Μουσικη

Διονύσης Σαββόπουλος: Τα πιο ωραία παραμύθια

«Γεννήθηκα στη Σαλονίκη και ξέρω απ’ έξω τη διαδρομή»

51853-114838.jpg
Σπύρος Βούγιας
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Διονύσης Σαββόπουλος: Τα πιο ωραία παραμύθια
© Θοδωρής Μανωλόπουλος / Eurokinissi

Διονύσης Σαββόπουλος: Ο μεγάλος καλλιτέχνης τιμήθηκε με το Αργυρό μετάλλιο ως δημότης Θεσσαλονίκης

Τιιιι τρέχει; Εγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάν’νας βράχος;

Είναι μια μέρα γιορτής σήμερα για τη Θεσσαλονίκη γιατί ο Δήμος και το Δημοτικό Συμβούλιο υποδέχονται και καλωσορίζουν τον εκλεκτό συνδημότη μας Διονύση Σαββόπουλο και την οικογένειά του στη γενέθλια πόλη.

Και αποφάσισαν να του απονείμουν το Αργυρό μετάλλιο της πόλης (σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου) για την τεράστια προσφορά του στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, την ιδιαίτερη συμβολή του στην προβολή της Θεσσαλονίκης και στη διαμόρφωση της συλλογικής μας αυτογνωσίας και της πολιτισμικής μας ταυτότητας.

Διονύσης Σαββόπουλος: Ένας εμβληματικός μουσικός καλλιτέχνης

Ένας από τους πιο εμβληματικούς Έλληνες μουσικούς καλλιτέχνες ο Διονύσης Σαββόπουλος, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1944 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην περιοχή της Σαλαμίνας αποφοιτώντας αρχικά από το ιστορικό Ε’ Γυμνάσιο (στη βίλλα Καπαντζή) και σπουδάζοντας για ένα μικρό χρονικό διάστημα (το πρώτο έτος) στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Το 1963 αποφάσισε να φύγει (γιατί οι γονείς του, όπως είπε, δεν τον άφηναν να ασχοληθεί με τη μουσική) και «κατέβηκε» στην Αθήνα κάνοντας ωτοστόπ με ένα φορτηγό (που έγινε και ο τίτλος του πρώτου του δίσκου), εγκαταλείποντας τις νομικές του σπουδές για χάρη της τέχνης. Άρχισε αμέσως την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία κάνοντας παράλληλα και άλλες δουλειές και ήταν πάντοτε κοινωνικά ενεργός και έντονα επιδραστικός, με τον δικό του ιδιαίτερο, ειλικρινή, τολμηρό, αιρετικό και αλληγορικό λόγο. Κατά τη διάρκεια της χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.

Διονύσης Σαββόπουλος: Τα πιο ωραία παραμύθια
© Βασίλης Βερβερίδης / Eurokinissi

Θεωρείται ο πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών οι οποίοι γράφουν μουσική και στίχους και ερμηνεύουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους, όπως έκαναν οι παλιοί τροβαδούροι. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες δισκογραφικές του δουλειές και τις ζωντανές εμφανίσεις του και σύντομα έγινε πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Η εντελώς πρωτότυπη και υφολογικά αταξινόμητη μουσική του αποτέλεσε από μόνη της ένα ξεχωριστό «είδος», με συνδυασμούς σύγχρονων και παραδοσιακών ρυθμών και ευφάνταστους στίχους που, εκτός από την ποιότητα και την κοινωνικά διεισδυτική σημασία του περιεχομένου τους, διαθέτουν και ιδιαίτερα υψηλή ποιητική αξία. Χωρίς να είμαι ειδικός, τολμώ να υποστηρίξω πως, εαν μπορούσε να ξεπεραστεί το πρόβλημα της περιορισμένης μετάφρασης και διάδοσης των κειμένων της Ελληνικής γλώσσας, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα μπορούσε να διεκδικήσει με αξιώσειςμια τιμητική διάκριση ανάλογη με αυτή που γνώρισε ο Μπομπ Ντύλαν στον οποίο απονεμήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας το 2016 για τον ίδιο λόγο, τη λογοτεχνική ποιότητα των στίχων του.

Εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών και άλλα 6 άλμπουμ από ζωντανές ηχογραφήσεις κονσέρτων και συναυλιών του. Έγραψε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ είχε κατά καιρούς δικές του σειρές εκπομπών, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο. Παράλληλα εξέδωσε πέντε βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενα συνεντεύξεών του. Διατηρώντας διαρκώς μια υψηλού επιπέδου καλλιτεχνική παρουσία τα τελευταία 60 χρόνια, είναι γεγονός οτι εξέφρασε τη «φωνή» πολλών ηλικιακών γενεών, αντανακλώντας με τα τραγούδια του τις αγωνίες, τις αντιφάσεις, τις ελπίδες και τα συναισθήματα ενός μεγάλου μέρους της Ελληνικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό οτι πολλοί στίχοι του ενσωματώθηκαν στην καθημερινή μας ομιλία και γλώσσα. Θα μπορούσα να πω πως, τουλάχιστον για τη γενιά μου, (του Πολυτεχνείου), όπως και για την προηγούμενη (του 114) και την επόμενη (της ανεκπλήρωτης αλλαγής), η μουσική του ήταν το σάουντρακ της ζωής μας, η μουσική της υπόκρουση.

Στη σύντομη προσφώνησή μου θα επιμείνω περισσότερο στον βασικότερο από τους λόγους που τεκμηρίωσαν την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για τη σημερινή τιμητική διάκριση: τη σταθερή, βαθιά, διαχρονική και ουσιαστική σχέση του με τη Θεσσαλονίκη. Για το ζήτημα αυτό, ο ίδιος αναφέρει: «Γεννήθηκα μέσα στα Δεκεμβριανά του ’44. Η πόλη ήταν ανάστατη. Οι συγκοινωνίες είχαν διαλυθεί. Η μάνα μου ετοιμόγεννη μεταφέρθηκε στην καλαθούνα μιας μοτοσικλέτας του ΕΛΑΣ. Πολλά χρόνια μετά, ξαναγύρισα στην οδό Ζάννα όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα – όλα ήταν αλλαγμένα… Ανηφορίζοντας στον δρόμο ένιωσα μια παραίσθηση που κράτησε λίγα δευτερόλεπτα. Σαν να πάτησε το πόδι μου σε μια λακκούβα και μια κοτρώνα, που υπήρχαν βέβαια αλλά κάτω από την άσφαλτο. Ήταν αρκετό να γεμίσω με μια παράξενη χαρά και αισιοδοξία. Διότι για άλλη μια φορά η Θεσσαλονίκη μου, όχι, δεν ήταν μια χαμένη Ατλαντίδα, αλλά ένας κόσμος παλλόμενος, που θαρρείς σε παρακολουθεί, με παρακολουθεί, αποκαθιστώντας τη χαμένη ενότητα του βίου μου και το σκορποχώρι της ψυχής μου. Παρόλη την εξέλιξη, τον οικοδομικό οργασμό, τις μόδες που ήλθαν και παρήλθαν, η Θεσσαλονίκη ως πνευματικότητα είναι πάντα η γενέθλια γη των ονείρων μου. Ένας τόπος ακύμαντου φωτός που θα πυροδοτεί πάντα την λαχτάρα μου για μιαν απόλυτη αρμονία».

Και σε μια άλλη συνέντευξη στον Κώστα Μπλιάτκα που αναφέρεται και στούς λόγους που τον έκαναν να φύγει (λόγοι που, δυστυχώς, εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υπάρχουν για τους καλλιτέχνες της πόλης μας), λέει: «Εγώ όταν έφυγα, δεν υπήρχε εδώ ούτε ένα στούντιο για να γράψω δίσκο, ούτε ένα κέντρο για ρεπερτόριο σαν το δικό μου. Ξενιτεύτηκα. Η Αθήνα για μένα ήταν μια έρημος, αλλά μέσα σ’ αυτή την έρημο γνώρισα τη γυναίκα μου, γεννήσαμε τα παιδιά μας, βρήκα το κοινό μου. Δεν μπορώ να πω οτι δεν αγάπησα την Αθήνα. Όσο κι αν ακούγεται, όμως, παράδοξο, η Αθήνα μου έδωσε τη Θεσσαλονίκη, ως απωλεσθέντα παράδεισο. Μου έδωσε την αναγκαία απόσταση».

Και, ακόμη, για τον στίχο «Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ», εξηγεί: «Μεγάλωσα μέσα στην πνευματική ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, διαβάζοντας και συναναστρεφόμενος τον Αλέξη Ασλάνογλου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη. Είμαι μαθητής αυτής της σχολής, σ’ αυτήν θέλω να ανήκω και σαν μαθητής αυτής της σχολής άσκησα την όποια επιρροή μου στο Ελληνικό τραγούδι και στους νεότερους». Και να μη ξεχάσουμε βέβαια πως υπήρχαν πάντα και υπάρχουν ακόμη οι παλιοί φίλοι, η παρέα του εκείνης της εποχής: ο Τάκης Σιμώτας, ο Μπάμπης Καλλιπολίτης, ο Γιάννης Ζήκας, ο Ιορδανίδης, ο Ραζής, ο Πανάγος, ο Κουλάνδρου, το γειτονάκι του ο Νίκος Παπάζογλου και πολλοί ακόμη, εκείνοι «του ’60 οι εκδρομείς», κάποιοι από τους οποίους έχουν φύγει απ’ τη ζωή αλλά και πολλοί βρίσκονται μαζί μας απόψε εδώ και τον περιστοιχίζουν, περήφανοι για την τιμή που τους γίνεται στο πρόσωπο του παιδικού τους φίλου.

Για την αμέσως επόμενη γενιά, τη δική μου, τους εκδρομείς του ’70, ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας μυθικός μεγάλος φίλος, ένας οδηγός, ένας ιχνηλάτης του ατομικού και συλλογικού φαντασιακού. Μας κράτησε συντροφιά και μας στήριξε με το «Περιβόλι του τρελλού» και το «Βρώμικο ψωμί» στα πιο σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας, με το «10 χρόνια κομμάτια» στην άγουρη μεταπολίτευση, με τα «Τραπεζάκια έξω» στην απατηλή έξαψη της αλλαγής. Η μουσική του σχολίασε τρυφερά και μελαγχολικά όλες τις πτυχές της ζωής μας: πολιτικές, ερωτικές, ασήμαντα καθημερινές. Οι στίχοι του παρακολούθησαν και αποτύπωσαν με απόλυτη διαύγεια και –κυρίως- με ευφάνταστη και ρηξικέλευθη ποιητική γλώσσα όλες τις αντιφάσεις της σύγχρονης νεοελληνικής ζωής. Το σημαντικότερο για μένα είναι πως κατάφερε σχεδιάσει την καμπύλη της μεταπολίτευσης με χρώματα έντονα, που υμνούσαν τη χαρά της ζωής, την αθωότητα της νεότητας και τη μέθεξη του πανηγυριού, αποφεύγοντας την καταθλιπτική τάση της γκρίνιας και της μοιρολατρίας. Δόξασε τη χαρά, την αγάπη και την επιθυμία για απόλυτη και ανυπότακτη ελευθερία. «Γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή», τόλμησε να φωνάξει σε δύσκολους, λογοκριμένους καιρούς.

