Μια μεγάλη εξομολόγηση της ερμηνεύτριας στην Athens Voice για τα 60 και πλέον χρόνια διαδρομής της

Μαίρη Δαλάκου: Μια ολόκληρη ζωή - Το τραγούδι από κάθε οπτική γωνία
Μαίρη Δαλάκου: Συνέντευξη με την τραγουδίστρια - Η ζωή της, οι μεγάλες συνεργασίες της, το νέο άλμπουμ «Ακυκλοφόρητα»
Η ερμηνεύτρια Μαίρη Δαλάκου μιλάει για μια καριέρα που κρατάει περισσότερα από 60 χρόνια με αφορμή την κυκλοφορία των… «Ακυκλοφόρητων», ενός δίσκου που περιλαμβάνει ηχογραφήσεις από ολόκληρη τη διαδρομή της αλλά και του «Βυθού», ενός ολοκαίνουργιου δίσκου σε ποίηση του Φώντα Λάδη.
Μερικές συζητήσεις είναι πιο συγκινητικές από άλλες. Κι αυτό έχει να κάνει πάνω απ’ όλα με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια που μπορεί να απαντάει κάποιος άνθρωπος σε ερωτήσεις. Δεν πρόλαβα το Rodeo. Δεν έζησα την εποχή των μπουάτ. Τις θυμάμαι ελάχιστα, στο τελείωμά τους. Έτσι όπως ακούω όμως τη Μαίρη Δαλάκου να ανασυνθέτει εκείνη την εποχή, σκέφτομαι ότι θα ήταν πολύ όμορφο να έχω επισκεφθεί την οδό Θόλου. Ακούω τη φωνή της Μαίρης Δαλάκου μέσα από τα «Ακυκλοφόρητα», μέσα από τον φρεσκότατο «Βυθό» και ακούω τη φωνή της να μιλάει για τις εποχές που πέρασαν με τρυφερότητα -ακόμα και για τα δύσκολα- αλλά κι εκείνες που έρχονται: για τα καινούργια τραγούδια που ετοιμάζει αυτή την εποχή. Κι αυτό το τελευταίο είναι το πιο ελπιδοφόρο…
Μεγαλώσατε στο κέντρο της Αθήνας. Τι θυμάστε από την ατμόσφαιρα εκείνων των πρώτων σας χρόνων στο σπίτι και τη γειτονιά;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια πολυμελή, στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου, Χριστίνας. Παιδί της μεγαλύτερης κόρης, μεγάλωσα ανάμεσα από τις θείες και θείους σαν η μικρότερη αδερφή και φίλη.
Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, πώς ήταν τα πράγματα;
Η Ελλάδα τότε, μόλις είχε βγει από την Κατοχή, τα χρόνια ήταν δύσκολα, υπήρχε όμως ελπίδα. Οι μεγάλοι, προσπαθούσαν να ξεχάσουν εκείνα που έχασαν και να στήσουν τις ζωές τους μ’ αισιοδοξία που αντλούσαν από τα απλά πράγματα. Μικρές εκδρομές στο βουνό και στη θάλασσα, τις Κυριακές, αυθόρμητες μαζώξεις στις αυλές. Από μικρή, ακολουθούσα τον πατέρα μου και την ορειβατική του παρέα στο βουνό. Τριγύρω συγγενείς και φίλοι, μαζί στις γιορτινές μέρες, κρατούσαν τους δεσμούς τους κι αυτό ήταν πολύτιμο. Παρ’ όλα αυτά, σε κάποιες οικογένειες, όπως και στη δικιά μας, πηγαινοέρχονταν τα παιδιά τους στις εξορίες, γιατί ήταν αγωνιστές από μικρή ηλικία. Εμείς, τα παιδιά της γειτονιάς, στις ηλιόλουστες μέρες, στήναμε το παιγνίδι πότε στον μεγάλο μας κήπο του σπιτιού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, αλλά πιο πολύ στους γειτονικούς δρόμους! Πού και πού, οι πιο τολμηροί από μας, ξεκόβαμε προς την αλάνα που απλωνόταν μπροστά από τη Σχολή Ευελπίδων, αλλά μόνο σαν θεατές, γιατί το παιγνίδι ήταν σκληρό και πολλές φορές κατέληγε σε πετροπόλεμο. Ήταν τα παιδιά της Παραγκούπολης που απλωνόταν στο τέλος της αλάνας, κατά μήκος της οδού Ευελπίδων, ο προσφυγικός συνοικισμός! Εγώ τραγουδούσα όλη μέρα! Ο πατέρας μου ο Σταύρος, ζωγράφος που αγαπούσε τη μουσική, έφορος από νεαρή ηλικία στα πολιτιστικά της Στέγης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, διέκρινε την κλίση μου και συμβουλεύτηκε τους μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας, πού έκαναν τις πρόβες τους στις αίθουσες του κτιρίου. Κι έτσι με έγραψε από την πρώτη Δημοτικού στο Ωδείο Αθηνών, όπου άρχισα πιάνο. Το πιάνο, στάθηκε το μέσο που στήριξε το τραγούδι μου!
