Θεατρο - Οπερα

Ένας έρωτας στο μουσείο

Είδαμε την όπερα «Καπουλέτοι και Μοντέκκοι» από την ΕΛΣ

Λένα Ιωαννίδου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι εραστές της Βερόνας βγαίνουν από το κάδρο

Αν έμεινε κάτι έντονα χαραγμένο στο νου μας από την ενδιαφέρουσα ιδέα του σκηνοθέτη Αρνώ Μπερνάρ να μεταφέρει τη δράση της όπερας σε ένα μουσείο υπό ανακαίνιση, ήταν δίχως άλλο, η ευρηματική εικόνα του φινάλε, δευτερόλεπτα πριν πέσει η αυλαία. Αυτά ωστόσο που προηγήθηκαν μας άφησαν ανάμεικτα συναισθήματα.

Έχοντας πάρει μια γεύση παρακολουθώντας μια πρόβα της πρώτης πράξη της όπερας και μιλώντας με τον Αρνώ Μπερνάρ λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα των «Καπουλέτων και Μοντέκκων», είχα χάσει το στοιχείο της έκπληξης. Περίμενα ωστόσο με μεγάλο ενδιαφέρον το ανέβασμα ‒για πρώτη φορά από τη Λυρική σε συμπαραγωγή με την Αρένα της Βερόνας και το θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας‒, μιας λυρικής παράστασης που, δυστυχώς, δεν παρακολουθούμε συχνά. Η μελωδικότατη αυτή όπερα του Μπελλίνι, είναι ένα από τα πιο εξοχότερα δείγματα του μπελ κάντο. Έχει όμως μια εμφανή αδυναμία. Το λιμπρέτο της. Αν και το θέμα της είναι η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, το ποιητικό κείμενο του Φελίτσε Ρομάνι, δεν στηρίζεται στο σεξπηρικό αριστούργημα αλλά σε μια παλιότερη εκδοχή του, από την οποία λείπουν οι έντονες συναισθηματικές συγκρούσεις, οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, ο ρεαλισμός. Το άσβεστο μίσος ανάμεσα στις δύο οικογένειες, των Μοντέκκων και των Καπουλέτων, δύσκολα γίνεται πιστευτό, ενώ το πάθος των δύο εραστών μοιάζει αδύναμο, «λίγο». Η αίσθηση του σκηνοθέτη Αρνώ Μπερνάρ όταν προσέγγισε για πρώτη φορά το έργο, ότι πρόκειται για μια «μουσειακή όπερα», τον οδήγησε σε μια έξυπνη σύλληψη: να μεταφέρει το δράμα, από τη Βερόνα σε ένα μουσείο υπό ανακαίνιση και να μετατρέψει τους πρωταγωνιστές του σε πρόσωπα εμβληματικών πινάκων ζωγραφικής που αποδρούν από τον καμβά για να αφηγηθούν την ιστορία τους.

image

Στην πράξη τώρα, η ιδέα, υποστηρίζεται από ένα εντυπωσιακό σκηνικό. Κάθε σκηνή εκτυλίσσεται στις αίθουσες και τους διαδρόμους ενός μουσείου που παραπέμπει σε κτίσμα της εποχής του Μπελλίνι. Βρισκόμαστε όμως στο σήμερα και «ο χώρος τελεί υπό ανακαίνιση». Οι πίνακες ακουμπούν αμπαλαρισμένοι στο δάπεδο, ενώ στους ταπετσαρισμένους τοίχους, άλλοτε σε κόκκινο, άλλοτε σε πράσινο κι άλλοτε σε μαύρο χρώμα, διακρίνονται τα σημάδια, οι σκιές που άφησαν τα κρεμασμένα έργα. Η αυλαία ανοίγει και με τις πρώτες νότες της εισαγωγής παρακολουθούμε ένα εργοτάξιο σε πλήρη δράση. Εργάτες με φόρμες και προστατευτικά κράνη επιδίδονται σε μαστορέματα, οξυγονοκολλήσεις, μεταφορές, τεχνίτες συντηρούν τα έργα τέχνης ‒ και θα συνεχίζουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους σε κάθε αλλαγή σκηνικού ή στις μουσικές γέφυρες του Μπελλίνι, χωρίς να βλέπουν τις φιγούρες των πινάκων που ζωντανεύουν. Με την αναχώρησή τους, ένας μεγάλος πίνακας σκίζεται και ξεπροβάλλουν οι οπαδοί των Καπουλέττων, ντυμένοι με βαθυκόκκινες στολές και ο ηγέτης τους Καπέλλιο, πατέρας της Ιουλιέττας. Εδώ όμως κάτι αρχίζει να με ενοχλεί.

