Μουσικη

Γιατί, λοιπόν, αντέχει το metal;

Η νέα εποχή του «σκληρού» ήχου, τα ανοίγματα των «μεταλλάδων», η κοινότητα που υποστηρίζει τη μουσική

Χάρης Συμβουλίδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιατί, λοιπόν, αντέχει το metal;

Heavy Metal: Τι κάνει ξεχωριστή αυτή τη μουσική και γιατί αντέχει στον χρόνο - Η νέα εποχή και το μέλλον της

Πάει δεν πάει μια δεκαετία που συνάδελφος στα μουσικοδημοσιογραφικά, στέλεχος, πλέον, δισκογραφικής εταιρίας –γι’ αυτό και δεν θα τον ονομάσω– σχολίαζε ως «παιδικές ασθένειες» τις ψηλές ή σχετικά ψηλές θέσεις που χτύπαγαν σε ορισμένες λίστες της χρονιάς άλμπουμ από metal καλλιτέχνες τύπου Borknagar, Oranssi Pazuzu, Ihsahn ή Eternal Champion.

Στην (ενδιαφέρουσα) συζήτηση που κάναμε στη συνέχεια απορούσε ειλικρινώς πώς και δεν μας έχουν αφήσει χρόνους αυτά τα «μεταλλοκολλήματα»: θεωρούσε ότι δεν γίνεται να έχουν το παραμικρό πάτημα στη μουσική επικαιρότητα του 21ου αιώνα κι έφερνε ως τεκμήρια διεθνή άρθρα σαν κι εκείνο του Bryan Reesman στον Observer για τον «αργό θάνατο του heavy metal» (2016). Το οποίο, παρά τις καλές του ερευνητικές προθέσεις, αποκάλυπτε περισσότερα, τελικά, για την άγνοια του συντάκτη περί heavy metal, παρά για το θέμα του τίτλου.

Γιατί είναι αστείο να μιλάμε για τον θάνατο του metal;

Η ίδια η μουσική επικαιρότητα, πάντως, θα διέψευδε ποικιλοτρόπως τον παλιό συνάδελφο, και μάλιστα με εκείνα ακριβώς τα νούμερα που αγαπά η βιομηχανία στην οποία εργάζεται. Άλλοτε ήταν τα συναυλιακά νούμερα, δηλαδή –τα οποία φέρνουν και τα κέρδη– αφού επιδεικνύουν μια αξιοθαύμαστη διεθνή σταθερότητα· καρπό, μάλλον, του επιτυχημένου ανοίγματος προηγούμενων δεκαετιών προς τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, την Άπω Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Ασία.

© Nicky J. Sims Redferns

Άλλοτε, πάλι, ήταν οι κατάλογοι επιτυχιών και τα κατορθώματα ονομάτων τύπου Judas Priest, Rammstein, Megadeth, Accept, Helloween ακόμα και στην «παραδοσιακά» δύσκολη αμερικάνικη αγορά. Κι αφήνω συνειδητά απέξω τους Metallica, τους Iron Maiden, τους Motörhead ή τον Ozzy Osbourne (με ή χωρίς τους τιτάνες Black Sabbath), γιατί πάει καιρός που έχουν εκτιναχθεί σε ένα διαφορετικό πάνθεον, λογιζόμενοι ως θρύλοι της μεγάλης οικογένειας του rock 'n' roll. Άλλωστε, αντίθετα απ’ όσα πιστεύουν ορισμένοι, μάλλον αδαείς, μέτρο του αν είσαι ή όχι μεταλλάς δεν είναι οι «υπερκομματικοί» Black Sabbath και Motörhead, μα το αν παθιάζεσαι με Judas Priest. Εκείνοι, άλλωστε, ποίησαν το μείγμα που ο Αργύρης Ζήλος περιέγραψε κάποτε –κι ας μην υπήρξε μεταλλάς– ως «έπος και συνάμα οδυρμός, μια συνομολόγηση ταξικής αλληλεγγύης που διαρκεί όσο και η μουσική».