Ποια ήταν η στιγμή που αποφασίσατε ότι ο δρόμος σας θα είναι η μουσική;
Ένα Καλοκαίρι στην πλατεία του Άλσους, στο Πεδίον του Άρεως, ένιωσα για πρώτη φορά τι σήμαινε για μένα το τραγούδι! Ξέκοψα από το παιγνίδι γιατί άκουσα ένα κορίτσι να τραγουδάει με την κιθάρα του κι έχασα την αίσθηση του χρόνου! Ήταν η Νινή Ζαχά! Την ίδια εποχή ο μεγάλος μας κήπος –μπροστά από το σπίτι μας– είχε νοικιαστεί και λειτουργούσε τα καλοκαίρια ως «Κέντρον Διασκεδάσεως η Όαση», όπου έπαιζε η ορχήστρα του Σουγιούλ και τραγουδούσε η υπέροχη Μαίρη Πορτοκάλλη. Το πρόγραμμα συνέχιζε ο Μανώλης Χιώτης με τη Ζωή Νάχη. Τα πρωινά που ήταν κλειστά, μου είχαν δώσει την άδεια ν’ ανεβαίνω στο πάλκο και να παίζω στο πιάνο τους!
Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας με τον Γιάννη Μαρκόπουλο;
Στον Σύλλογο Φίλων της Μουσικής του Παναγιώτη Κουνάδη, σταλμένη από τον Μίκη Θεοδωράκη γνώρισα για πρώτη φορά τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Με άκουσε και μου είπε ότι θέλει να γίνω η μούσα του! Εγώ είχα βάλει στο μυαλό μου να γνωρίσω τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά, δεν χρειάστηκε και πολύ, τα τραγούδια του Γιάννη με είχαν ήδη κερδίσει! Ο Γιάννης είχε δυνατή φλόγα για τα τραγούδια του και μου την μετέδιδε στις πρόβες μας.
Τι θυμάστε από τη γνωριμία σας με τον Μίκη Θεοδωράκη και την εποχή των Λαμπράκηδων;
Ο Μίκης είχε υπό την σκέπη του τους τρεις νέους συνθέτες, τον Μάνο Λοΐζο, τον Χρήστο Λεοντή και τον Γιάννη Μαρκόπουλο, οι τρεις τους ήταν συμμαθητές στο Ωδείο Αθηνών που σπούδαζαν σύνθεση. Μάλιστα ο Μίκης, είχε δώσει μια μεγάλη συναυλία στο Θέατρο του Λυκαβηττού, παρουσιάζοντας έργα και των τριών, όπου τραγούδησα κι εγώ τον «Θησέα» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Στους Λαμπράκηδες, ήμασταν όλα σχεδόν τα παιδιά από τον ΣΦΕΜ, κάθε μέρα στον δρόμο, πρωτοστατούσε το σύνθημα «114» και το τραγούδι του Μίκη για τον Σωτήρη Πέτρουλα! Μας εμψύχωναν τα τραγούδια του Μίκη, νιώθαμε άτρωτοι!
