Θεατρο - Οπερα

Ο χορός των χαμένων ψυχών

Η Ζωή Χατζηαντωνίου μας μιλάει για το έργο «Οι Τυφλοί» του Μορίς Μέτερλινκ που σκηνοθετεί για το Φεστιβάλ Αθηνών

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 534
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε ένα τοπίο δάσους χωρίς όρια, μια ομάδα τυφλών ανδρών και γυναικών αναμένουν την επιστροφή του οδηγού τους. Είναι όλοι γερασμένοι. Περιμένουν. Το παρουσιαστικό τους φανερώνει ανθρώπους που έχουν βγει για περίπατο, είναι ντυμένοι ανάλογα και περιμένουν, για λίγο, κάτι, που όπου να ’ναι θα φανεί. Με την άδηλη, συγκρατημένη υπομονή και τον κρυφό φόβο των παιδιών όταν τα αφήνουν οι γονείς τους σε κάποιο άγνωστο δημόσιο χώρο να τους περιμένουν κι αργούν να φανούν και οι στιγμές διαρκούν αιώνες. Ανήμποροι να μετακινηθούν, επινοούν τρόπους για να περάσουν το χρόνο τους, συνομιλούν για να καταπραΰνουν το φόβο και να σιγουρευτούν ότι δεν είναι μόνοι. Η ώρα περνά, η κρύα νύχτα τούς καλύπτει κι ο φόβος απέναντι στα άγνωστα στοιχεία της φύσης μεγαλώνει. Τρεις γυναίκες προσεύχονται ακατάπαυστα, κάποιοι ψάχνουν τρόπο να γυρίσουν στον ασφαλή και γνώριμο χώρο του ασύλου από όπου ξεκίνησαν, ένα βρέφος κλαίει στην αγκαλιά της τυφλής μητέρας του, κάπου μακριά καμπάνες χτυπούν μεσάνυχτα – ή μήπως μεσημέρι; Ένας σκύλος εμφανίζεται, μόνο για να τους οδηγήσει λίγα βήματα πιο πέρα, στο νεκρό σώμα του οδηγού. Χαμένοι, εγκαταλελειμμένοι κι αβοήθητοι, θεωρούν μόνη σωτηρία το βρέφος αφού είναι το μόνο που βλέπει. Συσπειρωμένοι, το κρατούν ψηλά, σαν οδηγό. Μάταια. Το βρέφος σπαράζει στα χέρια τους κι αυτοί ζητούν έλεος.

image

Οι «Τυφλοί», έργο γραμμένο στα 1890 από τον Βέλγο νομπελίστα Μορίς Μέτερλινκ, έχει θεωρηθεί προάγγελος του «Περιμένοντας τον Γκοντό». Μόνο που η ακρότητα της συνθήκης που προτείνει ο Μέτερλινκ είναι μεγαλύτερη. Οι Τυφλοί, σε κάποια στιγμή της αναμονής τους, αποδέχονται ότι αυτός που περιμένουν δεν υπάρχει, και κανείς δεν θα έρθει να τους σώσει αλλά παρόλα αυτά δεν πράττουν. Είναι εγκλωβισμένοι στην αδράνεια, τη σύγκρουση του υποκειμενικού με το συνολικό, στον ευνουχισμό και την εξάρτηση που έχει προκαλέσει η πρότερη συνεχόμενη κηδεμονία. «Δεν θα έπρεπε να έχουμε βγει ποτέ από το άσυλο», «άλλη φορά, δεν θα ξαναβγούμε». Ανίκανοι να πράξουν, αφήνονται στο έλεος. Ποιου; Δεν γνωρίζουν. Η τελευταία φράση που ακούγεται είναι «Λυπηθείτε μας».

image

Με αφορμή το αλληγορικό κείμενο του Μέτερλινκ, η Ζωή Χατζηαντωνίου και ο Δημήτρης Καμαρωτός ενορχηστρώνουν μια παράδοξη όπερα ήχων και χειρονομιών, μια παρτιτούρα κινητικής, χειρονομιακής, φωνητικής, μουσικής και ηχητικής αφήγησης. Πρόκειται για μια σπουδή πάνω στη σωματική αδράνεια που προκαλεί ο φόβος του αγνώστου. Τα καθηλωμένα από την τυφλότητα και το φόβο σώματα, κινούνται, χειρονομούν, αγγίζονται, συνομιλούν, μονολογούν, προσεύχονται, θρηνούν προκειμένου να συνεχίζουν να αλληλεπιδρούν και να υπάρχουν. Ένας χορός χαμένων ψυχών που «έχουν χάσει τη συνήθεια των περιττών κινήσεων».

