ομηρικοί καβγάδες. Όπως είπε όμως και ο Κοέλιο «όταν θέλεις κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί»… – επιτέλους λέω κι εγώ αυτή την ατάκα, γιατί τόσο καιρό την άκουγα απ’ τα μοντέλα και τον Στράτο Τζώρτζογλου και έσκαγα απ’ τη ζήλια μου, γιατί δεν εύρισκα πρόταση να τη στριμώξω. Ακολουθεί Θέατρο Τέχνης, Γιώργος Μαρίνος, Αισχύλος, πρωταγωνιστικός ρόλος στους «Νεκρικούς Διαλόγους» του Λουκιανού, δίσκος στη Lyra απ’ την παράσταση με Πλέσσα και Κώστα Βίρβο και τελικά μια θεϊκή συγκυρία με οδηγεί στο μαγικό κόσμο των σκυλάδικων, αλλάζοντας ουσιαστικά τη ζωή και την ψυχή μου.
«Θα περάσω να σε πάρω/ κοίταξε μη φας/ θα φάμε γλάρο»
Το οδοιπορικό σ’ αυτό τον άγνωστο μέχρι τότε κόσμο είναι το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου και βοήθησε να ξεφύγω απ’ τη συμβατική ζωή του θεάτρου και να ανακαλύψω το όνειρο. Σε αυτό τον κόσμο μπήκα φάλτσα με Χατζηνάσιο και Σπανό και δικαίως έφαγα τα μούτρα μου. Γιατί το σκυλάδικο, ενώ για πολλούς θεωρείται γκέτο, στην ουσία δεν είναι γκέτο που περιέχει ομαδοποιημένους αλλά που αποκλείει άσχετους.
Γρήγορα υιοθέτησα το ευλογημένο ρεπερτόριο των τραγουδιστών της υπαίθρου και παρέα με το μπαλέτο από πωλήτριες και εργάτριες που ανακάλυψα σε βιοτεχνίες άρχισα θριαμβευτική τουρνέ στην παραμεθόριο. Χατζηδάκηδες, Μούτσηδες και Σπανοί πετιούνται και το μόνιμο ρεπερτόριό μου περιλαμβάνει τα σουξέ της Ξανθής Περράκη, του Φλωρινιώτη, κορυφαία τραγούδια από ερμηνευτές της πλατείας Ομονοίας και τον εθνικό ύμνο «Θα περάσω να σε πάρω, κοίταξε μη φας θα φάμε γλάρο» του κορυφαίου Κώστα Καφάση.
Εγώ σ’ αυτό το σκληρό κόσμο έπαιξα τίμια και αντρίκια και επιβίωσα. Έκανα κονσομανσιόν σε πόρνες, νταβατζήδες, εμπόρους ναρκωτικών και γενικά σε ανθρώπους που έβλεπα μόνο στο σινεμά. Σε κάποιους απ’ αυτούς ανακάλυψα μάγκες αληθινούς με όλη τη σημασία της λέξης, που μπροστά τους κάποιοι κουλτουριάρηδες που έχουν αποστηθίσει τον Πλάτωνα και έχουν εντρυφήσει σε αρχαίους φιλοσόφους είναι κακόμοιρες υπάρξεις. Οι χώροι αυτοί είναι μαγικοί, γιατί όλοι –πελάτες και καλλιτέχνες– υπερβαίνουν τον εαυτό τους. Ο γεωργός ξεπερνώντας τη χωματερή της ζωής του νιώθει άρχοντας, όταν από πάνω του στέκουν όλα τα γκαρσόνια του μαγαζιού, για να πραγματοποιήσουν κάθε του επιθυμία, αφού με την επιδότηση που πήρε απ’ το κράτος είναι φορτωμένος με ρευστό. Η χειρότερη πάλι γκόμενα που στη μίζερη γειτονιά της δεν την καταδέχεται ούτε καν ο τελευταίος, στο σκυλάδικο κάτω από προβολείς με τουαλέτες και χρυσόσκονη, ο σουρωμένος φαντασιώνεται το μπάζο σαν σταρ του σινεμά και για πάρτη της καίει το μαγαζί.
