Μουσικη

dEUS: «Οι μπάντες είναι είδος υπό εξαφάνιση»

O Tom Barman μιλάει στην Athens Voice λίγο πριν την επιστροφή της αγαπημένης μπάντας από το Βέλγιο στην Αθήνα

Τάνια Σκραπαλιώρη
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

dEUS: Συνέντευξη με τον τραγουδιστή Tom Barman πριν τη συναυλία τους στην Αθήνα.

«Δεν θέλεις να επαναλαμβάνεις τον εαυτό σου, αλλά θέλεις να έχεις και να διατηρείς το δικό σου στυλ», δηλώνει ξεκάθαρα ο Tom Barman, frontman και ιδιοφυής ηγέτης των Βέλγων art-rockers dEUS. «Θέλεις να δοκιμάζεις νέα πράγματα, ό,τι αισθάνεσαι ότι είναι φρέσκο εκείνη τη στιγμή». Και αυτό έγινε και συνέχισε να γίνεται για τα τριάντα χρόνια που μετράνε αισίως οι dEUS ως το απόλυτο indie rock act της χώρας τους που έβαλε το Βέλγιο και την Αμβέρσα στον διεθνή ροκ χάρτη.

Οι dEUS του Tom Barman και του Klaas Janzoons δεν υιοθέτησαν ποτέ μία συγκεκριμένη ταυτότητα παρότι «έσκασαν» στη σωστή στιγμή του indie rock, τότε που τα στελέχη των δισκογραφικών γύριζαν μανιωδώς τα bars ψάχνοντας τους επόμενους Nirvana ή τους επόμενους Oasis. Ελλείψει αυτών υπέγραφαν με οποιονδήποτε κρατούσε μια κιθάρα στα χέρια ωστόσο μέσα στη μοιραία φούσκα που δημιουργήθηκε για τον «εναλλακτικό» κιθαριστικό ήχο πρόλαβαν -ευτυχώς- να ανθίσουν τα ονόματα που θα είχαμε ανάγκη στο μέλλον ως σημεία αναφοράς σε έναν ήχο υπό τη διαρκή απειλή ενός οξύμωρου σχήματος: της μάλλον αιώνιας δημοφιλίας του και της υπαρξιακής κρίσης που του επιφύλαξε η νέα εποχή της μουσικής βιομηχανίας.

Οι dEUS ήταν ένα από αυτά τα ονόματα και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με τη μία ή την άλλη αλλαγή στο lineup κατάφεραν να κρατηθούν από το σχοινί του χρόνου, να φτιάξουν και να τιμήσουν διαχρονικά το όνομά τους, χωρίς εκπτώσεις, ως μία από τις πιο εφευρετικές και αυθεντικές μπάντες της γενιάς της. Από το εκπληκτικό δισκογραφικό τους σερί που αποτυπώνεται στα τρία πρώτα, ιστορικά πια albums τους, “Worst Case Scenario”, “In A Bar, Under the Sea” και “The Ideal Crash” στις αρχές των 90s μέχρι το “Vantage Point” του 2008 και μετά στις ύστερες ώριμες αλλά και αινιγματικές στιγμές του “Following Sea” και του πρόσφατου “How to Replace It” οι dEUS το έκαναν πάντα με τον τρόπο τους. Ανεξάρτητα, δημιουργικά και εμπνευσμένα.

Αυτόν τον τρόπο έρχονται να μας θυμίσουν -όχι ότι οι εν Ελλάδι ουκ ολίγοι fans τους τον ξέχασαν και ποτέ- την Παρασκευή 1 Νοεμβρίου στο Fuzz Club, με opening act που αναμένεται κι αυτό πώς και πώς από τη δικιά μας κιθαριστική «παλιοσειρά» και το ιστορικό πια αθηναϊκό group των YEAH!

