Μουσικη

Τζον Πιλ: Ο άνθρωπος που άλλαξε την έννοια του ραδιοφωνικού παραγωγού

20 χρόνια από τη μέρα που σίγασε για πάντα η φωνή του

Γιώργος Γεωργίου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όχι ακόμα ένας DJ: Ο Τζον Πιλ ως ραδιοφωνικό σύμπαν 

O John Robert Parker Ravenscroft aka John Peel (Τζον Πιλγεννήθηκε σε έναν οίκο ευγηρίας στο Heswall, στις 30 Αυγούστου 1939. Η μητέρα του ήταν η Joan Mary και ο πατέρας του ο έμπορος βαμβακιού Robert Leslie. Είχε δυο μικρότερα αδέρφια και μεγάλωσε στο διπλανό χωριό Burton. Μπήκε σαν οικότροφος στο σχολείο του Shrewsbury, μαζί με τον μελλοντικό Monty Python, Μάικλ Πέιλιν. Εκεί αναγκάστηκε να μάθει να ζει με το πρώτο μεγάλο μυστικό της ζωής του καθώς, όπως γράφτηκε στην αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, βιάστηκε από έναν μεγαλύτερο μαθητή του σχολείου.

Τζον Πιλ: Η ιστορία του DJ που άφησε εποχή στο ραδιόφωνο του BBC

Ο Τζον Πιλ, όπως τον γνωρίζουμε όλοι μας, ήταν από μικρό παιδί μανιώδης ακροατής ραδιοφώνου και συλλέκτης δίσκων. Μυήθηκε στα πρώτα του ακούσματα από το American Forces Network και το Radio Luxembourg. Έτσι, πολύ νωρίς του γεννήθηκε η επιθυμία να έχει το δικό του ραδιοφωνικό πρόγραμμα, «για να μπορεί να παίζει τις μουσικές που άκουσε και θα ήθελε να τις ακούσουν και άλλοι». Μόλις ολοκλήρωσε τη θητεία του στο Βασιλικό Πυροβολικό, εργάστηκε για ένα διάστημα σαν χειριστής μύλου στο Townhead Mill στο Rochdale, όπου έμενε τις καθημερινές σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Κάθε Σαββατοκύριακο επέστρεφε στο Heswall με ένα σκούτερ που είχε δανειστεί από την αδερφή του.

Το 1960, σε ηλικία 21 ετών, ο Τζον Πιλ πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εργαστεί για έναν βαμβακοπαραγωγό που είχε επιχειρηματικές σχέσεις με τον πατέρα του. Στη συνέχεια άλλαξε πολλές άλλες δουλειές, και ενώ δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρεία, έγραψε προγράμματα για υπολογιστή IBM 1410, και κέρδισε την πρώτη του δουλειά στο ραδιόφωνο δουλεύοντας αμισθί για το WRR (AM) στο Ντάλας. Εκεί παρουσίαζε τη δεύτερη ώρα στο βραδινό πρόγραμμα της Δευτέρας του Kat Karavan, το οποίο παρουσιαζόταν κατά κύριο λόγο από τον αμερικανό τραγουδιστή και ραδιοφωνική περσόνα Jim Lowe. Μετά από αυτό, και καθώς η Beatlemania εισέβαλε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τζον Πιλ προσλήφθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό KLIF του Ντάλας σαν ο επίσημος ανταποκριτής των Beatles λόγω της ισχυρής σύνδεσής του με το Λίβερπουλ. Αργότερα εργάστηκε για το Koma στην Oklahoma City, μέχρι το 1965, όταν μετακόμισε στο Kmen στο San Bernardino της Καλιφόρνια, και χρησιμοποίησε το πραγματικό του όνομα, John Ravenscroft, στην παρουσίαση πρωινής εκπομπής.