image

Σημειώσεις και σκέψεις κατά τη διάρκεια των προβών

Η παράσταση είναι το χρονικό ενός συμβολικού θανάτου. Βλέπουμε το αναπότρεπτο τέλος μιας κοινότητας που εξαρτά την ύπαρξή της από την ασφάλεια μιας κηδεμονίας που έχει καταρρεύσει, αλλά ακόμα αδυνατεί να το δει. Βιώνει την κρίσιμη εκείνη περίοδο όπου μια παλιά και από καιρό εδραιωμένη πίστη χάνει τη δύναμή της, αλλά το νέο δεν έχει ακόμα εμφανιστεί. Είναι η απεγνωσμένη απόπειρα του ανθρώπου να κατανοήσει και άρα να ορίσει την πραγματικότητα και την ύπαρξή του τη στιγμή που βρίσκεται μόνος και αντιμέτωπος με το τέλος. Όταν κάποτε συνειδητοποιεί ότι η συνέχεια μπορεί να βρίσκεται στους άλλους αποπειράται να ορίσει τον κόσμο από κοινού προκειμένου να σωθεί, όμως, ακόμα και τότε η υποκειμενικότητα της ύπαρξης τον εμποδίζει από την ανάγκη της συνύπαρξης.

image

Σαββίνα Γιαννάτου

Οι ερμηνευτές κινούνται σταδιακά. Αρχίζουν να παράγουν ήχο, το οπτικό ερέθισμα ακόμα και μιας αναπνοής ή της αλλαγής θέσης ακούγεται. Ο ηχητικός κόσμος της παράστασης είναι οι «υποκειμενικοί» ήχοι που οι τυφλοί ακούν/επινοούν. Είναι η διακοπτόμενη μουσική πράξη από ένα πιάνο και μια γυναικεία φωνή που διαπερνά κατά διαστήματα τη δράση. Οι ήχοι του γνώριμου παρελθόντος κόσμου τους υποκαθίστανται από τον ήχο της φωνής που τραγουδά. Η φωνή είναι ζεστή και καθησυχαστική παρά την πυκνή και σκοτεινή αφήγηση. Οι τυφλοί στρέφονται και κατευθύνονται στον ήχο όσο υπάρχει, σαν έντομα προς το φως. Αυτό τους δημιουργεί μια τάση, έναν τροπισμό για δράση, για μετακίνηση προς την πηγή, που όμως κόβεται απότομα και μένει ανολοκλήρωτη. Όλα αυτά τα ηχητικά σήματα τους ενεργοποιούν και τους οδηγούν, τους συνδέουν και τους δίνουν ασφάλεια.

image

Ξένια Καλογεροπούλου

Οι λέξεις και οι φράσεις γίνονται ψυχικές κινήσεις, στέλνονται ως σήματα αναγνώρισης, αντικαθιστώντας τη χειρονομία. Στέλνονται ως σήματα ζωής. Οι ερμηνευτές χειρονομούν μέσω των λέξεων και ηχούν μέσω της κίνησης. Μέσα από αυτό τον κώδικα προτείνουν τη συνθήκη της τυφλότητας, τον τόπο, το χρόνο, το παρόν, το παρελθόν, την ταυτότητα και τις σχέσεις τους. Δεν επαναπροσδιορίζουν, αλλά ορίζουν τον κόσμο εξαρχής. Ποιοι είμαστε; Πού βρισκόμαστε; Από πού ήρθαμε; Πώς συνεχίζουμε;

Η γλώσσα εδώ λειτουργεί μόνο υπαινικτικά, γιατί η γλώσσα δεν αρκεί για να εκφράσει το εύρος της διάνοιας, της ψυχής και του φόβου του ανθρώπου. Οι φράσεις είναι ελλειπτικές, σχεδόν λειτουργούν σαν τις κορυφές παγόβουνων. Κρύβουν περισσότερα από όσα φανερώνουν. Είναι, θα έλεγε κανείς, ένα κρυπτικό κείμενο. Ανορθολογικό.

image

Θοδωρής Κατοπάνος

Οι τυφλοί του Μέτερλινκ προαισθάνονται το τέλος χωρίς να το γνωρίζουν ακριβώς. Αναπνέουν στην περιοχή του προαιώνιου μεταφυσικού φόβου του ανθρώπου για το Μετά. Έχουν ανάγκη, αποζητούν απεγνωσμένα, την ασφάλεια του Ασύλου, παρά την αναγνώριση του περιορισμού, της άγνοιας και της ατολμίας που τους έχει επιβάλει η Αρχή του ιερέα-οδηγού.

Ο Μέτερλινκ χρησιμοποιεί το μύθο των χαμένων τυφλών εκδρομέων παραβολικά. Συνθέτει μια σχεδόν βιβλική παραβολή για το φόβο του ανθρώπου απέναντι στο Άγνωστο και όχι αναγκαστικά απέναντι στο Τέλος.

image

Μαρία Κεχαγιόγλου

Προβληματίζεται για το θέμα της Πίστης, υποστηρίζοντας ότι κάθε πίστη (σε μια θρησκεία ή σε ένα σύστημα) δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να πάψει να αναζητά την αλήθεια και την γνώση.