Ιδανική ευκαιρία για να συναντήσουμε ξανά τον Tom Barman στην άλλη άκρη του Zoom σε ένα καθιστικό που το λούζει ο ήλιος της Πορτογαλίας – της χώρας που έχει επιλέξει η «φωνή»  των dEUS ως δεύτερο τόπο διαμονής και όπου περνάει πια σχεδόν οχτώ μήνες τον χρόνο- και να μιλήσουμε για μουσική και εικόνα, τα χρόνια που πέρασαν και τα χρόνια που έρχονται, το νέο κοινό και τη νέα ζωή την οποία καλούνται να υποστηρίξουν οι μπάντες που βλέπουν τις δεκαετίες να περνούν με εκείνες να είναι ακόμα εκεί.

O Tom Barman μιλάει στην Athens Voice

Λένε ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι να περιμένουμε από τους dEUS. Με την απόλυτα καλή έννοια γιατί κάθε album σας καταφέρνει να δίνει κάτι ξεχωριστό και μη αναμενόμενο παρότι κινείστε σε πολύ συγκεκριμένο φάσμα ήχου. Κάπως έτσι ήρθε «ξαφνικά» και το “How to Replace It" το 2023 μετά από σχεδόν μια δεκαετία χωρίς δισκογραφικά σας νέα. Ποιους dEUS καθρεφτίζει αυτό το album;

Tους dEUS που ήθελαν πολύ να κάνουν έναν νέο δίσκο. Θέλαμε πολύ να κάνουμε ένα album ξανά, διψούσαμε για αυτό. Η ζωή τρέχει πολύ γρήγορα για όλους μας και πριν το καταλάβεις έχουν περάσει δέκα χρόνια. Έτσι κι εμείς, είχε ο καθένας τα δικά του, εγώ έχω και τη jazz μπάντα μου, τους TaxiWars, έχω τα φιλμ, τη φωτογραφία. Κάπως έτσι πέρασαν σαν αστραπή και για εμάς επτά – οχτώ χρόνια. Παίξαμε βέβαια πολύ μαζί live ως dEUS εκείνη την περίοδο, γιορτάσαμε τα εικοστά γενέθλια του “The Ideal Crash” με μια μεγάλη περιοδεία. Τότε ήταν που άλλαξε και πάλι ο κιθαρίστας μας και ήρθε ο Bruno (de Groote) με το δικό του, φρέσκο προσωπικό στιλ, πολύ διαφορετικό από τον Rudy (Truve), τον Craig (Ward), τον Mauro (Pawlowski) μετέπειτα. Ο Bruno ήταν καθοριστικός παράγοντας για το “How To Replace It”. Ήταν ατυχές αυτό που συνέβη και δεν συνεχίσαμε μαζί αλλά αυτά συμβαίνουν, το σημαντικό είναι να είναι καλά και έχουμε μια πολύ καλή σχέση.

Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτηση αυτό που θέλω να πω είναι ότι το νόμισμα του να παίρνεις πολύ χρόνο μεταξύ δύο albums έχει δύο όψεις. Από τη μία είναι υγιές για μια μπάντα να κάνει ένα διάλειμμα. Υπάρχει τόση πολλή μουσική έξω που θα πρέπει να μιλάμε όταν έχουμε κάτι να πούμε – αυτή είναι η γνώμη μου. Από την άλλη είναι σαν ξεκινάς πάλι από την αρχή. Όλα και όλοι έχουν αλλάξει, το μυαλό μας έχει αλλάξει, οι ζωές μας έχουν αλλάξει. Οπότε δεν είναι πάντα το ιδανικό να περιμένεις τόσο πολύ για να βγάλεις τον επόμενο δίσκο. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα και έχω να πω ότι δεν θέλω να περιμένω άλλα δέκα χρόνια για τον επόμενο δίσκο.

Ούτε εμείς θα το θέλαμε αυτό. Υπάρχουν νέα από το μέτωπο του επόμενου album που θα θέλατε να μοιραστείτε;

Ναι δουλεύουμε τον νέο δίσκο συστηματικά τον τελευταίο χρόνο αλλά δεν μου αρέσει να λέω πολλά για αυτό, να προσπαθώ να τον περιγράψω πριν κυκλοφορήσει γιατί καταλήγω να τα αναιρώ μετά. Ό, τι λέω για κάτι που δουλεύουμε πριν αυτό πάρει μορφή και βγει προς τα έξω θα πρέπει να το σκεφτείς από την αντίθετη οπτική για να φτάσεις κάπου κοντά στην αλήθεια (γέλια). Το μόνο που νιώθω αυτή τη στιγμή είναι ότι πρόκειται για ένα album κάθε τραγούδι του οποίου θα είναι φτιαγμένο για να μπορεί να παιχτεί ωραία live. Ένα album με καλά big live tracks, αυτό σκεφτόμαστε– δεν είναι καθόλου κακό ως αρχική ιδέα και βάση. Αλλά προς το παρόν θα το αφήσω εκεί και ό, τι προκύψει. Μπορεί να βγουν και κομμάτια με electronics που θα ξέρουμε ότι δεν θα μπορούμε να τα αποδώσουμε το ίδιο live. Δεν πειράζει, ό, τι είναι. Είναι αυτή η μικρή ελευθερία που δίνουμε στους εαυτούς μας, περιμένουμε να δούμε τι θα βγει στο τέλος. Δεν κάνω σχέδια.

Ναι ισχύει αυτό. Αλλά αυτό συμβαίνει γιατί οι μπάντες δεν υπάρχουν πια – είναι είδος υπό εξαφάνιση. Φυσικά υπάρχουν πολλές μπάντες εκεί έξω, δεν εννοώ αυτό, αλλά όχι με τους όρους που υπήρχαν κάποτε, και όχι με τις ίδιες προοπτικές επιβίωσης. Είναι ένα ακριβό σπορ, το κόστος των live είναι τεράστιο. Έτσι βλέπουμε την «επιστροφή» του solo καλλιτέχνη τα τελευταία πέντε – δέκα χρόνια. Η ιστορία κάνει κύκλους και κύματα. Και ξεκάθαρα την τελευταία δεκαετία έχουμε την εποχή της μονάδας και της «βαριάς» παραγωγής που πέφτει πάνω της. Έχουμε μεμονωμένους καλλιτέχνες που δουλεύουν με ομάδες και μετά προσλαμβάνουν session μουσικούς για τα live τους. Αλλά δεν είναι το ίδιο, δεν υπάρχει αυτή η ενέργεια της μπάντας.

Για αυτό πιστεύω ακόμα στο concept – μπάντα. Είναι σπουδαίο αλλά δύσκολο. Δεν θα ήθελα να είμαι στα είκοσι πέντε μου αυτή τη στιγμή και να προσπαθώ να στήσω μια μπάντα – τα κόστη είναι γελοιωδώς υψηλά. Και μετά υπάρχει και αυτή η μεγάλη παγίδα της παραγωγής που είπαμε, δεν γράφονται πια τραγούδια για live, είναι όλα βασισμένα στην παραγωγή και αυτό έχει κινδύνους αξιοπιστίας. Μπορεί να σε προδώσει στη σκηνή.

Μήπως αυτή η κατάσταση είναι ένα κομμάτι από τα απόνερα αυτού του indie κύματος των 90s-που έζησαν για τα καλά από μέσα οι dEUS- όταν τα στελέχη των δισκογραφικών είχαν βγει στους δρόμους και υπέγραφαν κυριολεκτικά όποια μπάντα κινούνταν; Του ίδιου που οδήγησε στο concept των frontmen – star και κατηγορήθηκε για την «εμπορικοποίηση» των ανεξάρτητων συγκροτημάτων;

Δεν είμαι μουσικολόγος αλλά ναι υπήρχε μια ξεκάθαρη τάση τότε με αυτήν την ατζέντα. Και όπως συνήθως συμβαίνει σε κάθε τι που γίνεται στη μουσική καθρεφτίζεται κατά κάποιον τρόπο η κοινωνία. Και κάπως έτσι έχουμε οδηγηθεί στο σήμερα. Υπάρχει όλο και περισσότερος και μεγαλύτερος ατομισμός και αυτός συνδέεται και με τις συνθήκες της εποχής. Οι δισκογραφικές έχουν χάσει τη δύναμή τους, το ραδιόφωνο έχει αλλάξει εντελώς, οι καλλιτέχνες δεν χρειάζονται πια ενδιάμεσους για να βρουν το κοινό τους, δεν χρειάζονται τον δημοσιογράφο, δεν χρειάζονται τον τάδε ή τον δείνα, είναι σε θέση να ενορχηστρώσουν την εικόνα τους κατά βάση μόνοι τους. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό φυσικά, βγαίνει πολλή καλή νέα μουσική, ακούω συνέχεια και «σώνω» πάρα πολλά νέα πράγματα, φτιάχνω χάρτες με τα νέα ονόματα και τις νέες κυκλοφορίες, υπάρχει πάρα πολύ πράγμα. Αυτό που λέω ωστόσο είναι ότι αυτός ο ατομοκεντρισμός κάτι καθρεφτίζει, κάτι δείχνει.

Από την άλλη βλέπουμε τις μεγάλες μπάντες των 90s ακόμα και των 80s -όσες είναι ακόμα ενεργές- να ζουν δεύτερη και τρίτη ζωή με απανωτά sold – outs και δεκάδες χιλιάδες νέους fans που ενδεχομένως ήταν αγέννητοι «εκείνα τα χρόνια».

Ναι είναι αλήθεια αυτό, βλέπεις όλα τα μεγάλα φεστιβάλ και οι headliners παντού είναι οι μεγάλες μπάντες των 90s. Είναι περίεργο, είναι ένα παράδοξο.

Κι αυτό το νόμισμα έχει βέβαια δύο όψεις γιατί το κοινό έχει αλλάξει κι αυτό. Νομίζω η αντίδραση του Damon Albarn στο περσινό Coachella και στην «αδιαφορία» του κοινού ήταν ιδιαίτερα εύγλωττη.

Ναι δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε εκεί αλλά ξέρω ότι έχει προσπαθήσει πολύ για να τα καταφέρει στην Αμερική και ίσως γι’ αυτό να υπήρξε και μια επιπλέον δυσαρέσκεια. Πίστεψέ με όμως: κάθε τι που είπε ο Damon Albarn σε εκείνη τη σκηνή κάθε ένας «παλιός» το έχει σκεφτεί έστω και μία φορά στη ζωή του. Η σχέση μεταξύ καλλιτέχνη ή μπάντας και κοινού δεν είναι πάντα μια ιστορία αγάπης στρωμένη με ροδοπέταλα. Βέβαια από το να σκέφτεσαι μέχρι να το εκφράζεις υπάρχει απόσταση. Δεν ξέρω τι έγινε ακριβώς, δεν θέλω να κρίνω τίποτα. Καταλαβαίνω πόσο «πονάει» να πέφτεις από τα ψηλά του θριάμβου μιας ευρωπαϊκής περιοδείας στα χαμηλά ενός κοινού μιας άλλης ηπείρου που δεν ανταποκρίνεται – όλες οι μπάντες έχουμε βρεθεί εκεί, σε αυτό το σημείο και έχουμε ζήσει κάτι ανάλογο.

Πώς βιώνετε εσείς τα live σας σε αυτήν την νέα εποχή με το νέο κοινό;

Δεν υπάρχει κανόνας. Μπορεί να παίζουμε και να είναι όλοι στα κινητά τους ενώ άλλες φορές υπάρχουν παρέες και άνθρωποι που είναι ακριβώς ο λόγος για να κάνουμε live. Άλλοτε έχουμε περισσότερο νέο κόσμο, άλλοτε έχουμε κοινό της ηλικίας μας, τους «σκληροπυρηνικούς» ας πούμε fans μας. Όλα αυτά τα χρόνια που παίζω τα έχω δει όλα, από ανθρώπους που από μόνοι τους μπορούν να σου δώσουν όλη την ενέργεια που χρειάζεται μέχρι ένα κοινό που είναι συνολικά τόσο αδιάφορο που με θυμώνει. Σκέφτεσαι: «Έλα τώρα, δεν μπορεί, έχω δώσει ένα καλό show κι εσύ δεν μου δίνεις τίποτα πίσω».

Ξεκάθαρα ως μπάντα και προσωπικά ως frontman που πηγαίνω πάνω – κάτω στη σκηνή για δύο ώρες θέλουμε ένα κοινό ενεργητικό και ζωντανό, για να έχει νόημα όλο αυτό. Από την άλλη καταλαβαίνουμε ότι πολλοί άνθρωποι -ακόμα κι από τους fans μας και κυρίως από αυτούς λόγω ηλικίας- έχουν μια απαιτητική καθημερινότητα, πρωινές δουλειές, παιδιά, οικογένεια, έγνοιες, το βράδυ έχουν κλείσει και εισιτήρια να πάνε σε ένα live κι όταν φτάνει εκείνη η ώρα είναι ήδη κουρασμένοι. Δεν μπορούν να χοροπηδάνε, δεν είναι πια εικοσάρηδες, όπως και εμείς. Είναι ένα διαχρονικά ενδιαφέρον θέμα η σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό του στο live. Πάντως σε ό, τι με αφορά όσο παραμένω σε καλή φόρμα και μπορώ να το κάνω, να παίζω live και να το απολαμβάνω, το εκτιμώ και είμαι μια χαρά.

Κάποτε όμως ήσασταν εικοσάρηδες και ξεκινήσατε με τον Klaas Janzoons την μπάντα που έβαλε το Βέλγιο στον ροκ χάρτη. Τριάντα χρόνια μετά είστε ακόμα εδώ. Τι ήταν αυτό που σας κράτησε συνδεδεμένους όλες αυτές τις δεκαετίες;

Πολύ απλά το ότι μας αρέσει να το κάνουμε αυτό που κάνουμε. Με τον Klaas υπήρξαν δύσκολες στιγμές, είμαστε πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά αγαπάμε πολύ και οι δύο το ίδιο αυτό που κάνουμε με τους dEUS. Υπάρχει αυτός ο άγραφος νόμος ότι αυτή η μπάντα είναι η προτεραιότητά μας. Ακόμα κι αν έχουμε άλλες δουλειές, άλλες ζωές -εκείνος έχει ένα club κι ένα εστιατόριο στο Antwerp, εγώ έχω τα μουσικά μου projects, την κινηματογράφηση, τη φωτογραφία- όταν θα βρεθούμε μαζί για τους dEUS, οι dEUS είναι η προτεραιότητά μας. Δεν χρειάζεται να το πούμε, δεν χρειάζεται να αγκαλιαζόμαστε και να φιλιόμαστε καθημερινά για να ισχύει. Απλώς ισχύει.

Πώς αλληλεπιδρούν τα άλλα σας καλλιτεχνικά projects, η φωτογραφία, η εικόνα, το φιλμ, με τη μουσική;

Μου προσφέρουν εναλλαγές και ποικιλία. Η φωτογραφία για παράδειγμα, κάτι που «ανακάλυψα» την τελευταία δεκαετία, λειτουργεί ως το ησυχαστήριό μου. Εκεί εκφράζω την εσωστρεφή πλευρά μου και αυτό με συμπληρώνει. Το άλλο που αγαπώ στη φωτογραφία ως μέσο είναι ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω τίποτα. Όταν είσαι σε μια ροκ μπάντα καλείσαι συνεχώς να περιγράψεις, να εξηγήσεις τι σημαίνει αυτό το album, τι σημαίνει το άλλο. Είναι εντάξει αλλά μου αρέσει που στη φωτογραφία δεν υπάρχει αυτό. Κάνω τις εκθέσεις μου, κρεμάω τις φωτογραφίες μου να τις δει ο κόσμος και αυτό είναι. Είτε σε αγγίζει, είτε όχι, και δεν χρειάζεται να το συζητήσεις κάτι. Για εμένα, που έχω περάσει τριάντα χρόνια προσπαθώντας να εξηγήσω τη μουσική μας, αυτό είναι κάτι που απολαμβάνω πολύ. Για την ακρίβεια ο κόσμος θα μιλήσει περισσότερο για τη φωτογραφία από ό, τι εγώ. Ο καθένας βλέπει στη φωτογραφία κάτι διαφορετικό και ξεκινάει να διηγείται μια διαφορετική ιστορία. Και σκέφτομαι: «Επιτέλους! Τι δώρο είναι αυτό».

