Μουσικη

Το element «Φοίβος Δεληβοριάς»

Ο ώριμος Δεληβοριάς διακρίνεται από μερικές εξαιρετικές επιλογές τραγουδιών

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 236
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
90916-204324.jpg

Τελευταία, όλο και περισσότεροι μου απευθύνονται στον πληθυντικό. Είμαι λίγο πριν το στάδιο όπου, μόλις με βλέπουν, θα σηκώνονται για να μου προσφέρουν και τη θέση τους. Fuck, fuck, fuck. Νιώθω ένα ιδιαίτερο βάρος να περιβάλλει το ήδη βεβαρημένο μου ειδικό, μία απόσταση 20 εκατοστών μεγαλοπρέπειας ασφαλείας να αναπτύσσεται ανάμεσα σε μένα και τους Μικρούς. Αν πλησιάσει κανείς στα 199 χιλιοστά, πετάγομαι σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ξουτ!

Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει, βέβαια. Επιτέλους, θα με αφήνουν ήσυχο. Επιτέλους, δεν θα με ρωτάνε αν πήγα σε όλες τις συναυλίες. Επιτέλους, θα μου χαμογελάνε με κατανόηση σε ό,τι κι αν τους απαντώ. Επιτέλους, δεν θα πρέπει να φλερτάρουμε κανένας με κανέναν – εκτός αν είμαστε στους ειδικά προβλεπόμενους χώρους εξομοίωσης, μπαρ με ειδικό θέμα, ερημονήσι, γενικό blackout, τέτοια.

Από την άλλη, νιώθω σαν να χάθηκε κάτι. Εκείνη η μικρή, εύκολη, αναπαυτική αίσθηση συνωμοσίας που έχεις με κάποιους ανθρώπους όταν συναντιέστε και νιώθετε ότι ανήκετε στην ίδια συμμορία. Ότι έχετε κυλιστεί στα ίδια πατώματα. Χάθηκε η τρυφερή, έξυπνη «αυθάδεια τσέπης», που έκανε τα 60 εκατοστά απόστασης ευγενείας μιας τυπικής συναναστροφής ή πλάτους μιας μπάρας να γίνονται είκοσι, δεκαεννέα, μερικές φορές και κανένα αν δεν με απατά η μνήμη μου. Νιώθω σαν να χάθηκε το element «φοίβοσδεληβοριάς» από τη ζωή μου. Ο ενικός αριθμός.

Μέχρι τώρα, ένιωθα πολύ κολακευμένος που, όποτε έκανε ένα οποιοδήποτε βήμα στην καριέρα του ο Φοίβος δεληβοριάς (έβγαζε νέο σιντί, ξεκινούσε εμφανίσεις, ξεκινούσε περιοδεία, ξεκινούσε διακοπές), υπήρχαν άνθρωποι που το θεωρούσαν άμεση ευθύνη ενδιαφέροντός μου. Άναβαν τα alarm. Το άκουσες; Διάβασες τους στίχους; Λέγε, πότε θέλεις να πάμε. Χσιάαακ! Η Κοντοβά με το μαστίγιο έκανε μπούκινγκ. Το να θεωρούν όλοι ότι με αφορά ο καλλιτέχνης, ήταν για μένα σαν ελιξίριο νεότητας και, μάλιστα, σκεπτόμενης. Ένιωθα πολύ φρεσκαδούρα και cute, πολύ σαλοπέτ, σαν τσικό στα 80s. Άλλωστε η Κοντοβά με θυμάται όποτε ξυπνάει μέσα της η εϊτίλα ή, για να είμαι πιο ακριβής, η κιτσερέλα.

Η δεκαετία του ’80 είναι μια κατάσταση μυαλού μερικών από τους πιο αγαπημένους μου φίλους που εξιδανικεύει, σαν να είναι αίρεση, «το κιτς της αθωότητας». Αυτό άλλοτε σημαίνει την πρώτη στραβοχυμένη ερωτική περίπτυξη που έτυχε να συμβεί εκείνα τα χρόνια… άλλοτε το μέγα δράμα για την αίσθηση απόρριψης μέχρι να λυθεί το γκομενικό (που εκείνα τα χρόνια τύχαινε να εκφράζεται με industrial αυτοκτονικό new wave, μαύρη μοναξιά και μαύρο καζάλ αριστοτεχνικά ζωγραφισμένο γύρω από το μάτι)… και άλλοτε με ό,τι είχε η τηλεόραση τα βράδια επειδή δεν άφηνε ο μπαμπάς να βγεις. Και τι να έχει; Λεπτές πέτσινες γραβάτες. Τα βίντεο των Duran Duran με τον Γκούτη. Βιντεοταινίες με τον Ψάλτη. Τα «νεανικά» του Δαλιανίδη («μη μου τη σπας, ρε θεία»). Και μετά, ύπνο.

