Μουσικη

Όταν θέλω να ευχαριστηθώ Καζαντζίδη, πάντα καταφεύγω στο «Υπάρχω»

Εκεί με υποδέχεται εκείνη η σπηλαιώδης ανοικονόμητη φωνή που ανοίγει και πάει εκεί όπου καμιά άλλη λαϊκή φωνή δεν κατάφερε να φτάσει

elisavet-papadopoulou.jpg
Ελισάβετ Παπαδοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Όταν θέλω να ευχαριστηθώ Καζαντζίδη, πάντα καταφεύγω στο «Υπάρχω»
© EUROKINISSI

Στέλιος Καζαντζίδης: Η ζωή του, τα τραγούδια του και η ταινία «Υπάρχω»

Υπάρχουν ταινίες όπου πας με λαχτάρα κανονική, που τις περιμένεις, που τρέχεις να τις δεις την πρώτη μέρα που αρχίζουν να παίζονται, που δεν κρατιέσαι. Μια τέτοια είναι για μένα η ταινία για τον Καζαντζίδη. Ναι, τον άκουγα. Μάλιστα, ένας απ’ τους μεγάλους έρωτές μου είχε πει «είναι δυνατόν ν’ ακούς αυτόν τον τύπο, τον εκατό χρόνια πίσω από την αρκούδα;» Είχε μόλις επιστρέψει από την Ευρώπη και ο Καζαντζίδης ήταν πολύ μπρουτάλ για τα γούστα του, ένας λαϊκός βαρύς τύπος. Μόνο που εγώ δεν ήμουν τόσο Ευρωπαία, είχα μεγαλώσει ανάμεσα σε βαριούς λαϊκούς τύπους, δεν ξέρω αν μου άρεσαν, αλλά τους καταλάβαινα. Επιπλέον, κάτι δικό μου αναγνώριζα εκεί. Κι έπειτα, οι μύθοι δεν μπαίνουν στο μέτρο, ίσως μάλιστα αυτό που απορρίπτουμε τους έκανε μύθους. Ένας τέτοιος ήταν ο Καζαντζίδης μαζί με τον Άκη Πάνου που έλεγε για τον Καζαντζίδη «όλους τους τραγουδιστές να βάλεις σε ένα καζάνι, δε βγάζουν ούτε τη μισή φωνή του Καζαντζίδη».

Η ταινία μου άρεσε, δεν το λέω σαν κριτικός, αφού δεν είμαι, το λέω σαν θεατής. Με πήρε και με πήγε εκεί που ήθελε, κι αυτό το λέω επιτυχία. Και μου άρεσε εκεί που με πήγε. Πενιά στην πενιά, έφτιαξε τον Καζαντζίδη με όλα τα κουσούρια του, αυτό το δύστροπο του χαρακτήρα του, που όμως πηγή του ήταν ένας αξιακός κώδικας που επέμενε να τον τηρεί ακόμα κι όταν είχε περάσει η εποχή του, ακόμα κι όταν αυτός ο αξιακός κώδικας ήταν εναντίον του εαυτού του, κυρίως αυτό. Έδωσε έναν Καζαντζίδη τεράστιο μέσα στο χάρισμά του, με τη βροντή της φωνής να έρχεται από τα έγκατα της οικουμένης, και τον ίδιο υπαρξιακό, όχι με την υψηλή έννοια των φιλοσόφων (του τύπου τι είναι ο άνθρωπος) αλλά με την εντελώς χαμηλή, αυτήν που πιάνει χώμα και λέει αλήθειες.

Ένας άνθρωπος μόνος απέναντι στις εταιρείες την εποχή που εκείνες είχαν αρχίσει να τον προσκυνούν, με κείνον να κλωτσάει και να μη χαίρεται, έβλεπε την αδικία, το ότι αυτές πλούτιζαν κι οι μουσικοί μα και οι τραγουδιστές έπαιρναν ψίχουλα. «Μα τα υπέγραψες» έλεγαν δείχνοντας τα συμβόλαια. «Τα ξε-υπογράφω» απαντούσε. Μόνο ένας κόσμος προφορικότητας, στον οποίο ανήκε ο ίδιος και η γενιά του, ξεστομίζει τέτοιες αποκοτιές. Κι έτσι οι εταιρίες νίκησαν, τον νίκησαν.

