Μουσικη

Για τα Πανηγύρια: Η νέα παλιά μόδα της επιστροφής στις ρίζες

Από τον Διονύση Σαββόπουλο στον Γιάννη Χαρούλη και από την Εβρίτικη Ζυγιά στα γλέντια του Αιγαίου, τα πανηγύρια δεν γνωρίζουν σύνορα

Τάνια Σκραπαλιώρη
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Παιδιά που μεγάλωσαν στις συναυλίες των παλιών, επιστρέφουν το καλό μέσα από τα new age πανηγύρια που στήνει η Τέχνη τους 

«Σε αυτόν τον δίσκο, με τη βοήθεια των Orbiters, μιας μοντέρνας μπάντας από εξαιρετικούς μουσικούς, διάλεξα 10 από τους καλύτερους σκοπούς των παραδοσιακών χορών μας και αντικατέστησα τον αυθεντικό ρυθμό με ένα μοντέρνο beat. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας τρόπος να αναγνωριστεί διεθνώς η μουσική μας από τη νεολαία και να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον τους για την παραδοσιακή μουσική μας και τους μοναδικούς ρυθμούς και μελωδίες μας. Σας προσκαλούμε να ακούσετε και να απολαύσετε αυτό το album, να θυμηθείτε την Ελλάδα και να χορέψετε με τους φίλους σας. Αυτό το μοναδικό ρεπερτόριο είναι δικό σας».

Έτσι προλογίζει ο Μίμης Πλέσσας το ιστορικό πια album του “Greece Goes Modern” που κυκλοφόρησε το 1967 από την Pan-Vox ως ευτυχές και ιδιοφυές απότοκο της κεντρικής ιδέας για μια καμπάνια της μπίρας ΦΙΞ στην οποία είχε εμπλακεί τότε ο συνθέτης. Κάπως έτσι Ήπειρος και Επτάνησα, Θεσσαλία και Θράκη, Μοριάς και Ρούμελη, Αιγαίο και Κρήτη έσμιξαν και αφέθηκαν στην κυριολεκτικά νέα πνοή που φύσηξε πάνω τους η philicorda του Πλέσσα και τα υπόλοιπα ηλεκτρικά όργανα των συνεργατών και συμπαικτών τους στους Orbiters, σε ένα αληθινά πρωτοποριακό και εμπνευσμένο εγχείρημα απόδοσης της ελληνικής μουσικής παράδοσης σε μια νέα γενεαλογικά και αισθητικά μουσική γλώσσα. Tracks όπως ο «Μενούσης» και ο «Βασιλικός» μιλάνε από μόνα τους και συναρπάζουν ακόμα και σήμερα.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της συνομιλίας της δημοτικής – παραδοσιακής αλλά και λαϊκής μουσικής με τα «νέα ήθη» της εποχής: την καλώς ή κακώς καταχωρισμένη ως «έντεχνη» μουσική που ήδη είχε ξεκινήσει να αξιοποιεί τις γέφυρες μεταξύ δημοτικής και σύγχρονης ποίησης, την τζαζ που ξεκινά να αναδύεται ως ο νέος βασικό πυλώνα εκπαίδευσης όλων των «μορφωμένων» μουσικών αξιώσεων, και φυσικά το ροκ που από τη δεκαετία του 1970 εισβάλει για τα καλά στα ανήσυχα πνεύματα της ελληνικής νεολαίας που διψάει για το δικό της μερίδιο σε ό, τι συμβαίνει «έξω». Tο λεγόμενο «βαλκανικό ροκ» του Διονύση Σαββόπουλου, οι εκλεκτικές συγγένειες του Κυριάκου Σφέτσα και των Greek Fusion Orchestra και αργότερα των Mode Plagal αλλά και  οι Χαϊνηδες και οι Χειμερινοί Κολυμβητές από μια άλλη αφετηρία – είναι πολλοί που συνδιαλέχθηκαν με την παράδοση κατά τις περασμένες δεκαετίες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής ιστορίας, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και στον δικό του βαθμό. Άλλοι έλαβαν την εκτίμηση και την ανανγώριση που άξιζαν, άλλοι όχι. Και κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκινά ένα νέο διονυσιακό πανηγύρι, που σηκώνει το μαντίλι από τον υπερβατισμό του Σαββόπουλου και εισάγει μια νέα μουσική γλώσσα πλασμένη από παλιά υλικά και το εγκεφαλικό, συνθετικό ταλέντο μιας τις πιο ολοκληρωμένες και σημαντικές μουσικές προσωπικότητες του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.

Πανηγύρι Αι Ηλία, Κέρκυρα, 21 Ιουλίου 2024 © Γιώργος Κονταρίνης / Eurokinissi

Από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στον Γιάννη Χαρούλη: Οι απαρχές του διονυσιασμού των millennials

Αν οι θεωρητικοί των γενεών και τα σχετικά ινστιτούτα ερευνών έχουν δίκιο για το πότε περίπου αρχίζει και πότε περίπου τελειώνουν οι γενέθλιες ημερομηνίες των millennials τότε είναι αυταπόδεικτό ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν από το 1981 μέχρι και το 1996 ξεπηδάνε από το ίδιο χρονικό καζάνι στο οποίο βράζει το μεγάλο μουσικό κεφάλαιο του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Οι πρώτοι millennials πήγαιναν σχολείο όταν γράφονταν οι πρώτες γραμμές με τo «Αγία Νοσταλγία» (1993) και το «Στην Ανδρομέδα και στη Γη» (1995) και μπήκαν στο πανεπιστήμιο γύρω στο 2000 με τον «Βραχνό Προφήτη» ν’ ακούγεται στα τραπεζάκια φοιτητικών παρατάξεων και στις ταβέρνες των Εξαρχείων (που αργότερα υπέκυψαν κι αυτές στο new age ρεκτιφιέ) – ένα soundtrack διαρκείας που συμπληρώθηκε τα επόμενα χρόνια από την «Αγρύπνια» (2002), τον «Διάφανο» (2006) αλλά και τον «Σαμάνο» (2008) και τον «Ελάχιστο Εαυτό» (2011). Οι εμφανίσεις του Θανάση Παπακωνσταντίνου, πάντα με μια συντροφιά εκλεκτών μουσικών (στην οποία πρωταγωνίστησαν ονόματα όπως ο Δημήτρης Μυστακίδης και ο Φώτης Σιώτας) και συχνούς συνοδοιπόρους τον Σωκράτη Μάλαμα, τη Μελίνα Κανά, τη Ματούλα Ζαμάνη, έγιναν μια συνήθεια που έγινε λατρεία με όρους μυσταγωγίας, μια συνάντηση πιστών του ίδιου δεοντολογικού κώδικα της καθημερινής ζωής που στους ήχους του «Πεχλιβάνη» και της «Ανδρομέδας» έβρισκαν μια νέα διονυσιακή διέξοδο από τα αδιέξοδα της νέας εποχής που κυοφορούνταν στα πρώτα ανυποψίαστα χρόνια των  2000s για να σκάσουν ορμητικά πάνω στα κεφάλια τους την αμέσως επόμενη, ταραχώδη δεκαετία του 2010.

