- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Χρήστος Αλεξόπουλος: Η έμπνευση σε επισκέπτεται μόλις ξεκινήσεις να εργάζεσαι
Μια συζήτηση με τον συνθέτη και παραγωγό για τα παλιά και νέα έργα του στη δισκογραφία, το θέατρο και την τηλεόραση
Ο συνθέτης και παραγωγός Χρήστος Αλεξόπουλος επανακυκλοφορεί το ντεμπούτο άλμπουμ του, υπογράφει τη μουσική και τα τραγούδια στο θεατρικό έργο «Η Κρεατόπιτα» και στην τηλεοπτική σειρά «Μαύροι Πίνακες».
Με τον Χρήστο Αλεξόπουλο έχουμε ξαναμιλήσει στο παρελθόν και μάλιστα περισσότερες από μία φορές. Όμως κάθε φορά που συναντιόμαστε, εργάζεται σε περισσότερα από ένα ή δύο διαφορετικα πράγματα. Άλλοτε πρόκειται για προσωπικούς του δίσκους, άλλοτε για μουσικές για το θέατρο, τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση κι άλλοτε για παραγωγές δίσκων καλλιτεχνών που έχει υπογράψει στη δισκογραφική εταιρεία του, την Puzzlemusik. Εκείνο που έχει όμως τη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι κάθε δουλειά του, σε οποιονδήποτε τομέα κι αν εμπίπτει, έχει πολύ υψηλή ποιότητα. Επιπλέον, ο Χρήστος έχει μια πολύ έμπειρη ματιά στα μουσικά πράγματα και μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, τόσο όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά όσο και όταν δεν πηγαίνουν.
Χρήστο, πώς αποφάσισες να ξανακυκλοφορήσεις τον πρώτο σου δίσκο;
«Η Άλλη Πλευρά» πρωτοκυκλοφόρησε από την Hitch-Hyke το 1999. Δηλαδή, σε μια περίοδο –εκεί στο γύρισμα του αιώνα– μεταβατική για τη δισκογραφία σε σχέση με τα νέα τεχνολογικά εργαλεία και το διαδίκτυο (που τότε ακόμη ήταν σε εμβρυακό στάδιο). Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η Hitch-Hyke, έκλεισε σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, οδήγησε στο να μην έχει το άλμπουμ παρουσία στο διαδίκτυο. Είναι λοιπόν η πρώτη φορά που το άλμπουμ εμφανίζεται στις ψηφιακές πλατφόρμες. Το γεγονός πως φέτος συμπληρώνονται 25 χρόνια από την πρώτη του κυκλοφορία δίνει σε αυτήν την επανακυκλοφορία και έναν επετειακό χαρακτήρα. Επιπλέον, το «Η Άλλη Πλευρά» πρότεινε ένα ήχο και μια αισθητική προσέγγιση που ήταν ασυνήθιστα για την εποχή τους. Σε προσωπικό επίπεδο με ενδιαφέρει να διαπιστώσω τι υποδοχή θα έχει αυτό το άλμπουμ στις μέρες μας. Εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη εποχή του ταιριάζει ίσως περισσότερο.