Όσοι από εμάς δεν έχουμε προλάβει τις μπουάτ δεν έχουμε ακριβή αίσθηση του πώς ήταν τα πράγματα εκεί. Μπορείτε να μας μεταφέρετε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε;
Η μπουάτ, ήταν ένας χώρος μαγικός εκείνα τα χρόνια, όπου κάθε βράδυ ήταν ένα ρεσιτάλ απαιτήσεων, επομένως, σχολειό για μένα! Η κάθε βραδιά, εξελισσόταν σε μια αυτοσχέδια παράσταση, με την αυθόρμητη συμμετοχή του κοινού, που το αποτελούσαν κυρίως σπουδαίοι καλλιτέχνες της μουσικής και του θεάτρου. Στην οδό Θόλου, οι όμορφες «Νεφέλες» των ηθοποιών Σπύρου Καμπάνη και Αλέκου Κουρή, κάτω από το σπίτι του Μίνου Αργυράκη, δίπλα οι «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη και στην αρχή του δρόμου, η δική μας «Απανεμιά» του Σπύρου Καμπάνη κι εμένα, οι πρώτες μπουάτ από τις οποίες πέρασα, ήταν λίγο πολύ, φυτώρια τέχνης. Η Πλάκα ήταν γεμάτη από τέτοιες μπουάτ που οι δημιουργοί τους ήταν καλλιτέχνες κι όχι επιχειρηματίες! Εκεί μέσα γεννιόντουσαν τα νέα τραγούδια και τα τραγουδούσαμε πριν καν δισκογραφηθούν!
Πώς ήταν να παίζει μουσική αλλά και να επικοινωνεί κάποιος με το κοινό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας;
Η επικοινωνία με το κοινό μας στα χρόνια της Δικτατορίας, ήταν απλή και άμεση! Μοιραζόμασταν στιγμές μυσταγωγίας κι όταν σιγουρευόμασταν ότι οι ασφαλίτες, που μας αιφνιδίαζαν με εφόδους ελέγχου έχουν απομακρυνθεί, ξεσπαθώναμε με τα απαγορευμένα!
Από τους ανθρώπους που συναντήσατε εκείνη την εποχή, ποιοι σας είχαν εντυπωσιάσει και για ποιους λόγους;
Πρόσωπα που γνώρισα και με εντυπωσίασαν εκείνη την εποχή, ήταν ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο ντόμπρος γίγαντας και δυναμικός ποιητής, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος με τον ουσιώδη λόγο, ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης, ευαίσθητος κιθαρίστας και σεμνός άνθρωπος, ο Κώστας Χατζής, που στάθηκε καλός φίλος και μου άνοιξε την πόρτα για τις μπουάτ, η Μελίνα Μερκούρη, που μας έφερνε κάθε τόσο σπουδαίους καλλιτέχνες – «για σένα Μαιράκι μου!», μου έλεγε - όπως τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ με τη Μάργκοτ Φοντέιν, τον Βασίλη Βασιλικό, κάποια φορά και την Γκρέτα Γκάρμπο! Την Ελένη Ανουσάκη -φιλενάδες μέχρι σήμερα- την Έλλη Λαμπέτη που με φιλοξένησε με γλυκύτητα στην παράσταση και στο καμαρίνι της, την συγγραφέα Τατιάνα Μιλλιέξ, υπέροχο άνθρωπο που με τίμησε με τη φιλία της μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Τους αγαπημένους μου συναδέλφους Λάκη Παππά, Νίκο Χουλιαρά και Νότη Μαυρουδή που μου λείπουν… Τον Χρήστο Τσάγκα και τον Βαγγέλη Καζάν, τη Μαρία Σκούντζου, τη Νόρα Κατσέλη, τον γλυκύτατο Τρύφωνα Καρατζά, που ξαναβρεθήκαμε μετά από χρόνια στην Τήλο και περάσαμε ένα υπέροχο καλοκαίρι. Τον Όρσον Ουέλλς που «έπαιξε» μαζί μου στο «Χάρτινο το Φεγγαράκι», ακουμπώντας ανέμελα πάνω στο πιάνο μου, μια βραδιά στις «Εσπερίδες» κι άφησε εκστατικό το κοινό. Τον σπουδαίο θεατράνθρωπο Μίνω Βολανάκη, που έμελλε να συνεργαστούμε στα θεατρικά σεμινάριά του, τον Μάνο Λοΐζο, τον Νίκο Ξυλούρη, τα δύο καλύτερα παιδιά στον κόσμο της μουσικής. Τον Άκο Δασκαλόπουλο, παλιά φιλία, που ξανανταμώσαμε μια μέρα στο Χαλάνδρι και μου έδωσε στίχους του, όπου μόλις είχα μελοποιήσει το πρώτο του, έφυγε από κοντά μας… Είναι μακρύς ο κατάλογος, νιώθω ότι υπήρξα πολύ τυχερή...
