Θεατρο - Οπερα

Η επιστροφή της «Νόννα»

Ο Δημήτρης Πιατάς επιστρέφει σ’ ένα ρόλο-θρύλο, της βουλιμικής γιαγιάς στο «Lα Nonna»

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 409
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Δημήτρης Πιατάς επιστρέφει σ’ ένα ρόλο-θρύλο, της βουλιμικής γιαγιάς στο «Lα Nonna» του Roberto Cossa, σκηνοθετώντας την παράσταση

για το Ακάδημος. Μην αρχίζετε να γελάτε. Μπορεί να σας καταβροχθίσει.

Επιστρέφω 15 χρόνια μετά σ’ αυτό το έργο – ανέβηκε το 1998 στο θέατρο Πολύτεχνο, αλλά εγώ ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι μαζί του από το ’97. Το είχα ανακαλύψει στην Κύπρο, εκεί παιζόταν. Πρωταγωνιστής είναι μια υπεραιωνόβια γιαγιά, η Nonna, μετανάστρια από την Ιταλία στην Αργεντινή που με βουλιμία και δολοφονική αθωότητα καταβροχθίζει τα πάντα οδηγώντας στην καταστροφή την οικογένειά της. Στο έργο λέει μόνο 32 ιταλικές λέξεις. Από την πρώτη φορά που ανέβηκε το ρόλο τον έπαιξε άνδρας κι έκτοτε πάντα άνδρας την ερμηνεύει. Η Nonna είναι ένα άφυλο πλάσμα, ύπουλο και μοχθηρό.

Ο Πρόεδρος και το συνέδριο

«Στην περιπέτεια της “La Nonna” είχαμε μπει με τον Κωνσταντίνο Τζούμα και σκηνοθέτη τον Βασίλη Νικολαΐδη, εγκαινιάζοντας ένα χώρο που είχα βρει προκειμένου να στεγάσει τα θεατρικά μας όνειρα. Άμα τη εμφανίσει έγινε θρύλος. Ψηφίστηκε το ’98 ως η καλύτερη παράσταση της χρονιάς. Παίχτηκε για τρία χρόνια. Είχε έρθει και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος – νομίζω πως από τότε έγινε λίγο μόδα να πηγαίνει ο Πρόεδρος σε θεατρικές πρεμιέρες. Θυμάμαι, ήθελε να πάει σε μια καλή παράσταση, ένας γνωστός είχε δει τη δικιά μας, τη συνέστησε και ήρθε. Με ειδοποίησαν, λοιπόν, γιατί το εθιμοτυπικό ήθελε εγώ να απευθύνω την πρόσκληση. Του άρεσε, και αυτή η πρόσκληση έγινε η αιτία να βρεθώ μετά, για πρώτη και ίσως τελευταία φορά, στο Προεδρικό Μέγαρο. Ήπιαμε πρωινό τσάι συζητώντας για το θέατρο και την Αργεντινή, παραβιάζοντας το πρωτόκολλο που ήθελε να μείνω για ένα τέταρτο κι εγώ έμεινα περίπου δύο ώρες. Η παράσταση παίχτηκε και σ’ ένα διεθνές γαστριμαργικό συνέδριο στο Πανεπιστήμιο του Lund στη Σουηδία. Έτυχε να τη δει ο πρύτανης του πανεπιστημίου και μας κάλεσε να κλείσουμε το συνέδριο. Θυμάμαι, όταν έδειξα το μπιλιετάκι του στον Τζούμα μού είχε πει: “Σου κάνουν πλάκα, Πιατά!”».

Μια κωμωδία για όλους

«Καλύπτει όλα τα γούστα. Από του απαιτητικού διανοούμενου θεατρόφιλου μέχρι ενός απλού θεατή. Ο τελευταίος θα διασκεδάσει βλέποντας μια γιαγιά που καταβροχθίζει τα πάντα. Ο πρώτος μπορεί να δει κι άλλα: να το δει ως ένα σχόλιο πάνω στον καταναλωτισμό· το τι σημαίνει να τρως παραπάνω από αυτό που παράγεις· το πού μπορεί να φτάσει κανείς για χάρη της επιβίωσης· ως σχόλιο για την τυραννία – γράφτηκε το 1977, επί δικτατορίας Βιντέλα στην Αργεντινή γι’ αυτό κι έμελλε να γίνει σύμβολο αντίστασης. Μπορεί όμως να διακρίνει κανείς και τους συμβολισμούς που διέπουν την αργεντίνικη κουλτούρα: οι άνθρωποι είναι λίγο στοιχειά, λίγο θεοί, είναι έρμαια της μοίρας. Υπάρχουν πολλές αναγνώσεις. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια καθαρόαιμη λαϊκή κωμωδία, την οποία ανεβάζω με τη δική μου αισθητική και εντιμότητα για ένα έργο κι ένα ρόλο που με στοίχειωσε».