Εκείνη την εποχή οι CommonSense ήταν παρελθόν και ξεκινούσες να γράφεις τραγούδια για να τα ερμηνεύσεις ο ίδιος. Τι θυμάσαι από τη σκηνή του τέλους του προηγούμενου αιώνα;
Υπήρχε κινητικότητα. Πολλά συγκροτήματα υπήρχαν τότε στην ανεξάρτητη σκηνή. Κυρίως αγγλόφωνα. Ωστόσο, η αντίληψη τους συχνά δεν ήταν ιδιαίτερα επαγγελματική. Μπορεί να πίστευαν οι ίδιοι πως ήταν επαγγελματική. Αλλά στην ουσία δεν ήταν και τόσο. Κατά κανόνα τα σημερινά συγκροτήματα δείχνουν μεγαλύτερο επαγγελματισμό. Και, βέβαια, έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ και σε εκτελεστικό επίπεδο και σε επίπεδο παραγωγής. Δεν συγκρίνεται το τότε επίπεδο με το τώρα. Το οποίο, αν με ρωτάς, είναι καλό. Το ζητούμενο είναι να εξελισσόμαστε. Να γινόμαστε καλύτεροι. Θυμάμαι επίσης ότι τα πράγματα στην ελληνική δισκογραφία και γενικά τη συναυλιακή δραστηριότητα ήταν πιο μονοδιάστατα. Τη δεκαετία του 1990 καθιερώθηκε μαζικά το έντεχνο ως νέα δύναμη και εμφανίστηκε το ελληνικό hip-hop και το «ελληνικό ροκ». Ήρθε μια ανανέωση, συνέβη μια αλλαγή. Στο γύρισμα του αιώνα, πλέον είχες τις εξής επιλογές: Λαϊκό-Ποπ (συχνά με hip-hop γέφυρες), Έντεχνο, Ροκ (από τη μια με μια έμφαση στο «ελληνικό ροκ» για τα ελληνόφωνα σχήματα που ήταν όμως πια στο τέλος της φάσης τους και από την άλλη στον σκληρό post-grunge ή pre-stoner rock ήχο στα αγγλόφωνα), ποπ, electro. Χωρίς μπολιάσματα και προεκτάσεις.
Πόσο εύκολο ήταν να βρεις εταιρεία τότε;
Το 1999; Έχω την εντύπωση ότι ποτέ δεν ήταν εύκολο να βρεις εταιρεία. Ούτε τότε, ούτε πριν από τότε, ούτε στις μέρες μας. Και πως πάντα χρειαζόταν προσήλωση σε αυτό που κάνεις και υπομονή και επιμονή στην εύρεση εταιρείας που να ταιριάζει με το υλικό σου. Ωστόσο, το να κάνεις μια πρόταση συνεργασίας σε μια εταιρεία ήταν σίγουρα πιο απλό από ό,τι στις μέρες μας. Τα demo τότε, ήταν πράγματι demo,σπιτικές ηχογραφήσεις με σχεδόν ανύπαρκτο εξοπλισμό και σχεδόν όλα τα φυσικά όργανα με midi προσομοιώσεις της κακιάς ώρας και τις φωνές ηχογραφημένες σε άθλια μικρόφωνα. Ή ηχογραφήσεις πρόβας από προβάδικα (όχι από recording studios). Καμιά εταιρεία όμως δεν είχε την απαίτηση να της κάνεις πρόταση συνεργασίας με ολόκληρο το άλμπουμ ως τελικό προϊόν ηχογραφημένο σε επαγγελματικό στούντιο! Δηλαδή μπορεί να είχες πολύ σοβαρές οικονομικές δυσκολίες αλλά, με κάποιο τρόπο, αργά ή γρήγορα, θα μπορούσες να κάνεις μια demo ηχογράφηση με ελάχιστο κόστος. Οπότε δύσκολο ήταν, ναι. Αλλά ήταν πολύ πιο απλό. Πρακτικά, δεν υπήρχε κανένας λόγος να ξοδέψεις μια μικρή περιουσία και να αφιερώσεις πχ. ένα χρόνο από τη ζωή σου για να ετοιμάσεις το demo σου.