Και κάτι άλλο που μου αρέσει πολύ είναι ότι η φωτογραφία είναι ένα μέσο για να ανακτήσω την πλήρη καλλιτεχνική ευθύνη μου για το αποτέλεσμα, την αυτάρκειά μου.  Όταν είσαι σε μια μπάντα γίνεσαι σιγά σιγά μέρος ενός ευρύτερου συστήματος. Είναι το studio, είναι η δισκογραφική, είναι το συνεργείο, είναι το management team. Στη φωτογραφία τα κάνω όλα μόνος μου. Τραβάω τις φωτογραφίες, τις εμφανίζω, τις κορνιζάρω, τις πουλάω χέρι με χέρι. Μου αρέσει αυτό, είναι ένας τρόπος γείωσης.

Κλείνοντας το μάτι  στο τραγούδι του David Bowie, τι θα λέγατε ότι προτιμάτε περισσότερο; Sound or vision;

Έχω αυτό το σύνδρομο -νομίζω το λένε συναισθησία- λόγω του οποίου όταν ακούω ήχους βλέπω χρώματα. Δηλαδή βλέπω ήχους και ακούω χρώματα. Είμαι στο studio δηλαδή και γράφουμε και λέω «Αυτό εδώ είναι πολύ καφέ, θα έπρεπε να είναι μπλε. Δεν το ακούς;» Είναι ένα σπουδαίο σύνδρομο για κάποιον σαν εμένα – είναι ευλογία.

Αν έπρεπε να διαλέξετε ένα μόνο χρώμα για να περιγράψετε τους dEUS ποιο θα ήταν αυτό;

Εύχομαι και ελπίζω να υπάρχουν πολλά χρώματα στους dEUS. Αυτό που θα ήθελα είναι να μην υπάρχει μεγάλη ποσότητα γκρι σε αυτήν την παλέτα. Έχουμε πολύ γκρι στο Βέλγιο και στο Antwerp, αγαπώ πολύ την πόλη μου, αλλά το γκρι είναι too much. Για αυτό το σπίτι μου στο Antwerp είναι σαν μια έκρηξη χρωμάτων – μια αντίδραση στο γκρι.

Αλλά ναι στους dEUS θα ήθελα να υπάρχουν πολλά χρώματα, όσο περισσότερα γίνεται. Οτιδήποτε εκτός από μπεζ.

Επιστρέφοντας στους dEUS και κοιτώντας πίσω, τους εικοσάρηδες εαυτούς σας, είναι κάτι που θα θέλατε να έχετε κάνει διαφορετικά;

Νομίζω ότι το πιο σημαντικό πράγμα που διαπιστώνω κοιτώντας πίσω -και όταν είσαι πια πενήντα είναι κάτι που κάνεις όλο και πιο συχνά- είναι ότι πάντα κάναμε αυτό που θέλαμε. Ακόμα κι αν δεν ήταν αυτό αποδεκτό ή δεν ήταν πάντα επιτυχημένο. Κάναμε αυτό που θέλαμε. Και αυτό για εμένα είναι ό, τι πιο κοντά μπορώ να σκεφτώ για έναν ορισμό της ευτυχίας.

Δείτε περισσότερα για το live των dEUS στο City Guide του athensvoice.gr