- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η εναλλακτική Θεσσαλονίκη ήταν θλιμμένη. Πολύ όμως. Σκέτη πόζα. Γιατί οι περισσότεροι «θλιμμένοι» που γνώριζα -και δεν μιλώ για τις μπάντες, αφού εξ ορισμού ο καλλιτέχνης είναι αθώος, αλλά για τον «λαό»- περιφέρονταν στα στέκια, τα δισκοπωλεία και τις συναυλίες λες και ήταν παιδιά από το καταθλιπτικό Μπρίστολ ή κάτοικοι της μελαγχολικής περιστεριώτισσας suburbia, κι ας έμεναν κέντρο ή σε ντούρες αστικές συνοικίες. Οι Portishead και οι Στέρεο Νόβα υπαγόρευαν ένα συγκεκριμένο τέμπο στα γούστα και τη ρυθμική κινησιολογία των συναυλιών: υποτονικό λίκνισμα και σαν μάντρα ψιθύρισμα των στίχων, η χαρά ήταν εξόριστη. Ακόμα και στα πάρτι, ως και οι «κουμπωμένοι» χόρευαν λες και θρηνούσαν σαν πρωτοξάδελφοι τη Σίλβια Πλαθ και τον Κομπέιν.
Οι djs του 88μισό, του ραδιοφώνου που σημάδεψε με τις μουσικές του τη 2310 αλτερνατίβα, πλειοδοτούσαν εξίσου σε οτιδήποτε «αυτοκτονικό» και «μελαγχολικοψαγμενουά». Για μέρες έβλεπα το βινύλιο του «Hey Mister Όμορφε», ντεμπούτο των Xaxakes, να κείται εκεί που το είχα αφήσει την προηγούμενη. Παραήταν χαρούμενο για τα γούστα των υπολοίπων παραγωγών, όμως όχι για τα δικά μου. Λάτρεψα αυτόν το δίσκο. Για ένα τρίμηνο, θυμάμαι, κάθε πρωί, ακριβώς στις 8, με το «Fly» ξεκινούσε το δίωρό μου -κάτι σαν άτυπος εθνικός ύμνος. «...και το βράδυ μόλις πέσει, το φεγγάρι μόλις φως θα ρίξει, θα διαλέξω τι θα βάλω, να έχω ρέντα να γουστάρω»! Στα μίτινγκ του σταθμού με κορόιδευαν όταν τους έλεγα πως αυτός ο δίσκος ήταν συγκλονιστικός, συνομιλούσε ευθέως με τους Velvets και τους Roxy Music, τον Bowie και τους Magazine, πως ο τύπος με την κόκκινη κιθάρα ήταν ό,τι καλύτερο διέθετε εκείνη την εποχή η Θεσσαλονίκη: νεύρο, ένταση, απίστευτα ριφ και μια αυθεντική περσόνα «παλιοπρίγκιπα», όπως θα έλεγε κι ο Χόλντεν Κόλφιλντ. Στο βρόντο πήγαιναν όσα έλεγα, δεν είχαν διαβάσει τον Σάλιντζερ, κι ο Νάστας με το κόκκινο κοστούμι φάνταζε υπερβολικά «τσινάρι» και δανδής την εποχή της «γκραντζίλας» και των φλούο παραισθησιακών μεταrave!
Ήταν αναπόφευκτο να γνωριστούμε, μικρή ήταν τότε η «άλλη» πόλη. Μια νύχτα στο «Bel Air» της Βογατσικού έσκασε μπρος μου σαν οπτασία. Πανύψηλος, αεράτος, υπέρκομψος με φουλάρι, πέτσινο μπουφάν κι ένα χαμόγελο, που μπορεί από εκείνη τη νύχτα της πρώτης γνωριμίας μας να έχουν περάσει κοντά είκοσι χρόνια, όμως παραμένει πάντα ό,τι πιο ντροπαλό και παιδιάστικο μπορούν να ζωγραφίσουν τα χείλη οποιουδήποτε ενήλικου στο βορρά. Ήταν σαν να γνωριζόμασταν από προηγούμενες ζωές, με ευχαρίστησε για το support, τον ευχαρίστησα που υπήρχε, που ο δίσκος του ήταν μια ονειρική συντροφιά, τα «Άγρια Φτερά» ήταν το τραγούδι που έψελναν οι άνεμοι όταν γύριζα στα δυτικά, το «Ξαφνικά» ήταν ο άγριος κόσμος των media όπως τον ίδρωνα στις «φάμπρικες» του Τύπου.