Σε αυτή τη δεκαετία είναι που οι «συναυλίες του Θανάση» μεγαλώνουν κι άλλο σπάζοντας για τα καλά τα καλλιτεχνικά όρια και μεταπηδώντας στις τάξεις του κοινωνιολογικού φαινομένου, σε αυτά τα χρόνια είναι που αυτές οι συναυλίες γίνονται γιορτή και sui generis πανηγύρι σε περιόδους που οι φοιτητές, οι νέοι και οι πρώτοι τριαντάρηδες που βλέπουν τον κανόνα μιας συνεχώς βελτιούμενης ενηλικίωσης σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη γενιά να ανατρέπεται δεν έχουν τίποτα ουσιαστικό να γιορτάσουν, τίποτα ουσιαστικό να πανηγυρίσουν. Ο θυμός και η αγανάκτηση παλεύουν με ισχνές ελπίδες και δακτυλοδεικτούμενη ψυχραιμία, οι αγώνες είναι φλογεροί αλλά θνησιγενείς, τα καπνογόνα από τις πορείες σμίγουν με τα καπνογόνα που ανάβουν «στης γης το πυρωμένο κέντρο», κορίτσια σκαρφαλώνουν στους ώμους αγοριών, μαύρες σημαίες ανεμίζουν, οι συναυλίες του Θανάση, του Σωκράτη και των υπόλοιπων γίνονται το καθιερωμένο ραντεβού αυτής της γενιάς τόσο στην πόλη, στην Τεχνόπολη και στο Θέατρο Βράχων, όσο και στο βουνό και στο νησί, από το φεστιβάλ της Αρβανίτσας μέχρι την Ικαρία.

21ο Ικαριώτικο πανηγύρι που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ικαριωτών Περάματος & Γύρω Δήμων «Ο ΙΚΑΡΟΣ», την 1η Ιουνίου 2024 © Yannis Antonoglou / SOOC

Κι αν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου εκκίνησε λίγο έως πολύ την καλλιτεχνική περιπλάνησή του από τις παγανιστικές δοξασίες του κάμπου μια άλλη συγγενής αλλά και τόσο διαφορετική περίπτωση ξεκίνησε από τα βουνά της Κρήτης για να κατακτήσει με τη σειρά του τα ίδια θέατρα της μεγάλης πόλης και να κάνει τις δικές του περιοδείες που θα άφηναν (και εξακολουθούν να αφήνουν εποχή): ένας αυτοδίδακτος μουσικός από το Λασίθι, με χαρακτηριστική χροιά που σκόρπαγε ανατριχίλες και εύλογες ή μη συγκρίσεις με τον μεγάλο Νίκο Ξυλούρη, Ο Γιάννης Χαρούλης με το λαούτο του έσπασε το φράγμα των όποιων ελληνικών charts με τον δεύτερο προσωπικό δίσκο του «Χειμωνανθός» το 2006, έγινε το νέο πουλέν των «έντεχνων» ραδιοφώνων διεισδύοντας παράλληλα και στις «εμπορικές» μουσικές εκπομπές των ιδιωτικών καναλιών ενώ το 2012 πήρε το χρίσμα από τον ίδιο τον Θανάση Παπακωνσταντίνου ο οποίος υπέγραψε το τρίτο του album «Μαγγανείες». Παράλληλα τα live του Χαρούλη είχαν αρχίσει ήδη να αναδύονται ως το νέο φαινόμενο των ελληνικών συναυλιών – ένα εκρηκτικό πανηγύρι με τα δικά του διονυσιακά χαρακτηριστικά και εκστασιασμένο κόσμο να απογειώνεται με πλαστικά μπουκάλια ρακής στο χέρι στους ξέφρενους πνευστούς στροβίλους του Κωνσταντή Πιστιόλη και να στήνει χορό που θα ζήλευε κάθε παραδοσιακό πανηγύρι στον διάλογο με τον πρώτο διδάξαντα Διονύση Σαββόπουλο στο «Σου Μιλώ και Κοκκινίζεις». Τα live του στον Λυκαβηττό το 2013 που ηχογραφήθηκαν και στο διπλό live album «Χίλια Καλώς Εσμίξαμε» είναι ίσως το καλύτερο τεκμήριο για το τι σήμαινε «live του Χαρούλη» εκείνη την εποχή.

Θανάσης Παπακωνσταντίνου και Γιάννης Χαρούλης, με όλες τις διαφορές και τις ομοιότητές τους και παρότι με τον καιρό οι μεγάλες μερίδες των κοινών τους διαχώρισαν κάπως τις αισθητικές τους θέσεις, συμπυκνώνουν τις απαρχές του new age διονυσιασμού που καθόρισε τον τρόπο που παρακολουθεί και αλληλεπιδρά με το ελληνικό τραγούδι η γενιά των millennials – και κατ’ επέκταση μέχρι στιγμής και η αμέσως επόμενη γενιά της Gen Z. Τα αλλεπάλληλα φετινά sold – out τους στις καλοκαιρινές τους συναυλίες (ακόμα και αν ο Θανάσης δεν αποχαιρετούσε τουλάχιστον προσωρινά τα συναυλιακά δρώμενα και πάλι θα «ξεπουλούσε» σε χρόνο ρεκόρ τα εισιτήρια όπως άλλωστε δείχνουν και τα περσινά δεδομένα) δείχνει ότι η ανάγκη του κοινού για τις σύγχρονές του προτάσεις επιστροφής στις  ρίζες όχι μόνο δεν έχει κορεστεί αλλά συνεχίζει να υφίσταται ακάθεκτη, τροφοδοτούμενη -όπως και άλλες αντίστοιχες άλλωστε- από το καμίνι της νοσταλγίας. Το πολύ ενδιαφέρον ωστόσο στοιχείο είναι ότι αυτοί παραδοσιακοί πόλοι της συνδιάλεξης με τη μουσική παράδοση δεν παίζουν πια μόνη τους. Από τα παιδιά που μεγάλωσαν στις συναυλίες τους (ή και όχι) έχει ξεπηδήσει μια νέα γενιά μουσικών και σχημάτων που άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο πειραματικά δοκιμάζονται με τη σειρά τους στις προσμίξεις της δημοτικής μουσικής με άλλα μουσικά γένη και ιδιώματα. Και τα μέλη της είναι πολύ περισσότερα από όσα ίσως γνωρίζουν και οι επιμελέστεροι παρατηρητές των τεκταινόμενων στην εγχώρια σκηνή.

Πανηγύρι στις Νύμφες, Κέρκυρα 21 Αυγούστου 2024 © Γιώργος Κονταρίνης / Eurokinissi

Βουκολικές Διαταραχές

Οι Villagers of Ioannina City με τη stoner “Riza” τους να «ρίχνουν» το στενό της Ιάκχου το 2014 στην παρουσίαση δίσκου με τα πούλμαν τους ασφυκτικά γεμάτα να κατεβαίνουν από την Ήπειρο για να προκαλέσουν τις αντοχές ενός venue χωρητικότητας λίγων εκατοντάδων ατόμων. Η Εβρίτικη Ζυγιά να ταξιδεύει την αγνή θρακιώτικη παράδοση στα φεστιβάλ του κόσμου και μέσω της Teranga Beat να γίνεται η κορυφαία εκλεκτική πρόταση σύγχρονης απόδοσης της παραδοσιακής μουσικής του Έβρου. Οι συντοπίτες τους Thrax Punkc να παντρεύουν παραδοσιακά κρουστά και ροκ κιθάρες κερδίζοντας τις εντυπώσεις στα φεστιβάλ όλης της χώρας την τελευταία δεκαετία. Το κιθαριστικό ντουέτο των Kadinelia να ζεσταίνει σκηνές και ανθρώπους στο πέρασμά του. Οι Γκιντίκι σε απευθείας σύνδεση από τη Θεσσαλονίκη με ισχυρή community ατζέντα να επιστρατεύουν τις πιο ενδιαφέρουσες νέες φωνές μαζί με όλη την παλιά φρουρά για να πετάξουν το δικό του κλαδί στο δέντρο αυτής της όποιας «αναβιωτικής» μόδας. Οι Βουκολική Διαταραχή και τα Μπρατίμια ως θεματοφύλακες της καθαρόαιμης παράδοσης. Η Ιουλία Καραπατάκη να γεμίζει την Τεχνόπολη ως περίπου φυσική απόγονος της σχολής του Θανάση και του Σωκράτη. Το γυναικείο τρίο των Αναφανδόν με κιθάρα, μπάντζο και ακορντεόν να στήνει πανηγύρια σε μικροκλίμακα στο Ραμόν στο Παγκράτι και να φέρνει την Ανάφη και τη Νίσυρο μέσα στην Αθήνα. Η Billie Kark να αφήνει τα φασέικα πάρτυ για να πειραματιστεί με τις μελωδίες του Αιγαίου και το «Θαλασσάκι». Η Alkyone ως ελπιδοφόρος φάρος στη νέα τραγουδοποιία με την ιστορία της να ξεκινάει από το virality ενός studio session στα «Ξενιτεμένα μου Πουλιά». Μουσικές φωτογραφίες και στιγμιότυπα από τη νέα, παλιά μόδα της μουσικής στροφής στην παράδοση. Κι άλλα, κι άλλα νέα παιδιά που εμπνέονται από τα τραγούδια των ανώνυμων, συλλογικών ποιητών με τα οποία μεγάλωσαν οι παππούδες και οι προπαππούδες τους και πιθανότατα έφτασαν στα ίδια μέσα από τον πιο ζωντανό ίσως δίαυλο με την μουσική παράδοση των τόπων καταγωγής τους: τα πανηγύρια.