Δεν λέω, βέβαια: τα charts δεν διαθέτουν, πια, τη βαρύτητα που είχαν όταν μεσουρανούσε ραδιοφωνικά ο Γιάννης Πετρίδης. Εξακολουθούν, όμως, να καταγράφουν συμπεριφορές ανάμεσα σε ένα ηλικιακώς μεσαίο ή μεγαλύτερο κοινό, το οποίο συνεχίζει να διατηρεί ενεργή σχέση με το αγοράζειν δίσκους και το παρακολουθείν συναυλίες· δεν υπάρχουν μόνο οι Spotify και οι YouTube τάσεις. Αλλά ούτε και στα συναυλιακά θα στρουθοκαμηλίσω: είναι υπαρκτό και φλέγον το ερώτημα ποιοι νεότεροι θα μπορέσουν να φορέσουν τα παπούτσια των νυν θρύλων, γενόμενοι οι επόμενοι headliners.

Έως ότου φτάσουμε εκεί, πάντως, είναι αστείο να μιλάμε για τον θάνατο του heavy metal. Αντιθέτως, θα έπρεπε να μιλάμε για το πώς κατάφερε να είναι ακόμα εδώ, τέσσερις δεκαετίες μετά τη χρυσή του εποχή (κι ακόμα περισσότερο, αν πιάσουμε και τους Black Sabbath). Και να κοιτάμε τι ορίζοντας ξανοίγει εμπρός του καθώς κατευθύνεται, πια, προς το αύριο –«heading for tomorrow», όπως έλεγε κι ένα παλιό τραγούδι των επίσης αειθαλών Gamma Ray.

© Katja Ogrin / Redferns

Πώς κατάφερε να εξελιχθεί η metal μουσική

Η πιο στάνταρ απάντηση, νομίζω, είναι επειδή κατάφερε να εξελιχθεί πέρα από κάθε προσδοκία, βγάζοντας πάμπολλα κλαδάκια, τα οποία με τη σειρά τους «πρασίνισαν» κατά απρόσμενους τρόπους, ωθώντας ακόμα και περιθωριακές φιγούρες σαν τον Thomas Gabriel Fischer των Celtic Frost να αντιμετωπίζονται, πλέον, ως κραταιοί θρύλοι από μέσα γιγάντιου διεθνούς βεληνεκούς σαν π.χ. τους New York Times.

Η δεκαετία των 2010s, άλλωστε –τουλάχιστον για όσους άκουγαν όντως μουσική, πέρα από τα στεγανά του κάθε τάχα μου πολυσυλλεκτικού Pitchfork– είναι γεμάτη από άξιες μικρές ή πιο μεσαίες μπάντες. Οι οποίες μπόρεσαν και πλούτισαν την περιφερειακή μα πολύτιμη κληρονομιά του νορβηγικού black metal, του επικού US metal και του κεντροευρωπαϊκού power μελοδραματισμού, μπλέκοντάς τη με τις δικές τους ανάγκες για ηχητική εξερεύνηση ή με επίκαιρες ανησυχίες, π.χ. για την ορατότητα των γυναικών στον χώρο ή για την καταπίεση των ατομικών διαφορετικοτήτων στις χώρες εκείνες όπου βασιλεύει ένα μη διαλλακτικό Ισλάμ.