Τα τρία μπουκάλια και τα συνοδευτικά ευφορίας
Πολλοί δημοσιογράφοι προσπάθησαν να προσεγγίσουν το σκυλάδικο ρεπορταζιακά, όμως το αποτέλεσμα ήταν φαιδρό. Εγώ από την πρώτη στιγμή συνέλαβα την ιδέα του βιβλίου επειδή εξαρχής διαισθάνθηκα τη μαγεία αυτού του εξαίσιου χώρου, όταν άρχισε να ξεδιπλώνεται σιγά-σιγά ένας κόσμος αλλιώτικος, ένας κόσμος βγαλμένος απ’ το σινεμά. Εδώ λοιπόν από μια θεϊκή συγκυρία, ένα επαρχιωτόπουλο που δεν έβγαινε απ’ το σπίτι, ήταν συνεσταλμένο, και δεν είχε ποτέ φίλους, κλήθηκε να παίξει χωρίς πρόβα τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ ένα ιδιόρρυθμο και «κολασμένο» κοινό. Γνώρισα ανθρώπους να ερωτεύονται παράφορα, να κάνουν ατέλειωτο σεξ και την άλλη μέρα να ξανασυστήνονται. Γιατί; Τα τρία μπουκάλια και τα συνοδευτικά ευφορίας δημιουργούν Αλτσχάιμερ. Όρκοι αγάπης. Τα έχω ζήσει. Ένας μια φορά έκλαιγε γιατί δεν τον θυμόταν η τραγουδίστρια, που την προηγουμένη τον είχε φιλοξενήσει στο δωμάτιό της. Αυτός την πλάκωσε στο ξύλο, ουρλιάζοντας «πουτάνα με κοροϊδεύεις» και αυτή εντελώς στα χαμένα, προσπαθούσε να καταλάβει γιατί ένας άγνωστος επιτίθεται χωρίς λόγο...
Κορυφαία στιγμή του βιβλίου, η οποία υπάρχει και στη θεατρική μας παράσταση είναι όταν τραγουδίστρια αφήνει τον ηλικιωμένο καψούρη να τη συνοδεύσει στο ξενοδοχείο με το τρακτέρ, όπου την περνάει μέσα από την αγορά, την ώρα που έχουν ανοίξει όλα τα μαγαζιά, για να επιδείξει το λάφυρο στους γνωστούς. Τις καθημερινές, που οι άντρες έρχονταν μόνοι τους, τραγουδίστριες και μπαλέτα ήταν εντελώς του ξέκωλου για να ξεγελαστεί ο μαλάκας και να του φάμε την επιδότηση. Το Σαββατοκύριακο όμως που έκανε εμφάνιση η κυρία με τη συμπεθέρα και τα μόγγολα, ως διά μαγείας, οι τραγουδίστριες κάνανε κυριλέ την εμφάνιση και ξεχνούσαν παντελώς την κονσομανσιόν. Αυτομάτως το σκυλάδικο γινόταν εν μια νυκτί οικογενειακό, οι χορεύτριες συμμάζευαν τα τάνγκα και κάλυπταν μεθοδικά ό,τι μπορούσε να εγείρει υποψία στις πελάτισσες και γενικά ήμασταν σε ένα κλίμα «Μάνδρα του Αττίκ», όπου κανείς δεν ήξερε κανέναν και όλα όσα διαδίδονται είναι κακοήθειες της γειτονιάς. Τα αθάνατα κλάσικ σουξέ που με καθιέρωσαν και να ’ναι καλά οι δημιουργοί – γιατί πήρα και ’γω ένα σπιτάκι στο Μαρούσι, για να έχω ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου, είναι τα εξής: «Τι πουρό τι καγκουρώ», «Σους, σους, σους», «Καψουρόσκονη», «Όταν είσαι στο βολάν σε στενεύει το κολάν» και άλλα λατρεμένα έντεχνα που «έγραψαν» στις νύχτες στην παραμεθόριο. Εκτός από το «Καμπαρέ», που στην αρχή το έκραξαν, γιατί τους έκανε ακαταλαβίστικο, αλλά το αποθέωσαν γιατί συγκινήθηκαν όταν βλέπανε τις χορεύτριες με τον κώλο έξω, είχαμε και τη λαϊκή ώρα. Βγαίνανε λοιπόν οι «μπαλαρίνες» μου με κλειστό μικρόφωνο, γιατί δεν είχαν αυτό που έχει η Μποφίλιου και στο κάτω-κάτω τόσα χρόνια στα εργοτάξια δεν είχαν καιρό για ωδεία και δημιουργούσαν χαλασμό, γιατί σχεδόν δεν φορούσαν τίποτα. Μουγγές-ξεμουγγές, μπορεί να μην ξέρανε πού πατάει και πού σηκώνεται η νότα, μπορεί το πεντάγραμμο να μην το είχαν ξανανταμώσει στο δρόμο τους, έπαιρναν όμως όλες τις σαμπάνιες, τα πιάτα και τα πακέτα Ντελόρ. Να ’ναι καλά οι αγρότες, που μεταξύ μας δεν το πιστεύω, και όλοι εν γένει οι πελάτες που ήταν συνοδοιπόροι μας σ’ αυτό το ταξίδι της έκπληξης, της μαγείας και του απροσδόκητου.