Από εκείνη τη νύχτα έως και σήμερα με αυτόν τον άνθρωπο μας ενώνει μια βαθιά φιλία. Παίξαμε παρέα σε απίστευτες τρώγλες αλλά και θεσμικά συναυλιάδικα, μετά από επίσημη πρότασή του έγινα ο dj του γκρουπ. Άνοιγα τα live τους και κάναμε ντουέτο το «Walk on The Wild Side» του Ριντ. Έζησα τους Xaxakes καθώς μεγάλωνε η δισκογραφία τους, καθώς οι μπροστινές γραμμές ούρλιαζαν «Μόντε Κάρλο, ούτε κι αύριο», συγκινούμαι παράφορα με τη ζωντανή εκτέλεση του «Βαλς των Ελαφιών», όταν ο Νάστας διευθύνει τα βιολιά και τα τσέλο. Ευτύχησα να είμαι παρών στο στουντιάκι της Μαρτίου όταν σκάρωσε τα φουλ επίθεση ακόρντα του «Βασιλιά», σε μια βόλτα μας με τη μυθική του Alfa Romeo Spider στην Περαία, καθώς πάνω μας το φεγγάρι έριχνε καλοκαιρινή αστρόσκονη, μου απάγγειλε τους στίχους και τη μελωδία του «Καζανόβα».
Ίλιγγος, ρομαντισμός, ελευθερία, «ο Νάστας», είπα κάποτε σε έναν μουσικό γραφιά που θέλησε τη γνώμη μου περί του φαινομένου, «είναι ό,τι κοντινότερο σε μυθολογία διαθέτει η Θεσσαλονίκη, ως προς το σινεμά του Γκοντάρ και τη διαστημική λογοτεχνία μετά τους Spiders from Mars του Bowie. Tα live του είναι παροξυσμικά και αχαλίνωτα, ακόμα κι εγώ, που τολμώ να πω πως τον γνωρίζω, εκπλήσσομαι με το πώς εκτροχιάζεται και παρασέρνει την μπάντα σε μονοπάτια που μόνο οι Tuxedo Moon τόλμησαν να ιχνηλατήσουν». Δεν παίρνω ούτε μία λέξη πίσω, ακόμα και σήμερα οι Xaxakes παραμένουν αλώβητοι από το πέρασμα του χρόνου, γιατί απλούστατα δεν ήταν ποτέ μια χιπ μπάντα με ημερομηνία λήξης. Τουναντίον. Εμμένουν σε αυτό το αταξινόμητο υβριδικό μείγμα από new wave και συμφωνική ποπ, που κανένας δεν μπόρεσε να παίξει, να γράψει και να ερμηνεύσει καλύτερα. Είτε διασκευάζουν το «Heroes» του Bowie είτε παίζουν το δικό τους «Hey Mister Όμορφε», η ύπαρξή τους επιμένει να περιδινείται στο Βερολίνο των 70s και το Λονδίνο των ποστ πανκ 80s. Και εκεί που νομίζεις πως τον έχεις, τρακ, κάνει ένα γύρισμα και ερμηνεύει σαν τον Τσετ Μπέικερ. Αχαρτογράφητος.
Η Θεσσαλονίκη βέβαια έχει αλλάξει. Οι νύχτες στο «Berlin» και το «Degree Zero», η μυθολογία της άγριας Προξένου Κορομηλά, τα «καμένα» Σαββατοκύριακα όπου ντόπιοι Ρέντον α λα «Trainspotting» έτρεχαν ξέσαλα υπό την μπότα του «Lust for Life» πέρασαν ανεπιστρεπτί. ΟΚ, μια φορά το χρόνο γίνονται αφιερώματα σε χάρτινα ή ιντερνετικά μέσα. Η νοσταλγία πουλάει. Αλλά ο Νάστας και οι Xaxakes δεν είναι χθες. Γιατί είπαμε, δεν ήταν μέρος του μύθου, αλλά ο ίδιος ο μύθος. Άντεξαν γιατί έμειναν άφθαρτοι, δεν νέρωσαν ήχο, δεν έγραψαν εύκολους στίχους, δεν συνεργάστηκαν με όποιον κι ό,τι, δεν κόπηκαν να κάνουν καριέρα. Παίζει οπότε θέλει και γράφει οπότε θέλει. Θεούλης. Και ακριβοθώρητος. Εδώ κρύβεται και το μυστικό, η λατρεία, το cult που τον περιβάλλει, η κοσμοσυρροή που γίνεται σε κάθε live του. Πρέπει να είσαι εκεί, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι η άλλη φορά.
Μιλάμε στο τηλέφωνο, έχω πάντα ένα ψιλοάγχος οπότε βγαίνουμε live, κάνει πρόβα στο στούντιο, με κατευνάζει. «Άνοιξε εσύ με Suicide και Television, όπως πρέπει, και μη φοβάσαι τίποτα. Θα παίξουμε φουλ γκάζια και θα το σηκώσουμε από το πρώτο τραγούδι». Το spaceship. Πάντα όταν λέει «θα το σηκώσουμε» εννοεί το spaceship. Ετοιμαστείτε!
Θεσσαλονίκη, Παρασκευή 17 Απριλίου: Μύλος Club. Ώρα έναρξης: 22:30.
Αθήνα, Πέμπτη 23 Απριλίου: Σταυρός του Νότου, Κεντρική Σκηνή. Ώρα έναρξης: 22:30.