Οι προσωπικές σου δουλειές ήταν αυτές που σε οδήγησαν να δημιουργήσεις την Puzzlemusik, έτσι δεν είναι;
Με τη Hitch-Hyke, τον Αιμίλιο Κατσούρη και με όλους τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί, είχαμε άριστη συνεργασία. Υπήρχε εμπιστοσύνη στον καλλιτέχνη, πάρα πολύ σημαντική υποστήριξη και πολύ μεγάλος βαθμός ελευθερίας. Τα τρία πρώτα άλμπουμ μου κυκλοφόρησαν εκεί, μέσα στο διάστημα 1999-2003. Δεν είχα κανένα λόγο να διακόψω τη συνεργασία και να κάνω μία δική μου εταιρεία. Αυτό που συνέβη είναι ότι το 1999 (χρονιά κυκλοφορίας του ντεμπούτου μου) αποδείχτηκε στην πορεία μια χρονιά-τομή στην ελληνική δισκογραφία. Ήταν η χρονιά που άρχισε μία απότομη καμπή. Το 2004-2005 πλέον το τοπίο είχε αλλάξει σημαντικά. Μία-μία οι δισκογραφικές άρχισαν να αλλάζουν τους όρους συνεργασίας με τους καλλιτέχνες τους. Σαφώς προς το λιγότερο ευνοϊκό. Εκ των πραγμάτων, ακολούθησε και η Hitch-Hyke αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό, εν όψει του 4ου δίσκου μου, με έβαλε σε σκέψεις. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχαν αρχίσει να δημιουργούνται νέα σχήματα, αρκετά ιδιοσυγκρασιακά, με νέες, ανανεωμένες ηχητικές προτάσεις, με ενδιαφέροντα μπολιάσματα και αισθητικές προεκτάσεις, όπου όμως μέσα στο νέο περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί, για μια σειρά λόγων, ήταν μάλλον αδύνατο να βρουν δισκογραφική στέγη. Αν θες, και οι δικοί μου ως τότε δίσκοι άνηκαν σε αυτήν την ευρεία κατηγορία. Ήμουν ίσως λίγο μπροστά από την εποχή μου αλλά είχα την τύχη να με αγκαλιάσει η Hitch-Ηyke. Για όσους άρχισαν να εμφανίζονται μόλις λίγα χρόνια μετά από εμένα δεν προδιαγραφόταν καμία τέτοια τύχη. Και η ίδια η Hitch-Hyke δεν είχε πια τη δυνατότητα να με υποστηρίξει με τον τρόπο που με υποστήριζε ως τότε. Πήρα τη μεγάλη απόφαση για τη δημιουργία της Puzzlemusik έχοντας στο νου μου όλα τα παραπάνω. Και για καταλάβει κανείς καλύτερα ποιο ήταν το κλίμα στην Hitch-Hyke, ποια ήταν η σχέση της με τους καλλιτέχνες της, ο Αιμίλιος Κατσούρης όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε από αυτή μου την απόφαση αλλά αντίθετα με βοήθησε με την τεχνογνωσία του και με πολύτιμες συμβουλές!
Με τα σημερινά δεδομένα, πώς κρίνεις εκείνο τον πρώτο σου δίσκο;
Είναι ένας σχεδόν DIY δίσκος, μόνο που τότε δεν το λέγαμε έτσι. Με τον Γιώργο Πρινιωτάκη (νυν ιδιοκτήτης των Artracks Studios, τότε συνεργαζόμενος ηχολήπτης στο Studio Voices) αξιοποιήσαμε στο έπακρο τα μάλλον φτωχά εργαλεία που είχαμε στη διάθεσή μας. Η συμβολή του στην ηχογράφηση του άλμπουμ είναι ανεκτίμητη. Καταθέσαμε μία πρόταση που ακουγόταν κάθε άλλο παρά φτωχή. Και αυτό δεν είναι κάτι που το λέω μόνο εγώ. Το επιβεβαιώνουν οι πολλές κριτικές της εποχής.
Αν τον ηχογραφούσες τώρα, με τα ίδια τραγούδια, τι διαφορές θα είχε;
25 χρόνια μετά είμαι ένα άλλος άνθρωπος. Τα τραγούδια θα ήταν τα ίδια αλλά… δεν ξέρω τι να απαντήσω σ’ αυτό. Αυτός ο δίσκος είναι η φωτογραφία εκείνης της εποχής. Τι θα άλλαζες σε μια φωτογραφία εποχής αν είχες την δυνατότητα να την ξαναστήσεις και να την ξανατραβήξεις; Δεν ξέρω. Μ’ έβαλες σε σκέψεις.