Τελειώναμε περίπου οκτώ το πρωί και έπρεπε μετά το ξύπνημα, για να δικαιολογήσεις το μεροκάματο, να πας στις λέσχες, στο ζαχαροπλαστείο, στο φούρναρη, στα σουβλατζίδικα και στο καφενείο του μπάρμπα Νώντα. Όλοι αυτοί ήταν πελάτες και έπρεπε να τους μαζέψεις το βράδυ στο σκυλάδικο γιατί αν δεν πήγαινες εσύ θα προλάβαιναν οι άλλοι απ’ το απέναντι μαγαζί. Εγώ με μια καταπληκτική σήμερα ηθοποιό και show woman, η οποία είχε έρθει στο μπαλέτο ένα φεγγάρι για πλάκα και εμπειρία, καθόμαστε στο τραπέζι ενός βοσκού απ’ την Ελασσόνα κι εκείνη του μιλάει για τον Κουν. Δουλεύουμε Λάρισα και η φήμη μας έχει εξαπλωθεί σ’ ολόκληρο τον Θεσσαλικό κάμπο. Ο τύπος εκθειάζει τα προσόντα της και απευθυνόμενος σε μένα:
- Φιλαράκο, φανταστική η δικιά σου.
- Α, βέβαια, έχει κάνει κλασικό χορό, τζαζ, κλακέτες. Άμα δεις το σπαγγάτο της, θα τρελαθείς.
- Τι είναι το σπουγγάτο, ρωτάει ο πελάτης.
Kι εγώ που είχα το θράσος να του δώσω και επιπρόσθετες πληροφορίες προσπαθώ να του εξηγήσω, ενώ αυτός στωικά συνεχίζει...
-Σοβαρά; Δεν της λες να κάνει ένα σπουγγάτο πάνω στον πούτσο μου;
Τι να πρωτοθυμηθώ; Στην Πτολεμαΐδα μια χορεύτρια, η Ζέτα, κάνει άνετα την κονσομανσιόν της. Ξαφνικά μια τύπισσα ορμά πάνω της και την αρχίζει στα χαστούκια.
-Καριόλα, μου διέλυσες το σπίτι... Βιζιτού, μου πήρες τον άντρα μου... Θα πεθάνεις.
Η μικρή είχε μπλέξει με τον άντρα της και η απατημένη σύζυγος έσπευσε να πάρει το αίμα της πίσω.
