Μουσικη

Είναι οι Fontaines D.C. η νέα μεγάλη rock μπάντα που χρειαζόμαστε;

Οι καιροί είναι δύσκολοι για πρίγκιπες

Τάνια Σκραπαλιώρη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Fontaines D.C.: Το νέο album «Romance» από την ιρλανδική post punk μπάντα και η εξέλιξή της. 

Με το «Romance», το τέταρτο και πιο φιλόδοξο album της έως σήμερα οι Fontaines D.C. ιρλανδική post punk μπάντα επιχειρεί όμορφα να μεγαλώσει τον ήχο της και να καλύψει ένα ορατό κενό στο νέο ροκ βασίλειο. Υπάρχει ένας άγραφος, μοιραίος κανόνας που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στους δραστήριους κύκλους των βρετανικών και όμορων post - punk κυμάτων που θέλει κάθε νέα μεγάλη ελπίδα αυτού του ήχου που υποσχέθηκε όσα πολλοί μουσικόφιλοι είχαν ανάγκη να μην καταφέρνει εύκολα να ξεπεράσει δισκογραφικά τον εαυτό της μετά το ντεμπούτο της. Η παραγωγή μπορεί να βελτιώνεται, οι συνθέσεις επίσης -τουλάχιστον θεωρητικά-, το προφίλ της μπάντας να οργανώνεται με έναν πιο θελκτικό και επικοινωνιακό τρόπο, τα live shows να χτίζονται επαγγελματικά σε «άχαστες» εμφανίσεις, οι δισκογραφικές και οι ομάδες τους να πέφτουν πάνω από το συγκρότημα που θα προσπαθήσουν απεγνωσμένα να πλασάρουν ως τους επόμενους ροκ σταρ που έχουμε ανάγκη, ωστόσο συνήθως το αυθόρμητο, ειλικρινές ξέσπασμα εκείνου του πρώτου δίσκου, όπου τίποτα δεν περισσεύει, με τους στίχους και τις κιθάρες που ξυρίζουν κι όλη την ορμή ενός νέου σημαδιού στη μουσική πραγματικότητα αποτυπώνεται στη φωτογραφία της στιγμής και επιβιβάζεται μοιραία στο άγνωστο ταξίδι της καλλιτεχνικής ωρίμανσης.

Fontaines D.C.: Γιατί το «Romance» είναι το πιο φιλόδοξο album τους

Οι Iρλανδοί ελπιδοφόροι Fontaines D.C. παρότι ανήκουν σε εκείνες τις μπάντες που μόνο καλά δείγματα έχουν να δώσουν και παρότι προσπάθησαν προσηλωμένα να πιάσουν τον πήχη των προσδοκιών που έσπειρε το ντεμπούτο album τους “Dogrel” το 2019 με μια καλή απόπειρα breakthrough με το “Skinty Fia” το 2022 μοιάζουν ακόμα εγκλωβισμένοι σε αυτόν τον κανόνα της γενιάς τους. Και μπορεί το νέο, τέταρτο, και πιο φιλόδοξο από ποτέ album τους, “Romance” που κυκλοφόρησε πριν μερικές ημέρες που παιανίζει δυνατά την πολυπόθητη εισδοχή της μπάντας στο δωμάτιο που παίζουν τα «μεγάλα παιδιά» μάλλον δεν θα καταφέρει τουλάχιστον εύκολα να κερδίσει τα μεγαλεπήβολα στοιχήματά του – χωρίς αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση να σημαίνει ότι γεννήθηκε ο πρώτος κακός δίσκος που θα ακούσουμε από τους Fontaines D.C.

© Theo Cottle

Γλυκά οικείο και προσιτό, πλούσιο σε εναλλαγές, γεμάτο νέα φώτα και νέα κόλπα τραβάει το βλέμμα και αυτί πάνω του, τσιμπάει το συναίσθημα, σε κάνει ενστικτωδώς να πιστέψεις ότι αυτός θα είναι ένας από τους δίσκους σου. Καθώς κυλάει όμως η ακρόαση και δίνει τη θέση της στην επόμενη και στη μεθεπόμενη -θα ήταν ψέματα να ισχυριστούμε ότι δεν θέλουμε να ακούσουμε ξανά και ξανά tracks με τη στόφα του κλασσικού alternative hit όπως το “Starbuster” και το “Favourite”- αρχίζουν να μπαίνουν κάποιοι αστερίσκοι στο κάπως προδιαγεγραμμένο σενάριο που καταχωρίζει τους Fontaines D.C. στο μητρώο με τις μεγάλες ροκ μπάντες «για όλους», όπου οι πιο πρόσφατες εγγραφές ήταν οι Muse, οι Arctic Monkeys και οι Arcade Fire.