Πάντα έγραφες μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ίσως και πριν από την εποχή των πρώτων προσωπικών τραγουδιών σου; Τι σε τραβάει σ’ αυτή τη διαδικασία;
Πράγματι, έγραψα πρώτη φορά μουσική για ταινία μικρού μήκους το 1994. Για θέατρο την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε και το ντεμπούτο μου. Ως νεαρός συνθέτης πιο πολύ με ενδιέφερε αυτό. Αυτό ήταν η φιλοδοξία μου και κάπως λιγότερο τα τραγούδια. Από την άλλη πάλι, από 15 χρονών παιδί που έγραφα ήδη συστηματικά, έγραφα κυρίως τραγούδια. Και σπανίως instrumentals. Άρα τελικά με ενδιαφέρουν και τα δύο αυτά πεδία. Στη μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο με γοητεύει ιδιαίτερα το ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να σου ζητηθεί το οτιδήποτε. Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να διαπιστώσεις ότι σε καλεί το ίδιο το αντικείμενο να βρεις λύσεις, να χρησιμοποιήσεις μικτές τεχνικές, να επινοήσεις τρόπους εργασίας προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του. Για αυτό και τρελαίνομαι για παραγγελίες. Καμιά φορά, όταν δεν έχω κάποια παραγγελία, αναθέτω παραγγελίες στον εαυτό μου. Με εξιτάρει πάρα πολύ αυτό.
Πόσο διαφορετική είναι αυτή η διαδικασία από το να γράφεις τραγούδια;
Στη μουσική για κινηματογράφο και θέατρο υπάρχει ο σκηνοθέτης ή η σκηνοθέτρια που με τις οδηγίες που δίνει, θέλοντας και μη, επεμβαίνει λόγω θέσης στη διαδικασία επηρεάζοντας το τελικό αποτέλεσμα. Δηλαδή ακόμη κι ένα φαινομενικά απλό «θα ήθελα ο τάδε ήχος να έχει περισσότερη ή λιγότερη παρουσία» ή ένα «μου αρέσει / δεν μου αρέσει αυτό το ηχόχρωμα ή αυτό το ρυθμικό στοιχείο» τροφοδοτούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τη διαδικασία της σύνθεσης. Και βέβαια για τον κινηματογράφο η μεγαλύτερη πηγή τροφοδότησης είναι η εικόνα και για το θέατρο η σκηνική δράση από κοινού με το ίδιο το θέατρο (ως χώρο) στο οποίο παίζεται η παράσταση. Τα παραπάνω σου δίνουν διαφορετικά ερεθίσματα από τα ερεθίσματα που έχεις όταν γράφεις ένα τραγούδι. Ειδικά όταν γράφεις τραγούδια που θα τραγουδήσεις ο ίδιος, και ακόμη περισσότερο όταν γράφεις και τους στίχους των τραγουδιών σου.
