Μουσικη

Καμένη Καραμέλα

Τη Sugahspank την έμαθα όταν την πέτυχα να τραγουδάει με τους Sugah Galore σε ένα live και κόλλησα

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 230
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

● Τη Sugahspank την έμαθα όταν την πέτυχα να τραγουδάει με τους Sugah Galore σε ένα live και κόλλησα γιατί ήταν αυτό ακριβώς το live που θα ήθελα να ακούω στα κλαμπ με ζωντανή μουσική όταν βγαίνω. Που δεν βγαίνω. Αλλά αυτοί οι Χείμαρροι Ζάχαρης θα μπορούσαν να με τραβήξουν εκεί και να με κρατήσουν, γιατί έπαιζαν ακριβώς τόσο μαύρα funk, τόσο μεταλλικά hip-hop, τόσο έξυπνα dirty soul και τόσο σέξι rock, όσο χρειάζεται αυτή η βρομονύχτα σ’ αυτή την βρομοπόλη για να μην πεθάνουμε, οι Αθηναίοι, από αγαμία. «Μη γράψεις ποτέ ότι είναι σέξι» μου είπε κάποιος, «θυμώνουν». Φυσικά και είναι σέξι. Λατρεύουνε να είναι σέξι. Δες τα ονόματα, τους τίτλους των κομματιών, άκου ο ρυθμός τους πώς μετράει, κοίτα πώς γυαλίζουν τα μέταλλα και τα αντικείμενα επάνω στη σκηνή, κοίτα τα πόστερ τους πόσο ξύλο, φωνές, εκκωφαντικά μεγάφωνα, στολές λύκρα μασκοφόρων, ιδρώτα και αίμα επάνω σε ρινγκ πυγμαχίας εκθέτουν.

● Οι Sugah Galore, o Blend ή Mishkin, η παρέα της εταιρείας τους Cast-a-Blast, η «φωνή τους» Sugahspank ή Γεωργία Καλαφάτη, είναι μία «μαύρη στην ψυχή (με την καλή έννοια) αδελφότητα (επίσης)» που πιστεύει τόσο έντονα ότι ζει στο Bronx, ώστε σε πείθει ασχέτως προβλημάτων focus που μπορεί να έχεις. Είναι brothers and sisters, έχουν στενούς δεσμούς αγάπης και μαυρίλας, πολεμούν για τα χρώματα της γειτονιάς τους, έτσι πάει σ’ αυτό το κλαμπ, φίλε. Έτσι λοιπόν και το πρώτο σόλο άλμπουμ της Γεωργίας “The Incredible, the Invisible Sugahspank!”, που μόλις κυκλοφόρησε, είναι μία επέλαση δυνάμεων, μία πλούσια συγκέντρωση μέσων και προσοχής, ένα grand opening για τη Μάμα-Σούγκα τους. Η Γεωργία γράφει κομμάτια με πιο hip-hop προσανατολισμό, αλλά η ψυχή της τραγουδάει τη γνήσια soul της σχολής των blues και της Staxx. Νιώθει μια χαρά, άνετη και σφιχτή μέσα στα funk rock, κι όταν χρειαστεί γίνεται «ψυχεδελική» αλλά ποτέ, ποτέ χαλαρή και άτονη. Έχει απόλυτο κοντρόλ του υλικού της, προφέρει τα slang στιχάκια δρόμου με γαμάτα, ωραία, ανοιχτά φωνήεντα χωρίς να φοβάται. Τα σύμφωνά της είναι όλα σύντομα, ελαφρά και «οδοντικά», με τα –s να κρατούν λίγο παραπάνω το συριστικό τους –sssss, τόσσσσο όσσσο πρέπει. Παιδιά μου, the lady sashays και ανατινάζονται τα τραπέζια γύρω της.