«Αυτή η νύχτα» γίνεται παράσταση
Έχοντας ζήσει όλη αυτή την υπερβατικότητα της νύχτας πλέον δεν παθαίνω τίποτα. Εγώ πάντα θα διατηρώ το χιούμορ μου. Το μόνο που με ξαφνιάζει είναι η καλοσύνη των ανθρώπων. Είναι το μόνο που με συγκλονίζει, με συγκινεί και με κάνει ακόμη να ονειρεύομαι. Έχοντας δεινοπαθήσει με συνεργασίες, φέτος έχω την τύχει να συνεργάζομαι με ένα εξαιρετικό πλάσμα που σκηνοθετεί την παράσταση και είναι η Κίρκη Καραλή, η οποία αποδίδει με δικαιοσύνη τα του δημιουργού. Ξέρετε, δεν είναι αυτονόητο. Πολλοί προσπαθούν να αμφισβητήσουν και να οικειοποιηθούν το έργο σου έστω και αν το αποκαλούν ασήμαντο. Όχι, ρε φίλε. Η ζωή και το ταξίδι είναι δικό μου και δεν στο χαρίζω. Αν θες να το γευτείς ξεκίνα από την αφετηρία και απ’ το ΚΤΕΛ Κηφισού. Μου φαίνεται λιγάκι καρμικό, γιατί μόλις πήγε η ταινία στο Φεστιβάλ, απομονώνομαι στο χωριό για να περιθάλψω τον πατέρα μου και αργότερα προκύπτει αδυναμία της μαμάς η οποία με θέλει κοντά της.
Ύστερα από οικογενειακές απώλειες που με τσακίζουν και διετή κατάθλιψη, όλα μαζί 15 χρόνια, έρχεται η Κίρκη και μου κάνει πρόταση για να ανανήψω πάλι με το «Αυτή η νύχτα μένει». Εγώ την ιδέα της ταινίας τη συνέλαβα απ’ την αρχή αυτής της περιπέτειας, γράφοντας τα γεγονότα σε άδεια πακέτα τσιγάρων. Μάλιστα σε μια συνέντευξη που έγινε λόγω κυκλοφορίας του βιβλίου μου το 1994 είπα ότι «το όνειρό μου είναι να γίνει ταινία με τον Πέδρο Αλμοδοβάρ σε μουσική αποκλειστικά του Σταμάτη Κραουνάκη». Ο Πέδρο δεν μου ’κατσε, το σκηνοθέτησε όμως υπέροχα ο αείμνηστος Νίκος Παναγιωτόπουλος και ο Κραουνάκης έγραψε μοναδικά τραγούδια. Όταν έκλεισα συμφωνία με το σκηνοθέτη, του πρότεινα τον Σταμάτη σαν την πιο ιδανική λύση και εκείνος δέχτηκε. Πήρα το τηλέφωνό του από Μαλβίνα, τηλεφώνησα και συναντηθήκαμε στο ZOOM εγώ ο Κραουνάκης και ο Παναγιωτόπουλος. Τώρα όχι ότι έχει σημασία αυτό. Να ’χαμε να λέγαμε... Έτσι έχουν τα πράγματα και μάρτυς μου η Μαριάννα Παναγιωτοπούλου, γιατί πρέπει η αλήθεια να αποκαθίσταται.
Οι αχάριστοι
Τι να πρωτοθυμηθώ; Που η ταινία πήρε τόσα βραβεία, ανέβηκαν πάνω όλοι, ευχαρίστησαν μέχρι και τον τελευταίο αγωγιάτη και δεν έγινε ούτε μια αναφορά στο όνομα του βιβλίου; Που ένας μαλάκας το έζησε 12 χρόνια, το ’γραψε και πάνω του στήθηκαν τόσες παλιές και ολοκαίνουργιες καριέρες; Που στην παρουσίαση του βιβλίου μου στον Ελευθερουδάκη ήρθαν αφιλοκερδώς και με χαρά ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ο Αλέξανδρος Ρήγας, η Βάσια Παναγοπούλου και η πρωταγωνίστρια όταν της τηλεφώνησε ο εκδοτικός οίκος δεν εμφανίστηκε;
Βγαίνοντας απ’ την αίθουσα απονομής των βραβείων αγανακτισμένος, πήρα από έναν πλανόδιο έξω ένα βιβλιαράκι με τη ζωή του Νικόλα Άσιμου, αγόρασα ένα μπουκάλι ουίσκι και τράβηξα κλαμένος για το ξενοδοχείο αλλάζοντας το εισιτήριο με την πρώτη πρωινή πτήση. Εκεί ορκίστηκα πως δεν θα ξαναγράψω για σινεμά. Τι με πλήγωσε περισσότερο; Χέστηκα για τη γνώμη όλων αυτών των «ειδικών». Έτσι κι αλλιώς το βιβλίο μου αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο που απογείωσε το δικό μου ταξίδι και αυτό ήταν μόνο το όνειρό μου. Με πλήγωσε, γιατί πλήγωσε τη μητέρα μου, η οποία παρακολουθούσε από την Αρτάκη τη live απονομή των βραβείων και περίμενε με λαχτάρα να ακούσει το όνομά μου. Με συγχωρείτε, η μέρα ήταν των Ευχαριστιών και την έκανα των παραπόνων.