Η μουσική και τα τραγούδια για την «Κρεατόπιτα», έχουν έναν διαφορετικό, πιο προσωπικό χαρακτήρα, έτσι δεν είναι;
Πράγματι. Και ο λόγος είναι αρκετά συγκεκριμένος. Η Αγγελική Δαρλάση (συγγραφέας του έργου αλλά και σκηνοθέτρια της παράστασης) με εμπιστεύεται τυφλά ως μουσικό και συνεργάτη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μου «χαρίζεται» με κάποιο τρόπο. Είναι αυτονόητο, ότι θα ζητήσει αυτό που θέλει και χρειάζεται ως σκηνοθέτρια για τη δουλειά, και είναι επίσης αυτονόητο ότι περιμένει να της παρουσιάσω αυτό που θέλει και χρειάζεται. Αλλά, μου αφήνει απόλυτη ελευθερία μέσα σε αυτό το πλαίσιο που ορίζει. Και επιπλέον, αν της παρουσιάσω ένα ηχητικό αποτέλεσμα που δεν είχε περάσει από το νου της, δεν το απορρίπτει επειδή ενδεχομένως περίμενε κάτι διαφορετικό. Αυτό, αυτόματα κάνει τη δουλειά μου πιο προσωπική. Είναι όντως διαφορετική από ό,τι συνήθως η μουσική μου για την «Κρεατόπιτα» γιατί ήταν η πρώτη φορά μου που μου ζητήθηκε η μουσική να είναι ουσιαστικός συμπαίκτης της ηθοποιού (Φανή Γέμτου) σε αυτόν τον μονόλογο. Η Φανή στην ουσία δεν παίζει μόνη της. «Παίρνει» από τη μουσική και «δίνει» στη μουσική πραγματικά σαν να έχει έναν ηθοποιό – συμπαίκτη επί σκηνής. Χρειάστηκε να κάνω συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές προκειμένου να μπορέσει να επιτευχθεί αυτό. Δεν μου είχε ζητηθεί στο παρελθόν κάτι ανάλογο. Τουλάχιστον όχι σε τέτοια έκταση. Η μουσική λειτουργεί σαν να είμαι στη σκηνή μαζί της και να παίζω live (όπως πολύ συχνά συμβαίνει σε παραστάσεις τελευταία). Μόνο που… δεν είμαι στη σκηνή μαζί της και… δεν παίζω live. Αλλά η αίσθηση είναι αυτή. Και βέβαια, αυτή η αίσθηση, αλλά και το τελικό συνολικό αποτέλεσμα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και στην ίδια την Φανή. Δεν είναι μόνο θέμα υποκριτικής ικανότητας και τεχνικής της, τις οποίες έχει, έτσι κι αλλιώς σε μεγάλο βαθμό. Είναι θέμα εξαιρετικής μουσικής αντίληψης και αντίληψης του εσωτερικού ρυθμού. Και επιπλέον έχει και εξαίρετη φωνή. Δεν είναι απλώς μία ηθοποιός που τραγουδάει όμορφα. Θα μπορούσε να είναι τραγουδίστρια.
Τι θαυμάζεις πιο πολύ στη δουλειά της Αγγελικής Δαρλάση;
Την Αγγελική τη γνώρισα ως σκηνοθέτρια θεάτρου. Έγραφε ήδη από παιδί, αλλά το 1999 που τη γνώρισα και αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε δεν είχε ακόμη επιχειρήσει να εκδώσει κάτι. Κάναμε αρκετές παραστάσεις μαζί. Αργότερα, μέσα από τη δουλειά, γίναμε ζευγάρι και τελικά παντρευτήκαμε το 2003. Την πειράζω τελευταία (μετά την «Κρεατόπιτα») λέγοντας της ότι προσπαθώ να καταλήξω αν είναι “natural born” συγγραφέας ή “natural born” σκηνοθέτρια. Και αυτό γιατί ενώ κάποια στιγμή νωρίς στην πορεία της αφοσιώθηκε εξολοκλήρου στη συγγραφή έχοντας εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία… πηγαίνω για πρώτη φορά σε πρόβα στην «Κρεατόπιτα», την βλέπω να σκηνοθετεί και είχε μια άνεση και αποτελεσματικότητα, σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Κι είχαν περάσει… 21 χρόνια από την τελευταία φορά που σκηνοθέτησε… Πολλά θαυμάζω στην δουλειά της Αγγελικής, αλλά αυτό που θαυμάζω ίσως περισσότερο είναι η καλλιτεχνική της ευφυΐα που εκφράζεται με απαράμιλλη φυσικότητα. Λόγω θέσης, γνωρίζω πολύ καλά πόσο πολύ «παιδεύει» τα κείμενα της και πόσο εργατική είναι. Αλλά, αυτό το «παίδεμα» δεν «φαίνεται» στα κείμενά της. Δεν το παίρνεις είδηση. Είτε είναι κείμενα που απευθύνονται σε παιδιά ή εφήβους, είτε σε ενήλικες. Είτε είναι μικρή φόρμα ή μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο. Διαβάζεις και σε παρασύρει η ροή. Νιώθεις να είναι αβίαστα τα κείμενά της. Σαν να ήταν πάντα εκεί.