Έχετε κάνει τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα στο πέρασμα του χρόνου… Παρ’ όλα αυτά για πολύ κόσμο είστε μια ερμηνεύτρια που πατάει πολύ στο Νέο Κύμα και στον ήχο των μπουάτ. Σας ενοχλεί καθόλου αυτό;
Ο όρος «Νέο Κύμα» έχει γενικευθεί από τον κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας όλους όσους είχαν μια μικρή ή μεγάλη θητεία στις μπουάτ. Δεν θεωρώ ότι ανήκω στο Νέο Κύμα με τη στενή έννοια. Είναι Νέο Κύμα ο Χατζιδάκις; Τα τραγούδια του εννοώ! Ο Λάκης Παππάς; Ο Κώστας Χατζής; Ο όρος υιοθετήθηκε από τον δαιμόνιο Αλέκο Πατσιφά για μια σειρά δίσκους του κι έτσι τα τραγούδια και οι καλλιτέχνες που μπήκαν σ’ αυτούς, φόρεσαν τον τίτλο δια παντός! Προσωπικά, με περιορίζουν οι ταμπέλες, θέλω να πειραματίζομαι, να κινούμαι ελεύθερα μέσα στον χρόνο, ανάλογα με αυτά που συμβαίνουν γύρω μου και σε μένα την ίδια, αυτά που μεταλλάσσουν τον τρόπο που θέλω να εκφράζομαι!
Υπήρξε ποτέ κάποιο δίλημμα μέσα σας στην αρχή της καριέρα σας αν θα συνεργαζόσασταν πιο στενά με τον Διονύση Σαββόπουλο ή με τον Κώστα Χατζή; Τι νιώθετε σήμερα για καθέναν από τους δύο αυτούς τραγουδοποιούς;
Δεν τέθηκε τέτοιο δίλημμα! Με τον Διονύση έκανα εκείνη τη δοκιμή στο Rodeo και σκόνταψα πάνω σ’ ένα ντουβάρι από μπετόν. Με τον Κώστα Χατζή τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά, ο Κώστας από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε μου άνοιξε τον δρόμο για τους μουσικούς χώρους, με αποκαλούσε «αδελφούλα μου» κι έτσι μ’ έκανε να νιώθω, αλλά απλώς δεν έτυχαν οι συγκυρίες… Πάντως τα καλοκαίρια που δεν δούλευε, ερχόταν πάντα στην Απανεμιά με την Ούρσουλα την πρώτη γυναίκα του!
Με τα γαλλόφωνα τραγούδια, πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα;
Τα γαλλόφωνα τραγούδια τα είχα γράψει και τα είχα στείλει στον γραμματέα της μάνατζερ της Mireille Mathieu που με είχε ακούσει στις Νεφέλες να τραγουδάω γαλλικά και μου πρότεινε να στείλω! Μετά από καιρό, μου ήρθε το συμβόλαιο για τη ραδιοτηλεόραση του Παρισιού, αλλά δεν μπόρεσα να κάνω το προγραμματισμένο ταξίδι για εκεί.
«Δεν ξέρω αν έβαζα πάντα πρώτο το συναίσθημα, αλλά τουλάχιστον για μια περίοδο της ζωής μου, ναι, το ‘χα κάνει…» - Μαίρη Δαλάκου
Η πορεία σας δείχνει ότι ενώ σε αρκετές περιπτώσεις είχατε την ευκαιρία να προχωρήσετε την καριέρα σας, ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πρόταση που είχατε από τη γαλλική ραδιοφωνία και τηλεόραση εκείνη την εποχή, σας επηρέασαν κάποια εξωμουσικά γεγονότα και δεν προχωρήσατε. Βάζατε πάντα πιο πάνω τον συναισθηματικό παράγοντα από την καριέρα;
Δεν ξέρω αν έβαζα πάντα πρώτο το συναίσθημα, αλλά τουλάχιστον για μια περίοδο της ζωής μου, ναι, το ‘χα κάνει… Η Μελίνα τότε, περίμενε να με φιλοξενήσει στο Παρίσι, πρόσκληση για διαμονή είχα κι από την Τατιάνα Μιλλιέξ, ήταν όλα έτοιμα… Πέρασα ένα συναισθηματικό ταρακούνημα, πικραίνομαι όταν θυμάμαι πώς έγινε. Χρόνια μετά, στενοχώρησα και τον καλό μου φίλο τον Βαγγέλη Πιτσιλαδή, που μου είχε φέρει κι αυτός δύο αξιοζήλευτες προτάσεις για το εξωτερικό, αλλά τότε ο συναισθηματικός παράγοντας αφορούσε τον γιό μου και την ασφάλειά του, οπότε το ξεπέρασα πιο ανώδυνα...