● Το “Incredible, Invisible” είναι ένα τέλειο, black άλμπουμ με ένα πρόβλημα: τη ζυγοστάθμιση. Η αγάπη και η προσοχή με τις οποίες επεξεργάστηκαν οι Cast-a-Blasters τα κομμάτια της Sugahspank στάθηκαν μια δόση παραπάνω απ’ όσο ένα «σόλο άλμπουμ» χρειάζεται. Η παραγωγή ξεπερνάει την ερμηνεία και, σε μερικά σημεία, την εκτοπίζει χάρη των διασκεδαστικών, πάντως, και συγκινητικών πειραματισμών ενός αληθινά αφοσιωμένου φαν και μυημένου στο soundsystem που υπηρετεί. Το κιθαριστικό funk rock (“Kill the bitch you got in ya”) είναι λίγο πιο «Χέντριξ» από το υπόλοιπο άλμπουμ. Τα beats είναι, μερικές φορές, λίγο πιο phat από τη φωνή, που θέλει να τρέξει. Οι λούπες και τα samples τυχαίνει να είναι πιο «έξυπνα» μέσα στην παραγωγή και συχνά να «καλύπτουν» την ερμηνεία – που, εδώ τουλάχιστον, στα δικά της κομμάτια, θα άξιζε να είναι στον πρώτο ρόλο. Αλλά, ακόμα και “over-produced”, η Γεωργία είναι μια τόσο καλή, δυναμική παρουσία στην αθηναϊκή σκηνή, η μόνη ίσως στο είδος της, που πρέπει να την προσέχουμε. Φέρτε μια καρέκλα στη γυναίκα.

● Αναρωτιόμουν. Θα ήθελα πολύ, δηλαδή. Θα είχα την περιέργεια να ακούσω τη Sugahspank να τραγουδάει ελληνικό στίχο. Να δω πώς θα συνδύαζε αυτή τη δύναμη του δρόμου και το στακάτο, μαύρο ρυθμό της, με ήχους και φθόγγους άλλου βάρους. Κι ακόμα, αναρωτιόμουν πώς θα περνούσε αυτό το τόσο πιουρίστικο, καθαρό είδος (κυρίως με τον τρόπο και την ψυχή που το υπηρετεί) στο κοινό που έχει ευήκοον ους. Θα ήθελα πολύ να δω την Cast-a-Blast να μπαίνει στα ραδιόφωνα και να βγαίνει από τα παράθυρα. Ταιριάζει με τους δρόμους μας.

● Να, ας πούμε, ωραίο παιχνίδι με ελληνο-reggae ήχους και λέξεις κάνει σε ένα τραγούδι του πρώτου άλμπουμ που κυκλοφορεί («Στον Σείριο κατοικώ», ΕΜΙ), ένας πιτσιρικάς ρασταφάρης, ταξιδιάρης, τρόπικαλ ιδιοσυγκρασίας, ο Σταύρος Νταντούς. Το κομμάτι “Tigaini rise up” μοιάζει να είναι ο «ύμνος» της δικής του σέχτας. Δείχνει να το δούλευε καιρό, να το έχει φυλάξει στοργικά μέσα στις ράστα κοτσίδες του μέχρι να του έρθει έμπνευση και να συμπληρώσει τα λόγια, το έχει κεντήσει και είναι απολαυστικό: σπασμένες ελληνικές λέξεις, λούπες και αγγλικές φράσεις, τζαμαϊκάνικες προφορές κολλητά με αθηναϊκή αργκό, συνοθύλευμα, ωραίο blend, μυρωδάτο κόκονατ, «δεν θέλω να το πω αλλά this jam γαμάει» λέει, «κοίτα με στα μάτια and feel the sound». Τα υπόλοιπα κομμάτια του Σταύρου είναι μάλλον αδιάφορα, αν και ευχάριστα, με ελαφρώς βαρετούς στίχους και πάντα στο εξωτικό του reggae σύμπαν. Υπάρχει μια περίεργη, άβολη αίσθηση ότι έχει βάλει η εταιρεία το χέρι της στα τραγούδια του μικρού (π.χ. διασκευή του μπουζουκο-κλαμπίστικου χιτ, της παλιάς «Κανάρας» του Χρηστάκη –από όλα τα τραγούδια του κόσμου!–, καθώς και το φάντασμα των Locomondo να νομίζεις ότι πλανιέται παντού). Δεν πειράζει όμως, είναι μόνο 20 χρονών ο μικρός. Στο “Tigaini” δείχνει ότι έχει «μαύρη ψυχή» κι αυτός. Στα 23 του θα πατήσει πόδι στην εταιρεία, θα τους βάλει μια φωνή, θα περάσει το δικό του και θα φύγει βροντώντας την πόρτα.

● Το ίδιο βράδυ θα πάει να ακούσει τη Sugahspank ζωντανά σε κάποιο μικρό κλαμπ και μπορεί να τζαμάρει, στα ξαφνικά, μαζί της. Μπορεί να είμαι κι εγώ από κάτω – που δεν βγαίνω.