Τι σε φέρνει κοντά στους «Μαύρους Πίνακες» ως σειρά;
Μου αρέσουν οι αστυνομικές σειρές. Ως θεατή, με ξεκουράζουν στο τέλος μιας απαιτητικής ημέρας. Μου αδειάζουν προς στιγμή το μυαλό από τα τρέχοντα. Για διαφορετικούς λόγους, το ίδιο μου συμβαίνει και με τα ντοκιμαντέρ. Οι «Μαύροι Πίνακες» συγκεκριμένα, μου τράβηξαν την προσοχή από το «χαρτί» ήδη. Ήταν ξεκάθαρο από το σενάριο πως η σειρά φλέρταρε σοβαρά με τον κινηματογράφο και η παρουσία της Κατερίνας Φιλιώτου σε ρόλο σκηνοθέτη, δημιουργούσε ένα εχέγγυο πως όντως η σειρά θα πήγαινε προς μια τέτοια κατεύθυνση. Τακτικές μεγάλης διάρκειας σκηνές, με αφήγηση χωρίς πρόζα (άρα κατ’ ανάγκη με μουσική να υπηρετεί τη βουβή αφήγηση), κάτι που για τα δεδομένα της ελληνικής τηλεόρασης ήταν ασυνήθιστο και προσωπικά για μένα μία πρόκληση που με ενδιέφερε πολύ να αναλάβω. Δεν είχα ποτέ ως τότε γράψει κάτι σε αυτό το ύφος. Και αυτό ξέρεις, πάντα με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Να δοκιμάζω καινούργια πράγματα. Με αναζωογονεί και με ανανεώνει ως δημιουργό.
Έχει σημασία το να σου αρέσει η σειρά ή το θεατρικό έργο για το οποίο γράφεις μουσική; Θέλω να πω, η έμπνευση έρχεται πιο εύκολα όταν το προσωπικό γούστο του συνθέτη βρίσκεται κοντά σε κάποιο έργο;
Έχει πράγματι σημασία να με ιντριγκάρει με κάποιο τρόπο το σενάριο της σειράς ή το κείμενο του θεατρικού έργου. Από την άλλη, η απόσταση από το σενάριο / κείμενο που βρίσκεται στο χαρτί μέχρι την υλοποίηση του εγχειρήματος είναι πολύ μεγάλη. Μέτρια κείμενα μπορεί να γίνουν εξαίρετες παραστάσεις και σπουδαία κείμενα μπορεί να γίνουν μέτριες παραστάσεις. Για αυτό και έχει σημασία να με εμπνέουν και οι συνεργάτες. π.χ. με τη Δαρλάση και με την ηθοποιό Φανή Γέμτου στην «Κρεατόπιτα» όπως και με τη Φιλιώτου στο «Μαύροι Πίνακες», θα ήταν μάλλον δύσκολο να μην έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία. Όσον αφορά στην έμπνευση… θα έλεγα πως όχι. Δεν έχει να κάνει. Από νωρίς κατάλαβα ότι η έμπνευση σε επισκέπτεται μόλις ξεκινήσεις να εργάζεσαι. Όταν στρώνεσαι στη δουλειά, έχοντας διαλέξει τα εκφραστικά σου μέσα και έχοντας κάνει τις στρατηγικές σου επιλογές. Βουτάς μέσα στο πρότζεκτ, δουλεύεις και νομοτελειακά η έμπνευση θα σε επισκεφτεί. Ακόμη κι αν αυτό που κάνεις δεν συνάδει και τόσο με το προσωπικό σου γούστο. Τουλάχιστον, έτσι λειτουργεί σ’ εμένα.