16η ετήσια γιορτή της φασολάδας στην Κέρτεζη Καλαβρύτων, στις 7 Σεπτεμβρίου 2024 © Menelaos Michalatos / SOOC

Παραδοσιακό ή Αστικό; Από τη Φειδίου στο Αιγαίο ένα ικαριώτικο δρόμος

Οι αναμνήσεις του πανηγυριού που οι περισσότεροι έχουμε από την παιδική μας ηλικία μπορεί να διαφέρουν στις λεπτομέρειες από τόπο σε τόπο μοιράζονται ωστόσο τα ίδια πυρηνικά χαρακτηριστικά: το πάλκο με τα όργανα, τους συχνά αυτοδίδακτους τραγουδιστές με τα απίστευτα γυρίσματα που τότε ήμασταν πολύ μικροί για να εκτιμήσουμε, τους ατελείωτους κυκλικούς χορούς που στα παιδικά μάτια φάνταζαν παιχνίδι, την πρόκληση του να κρατηθείς από το χέρι ενός «μεγάλου» και να εκτελέσεις σωστά τα βήματα, τα τραπέζια με τις λαδόκολλες στην καλύτερη περίπτωση και τις πλαστικές καρέκλες, τα σουβλάκια, το χύμα κρασί και τις μπίρες. Ή αν ο χορός δεν μας τράβαγε και ο ήχος των πνευστών και τα μοτίβα της αέναης επανάληψης των ντόπιων ρυθμών δεν μάτσαρε καλά με τα παιδιά αισθητήρια το παιχνίδι κάτω από τα τραπέζια με τις λαδόκολλες, γύρω από τις πλαστικές καρέκλες, πίσω από την εκκλησία της πλατείας.

Να είναι αυτή η επιστροφή στην παιδική ηλικία -όχι μόνο τη δική μας αλλά και των προγόνων μας- μια από τις αιτίες της κατακόρυφης ανόδου της δημοφιλίας των παραδοσιακών πανηγυριών στις τάξεις των νέων εικοσάρηδων και τριαντάρηδων; Να πρόκειται για μια εναλλακτική εκπλήρωση της ευχής του Μίμη Πλέσσα για μια νεολαία που θα μαγευτεί και θα χορέψει ξανά την ελληνική παραδοσιακή μας μουσική; Να είναι απλά μια μόδα που παρασύρει με το παλιό, καλό και ορθόδοξο peer pressure τον έναν νέο μετά τον άλλον στον κύκλο του χορού; Ή μήπως είναι ένα ακόμα οχυρό που έβαλε στο μάτι η φυλή των «φασαίων» (όποια κι αν είναι αυτή και σε όποια άλλη συζήτηση κι αν ανήκει) και αποφάσισε να το κάνει δικό της εξωραϊζοντας τα κλαρίνα στο όνομα της αναζήτησης της νέας, τελευταίας λέξης του coolness;

Κάθε ένα από τα παραπάνω αιτιολογικά νεύρα του φαινομένου «new age πανηγύρι» ρίχνει τα δικά του πολλά ή λίγα ψιχουλάκια στον δρόμο που οδηγούν τα παιδιά πίσω στα πανηγύρια και η ακριβής ποσόστωση του μείγματος θα ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον αντικείμενο για μια διεπιστημονική μελέτη. Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια η «μητέρα Ικαρία» έχει χάσει το μονοπώλιο των αλλεπάλληλων πανηγυριών – φαινόμενο που προσελκύουν χιλιάδες νέους, ντόπιους και τουρίστες με τα παραδοσιακά πανηγύρια άλλων νησιών να μεγαλώνουν ολοένα το κοινό τους, «άσημα» πανηγύρια της Στερεάς Ελλάδας να ανακαλύπτονται και νέα πανηγύρια να ξεφυτρώνουν παντού όπου υπάρχει παρθένο και πρόσφορο έδαφος, πολλά εκ των οποίων τα τρέχουν νέοι για τους νέους.

Το αργό, παλαιό ικαριώτικο, κατά προτίμηση με το βιολί του Νίκου Οικονομίδη, δεν χορεύεται πια μόνο στις Ράχες, στον Μαγγανίτη, στο Μονοκάμπι και στο Γιαλισκάρι, ούτε καν και στη Νίσυρο, στην Αστυπάλαια και στους Λειψούς, αλλά παντού στην Ελλάδα, σε βουνά και κάμπους, αλλά και σε αστικές ταράτσες και μπαλκόνια, οπουδήποτε υπάρχει μια παρέα που έχει γυρίσει από το νησί ή ονειρεύεται τις επόμενες διακοπές της. Σ’ όποιο χωριό και να βρεθούμε το καλοκαίρι ψάχνουμε που έχει πανηγύρι να πάμε. Στους γάμους των millennials που γεμίζουν τις ατζέντες του καλοκαιριού μας το “YMCA” έχει αντιακτασταθεί από το «Γλέντι», από χανιώτικους και μαλεβιζιώτικους που τους χορεύουν με όλη τη χάρη και τη δεξιοτεχνία χορευτικού συγκροτήματος οι ίδιοι εικοσάρηδες και τριαντάρηδες που γύριζαν το πρωί στα σακάκια με πάνινες τσάντες και crocs. Τον χειμώνα τα τμήματα παραδοσιακών χορών στις πόλεις τείνουν να γίνουν το νέο success story στο λήμμα «χόμπι» μετά την επέλαση της κεραμικής τα προηγούμενα χρόνια. Και στο στέκι του μουσικού καφενείου της Φειδίου πολλές βραδιές τα ρεμπέτικα δίνουν τη θέση τους στα νησιώτικά με τον κύκλο του χορού να φτάνει μέχρι τα παζοδρόμια της Χαριλάου Τρικούπη.

Από τη Φειδίου στο Αιγαίο ένα ικαριώτικο δρόμος. Και μετά;

21ο Ικαριώτικο πανηγύρι που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ικαριωτών Περάματος & Γύρω Δήμων «Ο ΙΚΑΡΟΣ», την 1η Ιουνίου 2024 © Yannis Antonoglou / SOOC