Πολλά ήταν αυτά που τον νίκησαν. Κυρίως ο εαυτός του, αυτό το αμετανόητο του χαρακτήρα του, αυτό το δυσκολεμένο που έχουν όσοι δεν προσαρμόζονται στην εποχή τους. Ο Καζαντζίδης δεν τα κατάφερε να συμβαδίσει με την εποχή, ούτε με τις απαιτήσεις που έχει το σταριλίκι, που στην δική του περίπτωση ήταν κάτι παραπάνω, ήταν ειδωλολατρία. Μου είχε πει ο Βασίλης Βασιλικός ότι όταν ο Καζαντζίδης ζούσε στη Μακεδονία, περνούσαν κάθε τόσο άνθρωποι από το σπίτι του για να του χαρίσουν κάτι. Το πιο εξωφρενικό δώρο του το έκανε ένας γύφτος (συγχωρέστε με οι της πολιτικής ορθότητας) που του χάρισε ένα μαντίλι με χρυσά δόντια που είχε συλλέξει από τις εκταφές. Ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε.

Ο Καζαντζίδης ήταν γεμάτος κολλήματα. Είχε κόλλημα με τη μάνα του, κόλλημα με τη φτωχολογιά, κόλλημα με τον πόνο. Τραγουδούσε τον πόνο και την υπερβολή, ή ίσως τον πόνο στην υπερβολή του. Το ότι τραγουδούσε μόνο για τον πόνο δεν το αρνιόταν ούτε ο ίδιος. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στον Δημήτρη Γκιώνη το 1988 είπε: «Τραγουδάνε χίλιοι τόσοι τραγουδισταί εύθυμα τραγούδια. Είναι βέβαια πονεμένα τα τραγούδια μου, δε λέω, αλλά αυτό είναι το είδος μου. Δεν μπορώ να πω χαρούμενο τραγούδι. Είναι η δομή μου τέτοια». Με την τελευταία του κουβέντα, το «είναι η δομή μου τέτοια», νομίζω πως έδωσε με τον ακριβέστερο τρόπο την μόνη αληθινή εκδοχή του εαυτού του.

Η εποχή μας δεν πολυακούει Καζαντζίδη. «Φταίει το πάθος του τρελού/ του θολωμένου μου μυαλού» που έβγαλε η συνεργασία του με τον Άκη Πάνου, μια σύνοψη για δυο παραβατικούς ψυχισμούς ενός έτσι κι αλλιώς περασμένου καιρού, «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου/ η καρδιά μου σβήνει» σε μια εποχή που όλοι φορούν μακό και τα πουκάμισα απέμειναν για τα στελέχη, που δεν έχουν την καρδιά σε μεγάλη εκτίμηση, «Πάρε τα χνάρια που άφησαν τα μαύρα δάκρυά μου», ενώ εμείς αποζητούμε διαβαθμίσεις άλλου χρωματισμού, «Μα εγώ δε ζω γονατιστός είμαι της γερακίνας γιος» και ποιος ξέρει τι είναι η γερακίνα, «Όσοι είναι αισθηματίες/ την πατάνε στη ζωή», σχεδόν αστείο να αυτοπροσδιορίζεσαι σαν αισθηματίας.

Υπάρχουν όμως τραγούδια του Καζαντζίδη που συνέχισαν να ακούγονται στα αφτεράδικα «Το αγριολολούλουδο» και το «Βραδιάζει», τα οποία ωστόσο μου έκανε εντύπωση ότι τα έπαιζαν σε διασκευές με φωνές πιο ήπιες και καλοζωισμένες. Ίσως αυτό από μόνο του να πιστοποιεί την υποψία που έχω σχετικά με τη φωνή του, ότι δηλαδή αυτό που έβγαινε προς τα έξω δεν ήταν θέμα οκτάβας αλλά βιωμάτων.

Όσο για μένα, όταν θέλω να ευχαριστηθώ Καζαντζίδη, πάντα καταφεύγω στο «Υπάρχω» όπου με υποδέχεται εκείνη η σπηλαιώδης ανοικονόμητη φωνή που ανοίγει και πάει εκεί όπου καμιά άλλη λαϊκή φωνή δεν κατάφερε να φτάσει. Και θα συνεχίσω να ακούω Καζαντζίδη όσο υπάρχω.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.