Η εποχή είναι πολύ δύσκολη -για άλλη μια φορά- μα υπάρχουν άνθρωποι -όπως εσύ- που επιμένουν. Πόσο ευχαριστημένος είσαι από την πορεία και τη σημερινή φάση της Puzzlemusik;
Είμαι πολύ προβληματισμένος αυτήν την περίοδο. Το ενδιαφέρον του κοινού για τη νέα μουσική μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Το κοινό έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για μουσικές και μουσικούς που ήδη γνωρίζει. Δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για καινούργια ονόματα και νέες προτάσεις. Ακόμη και σε επίπεδο φυσικών πωλήσεων, η αγορά μεταχειρισμένων είναι αυτή που ανεβαίνει τα τελευταία χρόνια. Και οι επανεκδόσεις βέβαια. Η αγορά των νέων κυκλοφοριών αντιμετωπίζει πρόβλημα. Αυτό έχει συμπαρασύρει και τη στρατηγική των ραδιοφωνικών σταθμών όσον αφορά στο playlist τους, αλλά και των sites όσον αφορά στην επιλογή των θεμάτων που συστηματικά (και όχι κατ’ εξαίρεση) επιλέγουν να παρουσιάσουν. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον γίνεται ολοένα και δυσκολότερο όχι απλώς να παρουσιάσεις ένα νέο καλλιτέχνη / σχήμα, αλλά και απλώς το να καταφέρεις να περάσεις την πληροφορία ότι ο τάδε νέος καλλιτέχνης κυκλοφόρησε ντεμπούτο ή δεύτερο άλμπουμ και αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Ακόμη και σε επίπεδο streaming. Και ακόμη κι αν κάποιος καλλιτέχνης έχει ήδη μια παρουσία, τριών, τεσσάρων δίσκων, και πάλι οι δυσκολίες είναι αντίστοιχες. Είναι λες και για να ασχοληθεί το κοινό μαζί σου χρειάζεται να έχεις με κάποιο τρόπο ξεκινήσει την καλλιτεχνική σου πορεία από τα 90s -αν όχι από πιο παλιά ακόμη- και να έχεις καταφέρει να διατηρήσεις μέσα στα χρόνια ένα κάποιο following. Για να μιλήσω με τεχνοκρατικούς όρους, είναι πλέον υπερβολικά δύσκολο να τοποθετήσεις με αξιώσεις καλλιτεχνικό προϊόν στην αγορά. Ειδικά σε μια τόσο περιορισμένη αγορά όσο η ελληνική. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μια εταιρεία σαν την Puzzlemusik που ναι μεν είχε και εξακολουθεί να έχει όραμα, αλλά δεν είχε και δεν έχει κεφάλαια από πίσω της, είναι πρακτικά αδύνατον να εξελιχθεί όσο θα μπορούσε κι αν θέλεις όσο θα έπρεπε, δεδομένης της συστηματικής δουλειάς που έχει γίνει 18 χρόνια τώρα. Εξ αρχής, το κεφάλαιο της Puzzlemusik ήταν το όραμα της και το δυναμικό των καλλιτεχνών της. Αλλά όσο σκληρό κι αν ίσως ακούγεται αυτό, στην εποχή μας, αυτό το κεφάλαιο της επιτρέπει στην καλύτερη περίπτωση να συντηρείται, και όχι να αναπτύσσεται. Οπότε, τούτων δοθέντων, όχι δεν θα έλεγα ότι είμαι ευχαριστημένος από τη σημερινή φάση. Η αρχική πορεία αλλά και η εξέλιξη της Puzzlemusik στα πρώτα αρκετά χρόνια λειτουργίας της –πορεία από την οποία ήμουν σίγουρα ευχαριστημένος- έδειχνε σαφώς μία άλλη, καλύτερη και δυναμικότερη ανάπτυξη της.
