Θεατρο - Οπερα

Ένας Τροβατόρε… ορμά στο Ηρώδειο

Ο «Τροβατόρε» του Βέρντι, αυτές τις μέρες πυρετωδώς ετοιμάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή για το Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

Κατερίνα Ι. Ανέστη
ΤΕΥΧΟΣ 395
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια όπερα πυρρακτωμένη είναι ο «Τροβατόρε» του Βέρντι, που αυτές τις μέρες πυρετωδώς ετοιμάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή για το Ηρώδειο (10-14/6), στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η A.V. παρακολούθησε πρόβα και μίλησε με το σκηνοθέτη Στέφανο Πόντα και το μουσικό διευθυντή Λουκά Καρυτινό.

Απόγευμα της Κυριακής στο Ηρώδειο ένας μηχανισμός σε εγρήγορση, αυτός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, δουλεύει με πάθος υπό τις οδηγίες του μάγου της όπερας, του Ιταλού σκηνοθέτη Στέφανο Πόντα. Τον παρακουλουθώ: λευκά ρούχα με μακριά μανίκια. Bλέμμα σαρωτικό πίσω από τα μυωπικά γυαλιά, ανεβοκατεβαίνει με εφηβικό βήμα τις κερκίδες του Ηρωδείου, χέρια σε σχήμα κάδρου, οδηγίες-οδηγίες-οδηγίες.

Μου θυμίζει τον Γούντι Άλεν, όταν σκηνοθετεί. Κάτω από τη σκηνή, εκεί όπου η ορχήστρα της Λυρικής με 80 μουσικούς θα υποδεχθεί το κοινό, έχει τοποθετηθεί προσωρινά ένα μικρό πατάρι, πάνω του μια καρέκλα στην οποία κυριολεκτικά ακροβατεί ο Λουκάς Καρυτινός. Ντυμένος στα μαύρα, νευρώδης ξεφυλλίζει παρτιτούρες, καθοδηγεί τη χορωδία και τους τραγουδιστές με μονολεκτικές σχεδόν οδηγίες.

Και μετά, η δύναμη της Λυρικής: 80 άτομα από τη χορωδία, 7 τραγουδιστές που εμφανίζονται εσχάτως στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου και 30 κομπάρσοι (όλα αγόρια). Συνομιλούν με το βλέμμα, με πόζες και αστεία, με ενθάρρυνση και συνωμοτική διάθεση για κάτι σπουδαίο που ετοιμάζεται. Η Λυρική βρυγχάται, αυτή τη φορά στους ρυθμούς του «Τροβατόρε» του Τζουζέπε Βέρντι.

Ο Στέφανο Πόντα (που εκτός από τη σκηνοθεσία έχει την ευθύνη για τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους απαιτητικούς φωτισμούς) μπορεί να δηλώνει συνεχώς και παντού υποταγμένος στο μεγαλείο του Ηρωδείου, όμως έχοντας πια ζήσει μαζί με τους ανθρώπους της Λυρικής νιώθει ένα ακόμα δέος: «Δίνουμε εδώ μια πραγματική μάχη. Ενάντια στο χρόνο, ενάντια στις οικονομικές δυσκολίες. Και αυτό με κάνει να σκέφτομαι κάτι πολύ σημαντικό: ότι μαθαίνουμε να δουλεύουμε ξανά επιστρέφοντας στην πραγματική ουσία των πραγμάτων. Στον πυρήνα της δημιουργίας. Και ναι, αυτό είναι σημαντικό».

Τον θυμάμαι στη συνέντευξη τύπου για το θερινό πρόγραμμα της Λυρικής, ενθουσιώδη και υπερβολικά ομιλητικό, να μιλάει για τη συγκίνηση που νιώθει επειδή θα σκηνοθετήσει ένα έργο για το Ηρώδειο. Μας υποσχέθηκε ένα έργο ωδή για το μεγαλείο του Ηρωδείου, απαλλαγμένο από τη χρήση της τεχνολογίας. «Ένα έργο… αρχαίο» λέει ξανά, τώρα, καθισμένος στις κερκίδες του Ηρωδείου, πιο ήρεμος αλλά και κατασταλαγμένος.

«Η πρόκληση είναι να είμαι πιστός στο πνεύμα του Βέρντι, αλλά και στο μεγαλείο και την ιστορία του Ηρωδείου» εξηγεί. Τα κοστούμια θα ακολουθούν την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων, η κίνηση θα είναι ουσιαστικά μη κίνηση, το σκηνικό γήινο και ηφαιστειακό. Ιδιαίτερη σημασία έχει δώσει όμως στο φωτισμό: θα γίνουν συνολικά 358 αλλαγές φωτισμών, ενώ δεν θα υπάρχουν μετωπικά φώτα αλλά μόνο πλάγια και πλάτης. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση φωτισμού όπερας και μάλιστα σε ανοιχτό χώρο.

Γύρω του οι πρωταγωνιστές περιμένουν να επιστρέψουν στη σκηνή. Ο Δημήτρης Πλατανιάς (Κόμης ντι Λούνα) λίγες εβδομάδες μετά την εμφάνισή του στη Royal Opera, όπου πρωταγωνίστησε στον «Ριγκολέτο», φοράει μια μαύρη μπλούζα – στο στήθος είναι γραμμένο TROVATORE. Ίδια μπλούζα για το βραβευμένο Κορεάτη τενόρο Ρούντι Παρκ – οι δυο τους κάποια στιγμή στέκονται απέναντι, σε στάση παλαιστών σούμο…

Λίγο πριν αρχίσει ξανά η πρόβα, ρωτάω τον Πόντα πως είναι να σκηνοθετεί σήμερα στην Αθήνα. Απαντά ακαριαία: «Η Αθήνα είναι σαν μια μεγάλης ηλικίας κομψή κυρία που έχει χάσει την περιουσία της. Δεν θα χάσει ποτέ όμως τις αναμνήσεις και την ψυχή της». Για τον Πόντα είναι η δεύτερη φορά που σκηνοθετεί τον «Τροβατόρε», για τον Λουκά Καρυτινό είναι η πολλοστή (δυο φορές ήταν στο εξωτερικό). «Το πέρασμα του χρόνου σε αναγκάζει να βλέπεις το έργο διαφορετικά.