Ο Τζον Πιλ επέστρεψε στην Αγγλία στις αρχές του 1967 και βρήκε δουλειά στον offshore πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Radio London. Του προσφέρθηκε η βάρδια από τα μεσάνυχτα μέχρι τις δύο, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα πρόγραμμα με τον τίτλο “The Perfumed Garden”. Η εκπομπή του Τζον Πιλ αποτέλεσε μια πραγματική διέξοδο για τη μουσική της underground σκηνής του Ηνωμένου Βασιλείου. Έπαιξε κλασικά blues, folk μουσική και ψυχεδελική rock, με έμφαση στη νέα μουσική που αναδύθηκε από το Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο. Εξίσου σημαντικό με το μουσικό περιεχόμενο του προγράμματος ήταν ο προσωπικός –ενίοτε εξομολογητικός– τόνος της παρουσίασης του Τζον Πιλ και η συμμετοχή των ακροατών που έδινε ένα ξεχωριστό ύφος στο αποτέλεσμα. Σχολιασμοί και ενδιαφέρουσες συζητήσεις μεταξύ της μουσικής οδήγησαν την εκπομπή του πολύ μακριά από την καθημερινή τυπική μορφή του Radio London. Οι ακροατές έστελναν στον Τζον Πιλ επιστολές, ποιήματα και δίσκους από τις δικές τους συλλογές, έτσι ώστε το πρόγραμμα να έχει αμφίδρομη επικοινωνία. Μέχρι την τελευταία εβδομάδα του Radio London έπαιρνε πολύ περισσότερα μηνύματα από οποιονδήποτε άλλο DJ στο σταθμό.

Annie Nightingale και John Peel, 4 Ιανουαρίου 1971 © Don Smith/Radio Times via Getty Images

Μετά το κλείσιμο του Radio London στις 14 Αυγούστου 1967, ο Τζον Πιλ έγραφε μια στήλη διατηρώντας τον τίτλο “The Perfumed Garden”, για την underground εφημερίδα International Times (από το φθινόπωρο του 1967 έως τα μέσα του 1969). Παράλληλα, χωρίς να χάσει χρόνο, εντάχθηκε στο νέο μουσικό σταθμό του BBC, το BBC Radio 1, το οποίο άρχισε να εκπέμπει στις 30 Σεπτεμβρίου 1967. Οι εκπομπές στο Radio 1 ήταν ένα μείγμα μετάδοσης ηχογραφημένης μουσικής με ζωντανές μπάντες στο στούντιο να παρουσιάζουν τη δουλειά τους. Ο Τζον Πιλ είχε πει πως πίστευε πως τον προσέλαβαν επειδή στο BBC δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι να κάνουν, έτσι προσέλαβαν τους παραγωγούς που είχαν δουλέψει σε πειρατικούς σταθμούς, αφού δεν υπήρχαν άλλοι.

Στο Radio 1 παρουσίαζε αρχικά ένα πρόγραμμα που ονομαζόταν Top Gear. Στο ξεκίνημα ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται τα καθήκοντα παρουσίασης με άλλους DJs (ο Pete Drummond και ο Tommy Vance ήταν μεταξύ των συμπαρουσιαστών του) αλλά τον Φεβρουάριο του 1968 του δόθηκε η αποκλειστική ευθύνη της εκπομπής, ώσπου ολοκληρώθηκε το 1975. Το πρόγραμμα “Night Ride”, που διαφημίστηκε από το BBC ως εξερεύνηση λέξεων και μουσικής, φαινόταν να ξεκινά από εκεί που είχε σταματήσει το “The Perfumed Garden”. Περιλάμβανε rock, folk, blues, κλασική αλλά και ηλεκτρονική μουσική. Ένα μοναδικό χαρακτηριστικό του προγράμματος ήταν η μετάδοση κομματιών, κυρίως εξωτικής μη δυτικής μουσικής, που προέρχονταν από το αρχείο ήχου του BBC. Τα πιο δημοφιλή από αυτά συγκεντρώθηκαν σε ένα LP της BBC Records, το “John Peel’s Archive Things” το 1970.

Το Night Ride περιελάμβανε επίσης απαγγελίες ποίησης και πολυάριθμες συνεντεύξεις με ένα ευρύ φάσμα καλεσμένων, όπως του Marc Bolan, του δημοσιογράφου και μουσικού Mick Farren, του ποιητή Pete Roche, της τραγουδίστριας και συνθέτριας Bridget St John, και αστέρων όπως οι Byrds, οι Rolling Stones και ο Τζον Λένον με τη Γιόκο Όνο. Το πρόγραμμα κατέγραψε ένα μεγάλο μέρος της δημιουργικής δραστηριότητας της underground σκηνής. Η αντισυμβατική και απρόβλεπτη στάση του, δεν βρήκε ποτέ έγκριση από την ιεραρχία του BBC και η εκπομπή σταμάτησε τον Σεπτέμβριο του 1969 μετά από 18 μήνες. Στις σημειώσεις του στο εσώφυλλο του LP “Archive Things”, ο Τζον Πιλ χαρακτηρίζει την ελεύθερη μορφή του “Night Ride” σαν την ραδιοφωνική μορφή που προτιμά. Οι επόμενες εκπομπές του περιλάμβαναν ένα μείγμα παρουσίασης δίσκων και ζωντανών εμφανίσεων, μια μορφή που θα χαρακτήριζε τα προγράμματά του στο Radio 1 για το υπόλοιπο της καριέρας του.

Ο ενθουσιασμός του Τζον Πιλ για μουσική μακριά από το mainstream τον έφερνε συχνά σε σύγκρουση με την ιεραρχία του Radio 1. Σε μια περίπτωση, ο ελεγκτής του σταθμού Ντέρεκ Τσίνερι επικοινώνησε με τον Τζoν Γουόλτερς και του ζήτησε να επιβεβαιώσει ότι η εκπομπή δεν έπαιζε punk μουσική, για το οποίο είχε διαβάσει τα χειρότερα στον τύπο. Ο Ντέρεκ Τσίνερι έμεινε σοκαρισμένος από την απάντηση του Γουόλτερς ότι τις τελευταίες εβδομάδες δεν έπαιζαν τίποτα άλλο. Ο Τζον Πιλ ανακάλυψε ενθουσιασμένος το 1976 τους Ramones, το πρώτο punk συγκρότημα της Νέας Υόρκης και ξετρελάθηκε με τον ήχο τους. Έπαιξε 5-6 τραγούδια από τον δίσκο τους και αμέσως έλαβε μηνύματα από τους ακροατές να μην ξαναπαίξει τέτοια μουσική. Όποτε συνέβαινε αυτό, πήγαινε πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε ένα μήνα ο μέσος όρος της ηλικίας των ακροατών μειώθηκε κατά δέκα χρόνια, η κοινωνική τάξη άλλαξε, και αυτός ήταν ευτυχισμένος. Ο Τζον Πιλ κατάφερε να περάσει τον τρόπο του και το 1979 δήλωνε χαρακτηριστικά: «πληρώνομαι από το BBC για να μην πάω και δουλέψω σε έναν εμπορικό ραδιοφωνικό σταθμό… Δεν θα ήθελα να πάω σε έναν τέτοιον ούτως ή άλλως, γιατί εκεί δεν θα με άφηναν να κάνω αυτό που με αφήνει το BBC».

Η φήμη του Τζον Πιλ σαν σημαντικού DJ που κατάφερε να περάσει μπάντες χωρίς συμβόλαιο στο mainstream ήταν τέτοια που οι νεαροί μουσικοί του έστελναν έναν τεράστιο όγκο δίσκων, CD και κασετών. Όταν επέστρεψε στο σπίτι από διακοπές τριών εβδομάδων στα τέλη του 1986, τον περίμεναν 173 LP, 91 12″ και 179 7″. Το 1983 ο Alan Melina και ο Jeff Chegwin, οι μουσικοί εκδότες του ανυπόγραφου τότε καλλιτέχνη Billy Bragg, κατευθύνθηκαν στο στούντιο του Radio 1 με ένα λαχταριστό πιάτο «μανιτάρια μπιριάνι» και ένα αντίγραφο του δίσκου του, όταν άκουσαν τον Τζον Πιλ να αναφέρει ότι πεινούσε. H επόμενη εκπομπή του ξεκίνησε την καριέρα του Billy Bragg.