Είναι υπό ένα τέτοιο πρίσμα, δηλαδή, που οφείλουμε να αντικρίσουμε περιπτώσεις σαν τους προαναφερθέντες Oranssi Pazuzu (Φινλανδία) και Eternal Champion (Ηνωμένες Πολιτείες), τους Stygian Crown της Melissa Pinion (Ηνωμένες Πολιτείες), τους Smoulder της Sarah Ann Kitteringham (Καναδάς), τους βρετανούς Wytch Hazel, τους γερμανούς Atlantean Kodex, τους Te Ruki από τα νησιά Τουαμότου, που μπλέκουν την black ξεραΐλα με την εντοπιότητά τους όπως το κάναμε κάποτε κι εμείς εδώ στην Ελλάδα, την υπέρβαση των ισραηλινών Orphaned Land στο «Unsung Prophets & Dead Messiahs» του 2018 ή γκρουπ σαν τους Al-Namrood από τη Σαουδική Αραβία. Εδώ κατατάσσονται, βέβαια, και οι γάλλοι Ecclesia, που ήταν να δούμε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 2024, πριν η συναυλία ακυρωθεί, καλώς ή κακώς, λόγω της πολιτικής τους σύγκλισης με τη Μαρίν Λε Πεν.

Μια δεύτερη απάντηση –αναντίρρητα όχι τόσο στάνταρ ή τόσο σφιχτά οριοθετημένη– έχει να κάνει με τις λαϊκές καταβολές του κλασικού, τουλάχιστον, heavy metal και την ικανότητά του να συσπειρώνει νεαρά άτομα που από πολλές απόψεις αισθάνθηκαν «στην απέξω» καθώς προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στη ρουτίνα μιας πιο ενήλικης ζωής. Προσφέροντας συμμετοχή σε μια νέα φαντασιακή κοινότητα, η οποία εξασφάλιζε ενδυνάμωση απέναντι στις επιταγές της καθημερινότητας, μα και κάθαρση από την αναγκαστική, ψυχοφθόρα τριβή μαζί τους.

Πρόκειται, βέβαια, για ένα πνεύμα που δοκίμασε τα ανοιχτά του όρια ήδη από παλαιότερες δεκαετίες, π.χ. όσον αφορά τα μέλη με ομοφυλοφιλικές ή/και αμφισεξουαλικές προτιμήσεις, το οποίο εν πολλοίς έχει ξεφτίσει πια. Ωστόσο δεν έχει πεθάνει: το metal διατηρεί τον κοινοτισμό του και δεν είναι τυχαίο ότι είναι οι δικοί του οπαδοί, απ’ όλες τις μουσικές «φυλές», που στηρίζουν ανελλιπώς δισκογραφία, συναυλίες, merchandise, κρατώντας άσβεστη την αγάπη για τα ινδάλματά τους ακόμα και σε περιόδους διάστασης, απογοήτευσης και αποστασιοποίησης. Δεν ‘πα να μας πίκραναν οι Virgin Steele, ας πούμε, με το echo που τρύπησε τ' αφτιά μας στο Κύτταρο, το 2016; Επιστρέψαμε πρόθυμα να ακούσουμε τις νέες τους περιπέτειες στο «The Passion Of Dionysus», το 2023.

© Katja Ogrin / Redferns

To metal στη νέα εποχή

Αλλά η πιο ιντριγκαδόρικη απάντηση είναι, μάλλον, η τρίτη και τελευταία απ' όσες έχω προσωπικά να συνεισφέρω, έστω και υπό το κράτος της παραδοχής ότι πρόκειται για μια θεωρία η οποία απαιτεί περισσότερη επεξεργασία και έρευνα από όση έχω μπορέσει να κάνω ως το σημείο που γράφονται τούτες οι γραμμές – δεν πειράζει, ας αφήσουμε κάτι και για το αύριο.