Αισθάνομαι ότι τώρα είμαι πολύ πιο ελεύθερος. Παλιά ήμουν περισσότερο πιστός στη μουσική, τώρα είμαι πιστός στο πνεύμα του συνθέτη περισσότερο παρά σε αυτά που έγραψε. Εκείνη την εποχή ο Βέρντι δεν κατέγραφε επακριβώς αυτά που ήθελε, δεν ήταν σαν τον Προκόφιεφ ή τον Στραβίνσκι, που είχαν μέσα τους το φάσμα της αιωνιότητας και ήξεραν ότι πρέπει να καταγράφουν τα πάντα».

Το έργο κάνει μια μεταφορά ανάμεσα στον κόσμο του φωτός και του σκότους και το Ηρώδειο μπορεί να αναδείξει μοναδικά αυτούς τους δύο κόσμους. Ζητήσαμε από τον Λουκά Καρυττινό να μας ξεναγήσει μέσα στο έργο, να δώσει κάποιες βασικές οδηγίες στο κοινό που θα δει τις παραστάσεις του Ηρωδείου: «Στην αρχή θα είναι αργό, επειδή τα γεγονότα έχουν συμβεί 15 χρόνια πριν αρχίσει το έργο, τα πρόσωπα εμφανίζονται απλά σαν μαριονέτες προδιαγεγραμμένου πεπρωμένου.

Η εισαγωγή λοιπόν θα είναι φλου, αν και έχει ένα χαρακτήρα μιλιτέρ απ’ τον Βέρντι, γιατί θέλω να φανεί ότι το έργο έχει την αχλή της προϊστορίας. Εγώ στην πρώτη προσέγγιση είμαι πιο αργός, προσπαθώ να σπάσω αυτόν το χαρακτήρα. Όταν αρχίσουν οι πρώτες ατάκες, τότε αποκτώ και εγώ ένα ρυθμό στρατιωτικό». Μια άλλη σκηνή που αξίζει να προσέξει ο θεατής μέσα από το βλέμμα του Λουκά Καρυτινού είναι στην αρχή της τρίτης πράξης, μετά το διάλειμμα: «Όταν συλαμβάνεται η τσιγγάνα και παρακαλάει να ξεσφίξουν τα δεσμά της, η μουσική του Βέρνι δεν έχει τίποτα το παρακλητικό. Αντιθέτως είναι σαν απειλή ότι θα εκδικηθεί».

Επιστρέφοντας για να δώσει οδηγίες σε τραγουδιστές και χορωδία (η πρόβα με την ορχήστρα είχε γίνει αρκετές ώρες πριν), ο Λουκάς Καρυτινός μού θυμίζει: «Η όπερα προσφέρει ένα διαφορετικό μοντέλο. Σε κάνει να σου αρέσει η ζωή». Το έργο: Όπερα σε τέσσερα μέρη, ο «Τροβαδούρος» βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του Σαλβαντόρε Καμαράνο με προσθήκες του Λεόνε Εμανουέλε Μπαρντάρε, αντλεί δε από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Αντόνιο Γκαρθία Γκουτιέρεθ.

Μεγαλύτερη σημασία από τις λεπτομέρειες της υπόθεσης έχουν τα έντονα συναισθήματα που αναπτύσσονται ανάμεσα στην τσιγγάνα Ατσουτσένα, τον Μανρίκο, δηλαδή τον τροβαδούρο του τίτλου ο οποίος πιστεύει ότι είναι γιος της, την αγαπημένη του Λεονόρα και τον κόμη Ντι Λούνα, ερωτικό αντίζηλο αλλά και αδελφό του Μανρίκο· τη συγγένεια αυτή γνωρίζει μόνο η Ατσουτσένα, η οποία την αποκαλύπτει στο τέλος του έργου. Βασικός μοχλός της δράσης είναι το συναίσθημα εκδίκησης της τσιγγάνας για τον άδικο θάνατο της μάνας της, γεγονός που προηγείται της πλοκής της όπερας.


Ιnfo Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός/ Σκηνοθεσία - σκηνικά - κοστούμια - φωτισμοί: Στέφανο Πόντα/ Εμφανίζονται: Δημήτρης Πλατανιάς (10, 12, 14/6) - Βιτόριο Βιτέλι (13/6)/ Ιάνο Τάμαρ (10, 13/6) - Τσέλια Κοστέα (12, 14/6)/Μαριάννα Πεντσέβα (10, 13/6) -  Τιτσίνα Βον (12, 14/6)/Βάλτερ Φρακάρο (10, 13/6), Ρούντι Παρκ (12, 14/6)/ Δημήτρης Καβράκος κ.ά./ Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής./ Εισιτήρια: Θέατρο Ολύμπια, Ακαδημίας 59-61, 210 3662.100, 210 3612. 461, 210 3643.725/ Φεστιβάλ Αθηνών, Πανεπιστημίου 39, Δευτ.-Παρ. 8.30-16.00, Σάβ. 9.00-14.30