Ο «Μικρός Αητός» συμπίπτει θεματολογικά με το «Ohio» του Neil Young, που έχει γραφτεί για την ίδια ακριβώς περίσταση στο πανεπιστήμιο Kent με τους τέσσερις νεκρούς. Το ξέρατε αυτό όταν γράψατε το τραγούδι;
Όχι, το τραγούδι του Neil Young δεν το ήξερα τότε που ήρθε το κείμενο στα χέρια μου, τα γεγονότα στο Ohio τα είχαμε μάθει όμως. Η Υακίνθη ήρθε ένα βράδυ στην Απανεμιά και μου το έδωσε, το διάβασα, με συγκίνησε, ήταν πολύ μεγάλο και δεν είχε μέτρο. Έφτιαξα λοιπόν ένα παζλ από τις εικόνες της. Κράτησα τα λόγια της που είχαν σημασία, εστιάζοντας στο κεντρικό νόημα, για να μελοποιηθεί.
Οι Αγώνες της Κέρκυρας ήταν δύο μοναδικές στιγμές για το ελληνικό τραγούδι. Τι θυμάστε από τότε και με ποιους από τους υπόλοιπους τραγουδοποιούς συνδεθήκατε;
Οι Αγώνες της Κέρκυρας και η συνάντησή μου επιτέλους με τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν συνταρακτική! Έζησα μια έντονη συναισθηματική φόρτιση, ειδικά τις στιγμές που τραγουδούσα κι εκείνος παρακολουθούσε με προσήλωση τις ανάσες μου για να τις δίνει στους μουσικούς. Μ’ εκείνον που κολλήσαμε και συνεχίστηκε η φιλία μας και στην «Πορνογραφία», ήταν ο Πέτρος Δουρδουμπάκης! Με τον Χάρη Κατσιμίχα επίσης, που αργότερα ανακάλυψε τις παραστάσεις της ομάδας μαθητών μου «Πειραματάνθρωποι» και πλέον δεν έχανε παράστασή μας στο Θέατρο του Ήλιου της οδού Φρυνίχου. Στο τέλος κάθε παράστασης ο Χάρης, γινόταν ένα με την ενθουσιώδη παρέα μας και συνηθίζαμε να καταλήγουμε σε κάποιο τσιπουράδικο ή μπαράκι.
Με τον Χατζιδάκι, πώς ήταν τα πράγματα την εποχή που συμμετείχατε στην «Πορνογραφία»;
Στην «Πορνογραφία», ατέλειωτες οι πρόβες κι όταν αρχίσαμε τις παραστάσεις ο τύπος την πολέμησε πολύ και αδίκως, ο Μάνος όμως, κόντρα σ’ όλα, επέμεινε στις τολμηρές ιδέες του που προκαλούσαν πολλές φορές το κοινό. Οι ηθοποιοί –κυρίως οι νέοι– έκαναν αυθαίρετα προσθήκες κάθε φορά που ο Χατζιδάκις έλειπε, εκείνος τους μίλησε, παρ’ όλ’ αυτά πείσμωσε και κατέβασε την παράσταση πριν τα Χριστούγεννα. Η Σαπφώ Νοταρά ήταν εξαιρετική, ο Κωνσταντίνος Τζούμας ασυναγώνιστος, οι σκηνές πρωτοποριακές γι’ αυτό και «ενόχλησαν». Ήταν κρίμα που κατέβηκε έτσι απότομα. Εγώ πάλευα από την αρχή με μια φοβερή κρίση του ιγμορίου, ο Μάνος δεν ήθελε με τίποτα να μου δώσει άδεια από κάποια πρόβα, αλλά όταν ένιωσα ότι επιδεινώθηκε η κατάστασή μου τον ενημέρωσα ότι θα λείψω για να πάω στο γιατρό. Έτσι, έβγαλα την πρεμιέρα με ενέσεις κορτιζόνης και μόλις ήρθα στα συγκαλά μου, ο αγαπημένος μου, με είχε αφήσει έξω από τις ηχογραφήσεις για τον δίσκο της «Πορνογραφίας»! Αργότερα έμαθα ότι κάποιοι καλοθελητάδες απ’ αυτούς που τον περιστοίχιζαν του είπαν ότι «είχα χάσει τη φωνή μου»! Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, πως πίστεψε κάτι τέτοιο! Λίγα χρόνια μετά, όταν συναντηθήκαμε πάλι, στην μπουάτ του Σείριου, έδειξε ότι ήθελε να επανορθώσει και μου ζήτησε να του δώσω τραγούδια μου για να δισκογραφηθούν. Του υπενθύμισα ότι ήδη έχει δύο κασέτες μου από το 1982 στην Κέρκυρα, με δυό ποιητικούς κύκλους του Φώντα Λάδη που είχα μελοποιήσει: τον «Βυθό» και το «Ελεγείο των Βατράχων». Στον «Βυθό» που κυκλοφορεί τώρα, του έχω αφιερώσει το πρώτο ορχηστρικό θέμα… κρατάω μόνο αυτά που μ’ έκαναν να τον αγαπώ!