Η νύχτα είναι μια μεγάλη πουτάνα
Η παράσταση βασίζεται εξολοκλήρου στο βιβλίο μου με υπέροχα ιντερμέδια επηρεασμένα από Ρολάν Μπαρτ, που έχει εμμονή και λατρεία η Κίρκη, η οποία έχει την ευθύνη της δραματουργικής επεξεργασίας παρέα με την ταλαντούχα Αναστασία Τζέλλου. Σύμφωνα με την Κίρκη, η οποία έχει κάνει εκπληκτική σκηνοθεσία, οι γνήσιοι φιλόσοφοι και οι λαϊκοί ήρωες συναντώνται τις νύχτες και συζητάνε για έντονα ερωτικά πάθη και καψούρες. Παίζουν: Μυρτώ Γκόνη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Νίκος Λεκάκης, Νίκος Μαγδαληνός, Νικόλας Μακρής, Λίλα Μπακλέση, Μάγδα Πένσου, Θάνος Αλεξανδρής, Ιωσήφ Πολυζωίδης, Όμηρος Πουλάκης, Αλέξανδρος Τσιούκας και Ρένος Ρώτας. Τα κουστούμια υπογράφει ο Απόστολος Μητρόπουλος, μουσική ο Κώστας Βόμβολος και σκηνοθεσία η Κίρκη Καραλή. Θα είμαστε Καλαμαριά στο Μελίνα Μερκούρη από 10/11 και για δύο εβδομάδες. Μετά περιοδεία σε μεγάλες πόλεις που έχουν τέτοιο ένδοξο παρελθόν και καταλήγουμε στο Σινέ-Κεραμικός. Στην παράσταση θα ακούσετε αθάνατα σουξέ της Πίτσας, της Στανίση, της Άντζελας Δημητρίου και των μεγάλων της Ανατολής, Καζαντζίδη, Διονυσίου και Ζαγοραίου. Κέφι, γλέντι, καψούρες αρπαχτές, βιασμοί, μαλλιοτραβήγματα, μπράβοι και καλλιτεχνικοί ατζέντηδες συνυπάρχουν και αναβιώνουν σκηνικά και καταστάσεις της δεκαετίας του’80 που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Φίλοι διερωτώνται πόσο μαγικές μπορεί να είναι οι νύχτες που τσακίζουν ανθρώπους; Οι περισσότεροι απορρίπτετε τη νύχτα, αλλά τη βρίσκετε μαγική, στην ουσία η νύχτα είναι μια μεγάλη πουτάνα. Η καλύτερη απ’ όλες. Είναι η ίδια η Κίρκη. Σε μεταμορφώνει στο άψε-σβήσε. Δεν θέλω να πω περισσότερα, γιατί υπήρξαν άλλοι πραγματικά «καταραμένοι» που τα ’χουν πει όλα για τη νύχτα και τα μάγια της. Με ρωτάνε αν υπάρχουν ακόμη μάγκες όπως τότε. Στην παράσταση απαντώ πως σίγουρα υπάρχουν στη Λάρισα και συχνάζουν στο θρυλικό ΦΑΛΗΡΟ. Μπορεί σε Πέραμα και Κερατσίνι και σχεδόν ποτέ στις τάξεις των διανοουμένων, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μπορεί να συναντήσεις τη μαγκιά σε μια ακτιβίστρια τρανς που ψάχνει πελάτη στα σκοτεινά της Λεωφόρου Καβάλας. Πιθανόν αυτή να είναι η Πάολα.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος