- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
In Trance 95: Δεν είναι content η μουσική
O Alex Μαχαίρας και ο Νίκος Βελιώτης μιλούν στην Athens Voice πριν το συλλεκτικό τους live και το νέο τους άλμπουμ
In Trance 95 - Συνέντευξη: Ο Alex Μαχαίρας και ο Νίκος Βελιώτης μιλούν για το επιδραστικό ηλεκτρονικό σχήμα της Αθήνας.
Τον Μάιο του 1988 στην Αθήνα δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα που να παραπέμπουν έστω και σε μια υποτυπώδη ηλεκτρονική σκηνή. Όλα τα ανήσυχα νιάτα που την ψάχνουν με τη μουσική κρατούν ή ακούνε κιθάρες, η garage και η punk είναι τα κυρίαρχα ρεύματα στα underground στέκια ενώ το πρώτο κύμα της βόρειας ροκ επέλασης από τη Θεσσαλονίκη μαγειρεύεται στους ορόφους της Θεσσαλονίκης όπου οι Τρύπες γράφουν τις πρώτες τους μεγάλες επιτυχίες. Σε ένα υπόγειο στην Καλλιθέα όμως, στο νούμερο 95 της οδού Λυκούργου, μαγειρεύεται ο ήχος του πρώτου αθηναϊκού συγκροτήματος που θα βασίσει τη μουσική αποκλειστικά στις ηλεκτρονικές πηγές ήχου. Ο ήχος των In Trance 95, του -με όλη τη σημασία της λέξης- πρωτοποριακού ντουέτου των Alex Μαχαίρα και Νίκου Βελιώτη.
Το υπόγειο της Καλλιθέας δεν υπάρχει πια -τουλάχιστον ως κάτι που να θυμίζει αυτό που υπήρξε και τη μουσική που γεννήθηκε εκεί- αλλά οι In Trance 95 -ευτυχώς- είναι ακόμα εδώ. Τόσο έμμεσα, με την δημιουργική έκρηξη της τριετίας 1988 – 1991, όπως μεταφράστηκε σε επτάιντσα όπως το “Desire to Desire/Brazilia” και στο συλλεκτικό πια album “Code of Obsession”, να ανακαλύπτεται ξανά και ξανά από κάθε νέα γενιά που έλκεται από τον synth και τον ηλεκτρονικό ήχο και οδηγείται στα χνάρια της ηλεκτρονικής παράδοσης αυτής της χώρας. Όσο και άμεσα με τις κυκλοφορίες της δεύτερης περιόδου τους, από το 2010 και μετά όταν οι In Trance 95 ξαναέσμιξαν κάτω από τη στέγη του εμβληματικού νεοϋρκέζικου label Minimal Wave της Veronicka Vasicka, στις ιδανικές συνθήκες της ανανεωμένης δημοφιλίας του coldwave στους underground κύκλους της Νέας Υόρκης και της Κεντρικής Ευρώπης.
Στο ίδιο αυτό label που ουσιαστικά κίνησε όλες τις διαδικασίες για την επιστροφή τους στις αρχές της δεκαετίας του 2010 θα κυκλοφορήσει και το νέο τους album που σηματοδοτεί τη δισκογραφική τους επάνοδο μετά από μια δεκαετία και το “Shapes in New Geometry” το 2013 - ένα διπλό album που θα περιλαμβάνει ολοκαίνουργιο υλικό, ακυκλοφόρητα demos και remixed κομμάτια από το αρχείο του συγκροτήματος. Μέρος αυτής της νέας δουλειάς θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στη σκηνή του Piraeus Club Academy, τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου, σε μια εμφάνιση που όσοι ξέρουν τι εστί In Trance 95 έχουν σημειώσει εδώ και μήνες στο ημερολόγιό τους και δεν σκοπεύουν να χάσουν με τίποτα.
Λίγες ημέρες πριν από αυτήν ο Νίκος Βελιώτης και o Alex Μαχαίρας μας πάνε πίσω σε εκείνα τα χρόνια της ανύπαρκτης αθηναϊκής ηλεκτρονικής σκηνής και ρίχνουν τις γέφυρες με το καλλιτεχνικό τους σήμερα.
Υπήρξατε πιονέροι της ηλεκτρονικής μουσικής, πόσο μάλλον του minimal synth και του cold wave. Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε σε αυτόν τον ήχο και σας έστρεψε στα synthesizer την εποχή που όλοι γύρω κρατούσαν κιθάρες;
Νίκος Βελιώτης: Στην εφηβεία ανακαλύπτεις πράγματα. Υπάρχει ίσως μία φυσική τάση προς μία κατεύθυνση αλλά είναι μεγάλη και συμβολή της τύχης. Θυμάμαι στα 11 μου χρόνια να μου δίνει ένας γνωστός μου, μεγαλύτερος από μένα, το πρώτο single των Depeche Mode “Dreaming of me” το οποίο το κράτησα και δεν του το επέστρεψα ποτέ. Κόλλησα με το b side που λεγόταν “Ice Machine” παρά με την πρώτη πλευρά με το σουξέ. Μέχρι τότε τα ηλεκτρονικά μου ακούσματα ήταν Jean Michel Jarre και ότι είχε βγάλει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου τον οποίο και λάτρευα. Οι Depeche Mode ηχούσαν πρωτόγνωρα και σκοτεινά στα παιδικά μου αυτιά κι ας ήταν ακόμα στα πρώτα τους πολύ synth pop βήματα. Κάπως έτσι ήρθαν τα πράγματα κι εμείς έτυχε να μην κρατήσουμε κιθάρες.