Τι σημαίνει για εσάς ότι κυκλοφορούν τώρα τα… «Ακυκλοφόρητα»;
Τα τραγούδια αυτά είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου! Είναι μέσα τα πρόσωπα που ζήσαμε μαζί, που μοιραστήκαμε τα ίδια όνειρα, κάποιοι απ’ αυτούς έχουν φύγει, αλλά είναι πάντα εδώ, μέσα σ’ αυτά τα τραγούδια. Γράφτηκαν τότε που η έμπνευση γεννιόταν μέσα στο κρυφό σχολειό, στα χρόνια της δικτατορίας κι αντί να φιμώσουν τις φωνές, αυτές θεριεύαν. Καταγράφουν τις αδιάκοπες αναζητήσεις μου σε δρόμους καινούργιους που ακόμα κι αν ήταν κακοτράχαλοι, όλο και κάτι μου μάθαιναν.
Αν είχατε να επιλέξετε μία στιγμή, ένα συγκεκριμένο ύφος από ολόκληρη την καριέρα σας, ποιο θα επιλέγατε;
Αν μιλάμε για το μουσικό μου ύφος, θα πω τον «Βυθό»! Εκεί νιώθω ότι είμαι!
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικά της ερμηνείας σας που να υπάρχει σε όλα τα τραγούδια που έχετε ερμηνεύσει;
Δεν μπορώ να το πω εγώ αυτό, δεν επιδιώκω άλλωστε κάτι συγκεκριμένο που να με ακολουθεί παντού. Ερμηνεύω πάντα σύμφωνα με το νόημα που προσλαμβάνω από το ύφος της κάθε μουσικής και του στίχου, επιδιώκοντας να είμαι φυσική, εγώ η ίδια. Δούλεψα, σ’ ατελείωτες ώρες εξάσκησης τα πρώτα χρόνια της φωνητικής, ώστε να μην παρασυρθώ από μια επιτηδευμένη πόζα στη φωνή μου. Για ένα μεγάλο διάστημα βάλθηκα να συνδυάσω τις τεχνικές που μου πρόσφεραν τα μαθήματα με τη δική μου φυσική χροιά. Στην πρώτη δασκάλα μου στο Αθηνών, τη Μαρίκα Καλφοπούλου, δήλωσα διακριτικά από την αρχή ότι θ’ ασχοληθώ με το σύγχρονο τραγούδι και την παρακάλεσα να κάνουμε μόνο lied για να μην βαρύνει η φωνή μου. Αργότερα συνέχισα μαθήματα με την Έλλη Νικολαΐδη και ταιριάξαμε πολύ! Η Έλλη ήταν σπουδαία μουσικός, μοναδική πιανίστα και ευρηματική δασκάλα και υπήρξε το πρότυπό μου για την διδασκαλική μου πορεία!
Έχετε μετανιώσει για κάτι που κάνατε ή για κάτι που δεν κάνατε στην καριέρα σας;
Που δεν έφυγα για το εξωτερικό, όπως είπα, αλλά πλέον το έχω ξεπεράσει.
Και στη ζωή σας;
Που έδωσα πολλά σ’ εκείνους που δεν το εκτίμησαν αλλά, αν δεν το είχα κάνει, δεν θα ήμουν αυτή που είμαι.