Εκτός από την εκπομπή του στο Radio 1, ο Πιλ έκανε εκπομπές στην BBC World Service, στη British Forces Broadcasting Service για 30 χρόνια, στο VPRO Radio3 στην Ολλανδία, στο YLE Radio Mafia στη Φινλανδία, στο Ö3 στην Αυστρία και στο Radio 4U, το Radio Eins, το Radio Bremen (Ritz) και πολλούς ανεξάρτητους ραδιοφωνικούς σταθμούς στη Γερμανία. Ήταν επίσης περιστασιακός παρουσιαστής του Top of the Pops στο BBC1 από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, και συγκεκριμένα από το 1982 ως το 1987 όταν εμφανιζόταν τακτικά. Παρουσίαζε συχνά την τηλεοπτική κάλυψη μουσικών γεγονότων του BBC, ιδίως το Φεστιβάλ Glastonbury.

Μεταξύ 1995 και 1997, ο Πιλ παρουσίασε το “Offspring”, μια εκπομπή για παιδιά, στο BBC Radio 4. Το 1998, το “Offspring” εξελίχθηκε σε εκπομπή ντοκιμαντέρ τύπου “Home Truths”. Όταν ανέλαβε τη δουλειά της παρουσίασης του προγράμματος, το οποίο αφορούσε την καθημερινή ζωή στις βρετανικές οικογένειες, ο Πιλ ζήτησε να είναι απαλλαγμένο από διασημότητες, καθώς έβρισκε τις ιστορίες της πραγματικής ζωής πιο διασκεδαστικές.

Στις 25 Οκτωβρίου 2004, στη διάρκεια των διακοπών του στην πόλη Κούσκο του Περού, ο Πιλ έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 65 ετών. Λίγο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, οι θαυμαστές και υποστηρικτές του απέτισαν φόρο τιμής σε αυτόν, ενώ την επόμενη μέρα, το BBC Radio 1 άλλαξε ολοκληρωτικά το πρόγραμμά του για να μεταδώσει μια ημέρα αφιερωμάτων. Οι πίνακες Evening Standard του Λονδίνου εκείνο το απόγευμα έγραφαν «η μέρα που πέθανε η μουσική», υιοθετώντας τη γνωστή επιτυχία του Don McLean “American Pie”.

Ο Πιλ ήταν ένας από τους πρώτους που έπαιξαe δίσκους ψυχεδελικής rock και progressive rock στο βρετανικό ραδιόφωνο. Καθιερώθηκε για την προώθηση καλλιτεχνών πολλών ειδών, όπως pop, dub reggae, punk rock και post-punk, ηλεκτρονική μουσική και χορευτική μουσική, indie rock, extreme metal και βρετανικό hip hop. Ο συνεργάτης του DJ Paul Gambaccini περιέγραψε τον Τζον Πιλ σαν «το πιο σημαντικό πρόσωπο στη pop μουσική από το 1967 έως το 1978 περίπου. Πέρασε στο κοινό σημαντικότερους καλλιτέχνες από οποιονδήποτε άλλο.»

Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ κακό επιχειρηματία, ίσως ορμώμενος από την περιπέτεια της ίδρυσης της δικής του δισκογραφικής εταιρείας, της Dandelion Records (στην οποία έδωσε το όνομα του χάμστερ του). Η δισκογραφική κυκλοφόρησε 27 άλμπουμ από 18 καλλιτέχνες και το 1972 έκλεισε. Ο Πιλ όμως, με την ανεξάντλητη δίψα του για νέα μουσική, την εμμονή του με τη Liverpool, τη δηλωμένη αγάπη του για τους The Fall του Mark E. Smith,  το σκοτεινό κεφάλαιο με τις κατηγορίες για ερωτικές επαφές με ανήλικα κορίτσια, άλλαξε για πάντα την έννοια του ραδιοφωνικού παραγωγού. Στη διάρκεια των 37 χρόνων του στο BBC Radio 1, ηχογραφήθηκαν περισσότερα από 4.000 από τα περίφημα Peel Sessions με περισσότερους από 2.000 καλλιτέχνες, αφήνοντας μια ανυπολόγιστη ζωντανή παρακαταθήκη της σύγχρονης μουσικής ιστορίας.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο soundcheck.network