Alex Μαχαίρας: Από πολύ μικρή ηλικία ανακάλυψα αυτό που τότε ονομαζόταν new wave. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονταν τόσο η synth pop των Orchestral Manoeuvres in the Dark όσο και το σχεδόν synth punk των Suicide και των πρώιμων Cabaret Voltaire. Ακόμη και ό,τι αργότερα ονομάστηκε dark wave ή goth, ανήκε σε αυτό το ευρύτερο μουσικό φάσμα. Από τα 12 μου άκουγα με την ίδια ένταση καθοριστικά συγκροτήματα όπως οι Cure, οι Echo & the Bunnymen και οι Joy Division. Η μουσική ήταν η μεγαλύτερη αγάπη μου, τόσο δική μου όσο και του μεγαλύτερου αδελφού μου. Πηγαίναμε μαζί σε δισκοπωλεία, αγοράζαμε περιοδικά και δεν χάναμε καμία συναυλία. Αυτή η συνεχής ενασχόληση μας οδήγησε γρήγορα σε πιο «εξειδικευμένα» ακούσματα, όπως την κασέτα των Solid Space – κλασικό minimal synth που μάλιστα αποτέλεσε έμπνευση να ασχοληθώ με τη μουσική. Αλλά και τον Serge Gainsbourg του οποίου το Melody Nelson είχα «λιώσει». Ωστόσο, η ηλεκτρονική μουσική είχε μια ιδιαίτερη γοητεία για μένα. Έβρισκα συναίσθημα σε αυτούς τους ήχους, οι οποίοι για πολλούς τότε θεωρούνταν «ψυχροί». Ήταν όμως και ο ήχος του μέλλοντος. Έτσι η ιδέα να ασχοληθώ με τη μουσική γεννήθηκε πολύ νωρίς. Με τη πρώτη ευκαιρία αγόρασα το πρώτο μου synthesizer και ένα drum machine και απλώς περίμενα να βρω το κατάλληλο άτομο που θα είχε την ίδια επιθυμία να εξερευνήσει αυτόν τον ήχο μαζί μου. Και ήθελα να είμαστε ντουέτο!
Η ιστορία μιας νεαρής ηλεκτρονικής μπάντας σε χρόνια χωρίς internet και κινητά οριακά χωρίς ιδιωτική τηλεόραση παίρνει μια διάσταση για τις γενιές που μεγάλωσαν με όλη την πληροφορία στις άκρες των δαχτύλων τους. Πώς θυμάστε αυτήν την ιστορία; Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που διατηρείτε από εκείνες τις πρώτες ημέρες;
Ν.Β.: Όλη εκείνη η περίοδος, οι πρώτες μέρες που γνωριστήκαμε με τον Άλεξ, που αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα ηλεκτρονικό ντουέτο και που προβάραμε και γράφαμε ασταμάτητα είναι μία πολύ έντονη ανάμνηση. Θυμάμαι πολλές και διάφορες στιγμές και ο Άλεξ πολύ περισσότερες με απίστευτες λεπτομέρειες. Η πιο έντονη ανάμνηση όμως -και το συζητούσαμε και πρόσφατα- είναι η μυρωδιά του καπνού στα λάιβ μας. Αυτή η μυρωδιά με πηγαίνει κατευθείαν στη σκηνή του ΑΝ στην πρώτη μας εμφάνιση ως In Trance 95. Μαρσέλ Προυστ δηλαδή.
Α.Μ.: Ο καπνός είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές αναμνήσεις από τις live εμφανίσεις μας. Ειδικά όταν συνδυαζόταν με το strobe light, το οποίο έπρεπε πάντα να νοικιάζουμε, καθώς οι χώροι εκείνης της εποχής δεν διέθεταν τέτοιου είδους εξοπλισμό. Θυμάμαι ότι χειριζόμουν ο ίδιος και καπνό και strobe πάνω στη σκηνή. Επίσης το πρώτο μας DIY στούντιο, το Airdawn, να ξοδεύουμε αμέτρητες ώρες ηχογραφώντας στο τετρακάναλο κασετόφωνο τα πρώτα μας demos. ‘Όλα αυτά ήταν εντελώς νέα και συναρπαστικά. Θυμάμαι τον τρόμο που ένιωσα την πρώτη φορά που μπήκα στο vocal booth σε επαγγελματικό στούντιο. Έβλεπα απέναντί μου, πίσω από το τζάμι, τον ηχολήπτη, τον Νίκο και τους ζητούσα να σβήσουν τα φώτα για να μην χρειάζεται να έχω οπτική επαφή. Ακόμα, η εμπειρία του πρώτου μας video clip για το “Desire to Desire” το 1988 ήταν ιδιαίτερη. Τότε ήταν σχεδόν αδύνατο, ίσως και παράλογο να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά τα καταφέραμε, και τελικά αποδείχτηκε πολύτιμο 20 χρόνια αργότερα. Μια άλλη έντονη ανάμνηση είναι η εμφάνισή μας στην ΕΡΤ2, όπου παρουσιάσαμε EBM, industrial και minimal synth στην κρατική τηλεόραση. Δύσκολα μπορώ να διαλέξω μία ανάμνηση. Είναι όλα αυτά μαζί και άλλα, ας πούμε ανακατεμένα σε ένα σύννεφο από καπνό, ενώ αστράφτει το φως από το strobe!
Πώς ήταν αυτή η σκηνή τότε; Πού περπατούσε, ποια ήταν τα στέκια της; Πώς νιώθετε όταν περπατάτε στη σημερινή Αθήνα, περνώντας από αυτά τα μέρη;
Ν.Β.: Θυμάμαι ξαφνικά να γνωρίζω πολύ κόσμο. Ήμουν πάντα κλειστός χαρακτήρας, σχεδόν αντικοινωνικός όμως ότι κι αν ήταν η αθηναϊκή σκηνή τότε ένοιωθα πως μου έδινε μία κάποια ταυτότητα. Περπατώντας στα ίδια μέρη τώρα νοιώθω ότι έχω μπει σε άλλο timeline.
Α.Μ.: Ακριβώς το αντίθετο από εμένα, δηλαδή. Ήμουν ιδιαίτερα κοινωνικός και είχα ήδη φιλίες στην εγχώρια ελληνική σκηνή, καθώς και πολλές γνωριμίες. Γρήγορα παρέσυρα και τον Νίκο σε αυτόν τον κύκλο, συστήνοντάς του τον Coti (σ.σ.: Coti K), ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους In Trance 95 ως ο βασικός ηχολήπτης μας εκείνη την περίοδο. Πολύ σύντομα, γνωρίζαμε και τα υπόλοιπα γκρουπ μαζί, καθώς συμμετείχαμε σε live εμφανίσεις είτε ανοίγοντας για τους South of No North, είτε παίζοντας παρέα με τους Slow Motion, Film Noir, Ding An Sich και άλλους.
Δώσατε singles που έχουν αφήσει ιστορία και φυσικά το “Code of Obsession” που είναι σαν ένα cult δισκοπότηρο για πολλούς γουειβάδες. Τι σκέφτεστε επιστρέφοντας σε εκείνη τη μουσική με τα σύγχρονά σας μάτια και αυτιά;
Ν.Β.: Τι να πω, δεν ξέρω… Χαίρομαι που τα ακούω ακόμα που και που και μου αρέσουν ακόμα. Το “Code of Obsession” θα μπορούσε να έχει λίγο καλύτερη παραγωγή αλλά εντάξει, τόσα ξέραμε τότε.
Α.Μ.: Μου φαίνεται απίστευτο το γεγονός ότι καταφέραμε να κυκλοφορήσουμε τότε δύο singles, ένα 12ιντσο και ένα άλμπουμ, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ειδικά για τα δεδομένα της ανεξάρτητης σκηνής. Φυσικά, υπάρχουν ατέλειες και λάθη αλλά ιδιαίτερα το ντεμπούτο single “Desire to Desire/Brazilia” και το “21st C.E.T.” είναι κομμάτια για τα οποία είμαστε πραγματικά περήφανοι. Ήμασταν μόλις 18 ετών. Τόσο τα singles όσο και το άλμπουμ Code of Obsession κυκλοφόρησαν σε περίπου χίλια αντίτυπα το καθένα, γεγονός που τα έκανε δυσεύρετα όταν απέκτησαν το cult status τους. Αυτή η σπανιότητά τους είχε ως αποτέλεσμα να αναζητούνται στο Discogs ή σε second-hand καταστήματα, συχνά σε υπερβολικά υψηλές τιμές.
Πώς βιώνετε την «ανακάλυψη» των In Trance 95 της τριετίας εκείνης από τις νέες γενιές και παιδιά αγέννητα όταν κυκλοφορούσαν το “Desire to Desire” και το “Brazilia”; Τι σημαίνει για εσάς αυτή η συνθήκη του καλά ή μέτρια κρυμμένου μυστικού;
Ν.Β.: Την έχω βιώσει μέσω της κυκλοφορίας στη Minimal Wave και τις εμφανίσεις που κάναμε εκεί γύρω στο 2011 με 2013. Δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο αλλά είναι κάπως κολακευτικό να σε ανακαλύπτουν οι επόμενοι. Τρέφει τον καλλιτεχνικό ναρκισσισμό. Χρειάζεται κι αυτός που και που σαν ένα έξτρα κίνητρο για να προχωρήσεις. Δεν νομίζω πως υπάρχει η συνθήκη του καλά κρυμμένου μυστικού. Έγιναν κυκλοφορίες, φτιάξαμε βίντεο κλιπ, παίξαμε ζωντανά κι ένας κύκλος ολοκληρώθηκε κάποια στιγμή. Αργότερα ξαναήρθε στην επιφάνεια ίσως και από τύχη γιατί απ’ ότι λέει η Veronica το πρώτο μας single το πέτυχε σ’ ένα παζάρι δίσκων…
A.M.: Φυσικά, θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι δεν νιώθω χαρά κάθε φορά που ακούω κομμάτια των In Trance 95 σε κάποιο DJ set ή όταν διαβάζω όμορφα σχόλια για τη δουλειά μας. Ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο για το early υλικό μας. Σπάνια κοιτούσαμε πίσω στο χρόνο. Παράλληλα, αγαπούσα τη δισκογραφική Minimal Wave από τις πρώτες κιόλας κυκλοφορίες της. Είχα λατρέψει τη συλλογή “Minimal Wave Tapes Vol. 1” που περιείχε συγκροτήματα όπως οι Oppenheimer Analysis, οι Das Ding και οι Deux. Όταν η Veronica Vasicka μας προσέγγισε γύρω στο 2008 ή 2009, ήταν αναπάντεχο. Ξαφνικά βρεθήκαμε στην αγαπημένη μου δισκογραφική, η οποία εξειδικεύεται σε αυτόν ακριβώς τον ήχο. Τώρα, ετοιμαζόμαστε για την επόμενη κυκλοφορία μας, η οποία έχει ήδη ανακοινωθεί για το 2025. Χάρη στη Minimal Wave, πολλοί άνθρωποι, κυρίως από το εξωτερικό, ανακάλυψαν τη μουσική μας. Όσο για το «καλά κρυμμένο μυστικό», ανήκω κι εγώ σε αυτούς που για χρόνια ακολουθούσαν αυτή τη συνθήκη. Αναζητούσα άγνωστα γκρουπ που είχαν δημιουργήσει διαμάντια αλλά παρέμεναν με περιορισμένο κοινό, κυρίως σε μικρές εταιρείες. Όχι από κάποια ελιτίστικη διάθεση, αλλά επειδή από μικρός συνήθιζα να ψάχνω δίσκους και κασέτες από μικρότερα συγκροτήματα σε περιορισμένα αντίτυπα. Ήταν κάτι πολύ δύσκολο στην εποχή πριν από το διαδίκτυο.
Πώς ήταν η μεταβατική περίοδος όταν οι In Trance 95 συνέχισαν λίγο διαφορετικά μέχρι το 1997; Ποια ήταν η συμβολή του Coti K σε αυτό; Θα λέγατε ότι ο Coti ήταν πάντα κάπως σαν ένα ανεπίσημο, τρίτο μέλος της μπάντας;
Α.Μ.: Ο Νίκος αποχώρησε γύρω στο 1992, και εγώ συνέχισα με το συγκρότημα, κυρίως με διάσπαρτες live εμφανίσεις και ηχογραφήσεις αρκετών demos, χρησιμοποιώντας νέο εξοπλισμό, ξανά σε τετρακάναλο σύστημα, με τη βοήθεια του Coti στο στήσιμο. Κάποια στιγμή, το 1995, μπήκα στο στούντιο Praxis, με ηχολήπτη τον Coti και τον Γιώργο Γερανιό (συνιδρυτή της UNDO και αργότερα ιδρυτή της Amour records) στα synths, γράψαμε και ηχογραφήσαμε δύο νέα tracks, ενώ ο Νίκος που ήταν επίσης παρών ηχογράφησε μια νέα εκδοχή του “Lacerta” από το “Code of Obsession” με τσέλο, καθώς και ένα ακόμα instrumental. Την επόμενη χρονιά, το 1996, πραγματοποιήθηκε το τελευταίο live αυτής της περιόδου, το οποίο ήταν ιδανικό, καθώς παίξαμε στο ιστορικό πρώτο Rockwave, ανοίγοντας την ημέρα του Iggy Pop. Στη σκηνή είχα μαζί μου ξανά τον Coti, τον Γιώργο Γερανιό και τον Γιάννη Μπαρουξή, μπασίστα των Slow Motion. Ακολούθησε ένα μικρό διάστημα κατά το οποίο οι συναντήσεις έγιναν πιο σπάνιες, και τελικά το 1997 πραγματοποιήθηκε το τελευταίο ever session. Μετά, συνέχισα να ηχογραφώ αραιά και που, με το τελευταίο demo να χρονολογείται το 1999. Στη συνέχεια υπήρξε ένα δημιουργικό κενό, καθώς το στούντιο ξεστήθηκε. Όποτε ένιωθα την ανάγκη, μπορεί να κατέγραφα κάποιες ιδέες και στίχους, αλλά αυτό ήταν όλο. Είχε φτάσει στιγμή που το θεωρούσα κομμάτι του παρελθόντος. Τελικά όμως αυτό θα άλλαζε! Στις αρχές του 2004 και για άλλη μια φορά με τη βοήθεια του Coti, αλλά και της ταχέως εξελισσόμενης τεχνολογίας που διευκόλυνε τη δημιουργία home studios, έστησα ξανά μια νέα εκδοχή του Airdawn. Ήταν μια πολύ δημιουργική περίοδος και κάποια στιγμή πραγματοποιήθηκε και ένα live το 2006 με το όνομα “itenef”, μια παραλλαγή των In Trance 95.
Ο Coti ήταν και είναι συνοδοιπόρος και φυσικά αφάνταστα σημαντικός σε όλες τις περιόδους των In Trance 95. Πέρα από ηχολήπτης, πέρασε από όλους τους ρόλους, με αποκορύφωμα την εμφάνιση του μαζί μας στη σκηνή. Ήταν εκείνος που βοήθησε στην επανεκκίνηση της πορείας μου στον 21ο αιώνα και έκανε και το τελικό mastering του Cities of Steel & Neon για την Minimal Wave. Τι είναι αυτό που σας έφερε μαζί ξανά μετά το 2010 μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια;
Ν.Β.: Ένα τηλεφώνημα από τον Άλεξ που με ρώτησε αν θα ήθελα να ανοίξουμε για τους Recoil του Alan Wilder. Μετά το live αυτό ο Άλεξ μου είπε ότι τον έχει προσεγγίσει μία εταιρεία που λέγεται Minimal Wave και ενδιαφέρεται για τις πρώτες μας κυκλοφορίες και τα demo μας. Οπότε ξεκινήσαμε ανασκαφές σε ότι κασέτα είχαμε και δεν είχαμε. Το ένα έφερε το άλλο και ξανακυλήσαμε σε παραγωγή νέου υλικού!
A.Μ.: Ετοιμαζόμουν για ένα ακόμα live ως Itenef μετά από πρόσκληση του Alan Wilder να ανοίξουμε ως selected guests στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του Selected Tour των Recoil το 2010. Στη σκηνή θα ήμασταν ο Γιώργος Γεράνιος, η Magdalena Sverlander (από τη Σουηδία) και εγώ. Ήδη ήμουν σε επικοινωνία με τη Veronica, η οποία θα επιμελούταν την πρώτη κυκλοφορία στην Minimal Wave, και έπρεπε να μιλήσω με τον Νίκο έτσι κι αλλιώς. Αυτό έκανα, τον πήρα τηλέφωνο και του πρότεινα αν ήθελε να ανέβει στη σκηνή, έστω για τα δύο κομμάτια του πρώτου σινγκλ. Η απάντησή του ήταν ότι θα ανέβαινε για όλο το σετ! Και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι πρόβες, κατά τη διάρκεια των οποίων καταλάβαμε και οι δύο πόσο μας έχει λείψει να παίζουμε μαζί. Και αυτό ήταν στην ουσία που μας έφερε κοντά σχεδόν 20 χρόνια μετά. Η επιστροφή των In Trance 95 επισημοποιήθηκε όταν, λίγες μέρες μετά το live, αρχίσαμε να γράψουμε καινούριο υλικό στο στούντιο, μαζί. Το “Wave” ήταν το πρώτο κομμάτι που δημιουργήσαμε.
Πώς επηρέασαν In Trance 95 της επόμενης μέρας τα προσωπικά σας projects και οι καλλιτεχνικές συνεργασίες με τις οποίες καταπιαστήκατε στο ενδιάμεσο;
Α.Μ.: Στη δική μου περίπτωση, ακόμα και τα πολλά προσωπικά μου demos παραμένουν εντός του πλαισίου των In Trance 95. Υπάρχει επίσης ένα μεγάλο αρχείο από ακυκλοφόρητα demos και studio κομμάτια που έχουμε ηχογραφήσει μαζί με τον Νίκο. Μέχρι στιγμής έχουμε κυκλοφορήσει μόνο ένα μικρό μέρος του υλικού. Η νέα κυκλοφορία που ετοιμάζουμε θα είναι διπλό άλμπουμ, το οποίο θα περιλαμβάνει ολοκαίνουργιο υλικό, αλλά και πολλά κομμάτια από τα αρχεία των In Trance 95 που καλύπτουν όλες τις περιόδους, από το 1989 μέχρι και τις πιο πρόσφατες δουλειές μας. Μάλιστα, η Veronica μας βοηθάει στην επιλογή του υλικού, αναφορικά με τα demos, τα ακυκλοφόρητα κομμάτια και κάποια remixes.
Ν.Β.: Όλα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό γιατί μέσα από κάθε project είτε είναι οι IT95 είτε άλλο κάτι συλλέγεις και κάτι μαθαίνεις. Κι αυτή τη γνώση τη χρησιμοποιείς αργότερα, επανέρχεσαι και αντλείς στοιχεία που ίσως σου δώσουν κάτι νέο. Μετά την πρώτη φάση των IT95 έκανα φαινομενικά πολύ διαφορετικά πράγματα. Πάντα βρίσκω όμως επιρροές από την αισθητική τους και σίγουρα αργότερα έφερα και αρκετές επιρροές από άλλες ενδιάμεσες μουσικές εξερευνήσεις.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε σε αυτήν την δεύτερη περίοδο; Και πώς ανταπεξήλθατε;
Ν.Β.: Νομίζω θα συμφωνήσουμε με τον Άλεξ, το θέμα ήταν να βρούμε μία κάποια ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και το νεότερο υλικό. Σε αυτό βοήθησε πολύ και η Minimal Wave η οποία ναι μεν κυκλοφόρησε τα παλιά μας demo αλλά λίγο καιρό αργότερα κυκλοφόρησε και εντελώς νέα κομμάτια, το “Shapes in a new Geometry”. Θέλαμε να έχουμε νέο υλικό σε κυκλοφορία οπωσδήποτε γι’ αυτό και πέσαμε με τα μούτρα στην δημιουργία καινούριων κομματιών. Όπως έχει γίνει και τώρα.
Α.Μ.: Φυσικά, αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση. Υπάρχει τεράστιο υλικό, αλλά ταυτόχρονα νιώθουμε ότι θέλουμε να γράψουμε καινούργια κομμάτια. Επίσης, τα αρχεία μου είναι λίγο χαοτικά, καθώς έχει μαζευτεί πολύ υλικό από διάφορες περιόδους. Σ' αυτό το σημείο, εμπιστευόμαστε την Veronica για να μας καθοδηγήσει. Ακόμη και στις πιο πρόσφατες ηχογραφήσεις, η γνώμη της είναι πολύτιμη για εμάς. Μας πήρε αρκετό καιρό για να καταλήξουμε στο υλικό της νέας κυκλοφορίας, αλλά τώρα ανυπομονούμε να το μοιραστούμε με το κοινό.
Μια ακόμη δεκαετία περίπου μετά τις κυκλοφορίες σας στη Minimal Wave στις αρχές των 10s περιμένουμε πια και το νέο σας υλικό, που θα κυκλοφορήσει στο ίδιο label. Θα θέλατε να μας το συστήστε πριν ακούσουμε και μέρος αυτού στη σκηνή του Piraeus Club Academy;
Α.Μ.: Το νέο υλικό παραμένει πιστό στον ήχο του minimal synth όπως όμως το παίζουν οι In Trance 95, αλλά περιλαμβάνει και στιγμές σκοτεινής synth pop. Έχει στοιχεία dance, καθώς και πειραματισμού. Εκτός από τα ολοκαίνουργια κομμάτια, θα περιλαμβάνει και το άλμπουμ με διάφορα demos και remixes. Θα παίξουμε υλικό και από αυτά. Ορισμένα από αυτά γράφτηκαν παλιότερα, αλλά μιξαρίστηκαν τώρα. Νιώθω ότι η νέα μας κυκλοφορία θα είναι η πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση του ήχου των In Trance 95 μέχρι σήμερα. Χαίρομαι που αυτή η κυκλοφορία ενώνει το παρελθόν με το παρόν και, μέσα από αυτή, κοιτάμε το μέλλον.
Ν.Β.: Θα περιέγραφα το νέο υλικό ως ελαφρώς υβριδικό. Σίγουρα υπάρχει δυναμικότητα και ένταση, όμορφο, απλό και λιτό σφυροκόπημα, αλλά παράλληλα ενσωματώνει και κάποια πιο synthpop στοιχεία. Υπάρχουν ακόμα και έγχορδα, τα οποία όμως δεν θα παρουσιαστούν προ-ηχογραφημένα στο live. Θεωρήσαμε πως κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με «κονσέρβα» και δεν ταιριάζει στην αισθητική μας.
Α.Μ.: Ο τελικός τίτλος του άλμπουμ θα ανακοινωθεί σύντομα. Αυτές τις ημέρες, όμως, θα έχουμε και το πρώτο δείγμα από τη νέα δουλειά, καθώς θα κυκλοφορήσει το πρώτο video για το κομμάτι με τίτλο “Silencio”. Άλλοι τίτλοι από τα νέα τραγούδια περιλαμβάνουν τα “The Move”, “Love Among The Mannequins” και “Nightcurves”.
Ποιες αναφορές σας διαμόρφωσαν τότε και από που αντλείτε έμπνευση τώρα; Και ποια η γέφυρα που συνδέει αυτές τα δύο σημεία, ο κοινός τους τόπος;
Ν.Β.: Αν εννοείς τις επιρροές θα απαντήσω με μία εικόνα. Υπάρχει μία δεξαμενή που είναι η μουσική της οποίας το βάθος κανείς δεν γνωρίζει. Κατά καιρούς βουτάμε μέσα προσπαθώντας να προκαλέσουμε αναταραχή έτσι ώστε να φέρουμε άγνωστα στοιχεία στην επιφάνεια. Μεγαλώνοντας αποκτούμε την εμπειρία και την ικανότητα να βουτάμε όλο και βαθύτερα. Κάποια στιγμή θα πνιγούμε.
