- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί οι φίλοι των Iron Maiden δεν ξεχάσαμε ποτέ τον Paul Di'Anno;
Τραγουδούσε όπως ακριβώς ζούσε
Paul Di'Anno 1958 - 2024: Ο πρώην τραγουδιστής των Iron Maiden έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 66 ετών - Η προσφορά του στο heavy metal
Όλοι έχουμε τις προτιμήσεις μας, σ’ αυτήν τη ζωή. Οι φίλοι μου, ας πούμε, γνωρίζουν καλά πόσο αγαπώ τους Iron Maiden της φωνητικής ακμής (καμιά φορά και παρακμής) του Bruce Dickinson. Αλλά ο λόγος που πρωτοκόλλησα μαζί τους δεν ήταν οι υπερηχητικές πτήσεις του «Bruce Bruce», όπως τον φώναζαν στους Samson. Αντιθέτως, εάν αφήσουμε στην άκρη τις κιθάρες που επιμετάλλωναν ευφυώς τα διδάγματα των Wishbone Ash του Argus, η βασική αιτία ήταν ο Paul Di'Anno –ο αμέσως προηγούμενος τραγουδιστής τους, δηλαδή, για όσους δεν τα πάνε καλά με τη χέβι μέταλ ιστορία.
Paul Di'Anno 1958 - 2024: O τραγουδιστής των Iron Maiden που τραγουδούσε όπως ζούσε
Ο Paul Di'Anno μπορεί να έκατσε λίγο στο πόστο, μα σφράγισε ανεξίτηλα τις μνήμες και τη φαντασία πολλών από όσους αφήσαμε, κάποτε, τα μαλλιά μας να μακρύνουν, γεμίζοντας κασέτες TDK με τις ηχογραφήσεις του, όταν τα εφηβικά χαρτζιλίκια δεν έφταναν για να αποκτήσουμε άλμπουμ σαν τα Iron Maiden (1980) και Killers (1981) ή για να αναζητήσουμε μια κόπια του ΕΡ Maiden Japan στο Μοναστηράκι, μαγνητισμένοι απ' όσα διαβάζαμε για το τι έκανε το γκρουπ τον Μάιο του 1981, εμφανιζόμενο στη Ναγκόγια της Ιαπωνίας –δεν επρόκειτο για υπερβολές, εξακολουθώ να θεωρώ τα (σχεδόν) 17 λεπτά του ως καταλυτικής σημασίας για όσους επιθυμούν να κατανοήσουν το τι συνέβαινε εκείνη την εποχή με το χέβι μέταλ. Χώρια, φυσικά, τις συζητήσεις επί συζητήσεων που κάναμε για κομματάρες σαν το "Phantom Of The Opera" ή το "Remember Tomorrow".
Αυτός είναι ο λόγος που η είδηση του ξαφνικού του θανάτου σκόρπισε τόση θλίψη, ακόμα και σε όσους διστάσαμε να πάμε να τον δούμε στις πρόσφατες επισκέψεις του στην Αθήνα (οι οποίες τιμήθηκαν με κοσμοσυρροή), φοβούμενοι ότι θα τον βρίσκαμε πιο ταλαιπωρημένο από τον χρόνο απ’ όσο μάλλον αντέχαμε. Γιατί, όσο μακριά κι αν φύγαμε, με τον καιρό, όσο ενθουσιωδώς κι αν πορευτήκαμε με τον Dickinson στις επικές ηχητικές διαστάσεις που μετέτρεψαν τους Iron Maiden σε ποπ φαινόμενο, δεν τον ξεχάσαμε ποτέ τον τραγουδιστή από το ανατολικό Λονδίνο. Προσωπικά, μάλιστα, μετά τη συνάντηση Di'Anno και Dickinson φέτος το καλοκαίρι, είχα την κρυφή ελπίδα ότι η Σιδηρά Παρθένος θα έστηνε ένα τελευταίο σόου πλανητικών διαστάσεων με τους δυο τους, συν τον Blaze Bayley. Έτσι ακριβώς όπως το έκαναν και οι Helloween.
Γιατί, όμως, τιμήσαμε τόσο τον Paul Di'Anno; Έναν τραγουδιστή που δεν θα μπορούσε να οδηγήσει τους Iron Maiden εκεί όπου έφτασαν και ήταν –κατά ομολογία ακόμα και των fans του– υπέρ το δέον αντισυμβατικός και αλάνι, για την πειθαρχία και την αφοσίωση που απαιτούσαν οι περιοδείες, αλλά κι ένας κύκλος εργασιών που, ήδη από τότε που το "Running Free" μπήκε στα 40 πρώτα της Βρετανίας (στέλνοντας το γκρουπ στο Top of the Pops), γινόταν όλο και μεγαλύτερος;
Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Συνεπάγεται, όμως, ορισμένες παραδοχές λιγάκι άβολες για τους λάτρεις του Bruce Dickinson. Στην πολύ απλή και λιτή εκδοχή, ο Di'Anno τραγουδούσε όπως ακριβώς ζούσε: αυτή η γοητευτική αλητεία, δηλαδή, που συχνά αντανακλούσε κάτι από τις πιο ωμές εκδοχές του (θρυμματισμένου, έως τότε) βρετανικού punk, διαχεόταν και στο μικρόφωνο, με έναν αληθώς μαχητικό και εν τέλει τόσο ανθρώπινο τρόπο. Εάν αγαπούσες, λοιπόν, το rock 'n' roll στα πιο θεμελιώδη του, ήταν αδύνατον να μην αγαπήσεις τον Di'Anno· να μην κολλήσεις με τις κραυγές και το γρέζι του και με τον όλον στοιχειωμένο ρομαντισμό που απέπνεαν οι ερμηνείες του.
Για τις εφηβικές μνήμες και τα πρώτα καθοριστικά ακούσματα, τούτα φτάνουν και περισσεύουν. Ωστόσο, αν εκμεταλλευτούμε το δώρο που μας έδωσε η παρατεταμένη τριβή με το μουσικό (και δη το heavy metal) γίγνεσθαι μέσα στα χρόνια, δεν θα αργήσουμε να φτάσουμε και σε βαθύτερα νερά. Γινόταν, άραγε, να έχουμε New Wave of British Heavy Metal δίχως όλες αυτές τις ποιότητες μαζί; Δίχως, δηλαδή, διαπιστευτήρια ότι άνηκε στη μεγάλη του rock 'n' roll οικογένεια, μα ήταν ταυτόχρονα και κάτι διαφορετικό –τέκνο ενός συγκεκριμένου τόπου και μιας συγκεκριμένης εποχής, το οποίο ερχόταν να μιλήσει μέσω της δικής του αισθητικής; Γινόταν να υπάρξει το New Wave of British Heavy Metal εάν δεν ήταν τόσο αδιαπράγματευτα λαϊκό, ιδρωμένο και ρέμπελο, εάν το ένοιαζαν οι «κανόνες του παιχνιδιού» εξίσου ή/και περισσότερο από την ανάγκη του να εκφραστεί ξεσπώντας; Άλλωστε, δεν ήταν φοιτητής σε κάποια σχολή Καλών Τεχνών ο Di'Anno όταν πήρε τη θέση ενός άλλου τραγουδιστή των Iron Maiden (του λησμονημένου Dennis Wilcock), μα ένα 20χρονο παιδί, που τα πρωινά ζούσε δουλεύοντας πότε ως χασάπης και πότε στην κουζίνα εστιατορίων και ξενοδοχείων.
Ως μπάντα, λοιπόν, με καταστατική σημασία για το New Wave of British Heavy Metal, οι Iron Maiden ήταν αδύνατον να έχουν υπάρξει χωρίς τα δύο πρώτα στούντιο άλμπουμ τους, τα οποία, με τη σειρά τους, θα ήταν αδύνατον να τραγουδηθούν από κάποιον που δεν θα έμοιαζε, έστω, στον Paul Di'Anno. Ο Bruce Dickinson, παρά τη φωνητική υπεροπλία της καταιγιστικής περιόδου 1982-1992, δεν γινόταν να θέσει σε κίνηση αυτούς τους ατσάλινους τροχούς: η δική του εκδοχή είναι φύσει πιο καθάρια, πιο επική, περισσότερο σκοτεινή, παρά ρέμπελη. Εκπροσωπεί, επίσης, μια περίοδο που, εκτός από πιο κατασταλαγμένη, είναι και πιο τακτοποιημένη, αφού το όλο έναυσμα ανέβηκε στον αφρό και πρόσφερε, πλέον, τη δυνατότητα μιας διεθνούς καριέρας, για όσους ήταν διατεθειμένοι να οργανωθούν και να παίξουν με κανόνες κατανοητούς από τη μουσική βιομηχανία.
Από τη στιγμή που ξανοίχτηκε ο εν λόγω ορίζοντας, ο Bruce Dickinson ήταν, πράγματι, ο τραγουδιστής που, ως άλλος Άτλας, θα σήκωνε τον κόσμο των Iron Maiden στους ώμους του. Και θα το αποδείκνυε με το καλημέρα, με τις επιδόσεις τις οποίες έπιασε στη Beast On The Road Tour (1982), σε μια εποχή που ένα τέτοιο θέαμα έφτανε και περίσσευε για να πυροδοτήσει διαδηλώσεις της Χριστιανικής Δεξιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες. O Paul Di'Anno, από την άλλη, ακόμα κι αν δεν έμπαιναν στη μέση κάποια ανεξέλεγκτα προβλήματα με ναρκωτικά –για τα οποία μίλησε με θάρρος, αργότερα– δεν άνηκε σε αυτήν την «επόμενη μέρα». Κι έτσι δεν άργησε να έρθει σε ρήξη με εκείνους που είχαν την προθυμία να τρέξουν την μπάντα πάνω στις συγκεκριμένες ράγες, συγκεκριμένα τον Steve Harris και τον μάνατζερ Rod Smallwood.
Δεν αντιλέγω, ίσως φαίνεται κλινικό σε όσους θέλουν να διαβάζουν τα rock χρονικά πίνοντας νερό στον αυθορμητισμό και στην υπερχείλιση του συναισθήματος. Όμως (κάπως) έτσι φτιάχνονται, τελικά, οι μεγάλες μπάντες. Γι’ αυτό και, στην πραγματικότητα, δεν «διαλέξαμε» ποτέ τον Dickinson σε βάρος του Di'Anno και δεν πάψαμε να τον αγαπάμε. Άλλωστε και μετά τους Iron Maiden εξακολούθησε να ζει χωρίς χαλινάρια, πληρώνοντας το τίμημα που είχε κάτι τέτοιο, είτε μιλάμε για τη φυλάκισή του ως απατεώνα (2011), είτε για τα σοβαρά θέματα υγείας των τελευταίων ετών. Και το γεγονός ότι ήταν οι Iron Maiden που πρόσφεραν κάποια καθοριστικά χρήματα για τις εγχειρήσεις του 2021, αρκεί, νομίζω, για να στείλει τις όποιες πίκρες του παρελθόντος στο χρονοντούλαπο, επιτρέποντάς μας να εστιάσουμε στα ουσιώδη των όσων ποιήθηκαν στο συναρπαστικό γύρισμα των 1970s προς τα 1980s. Αλλά και για να γελάσουμε λίγο, σπάζοντας το κλίμα κατήφειας των επικήδειων αφιερωμάτων, με την πληροφορία ότι, τελευταία, ο Di'Anno αντάλλασσε μηνύματα με τον Steve Harris, στα οποία σχολίαζαν τις τρικυμιώδεις ποδοσφαιρικές επιδόσεις της Γουέστ Χαμ.