«Τα 80s επιστρέφουν» ανάλογα όπως τον βολεύει τον καθένα. Μερικοί απλώς δεν ξεπέρασαν ποτέ τους Depeche Mode. Άλλοι ανακάλυψαν τους Joy Division στα 40 τους και το πήραν κατάκαρδα (κατά κάποιον τρόπο, δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, χεχε…). Στιλίστες, καρεκλάδες, μπουζούκια, καφεμπαρόβιες, λένε 80s και εννοούνε ντίσκο με σύνθι, καμένο μαλλί σε τεράστιες τούφες, χρυσά κουρέλια. Η μισή Ελλάδα αυτό το έχει πάρει στα σοβαρά. Το πίστεψε το αστείο, τους άρεσε η κιτσερέλα και την επισημοποίησαν. Της δίνουν ονόματα, βραβεία, γιουροβίζιον, ψαρώνουν, μπράβο βρε, άντε και υπουργός.

Ευτυχώς για μένα, όταν μερικοί φίλοι μου, η Κοντοβά, ο Φοίβοσδεληβοριάς, μιλούν για τα καταραμένα τα έιτις, εννοούν πόσο ανυπεράσπιστοι, έτσι μικροί, βρέθηκαν τότε μέσα σε εκείνη τη λαίλαπα νεοπλουτίστικου πολιτιστικού και επικοινωνιακού αμόκ, με φτηνά τεχνολογικά μέσα. Και να ερωτεύονται σαν πρωτάκια, πρώτη μέρα στο σχολείο.

Από αυτή την άποψη, η παιδικότητα, το τρυφερό δηλητήριο, η συναισθηματική επιβίωση και ενηλικίωση μέσα στην κολασμένη εκείνη δεκαετία έχουν γίνει, κατά κάποιον τρόπο, το χαρακτηριστικό του «καλλιτέχνη Δεληβοριά». Και, μάλιστα, όταν βρίσκεται στη σκηνή, γιατί είναι ένας εξαιρετικός performer. Εκεί, αφού έχει τυλίξει το κοινό στα πλοκάμια της «αφηγηματικής» του τεχνοτροπίας, που τον παρακολουθεί γοητευμένο, πρέπει να παραδεχτούμε, ο ίδιος δεν είναι πια ένα «στοιχείο νεανικού οίστρου» στη ζωή, αλλά fulltime καλλιτέχνης με λέγειν, ευαισθησία και αυτο-ψυχαναλυτικές διαθέσεις (κάτι που παραλύει το γυναικείο κοινό, πρέπει να παραδεχθείτε). Στις συναυλίες του, που τις ονόμασε «Οι Απίθανες Περιπέτειές» του, διηγείται στο κοινό ιστορίες χρησιμοποιώντας το εφέ της αφοπλιστικής παιδικής αθωότητας (μια μικρή παραδοξότητα στη σύνταξη, μια παιδική λέξη εδώ κι εκεί - μπαμπάς αντί για πατέρας, το στρίμωγμα, στο μέτρο των στίχων, μιας συλλαβής που περισσεύει). Κυνικός, ταχύτατος και απλός σαν wizkid, ζογκλάρει τις λέξεις-αξεσουάρ (mp3, λογισμικό, τις χριστοπαναγίες του στρατού), τις χειρίζεται σαν τουβλάκια lego μέσα σε τεράστιο φλούο πορτοκαλί κουβά. Παίρνει από το σωρό και χτίζει, έχει πολλά. Κι άμα λάχει, κάνει αγορίστικες ξεπερασούρες («Η γυναίκα του Πατώκου»), έχει κιόλας καπνίσει, έχει τζογάρει, έχει πει κακές λέξεις.

Ο ώριμος Δεληβοριάς διακρίνεται από μερικές εξαιρετικές επιλογές τραγουδιών άλλων, που διαλέγει να πει: Α. Πάνου, Α. Μπακιρτζή, Κηλαηδόνη (αν και προβλεπόμενο), το πολύ καλό «Γυφτάκι» του Πανούση, Μάνο Χατζηδάκι. Εκεί φαίνεται η ειλικρίνειά του, το πόσο ωραία ανοίγει ελεύθερο και βγαίνει το «άλφα» του στον αέρα, ευήλιο, καθαρό και χαμογελαστό, καμία εγγαστρίμυθη καταπίεση και κοκαλωμένο στόμα σοβαροφάνειας. Και ακόμα, εκεί που γίνεται στ’ αλήθεια τρυφερός: όταν καταπιάνεται με το παρελθόν, τον πατέρα «Φώτη» του, αυτά που του παραδόθηκαν σαν SOS στο μάθημα της πατριδογνωσίας. Αρπάζει λαϊκές σοφίες, μαντινάδες, μικρές καθημερινές γλωσσικές συνήθειες και κανιβαλισμούς και τα στολίζει στο πρόγραμμα, και μετά, ευτυχώς με χαιρεκακία, ρίχνει ένα medley με τα σουξέ του Γαρδέλη από τα εφιαλτικά 80s –«Come with me για να τη βρεις», «Άντε σπάσε, ρε μαλάκα», «Εγώ δε θέλω μεροκάματο»– και μας δείχνει ότι ακόμα και η τρυφερότητα έχει τα όριά της.

Είναι ωραία που για όλους μας, μετά από αυτές τις απίθανες περιπέτειές μας, ήρθε η ώρα του πληθυντικού. Καλησπέρα σας κυρία Κοντοβά, καθίστε κύριε Δεληβοριά.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.