Ο Ακάδημος & ο Wilson

«Αισθάνομαι πως επιστρέφω σπίτι μου. Όταν άφησα την επιθεώρηση και ήθελα να ξεκινήσω κάτι άλλο, στον Ακάδημο ήρθα κι ανέβασα Ψαθά· το “Ένας βλάκας και μισός” – μια αναβίωση του παλιού σινεμά όταν δεν ήταν μόδα. Γιατί ενστερνίζομαι την άποψη πως η μόδα είναι η χθεσινή πρωτοπορία. Είμαι ένας σεμνός ηθοποιός με παρελθόν, δεν ξέρω τι μέλλον, αλλά σίγουρα με παρόν. Έχω αποδείξει πως ποτέ δεν έκανα μια συμβατική καριέρα. Πέρυσι ήμουν στο Εθνικό με τον “Περικλή” σε σκηνοθεσία Χουβαρδά, που παρουσιάστηκε στο Λονδίνο και υμνήθηκε από την κριτική – ναι, ο “Guardian” αναφέρθηκε υμνητικά στην αφεντομουτσουνάρα μου. Πέρασα και από την οντισιόν του Μπομπ Γουίσλον για την “Οδύσσεια”, με δέχτηκε, αποφάσισα όμως να έρθω εδώ γιατί με “έτρωγε” και θεώρησα πως ήταν η σωστή στιγμή. Η οδύνη πως δεν είμαι στη δουλειά του Ουίλσον καταλαγιάζεται από το γεγονός πως συμμετέχω ως φωνή. Μου το ζήτησε ο ίδιος. Έτσι παρακολουθώ και τις πρόβες τους».

Η παράσταση

«Σκηνοθετώ εγώ. Έχω όλη τη ματιά ενός έργου που με ακολουθεί τόσα χρόνια –στο δρόμο με συναντά κόσμος και αναφέρεται σ’ αυτή– και με έχει οδηγήσει σε άλλους εκφραστικούς δρόμους. Ήθελα να την ξαναδώ τοποθετώντας τη χρονικά στο 2001, την εποχή που η Αργεντινή είναι χρεοκοπημένη κι έχει μπει το ΔΝΤ. Η ιστορία μπαίνει στην παράσταση μέσω μιας τηλεόρασης, ενώ ταυτόχρονα η οικογένεια ζει το δράμα της παμφάγου γιαγιάς. Δεν θα μπορούσα να το κάνω χωρίς τους υπόλοιπους συντελεστές. Πρώτα απ’ όλα, όπως είπα στον Τζούμα, έπρεπε να “αποτζουμοποιήσω” το έργο. Το ρόλο του ανέλαβε ο εξαίρετος Κλέων Γρηγοριάδης. Αλλά και οι άλλοι ηθοποιοί είναι ιδανικοί: Πάνος Σκουρολιάκος, Κώστας Φλωκατούλας, Χρύσα Βεντούρη, Μαρία Κυριάκη. Υπάρχει και μια αποκατάσταση της ιστορίας. Η Λουκία Πιστιόλα επιστρέφει στο ρόλο που ήταν να παίξει σ’ εκείνη την παράσταση, αλλά λόγω εγκυμοσύνης δεν μπόρεσε. Σήμερα στο κοινό θα είναι το παιδί της, που για χάρη του είχε αφήσει το ρόλο. Ο Γιώργος Γαβαλάς έφτιαξε ένα απίστευτο, λειτουργικό και ατμοσφαιρικό σκηνικό – κατευθείαν από τις αργεντίνικες φαβέλες, που αναδεικνύεται από τους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη. Και δεν μπορώ να μην προσθέσω την ευτυχία να παίζει ζωντανά επί σκηνής μπαντονεόν την πρωτότυπη μουσική του ο Ηρακλής Βαβάτσικας. Γιατί το έργο είναι πλημμυρισμένο από τάνγκο. Πως θα μπορούσε διαφορετικά; Για Αργεντινή μιλάμε.

Από 20/10, Ακάδημος, Ιπποκράτους 17 & Ακαδημίας, 210 3625.119