Διονύσης Σαββόπουλος: Τα πιο ωραία παραμύθια

Κλείνοντας, έχει πιστεύω ενδιαφέρον να καταθέσω μια πιο βιωματική εμπειρία ως γείτονας του Διονύση και της Άσπας στην οδό Μητροπολίτου Ιωσήφ, όταν μετακόμισαν για ένα μεταβατικό διάστημα στη Θεσσαλονίκη, σε μια απόπειρα, άγνωστη σε πολλούς, επιστροφής στη βάση του. Ηταν μια περίοδος πολύ δύσκολη για εκείνον, μετά τις έντονες επικρίσεις για «Το Κούρεμα», όταν αισθάνθηκε την ανάγκη να απελευθερωθεί από την υποχρέωση να ανταποκριθεί σε τόσο πολλές και ετερόκλητες προσδοκίες και επιθυμίες, που πρόβαλαν κάποιοι επάνω του. Ηταν το αξέχαστο 1998 και ήμουν για πρώτη φορά υποψήφιος δήμαρχος, ετοιμάζοντας εκείνη την ξαφνική γιορτή της πόλης. Ένα πρωί, καθώς είχα βγει για λίγο στο μπαλκονάκι του ημιορόφου, είδα τον Σαββόπουλο που έμενε λίγο πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, να κατηφορίζει προς τη θάλασσα, φορώντας τη γνωστή κίτρινη νιτσεράδα και το λευκό καπέλο του, με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη, επιθεωρώντας γύρω του τα πάντα. Με καλημέρισε, «κοπιάστε» του είπα στο γραφείο μου και από τότε άρχισε να περνάει συχνά, και να συζητούμε τα γνωστά, αιώνια προβλήματα της Θεσσαλονίκης, για την αντιμετώπιση των οποίων πίστευε απόλυτα στην ώριμη συμμετοχή των πολιτών. «Πολιτισμός είναι ο σεβασμός για τους άλλους και πρωτίστως ο αυτοσεβασμός», έλεγε. Του άρεσε η αισθητική εκείνης της καμπάνιας και διασκέδαζε με το χαλαρό στυλ της προεκλογικής μας εκστρατείας. Περνούσε συχνά τα βράδια μόνος ή με τον Παπάζογλου από το Σαντέ, που ήταν το εκλογικό μας κέντρο, για ποτό και κουβέντα. Μετά τις εκλογές, φαινόταν ενθουσιασμένος με το εξαιρετικό αποτέλεσμα αν και τελικά δεν τοποθετήθηκε δημόσια. Και καλά έκανε: ο Σαββόπουλος ανήκει σε όλους.

Τον σκληρό χειμώνα που ακολούθησε, συνήθιζαν με την Άσπα να καλούν φίλους τις Κυριακές στο μικρό και ζεστό διαμέρισμά τους, σε αυθόρμητες μαζώξεις για συζήτηση, αστεία, τραγούδι και χορό. Ο Διονύσης συμμετείχε σε όλα με ενθουσιασμό, σαν να αποτελούσαν κάθε φορά γι αυτόν μια ευχάριστη έκπληξη. Κρατώντας πάντοτε τις απαιτούμενες αποστάσεις, έμοιαζε να δίνει συνεχώς μικρές αυτοσχέδιες παραστάσεις για φίλους. Όπως όλα τα ωραία πράγματα, όμως, αυτή η συνειδητή προσπάθεια επιστροφής δεν κράτησε πολύ, αφού δεν μπόρεσε να βρει στην πόλη ένα γενικότερο κλίμα που να ευνοεί την έμπνευση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Η οικογένεια επέστρεψε στην Αθήνα και ο Σαββόπουλος συνέχισε τη ζωή και τη δουλειά του όπως πριν, με την ίδια αστείρευτη και γόνιμη αισιοδοξία και τον μόνιμα νεανικό του ενθουσιασμό. Όμως, αν και δεν μπόρεσε και πάλι να τον κρατήσει, η Μητέρα Θεσσαλονίκη (όπως την αποκαλεί ο Πεντζίκης), τον βοήθησε ίσως να ξεπεράσει εκείνη την δύσκολη καμπή της προσωπικής και επαγγελματικής του διαδρομής. Έτσι, τελικά, είναι βέβαιο πως αν ρωτήσουνε ξανά τον Διονύση Σαββόπουλο «πού βρήκε δεκανίκι, πώς θα μπορέσει να βρει την άκρη δηλαδή, θ’ αποκριθεί: Γεννήθηκα στη Σαλονίκη και ξέρω απ’ έξω τη διαδρομή».

Καλέ μας συνδημότη Διονύση Σαββόπουλε, ο Δήμος και το Δημοτικό συμβούλιο σε καλωσορίζουν στην πόλη σου! Να είσαι πάντα γερός, αστραφτερός και ανυπότακτος, να μας διηγείσαι με λόγια μαγικά τα πιο ωραία παραμύθια, να χαίρεσαι την όμορφη οικογένειά σου και να ξέρεις πως η πόλη σε αγαπά, σε παρακολουθεί και σε τιμά σήμερα, ως αντίδωρο στη δική σου τεράστια προσφορά σ’ αυτήν. Εύγε και Πάντα τέτοια!

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.