Α.Μ.: Μεγάλωσα με τις γαλλικές ταινίες της Nouvelle Vague, αλλά και με τον νεορεαλισμό, όπως στις ταινίες του Αντονιόνι. Εκεί, παρά το γεγονός ότι ο έρωτας ήταν κεντρικός, υπήρχε πάντα ένας υπαρξιστικός προβληματισμός. Η αίσθηση του χρόνου, που δεν μπορεί να σταματήσει αλλά είναι σχετικός, είναι επίσης θεμελιώδης. Υπάρχουν στιγμές και καταστάσεις γύρω μου που με εμπνέουν να γράψω, ακόμη και αν η σύλληψη φαίνεται απλή, μπορεί να εκφράζει ένα βαθύ συναίσθημα. Από την άλλη, με συναρπάζει ο κόσμος γύρω μου και το μυστήριο της ζωής, καθώς πλέον γνωρίζουμε ότι η πραγματικότητα είναι πιο παράξενη και από επιστημονική φαντασία. Αρκεί να διαβάσεις λίγα πράγματα για την κβαντική θεωρία, αλλά και την γενική σχετικότητα Από την εποχή του 21st C.E.T., που αν και οραματιζόταν την Ευρώπη του 21ου αιώνα είχε στο εξώφυλλο τα ραδιοτηλεσκόπια, μας ενδιέφερε και μας ενέπνεε ο ουρανός τη νύχτα, το σύμπαν. Εξίσου μας εντυπωσιάζουν οι πόλεις από ατσάλι και νέον, η γη πάνω στην οποία περπατάμε, ενώ ο χρόνος κυλά τόσο γρήγορα. Ακόμα και ο Ψυχρός Πόλεμος, που περιγράφαμε το 1989, φαίνεται πως δεν διαφέρει και πολύ από την κατάσταση σήμερα. Ο έρωτας, ο εθισμός, η αποξένωση και η επιθυμία για κάτι που νομίζουμε απίθανο εμφανίζονται επίσης συχνά στη θεματολογία μας.
Οι In Trance 95 δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που οι βιντεοκάμερες ήταν κυρίως δημοσιογραφικός εξοπλισμός. Σχεδόν δεν υπάρχουν βίντεο από εμφανίσεις σας. Από την άλλη πλευρά του χρόνου, από την επερχόμενη εμφάνισή σας στις 16 Δεκεμβρίου πιθανότατα θα υπάρχουν ντοκουμέντα σε κάθε ένα κινητό κάθε ενός ανθρώπου που θα βρεθεί εκεί. Δημιουργεί αυτή η ανάγκη της προσωπικής καταγραφής, αυτή η ανάγκη του στιγμιότυπου διαφορετικές συνθήκες για τη live εμπειρία, ιδίως τη live εμπειρία μουσικής όπως η δική σας; Πώς το βιώνατε τότε και πώς τώρα;
Ν.Β.: Εννοείται πως παλαιότερα η εμπειρία ήταν μέσα από τα μάτια και τα αυτιά του ακροατή και όχι μέσα από την οθόνη του κινητού του. Εγώ στα live που παρακολουθώ δεν θέλω να έχω καν το κινητό μου μαζί μου. Δε θέλω καν ν’ ακούω τα νέα του διπλανού. Αλλά ο τρόπος της εμπειρίας αλλάζει από γενιά σε γενιά. Αν μέσα στην εμπειρία είναι και να το μοιραστείς ζωντανά το ότι ήσουν εκεί γιατί όχι. Κάνεις διαφήμιση και στην μπάντα. Τώρα που το σκέφτομαι, τουλάχιστον τα κινητά είναι αθόρυβα, τα νέα του διπλανού σ’ ένα λάιβ μου χαλάνε πολύ περισσότερο την εμπειρία.
A.M.: Πάντως σώζονται κάποια θραύσματα από το live παρελθόν των In Trance 95, όπως η τηλεοπτική εμφάνιση στη σκηνή του ΡΟΔΟΝ το 1989 καθώς και υλικό από VHS κάμερα (από εκεί φτιάχτηκε το video-clip του Presidente). Επίσης υπάρχει και ένα super 8 από ένα φεστιβάλ στη Γεωπονική. Υπάρχει κάτι μαγικό στο γεγονός ότι κάποια live παραμένουν ζωντανά αποκλειστικά και μόνο στις αναμνήσεις μας μέχρι αυτές να ξεθωριάσουν. Εντάξει, η νέα γενιά έχει συνηθίσει να θέλει να καταγράφει προσωπικά τη στιγμή. Εμάς πάντως δεν μας ενοχλεί αν έτσι νιώθει το κοινό.
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η μουσική βιομηχανία και ιδίως η εγχώρια σήμερα; Και ποια η μεγαλύτερη ευκαιρία της;
Α.Μ.: Οι περισσότεροι καλλιτέχνες δυσκολεύονται να ζήσουν αποκλειστικά από τη μουσική τους. Συχνά, η μουσική περνά σε δεύτερη μοίρα, καθώς η εικόνα έχει γίνει πιο σημαντική από ποτέ. Για να μπορέσει η μουσική να τραβήξει την προσοχή, είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από εντυπωσιακό οπτικό υλικό, κάτι που έχει καθιερωθεί ως κανόνας εδώ και καιρό. Όσον αφορά τις πωλήσεις, αυτές είναι σχεδόν ανύπαρκτες, καθώς έχουν αντικατασταθεί από το streaming και τα views στο YouTube. Παρ’ όλα αυτά, η τεχνολογία έχει προσφέρει κάτι ανεκτίμητο: αμεσότητα ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό. Σήμερα, μπορείς να κυκλοφορήσεις τη μουσική σου χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων, ενώ το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να δημιουργηθεί στο σπίτι σου, χάρη στις τεχνολογικές εξελίξεις. Το ίδιο ισχύει και για το οπτικό υλικό που αναφέρθηκε προηγουμένως. Πλέον, είναι πιο εύκολο από ποτέ να δημιουργηθεί, με ποιότητα εικόνας και ήχου που κάποτε φάνταζε αδιανόητη. Όταν βρίσκεσαι ακόμη στην underground σκηνή, τα πράγματα απαιτούν περισσότερη υπομονή, επιμονή και συχνά προσωπικές θυσίες, καθώς οι ευκαιρίες είναι λιγότερες και οι οικονομικές απολαβές περιορισμένες. Ωστόσο, η αφοσίωση και η αυθεντικότητα μπορούν να κάνουν τη διαφορά, χτίζοντας σταδιακά ένα πιστό κοινό.