Η θεμελιώδης θέση έχει να κάνει με τις αλλαγές και μετατοπίσεις που έγιναν στον μουσικό χάρτη από τα 1990s και μετά, οι οποίες αφορούν βέβαια τόσο το metal, όσο και το ευρύτερο rock. Tα ξέφωτα που δημιούργησαν οι ζυμώσεις αυτές δημιούργησαν και κάμποσα μπερδέματα, αφού αρκετές φορές τα ζητήματα ταυτότητας και ρευστότητας που προέκυψαν ήταν σχεδόν άλυτα: ένα φεγγάρι, ας πούμε, οι Paradise Lost άρχισαν να παίζουν Depeche Mode, ενώ αργότερα είδαμε και τους Ulver σε παρόμοια μονοπάτια. Οι Arch Enemy, ακόμα και με τον Jeff Loomis των Nevermore στην κιθάρα, ίσως ανήκαν περισσότερο σε μια λοξή pop, παρά στο metal. Οι Mastodon, πάλι, προχώρησαν σε μια συνειδητή σύγκλιση με το σκληρό ράφι του Μεγάλου Alternative σούπερ μάρκετ, ενώ οι Opeth λάνσαραν έναν μεικτό prog ήχο θαυμαστό για πολλά, που όμως έγινε, εν καιρώ, άλλοθι για όσους βαρέθηκαν το metal και επιθύμησαν να συναγελαστούν με την alternative επικράτεια, βρίσκοντάς τη με All Them Witches ή με King Gizzard & Τhe Lizard Wizard.

Από την άλλη, η παρακμή του παλιού alternative rock και η αντικατάστασή του από τις χλιαρότητες του ομφαλοσκοπικού hipster / indie rock των 2010s, τις οποίες υπεράσπισαν εμμονικά γραφιάδες που εκμεταλλεύτηκαν τη δικτύωσή τους στον Τύπο ώστε να παρουσιάσουν ως «γενική τάση» τα ιδανικά της δικής τους μικρής κοινότητας, ώθησε πολλούς απ’ όσους έψαχναν για κρατσανιστές ηλεκτρικές κιθάρες να συμφιλιωθούν με διάφορες όψεις του metal. Αποδεχόμενοι ψυχολογικά, δηλαδή, ότι οι Judas Priest, λ.χ., οι Iron Maiden ή νεότερες περιπτώσεις σαν τους Amenra ήταν πολύ πιο rock από τον κάθε Father John Misty ή ακόμα και τους Arcade Fire μετά το «The Suburbs» (2010) και ότι οι παραφυάδες του εξερευνητικού ακραίου metal –οι Thy Catafalque, λ.χ., οι Yellow Eyes, εγχώριες περιπτώσεις σαν τους VOAK ή τους Nocternity– είχαν πολύ πιο αληθινά ερείσματα στο underground από τους κάθε Dry Cleaning και Big Thief. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν έσπευσαν να αγκαλιάσουν το «Fuck, Then Die» των Sonja, δίνοντας δυναμικό παρών στην πρώτη τους ελληνική εμφάνιση (ζέσταμα για το Up The Hammers 2023 στο An Club); Η οποία έγραψε και συναυλιακή ιστορία, παρεμπιπτόντως, δείχνοντας ότι στο metal χωράνε (και) τα τρανς άτομα.

© Katja Ogrin / Redferns

Με παλαιούς όρους, βέβαια, μ’ εκείνους λ.χ. που ατένιζαν την επικράτειά τους οι Manowar ως αγέρωχοι «kings of metal», η Melissa Moore και οι Sonja της –οι οποίοι έκλεισαν την αθηναϊκή εμφάνιση διασκευάζοντάς τους– έχουν περισσότερη συγγένεια με τους Slits ή με τα κορίτσια του riot grrrl κινήματος, παρά με τις παραδοσιακές «true metal» αξίες. Πιστεύω, όμως, ότι είναι κάπου σε αυτά τα φρέσκα ξανοίγματα και σε τέτοιες υγιώς μπασταρδεμένες γραμμές όπου θα δούμε να καλπάζει το heavy metal του αύριο. Ίσως, βέβαια, ως κάτι που δεν θα (πολυ)αφορά, πια, την παλιά φρουρά ακροατών, η οποία ενδέχεται να αποσυρθεί από τις συναυλιακές αρένες μαζί με τα είδωλά της. Ας μην προτρέχουμε, όμως, για πράγματα που εξακολουθούν να τελούν υπό διαμόρφωση, ακριβώς γιατί το metal παραμένει ζωντανό και εν κινήσει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