Δεν είναι τόσο τα κοστούμια των χορωδών (Κάρλα Ρικότι) ‒ελάχιστα κολακευτικά, οφείλω να πω‒ αλλά η σκηνική τους συμπεριφορά-κινησιολογία… Μετακινούνται κατά ομάδες από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη, προσποιούνται με πομπώδεις χειρονομίες τους εξαγριωμένους, ξαφνικά κοκαλώνουν σαν να γίνονται ξανά ζωγραφικός πίνακας. Με τη στυλιζαρισμένη κίνησή τους αισθάνομαι ότι ακόμα και σκηνές γεμάτες ένταση και συγκρούσεις, αποδυναμώνονται, παύουν να είναι ρεαλιστικές, όπως προφανώς θα ήθελε ο σκηνοθέτης. Πολύ γρήγορα αντιλαμβάνομαι ότι η ίδια σκηνική συμπεριφορά διδάχτηκε και στους πρωταγωνιστές. Η συγκίνηση του ευαίσθητου θεατή από την υπέροχη μουσική και τις ερμηνείες στη σκηνή της συνάντησης του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, κινδυνεύει να σβήσει από τις αφύσικες πόζες των δύο ερωτευμένων. Ακόμα και στην πιο δραματική στιγμή του τέλους, ο άτσαλος τρόπος που σκαρφαλώνει η Ιουλιέττα στο νεκρικό κρεβάτι, μάλλον φέρνει νευρικό γέλιο αντί για δάκρυ. Πιθανώς, θέλοντας να τονίσει την ιδέα του ταμπλό βιβάν και των χαρακτήρων-φαντασμάτων, ο Αρνώ Μπερνάρ ζήτησε από μονωδούς και χορωδούς θεατρικότητα στην κίνησή τους, η οποία όμως κατά τη γνώμη μου, δεν λειτούργησε και η σκηνική τους παρουσία κατέληξε να μοιάζει ερασιτεχνική. Ευτυχής εξαίρεση, που αποτυπώνει μοναδικά το όραμα του σκηνοθέτη, το πάγωμα της εικόνας και του χρόνου στο φινάλε της όπερας.

image

Οι ερμηνείες: Παρακολούθησα τους «Καπουλέτους και Μοντέκκους» με τη δεύτερη διανομή και είχα την τύχη να απολαύσω δύο εκπληκτικές φωνές. Τη μεσόφωνο Ειρήνη Καράγιαννη και, για πρώτη φορά σε πλήρη όπερα, την ελληνοαυστραλή υψίφωνο Έλενα Ξανθουδάκη. Η Καράγιαννη, με τη φωνή της να βρίσκεται σε πλήρη ακμή, ήξερα καλά ότι θα μας χαρίσει ‒όπως και έκανε‒ μια ακόμα ερμηνεία υψηλών απαιτήσεων, υποδυόμενη τον φλογερό και παρορμητικό Ρωμαίο, ένα δύσκολο ρόλο «τραβεστί». Η αποκάλυψη όμως για μένα ήταν η Ξανθουδάκη στο ρόλο της Ιουλιέττας. Η ερμηνεία της είχε ακρίβεια, βάθος, ένταση. Με το κρυστάλλινο ηχόχρωμα της φωνής της ‒φτάνει με τον πιο φυσικό και αβίαστο τρόπο στις ψηλές νότες‒ μας χάρισε μια ερωτευμένη, φοβισμένη, απελπισμένη, σπαρακτική Ιουλιέττα. Μια φωνή που είναι πλασμένη για τις μεγάλες ηρωίδες του μπελ κάντο. Ελπίζω η Λυρική να μας προσφέρει στο μέλλον αυτή τη χαρά… Από τις υπόλοιπες ερμηνείες ξεχώρισα τον επιβλητικό Καπέλλιο του βαθύφωνου Τάσου Αποστόλου και τον Λορέντζο του μπασοβαρύτονου Διονύση Τσαντίνη ‒ αλλά μόνο στη δεύτερη πράξη. Ο τενόρος Αντώνης Κορωναίος, ερμήνευσε τον αντίζηλο του Ρωμαίου, Τεμπάλντο, με πάθος, αλλά και αρκετές φωνητικές αστοχίες. Η παρουσία της ανδρικής χορωδίας υπό τη διδασκαλία του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου πιστώνεται όπως πάντα στα θετικά της παράστασης.

Τέλος, μια κουβέντα για την ορχήστρα της ΕΛΣ. Στην παράσταση του Σαββάτου βρήκα την ερμηνεία της λίγο άκεφη, διεκπεραιωτική. Ο ήχος των οργάνων της, χωρίς τη γνώριμη μελωδικότητά του, έμοιαζε κάποιες στιγμές να μην «ακούει» την μπαγκέτα του Λουκά Καρυτινού. Μπορεί απλά να έτυχε, μας έχει όμως συνηθίσει σε εξαιρετικές ερμηνείες κι αυτό μας δίνει το δικαίωμα να γκρινιάζουμε πού και πού …

Συμπέρασμα: Μια παράσταση που αξίζει να δείτε για την ενδιαφέρουσα σκηνοθετική της προσέγγιση , για τις σπουδαίες ερμηνείες της –και στις δύο διανομές‒ πάνω από όλα όμως για την υπέροχη μουσική του Βιντσέντζο Μπελλίνι.

image

image

Για περισσότερες πληροφορίες εδώ