Τι ετοιμάζεις για το επόμενο διάστημα, ως τραγουδοποιός-συνθέτης των προσωπικών σου ήχων, ως συνθέτης μουσικής για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και ως ο κεντρικός άνθρωπος πίσω από την Puzzlemusik;
Αυτό το φθινόπωρο με βρήκε ως συνθέτη να παρουσιάζω στην ουσία τις δουλειές που έκανα στο αμέσως προηγούμενο διάστημα. Οι μουσικές της αστυνομικής σειράς μυστηρίου του STAR «Μαύροι Πίνακες» κυκλοφορούν σε μια σειρά ψηφιακών EPs. Ένα EP κάθε εβδομάδα, με επιλογές από τις μουσικές κάθε επεισοδίου ξεχωριστά. Βεβαίως, ως τις 26 Ιανουαρίου, τρέχει η παράσταση «Η Κρεατόπιτα» κάθε Σάββατο και Κυριακή στη θεατρική αμαξοστοιχία «Το Τραίνο στο Ρουφ». Ναι μεν, προφανώς και έχει ολοκληρωθεί η δουλειά μου για τις μουσικές και τα τραγούδια της παράστασης, αλλά αποτελώ και μέλος της ομάδας παραγωγής (η Puzzlemusik είναι το δισκογραφικό τμήμα της παραγωγού εταιρείας «Ομάδα Θεάματος Η Άλλη Πλευρά»), οπότε εξακολουθώ να ασχολούμαι με την «Κρεατόπιτα» με αυτή μου την ιδιότητα. Με τη νέα χρονιά, θα ξεκινήσω δουλειά πάνω στο επόμενο προσωπικό μου άλμπουμ. Δεν θα έχει τραγούδια, θα είναι μάλλον κάτι σαν ένα … ντοκιμαντέρ χωρίς εικόνα. Ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ. Αλλά είναι πολύ νωρίς για να πω περισσότερα. Το όλο πράγμα είναι ακόμη σε επίπεδο αρχικής ιδέας.Ωστόσο, πριν από αυτό, πλησιάζω στην ολοκλήρωση της παραγωγής του ντεμπούτο άλμπουμ του Ηρακλή Δαΐτση (ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Ψύλλοι στ’ Άχυρα). Έμεινε κάπως πίσω αυτό το πρότζεκτ εξαιτίας της δουλειάς μου στην τηλεόραση και το θέατρο. Με τον Ηρακλή, είμαστε στην τελική ευθεία τώρα. Θα είναι το 4ο άλμπουμ καλλιτέχνη στο οποίο υπογράφω την παραγωγή. Είναι και αυτό ένα πεδίο δράσης που με ενδιαφέρει αρκετά τα τελευταία χρόνια. Όσον αφορά στην Puzzlemusik, μετά από τη σεζόν 2023-2024 που ήταν πολύ συγκρατημένη, ετοιμάζονται για το πρώτο εξάμηνο του 2025 πολλά άλμπουμ ήδη συνεργαζόμενων καλλιτεχνών: Σωτήρης Δεμπόνος, Demetria, Γιάννης Κασέτας, Τρύφων Λάζος, Γιώργος Κοντραφούρης. Υπάρχουν και ορισμένες συζητήσεις για νέες συνεργασίες αλλά, όπως ανέφερα νωρίτερα, το περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό και αυτό με τη σειρά του (κατ’ αρχήν τουλάχιστον) δεν ευνοεί ιδιαίτερα τις νέες συνεργασίες. Θα δείξει…