Ποιο από εκείνα που θεωρείτε λάθη σας θα επαναλαμβάνατε σήμερα;
Θα ‘λεγα ότι κάποιες κακοτοπιές θα τις διαχειριζόμουν διαφορετικά.. αλλά η νιότη είναι άπειρη κi εγώ, υπήρξα απτόητη όταν μ’ έπνιγε το δίκιο!
Και ποιο από αυτά που ήταν «σωστό» δεν θα ξανακάνατε σήμερα;
Αν αυτό που ήταν «σωστό» για τους άλλους αλλά όχι για μένα και γι’ αυτούς που αγαπώ, θα έκανα ακριβώς το ίδιο, παίρνοντας και την ευθύνη.
Συμπτωματικά, εργαζόμουν στην Hitch-Hyke όταν κυκλοφορούσε ο δίσκος των Woofer του γιού σας και συνεργάτη σας, Κωνσταντίνου Καμπάνη. Πώς σας είχε φανεί εκείνος ο δίσκος;
Τι μπορώ να πω γι’ αυτό; Έζησα όλες τις φάσεις της γέννησης αυτού του υλικού από την πρώτη στιγμή, τα δυο παιδιά χάρηκαν τις ώρες που το δούλευαν, μ’ ενθουσιασμό κι έμπνευση, γι’ αυτό και το θεωρώ μια ιδιαίτερη δημιουργική στιγμή!
Είναι φανερό ότι δεν έχετε κανένα πρόβλημα στο να πειραματίζεστε. Λίγα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησαν οι «Κόκκινες Μπογιές». Πώς νιώθετε σήμερα για εκείνον τον δίσκο;
Οι «Κόκκινες Μπογιές», είναι η αρχή μιας νέας περιόδου, ήταν η πρώτη μας παραγωγή με τον Κωνσταντίνο στο απλό μας τότε home studio αλλά μου φανέρωσε τους δρόμους μέσα στους οποίους ήθελα πλέον να κινηθώ. Κάποια από τα τραγούδια του μάλιστα μας έδωσαν την ιδέα ότι μπορούν να συνεχίσουν και με άλλον ήχο και τα συμπεριλάβαμε στο ψηφιακό cd «Όλα Αλλάζουν» το 2017 ανανεωμένα, με παραγωγή, προγραμματισμό και sequencing του Κωνσταντίνου Καμπάνη, στο νέο μας Blue Door Studio!
Με τον Φώντα Λάδη η σχέση πηγαίνει αρκετά πίσω στον χρόνο, έτσι δεν είναι; Πότε συναντηθήκατε για πρώτη φορά και υπό ποιες συνθήκες;
Με τον Φώντα Λάδη, ανταμώσαμε στον ΣΦΕΜ, αλλά αρκετά χρόνια μετά άρχισε η στενότερη φιλία μας που έφερε και την συνεργασία μας! Έχω μελοποιήσει κι άλλα ποιήματα του Φώντα, ελπίζω να μπορέσω να τα εκδώσω κι αυτά στο μέλλον.
Ο «Βυθός» -ενδεχομένως και το «Όλα Αλλάζουν»- με ποιον τρόπο δουλεύτηκαν; Πώς ακριβώς ηχογραφείτε με τον Κωνσταντίνο;
Δουλεύουμε τα κομμάτια σε δύο στούντιο: στο Blue Door Studio του σπιτιού μας εδώ και στο στούντιο του σπιτιού της Φρανκφούρτης όπου ζει και εργάζεται ο Κωνσταντίνος τα τελευταία χρόνια. Αφού έχω ολοκληρώσει την σύνθεση, σχεδιάζω την ενορχήστρωση, γράφω τις νότες για τις φωνές των φυσικών οργάνων που θα παίξουν, αρχίζουμε να ηχογραφούμε, πρώτα τα δικά μου μέρη στο πιάνο, τη φωνή μου κι ό,τι περνάει από μένα. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος, αρχίζει να προσθέτει τις δικές του ιδέες και προχωράμε αντάμα, χτίζοντας την μορφή που θέλουμε να δώσουμε, εκείνος μετά θα παίξει τα μέρη του στο τσέλο και θα προσθέσουμε κι όποια άλλα φυσικά όργανα έχουμε, τα ακούμε, αφαιρούμε ή προσθέτουμε, κι όταν καταλήξουμε, εκείνος κάνει την μίξη! Με λίγα λόγια ο Κωνσταντίνος, είναι στενός συνεργάτης, ένας συνδημιουργός που έχει αναλάβει την παραγωγή, τον προγραμματισμό και το sequencing!