Η δραματουργία της παράστασης έχει βασιστεί πάνω στη θέση του Μέτερλινκ ότι ο άνθρωπος, κατά κύριο λόγο, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τη Φύση και το Σύμπαν, επινοεί: «Αναζητώντας το θεό-οδηγό τον δημιουργώ, τον επινοώ και δημιουργώντας τον γίνομαι αυτό που εκείνος είναι».

image

Υβόννη Μαλτέζου-Ανέζα Παπαδοπούλου-Χρήστος Στέργιογλου

Η ιδιότητα της τυφλότητας (που εδώ λειτουργεί συμβολικά, οντολογικά) αφαιρεί μια παράμετρο, ίσως τη σημαντικότερη, πρόσληψης και ερμηνείας του κόσμου. Έχει τοποθετήσει τους τυφλούς μέσα σε μια τρομερής σύλληψης εικόνα ενός προαιώνιου βορινού δάσους και τους αφήνει να το αντιληφθούν και να το ερμηνεύσουν μέσω των υπόλοιπων αισθήσεων. Σε βαθμό που φτάνουμε, τουλάχιστον στη δική μας παράσταση, να αναρωτηθούμε αν το προαιώνιο δάσος που προτείνεται υπάρχει εντός των ανθρώπων, είναι ένα εσωτερικό τοπίο που κατοικεί εντός μας, και του οποίου επιχειρούμε την προβολή μέσω των λέξεων, των ήχων, της μουσικής, της κίνησης και της φωνής. Μέσω μιας σύνθετης αφήγησης, που συνδυάζει ισότιμα τις αφηγηματικές και εκφραστικές δυνατότητες όλων των εργαλείων που διαθέτουμε. Ο μακρόκοσμος του τοπίου που προτείνει ο Μέτερλινκ γίνεται εσωτερικό τοπίο, ο μακρόκοσμος του δάσους γίνεται ο μικρόκοσμος της ψυχής και της μνήμης όλων των ανθρώπων.

image

Μηνάς Χατζησάββας

Η δραματουργία έχει επίσης βασιστεί στην ιδέα του δίπολου που κυριαρχεί στη σκέψη του συγγραφέα. Τίποτα δεν μπορεί να οριστεί από μόνο του, παρά μόνο μέσω του αντίθετού του. Υπάρχει ζωή γιατί υπάρχει θάνατος και υπάρχει θάνατος γιατί υπάρχει ζωή, υπάρχει το σκοτάδι γιατί υπάρχει το φως, υπάρχει η νεότητα γιατί υπάρχει το γήρας, υπάρχει η ελπίδα γιατί υπάρχει η απόγνωση, υπάρχει το τέλος γιατί υπάρχει η αρχή. Και σε κάθε αρχή ενυπάρχει το τέλος. Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου. Και εντέλει όλα αυτά και ο τρόπος που τα ονοματίζουμε, δεν είναι παρά μόνο συμβάσεις για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε και αντιληφθούμε το ανεξήγητο της ύπαρξης. Της γέννησης και του θανάτου.

image

Γιώργος Μπίνιαρης

Ο άνθρωπος οφείλει να συνεχίζει να αγωνίζεται για τη γνώση και την επιβίωση, αλλά ας συνεχίζει χωρίς να ελπίζει ότι θα φτάσει ποτέ σε ένα τέλος ή σε μια ικανοποιητική εξήγηση. Η λογική μας είναι πεπερασμένη και ο κόσμος ασύλληπτος για μας. Ας αποδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να έχουμε την ελπίδα ότι θα γνωρίσουμε χωρίς να απελπιζόμαστε. Κι ας μην τρομοκρατούμαστε απέναντι στο ενδεχόμενο του τέλους. Γιατί τίποτα δεν μπορεί να τελειώσει παρά μόνο να μετατραπεί. Και η ζωή και η ιστορία του ανθρώπου δεν είναι τίποτα άλλο από μια συνεχή διαδικασία μετατροπών υλική και πνευματική. Ας πάμε λοιπόν προς το άγνωστο κι ας αρχίσουμε να εμπιστευόμαστε λιγότερο τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Ας δούμε και λίγο πιο κει από τη λογικοκρατία στην οποία οικοδομήσαμε ολόκληρο τον 20στό αιώνα. «Πάμε να δούμε» λέει στην παράσταση ο νεκρός οδηγός. «Πρέπει να κανείς να διανοηθεί να ζήσει» κι έπειτα να τολμήσει να ζήσει.

image

Χρήστος Στέργιογλου

Info: 12-13 Ιουλίου, Πειραιώς 260, κτίριο Η΄, 21.30

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία - Χορογραφία - Δραματουργία: Ζωή Χατζηαντωνίου

Μουσική Σύνθεση - Ηχητική Δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός

Μετάφραση: Δήμητρα Κονδυλάκη

Σκηνικός Χώρος: Ελίνα Λούκου

Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Σχεδιασμός Φωτισμού: Λευτέρης Παυλόπουλος

Βοηθός Σκηνοθέτη: Κώστας Κορωναίος

Εικαστικός Συνεργάτης: Μαρία Ταυλαρίου

Με τους: Ξένια Καλογεροπούλου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Χρήστος Στέργιογλου, Γιώργος Μπινιάρης, Υβόννη Μαλτέζου, Ανέζα Παπαδοπούλου, Μηνάς Χατζησάββας, Χάρη Τσιτσάκης, Σαβίνα Γιαννάτου (φωνή), Θοδωρή Κοτεπάνο (πιάνο)