Ν.Β.: Η μουσική βιομηχανία θα κάνει ένα τεράστιο λάθος αν αφήσει τις μεγάλες πλατφόρμες να υποβαθμίσουν την μουσική σε «περιεχόμενο». Αν και συμβαίνει ήδη και το δηλώνουν κιόλας. Δεν είναι content η μουσική όμως. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και μαγικό. Για μένα θα είναι λυπηρό να καλλιεργηθεί ένα μελλοντικό κοινό που θα έχει χάσει αυτή τη μαγεία.
Οι In Trance 95 είναι αναλογικά παιδιά. Πώς βλέπετε την ψηφιακή και τη γενικότερη τεχνολογική επέλαση; Φιλικά, εχθρικά ή κάπου στη μέση; Τι μέλλον πιστεύετε ότι μπορεί να έχει ο αναλογικός ήχος, όπως τον γνωρίσατε εσείς, στη σημερινή εποχή;
Ν.Β.: Αναλογικά δε λες τίποτα. Τηλεφωνιόμασταν από συσκευές με καντράν. Πάντως την τεχνολογία την βλέπω πολύ φιλικά. Στα 80s ούτε που θα το φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να κάνω βιντεοκλήση, ήταν επιστημονική φαντασία. Όταν έγινε πραγματικότητα εγώ πραγματικά ένοιωσα ότι έζησα ένα άλμα στο μέλλον. Το οξύμωρο είναι πως όσο προχωράει η τεχνολογία- και προχωράει με ασύλληπτα άλματα πλέον- τόσο σφίγγει και η δυστοπία γύρω μας. Όσο για τον αναλογικό ήχο είναι αθάνατος. Δεν το λέω ρομαντικά. Ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης μουσικής παραγωγής ασχολείται με προσομοιώσεις του αναλογικού ήχου σε ψηφιακό περιβάλλον. Αυτό και η ορμητική επιστροφή του βινυλίου το αποδεικνύουν.
Α.Μ.: Και πού να φανταζόσουν βιντεοκλήσεις με οθόνες αφής, Νίκο μου! (γέλια). Στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας δεν προέβλεψαν κάτι τέτοιο. Συνήθως τα διαστημόπλοια είχαν οθόνες που θύμιζαν τις παλιές αναλογικές τηλεοράσεις, με πολλά κουμπιά από κάτω. Εμείς, βέβαια, προλάβαμε ακόμη και τη μετάβαση από την ασπρόμαυρη στην έγχρωμη τηλεόραση! Και εγώ βλέπω την τεχνολογία φιλικά. Ως μουσικός, θεωρώ εξαιρετικό το γεγονός ότι μπορούμε πλέον να έχουμε ένα πλήρως εξοπλισμένο home studio, που συνδυάζει την ψηφιακή τεχνολογία με αναλογικά synths και drum machines. Είναι φοβερό πως έχουν επανακυκλοφορήσει τόσα αγαπημένα synthesizers, ενώ ταυτόχρονα έχουμε την χαρά να βλέπουμε και ελληνική εταιρεία στον χώρο αυτό, μιλάω για την Dreadbox. Χρησιμοποιούμε τα synths τους εδώ και χρόνια στο στούντιο μας και πλέον και στη σκηνή. Στην Αθήνα, έχουμε πλέον το πλεονέκτημα του synthesizer.gr, έναν πραγματικό παράδεισο για όποιον θέλει να δοκιμάσει και να αγοράσει τα περισσότερα από αυτά τα όργανα. Η ζεστασιά του ήχου, η δύναμη και το γεγονός ότι είναι hands-on δεν συγκρίνονται με τα soft synths, παρόλο που κι αυτά έχουν εξελιχθεί εντυπωσιακά. Όμως, το συναίσθημα όταν έχεις το πραγματικό όργανο μπροστά σου είναι μοναδικό. Προσωπικά, αγαπώ τα synths και θεωρώ ότι είναι μια βασική πηγή έμπνευσης. Ο πειραματισμός με ένα αναλογικό synth είναι ανεκτίμητος.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που έχετε πάρει ως In Trance 95 αλλά και ως άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια που είστε εδώ;
Είμαστε κακοί μαθητές και οι δύο.