Ας κρατήσουν οι χοροί

Οι χοροί καλά κρατούν ωστόσο αυτό το πανηγυριώτικο κύμα έχει ανοίξει και τη συζήτηση που του αντιστοιχεί σε ανοιχτό διάλογο και με όλους τους σχετικούς  προβληματισμούς για τον υπερτουρισμό που χτύπησαν φέτος δυνατά την πόρτα της καλοκαιρινής μας επικαιρότητας. Με αφορμή  ανάρτηση κατοίκων της Σίφνου στα social media στην οποία εξέφρασαν την ανησυχία τους για την ινσταγραμική αλλοίωση του αυθεντικού χαρακτήρα του σιφνέικου πανηγυριού του Δεκαπενταύγουστου και για το «καπέλωμα» της σιφνέικης μουσικής από το ικαριώτικο και το μεσσαρίτικο ζητώντας σεβασμό στα ήθη και στις παραδόσεις του τόπου άνοιξε με αξιώσεις ο διάλογος για τη μόδα των new age πανηγυριών, για τον διαχωρισμό τους σε παραδοσιακά και αστικά και για την εισβολή των δεύτερων υπό την ομπρέλα της γενικότερης προβληματικής των «φασαίων» και των (στρεβλών;) εναλλακτικών ταυτοτήτων.

Η κουβέντα είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα, δεν εξαντλείται στο καφενείο, αγγίζει νευραλγικά ζητήματα της σύγχρονης ιστορίας και της εξέλιξης των δυτικών κοινωνιών γενικά και της ελληνικής ειδικότερα, έχει βαθύ διεπιστημονικό ενδιαφέρον για κάθε απόφοιτο σχολής ανθρωπιστικών σπουδών που σέβεται το πτυχίο του ενώ συνδέεται άμεσα με τα οικονομικά μοντέλα του πολιτισμού και του τουρισμού.

Από την άλλη πλευρά ωστόσο κανένας δεν θα είχε βρει τον δρόμο για το πανηγύρι αν δεν υπήρχε η αναντίρρητη, σχεδόν αρχέγονη δύναμη του ίδιου του πανηγυριού ως εκδήλωσης αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας με τις ρίζες μας. Είναι η πρώτη ύλη πάνω στην οποία έχει χτιστεί το οποίο new age αφήγημα που εξυπηρετεί την όποια new age ατζέντα και το ότι μπορεί να εξυπηρετήσει πολλαπλούς σκοπούς ανάλογα με τα χέρια που θα απλωθούν πάνω της δεν της στερεί την ποιότητά της. Αυτή η πρώτη ύλη πρέπει να προστατευθεί αλλά και να ταξιδέψει, να επικοινωνηθεί, να είναι εκεί και για τους επόμενους, όπως ήταν εκεί και για εμάς. Κάποιοι από τους νέους καλλιτέχνες που δοκιμάζονται πάνω της έχουν ήδη βρει τον τρόπο να το κάνουν αυτό, κάποιοι άλλοι μπορεί να είναι πιο ευάλωτοι στην κακή επιρροή των ΜΜΕ και των διοργανωτών που προσβλέπουν μόνο στην ανακάλυψη του επόμενου μεγάλου «πειραματικού» ταλέντου (οι μεν) και στην εξαργύρωση της επόμενης «φάσης» (οι δε). Συχνά το ίδιο το ελληνικό τραγούδι είναι το πρώτο θύμα αυτής της μονόπλευρης αποθέωσης – φαινόμενο που δεν παρατηρείται μόνο στη νέα παραδοσιακή μουσική αλλά και στην ευρύτερη επιρρεπή σε στρεβλώσεις «εναλλακτική» ποπ.

Αλλά ευτυχώς μέχρι σήμερα η μουσική ήταν πάντα εκεί και στο τέλος έκανε τη δουλειά της. Και οι παλιές ρίζες ήταν πάντα εκεί για να συγκρατούν το νέο νερό και να απορροφούν μόνο τα στοιχεία που χρειάζονταν. Και ίσως γι’ αυτό είναι ωραίο να βρίσκουμε έναν τρόπο να επιστρέφουμε σε αυτές – ένας σταθμός ανεφοδιασμού για τον επόμενο κύκλο ταξιδιού. Γιατί αν όλα είναι κύκλος αυτό σημαίνει ότι  στην πραγματικότητα δεν φεύγουμε ολοκληρωτικά ποτέ.