- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Λίγο πριν φτάσω στο Faust, άλλα δύο κορίτσια είχαν δώσει τέλος στη ζωή τους και τα social media έβραζαν, μιλούσαν για την θυσία αίματος που έχει προκαλέσει η κρίση στη χώρα μας, τα δε ειδησεογραφικά sites ανέβαζαν στατιστικές για την αύξηση των αυτοκτονιών στην Ελλάδα. Οι πορφυρές αποχρώσεις στο σαλόνι του μπαρ –ημίψηλα σκαμπό μπροστά σε καθρέφτες του μεσοπολέμου σου δίνουν την αίσθηση ότι γυρνάς πίσω, πολύ πίσω– μεταφράστηκαν σε αιμάτινες κηλίδες στα μάτια μου και με βύθισαν στη μοναδική σκέψη που δεν μπορώ να διαχειριστώ πλήρως: τον θάνατο ως επιλογή, την απόφαση να εγκαταλείψεις, το ηθικό ζητούμενο που προϋποθέτει αυτή η επιλογή – θάρρος ή δειλία.
Ανεβαίνοντας τους δύο ορόφους για να μπω στο θέατρο του Faust, την μικρή ζεστή αίθουσα που από φέτος λειτουργεί κι ως «σανίδι», αναλογίστηκα ότι οι επόμενες δύο ώρες θα ήταν ένα δείγμα για το πώς η Τέχνη καταφέρνει να ενώσει με γέφυρες το κόσμο. Πριν από μερικά χρόνια, ο τεράστιος Κόρμακ Μακ Κάρθι έκανε ένα διάλειμμα από τα κορυφαία μυθιστορήματά του για να γράψει το «Sunset Limited», το θεατρικό διαμάντι που πραγματεύεται το μικρόβιο της αυτοχειρίας στη σύγχρονη κουλτούρα της Δύσης. Να όμως που έγραψε ένα έργο για την Ελλάδα.
Μπορεί η αυτοκτονία να είναι στις ΗΠΑ η δέκατη αιτία θανάτου αριθμώντας κάπου τριάντα πέντε χιλιάδες νεκρούς το χρόνο, ωστόσο οι δύο ήρωες του «Sunset Limited», ο λευκός και ο μαύρος, ή αλλιώς ο εκλεπτυσμένος μα αδειανός «προφέσορας» και ο φαινομενικά πρωτόγονος μα γεμάτος ελπίδα ασήμαντος άνθρωπος που τον περιθάλπει, αποτελούν δύο άκρως αναγνωρίσιμα όντα στην έρημο της νεοελληνικής χίμαιρας.
Και κάπως έτσι χτίζεται ένα μαγικό ταξίδι μέσα από το οποίο αντιλαμβάνεσαι πως οι λέξεις του Μακ Κάρθι ηχούν για σένα, για τη χώρα που ζεις, για την πίστη που έχασες στη ζωή, για το όνειρο που έσβησες μόνος σου μέσα από ένα σωρό συμβιβασμούς, για τη θρησκεία και το θεό, για τα χρήματα, και το κυριότερο, για τους άλλους, εκείνους που έπαψες να βλέπεις και να ακούς, αποξενωμένος και λειψός μες στη νεοελληνική ουτοπία της μετα-ολυμπιακής εποχής.
Από την πρώτη στιγμή που ο Γιάννης Βούρος εμφανίζεται μετέωρος στο μουντό βασίλειο του «σωτήρα» του, η ταχεία με την ονομασία «Sunset Limited» βοά από μακριά και στην αποβάθρα είμαστε όλοι, έτοιμοι ή να πέσουμε ή να σωθούμε για πάντα. Η μετάλλαξη του Βούρου είναι το κάτι άλλο. Σχεδόν δεν τον αναγνώρισα. Έχει τσαλακωθεί σε τέτοιο βαθμό για να αποδώσει το καθηγητή που έφτασε μέχρι το χείλος του γκρεμού, ώστε και το πρόσωπό του ακόμα μοιάζει μεταλλαγμένο, θαρρείς κι ο πόνος το παραμόρφωσε μέσα από μια αθέατη μάσκα.
Γρυλίζει, μουρμουρίζει, κι ο χορός του θανάτου είναι πάντα στον ίσκιο του. Ο καρκίνος του καθηγητή είναι το μίσος. Η καλλιέργεια δεν τον έσωσε. Τα βιβλία δεν τον έσωσαν. Η κατάρρευση του πολιτισμού –όπου η ίδια η κοινωνία έχει μετατραπεί σε Νταχάου κι όπου ο στρεβλός θεός επιτρέπει τις βιβλικές καθημερινές τραγωδίες– τον έχει μετατρέψει σε ένα ζώο που ξεψυχάει. Κι ο Βούρος αποτυπώνει το ζώο μέσα από την απελπισία ενός ναυαγού που ψάχνει το σωσίβιο στο σκοτάδι. Μα δεν είναι ο Βούρος η αποκάλυψη.
Ναι, έχω την εντύπωση πως η ερμηνεία του θα πρέπει να ενταχθεί στις σπουδαιότερες θεατρικές στιγμές της καριέρας του (μαζί με τον «Άνθρωπο-Ελέφαντα» και το «Χάρολντ και Μοντ»), μα στα δικά μου μάτια μου η αποκάλυψη είναι ο Αλέκος Συσσοβίτης, ίσως επειδή δεν είχα αντιληφθεί ποτέ πόσο εύκαμπτος και εύπλαστος μπορεί να γίνει σε ένα τόσο απαιτητικό έργο.
Ο Συσσοβίτης είναι ο «φύλακας-άγγελος» στο κείμενο του Μακ Κάρθι. Είναι το σωσίβιο του ναυαγού. Η ζωή απέναντι στον θάνατο. Η ελπίδα απέναντι στον όλεθρο. Δεδομένου ότι τον θεωρούσα ηθοποιό που παίζει κυρίως με το σώμα, με εξέπληξε η γκάμα των συναισθημάτων που φέρνει στο φως. Η σκηνοθεσία της Άσπας Καλλιάνη, έντονα φορτισμένη και πολύ μακριά από το στατικό φιλμ του Τόμι Λι Τζόουνς, δίνει στον ήρωα του Συσσοβίτη την σπίθα της ζωής που στο φινάλε της παράστασης θα μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το μέγιστο ηθικό ζητούμενο του Μακ Κάρθυ: ότι ο θεός δεν είναι πουθενά αλλού παρά στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που θα σκύψει προς το μέρος μας. Ενός ανθρώπου που θα μας πλησιάσει αληθινά για να μας ψιθυρίσει ότι η Ζωή είναι το μοναδικό μεγαλείο που υπάρχει.