Υπάρχει κάτι νέο που ετοιμάζετε;
Έχω μια σειρά από τραγούδια που δουλεύω αυτή την εποχή.
«Θα ‘λεγα ότι κάποιες κακοτοπιές θα τις διαχειριζόμουν διαφορετικά... αλλά η νιότη είναι άπειρη κι εγώ, υπήρξα απτόητη όταν μ’ έπνιγε το δίκιο!» - Μαίρη Δαλάκου
Σε κοινωνικό επίπεδο, πώς βλέπετε την Ελλάδα του σήμερα;
Σε κοινωνικό επίπεδο όπως και σε πολιτικό, πάμε από το κακό στο χειρότερο! Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω, είναι τόσο απογοητευτικό το τοπίο, και το μέλλον αν δεν αφυπνιστούμε, κι αν δεν επιμείνουμε να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα δικαιώματά μας, προβλέπεται δυσοίωνο. Θέλω να ελπίζω ότι πλησιάζει η στιγμή, δίχως ελπίδα δεν ζω! Κάτι που όμως παρατηρώ από χρόνια και θεωρώ ότι είναι μια ένδειξη για τον σταδιακό εκφυλισμό του κοινωνικού τοπίου, προκύπτει από τη ματιά μου μέσα από την τριβή με τους μαθητές μου, τους νέους μας δηλαδή. Δεν «ακούει» ο κόσμος σήμερα τη μουσική κι αυτό δείχνει πολλά. Εννοώ, δεν προσηλώνεται ν ́ακούσει, να παρατηρήσει, να αισθανθεί. Ό,τι χρειάζεται προσήλωση, το παρατάει γρήγορα, η εικόνα μόνο τραβάει την προσοχή του, κι αυτή στα πεταχτά! Γι’ αυτό και οι επιλογές του είναι «κατασκευές» με απλά μουσικά θέματα, που κάνουν θόρυβο. Δεν έχω κάτι με τον «θόρυβο» γενικώς, τον σαματά ή το γλέντι, ούτε με τα σύγχρονα ακούσματα, κάθε άλλο! Μιλάω για τον στείρο θόρυβο που δεν χρωματίζει, που δεν παράγει εικόνες και συναισθήματα. Η μουσική είναι αρχέγονη, είναι ανάγκη αποδέσμευσης συσσωρευμένης ενέργειας, είναι μια λειτουργία ψυχοσωματική όπως κι ο χορός, όπως και το θέατρο, όπως η ζωγραφική, όλες οι καλές τέχνες! Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε κοινωνίες με ποιότητα ζωής, αν βάζαμε κάτι απ’ αυτά στη ζωήμας. Θα νοιαζόμασταν ο ένας για τον άλλο και θα δημιουργούσαμε μαζί. Αυτό προσπάθησα να μεταγγίσω εδώ και χρόνια στους μαθητές μου και στους πιο πολλούς, είδα να πιάνει το μπόλι!
Μέσα στα χρόνια που πέρασαν, τι είναι αυτό που νιώθετε ότι δεν έχετε ακόμα κάνει; Υπάρχει κάποιο όνειρο που δεν έχετε ακόμα εκπληρώσει;
Ένα ταξίδι στην Τασμανία και στη Νέα Ζηλανδία!....αλλά φοβάμαι ότι μετά, θα θέλω να μείνω εκεί!
Δειτε περισσοτερα
Η ελληνικής καταγωγής εικαστικός μιλάει για τη νέα ατομική της έκθεση με τίτλο «I’ll be your mirror» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Συναντήσαμε τον σεφ της Γαλλικής Πρεσβείας και τον γνωστό Chef Pâtissier, λίγο πριν την εβδομάδα γαλλικής γαστρονομίας Merci Chef!
Ο θεωρητικός φυσικός, κοσμολόγος, συγγραφέας και Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Θεωρητικής Κοσμολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ έφυγε από τη ζωή στις 14 Μαρτίου 2018
Ο Μάρκος Βαμβακάρης είπε ότι όποιος την περνούσε θα πρέπει να ήταν πολύ μάγκας. Αυτή είναι η ιστορία της γέφυρας και των ανθρώπων που την πέρασαν.
Το άγριο κορίτσι της soul και η θεότητα του rock 'n' roll που σάρωσε τις σκηνές και τη μόδα