Πράγματι το μεγαλύτερο πρόβλημα του οικείου και του προσιτού είναι ότι δεν πάει φούστα – μπλούζα με την νευρώδη έμπνευση και τη δημιουργική πρόκληση. Συνήθως πρέπει να θυσιάσεις το ένα στον βωμό του άλλου. Οι Fontaines D.C. του μεγάλου σκοτεινού ρομάντζου κάνουν βέβαια μια αξιόλογη προσπάθεια που μπορεί όχι άδικα να ακουστεί σε κάποια αυτιά και ως δημιουργική έκπληξη ωστόσο κατά βάθος παίζουν ένα σχετικά ασφαλές παιχνίδι, πατώντας σε δοκιμασμένες διαχρονικά χρυσές συνταγές του «εναλλακτικού» ήχου από τα vibes του Dave Gahan στην εναρκτήρια κινηματογραφική ομίχλη του φερώνυμο “Romance” μέχρι την κληρονομιά του shoegaze στο “Desire” και φυσικά τις ευθύτατες επιρροές από τους Nirvana, τους Pixies και τους υπόλοιπους ήρωες της grunge εποποιίας σε κομμάτια όπως το “Here’s the Thing” και το Death Kink.

Λειαίνουν τις κιθαριστικές τους αιχμές, βάζουν χρώμα στη ζωή και τα aesthetics τους διαλέγοντας αποχρώσεις από την Υ2Κ παλέτα που επιτάσσει η εποχή και στιλιζάρουν εδώ κι εκεί σε ανύποπτους χρόνους και τόπους λεπτομέρειες που κάνουν ωστόσο τη μεγάλη διαφορά στο τελικό αποτύπωμα του δίσκου. Δεν θα μπορούσε να γίνει και πολύ διαφορετικά με τον James Ford στο τιμόνι και την καρέκλα του παραγωγού ο οποίος, με τη δόξα όλων των περγαμηνών του από τη δουλειά του με τους Arctic Monkeys, αντικατέστησε τον Dan Carey για να βοηθήσει στην υλοποίηση της νέας ατζέντας της μπάντας -η οποία έχει μετακομίσει πια από το Δουβλίνο στο Λονδίνο και από την Partisan στην XL Recordings, μάλλον στο πλαίσιο της ίδιας ατζέντας.

Παράλληλα ωστόσο καταφέρνουν να εμβαθύνουν ουσιαστικά στον λυρισμό τους -το under the radar ζεύγος του “In the Modern World” και του “Bug” ακριβώς στην καρδιά του δίσκου λέει πολλά περισσότερα και ενδιαφέροντα από ό, τι αρχικά φαίνεται και ακούγεται- και χάρη στα εκφραστικά τους ταλέντα επιτυγχάνουν, έστω και μέσα από μονοπάτια και δρόμους καλά ανοιγμένους από τους μεγάλους μάστορες του παρελθόντος, τις πολυπόθητες συνδέσεις με τους ακροατές από την άλλη πλευρά του τοίχου, του στούντιο, του ηχείου.

Στο τέλος της ημέρας το “Romance” ηχεί σαν ένας καλός φίλος από τα παλιά που στον φέρνει σπίτι ένας νέος καλός φίλος να πιείτε μερικά ποτά και να ακούσετε δίσκους που αγαπήσατε πριν δέκα και είκοσι χρόνια. Ένας φόρος τιμής σε μεγάλες μπάντες, αναφορές και επιρροές όχι απαραίτητα τόσο των ίδιων των Fontaines D.C. -τουλάχιστον με τα δεδομένα της προηγούμενης δισκογραφίας τους- όσο του απανταχού «εναλλακτικού» κοινού που γεμίζει ακόμα τα στάδια των Smashing Pumpkins και των Depeche Mode. Υποκύπτοντας για μια ακόμη φορά στη δυσκολία επινόησης μιας νέας γλώσσας -κάτι που άλλωστε όσα περισσότερα χρόνια φορτώνει πίσω της η ιστορία γίνεται ένα όλο και πιο δυσεπίτευκτο κατόρθωμα- οι Fontaines D.C. γράφουν με ωραία, στρογγυλά γράμματα ένα υπαρξιακό γράμμα αγάπης στον κοινό μουσικό κώδικα που μεγάλωσε γενιές και γενιές όταν το Υ2Κ ήταν ένα ορατό ορόσημο και όχι μια εποχή στην οποία «επιστρέφεις» με το οποίο η μπάντα από το Δουβλίνο φιλοδοξεί να ξεκλειδώσει τα δικά της μεγάλα στάδια. Αν θέλαμε ή έπρεπε να γκρινιάξουμε για μια κάποια κρίση ταυτότητας που διαφαίνεται στην κάπως επιτηδευμένη  στροφή προς «κάτι άλλο», «πιο γνωστό» και «πιο μαζικό» και θα είχαμε λόγους να το κάνουμε. Κάθε τέτοια διάθεση χάνεται στη σταθερή σοβαρότητα και συνέπεια με την οποία οι Fontaines D.C. προσεγγίζουν και υλοποιούν κάθε τι που κάνουν, στο signature γοητευτικό, ρομαντικό σκοτάδι της μπάντας που συνεχίζει να εκλύεται από τη στιχουργική τους και στις ερμηνευτικές αρετές του χαρισματικού τους frontman Grian Chatten.

To “Romance” ένας καλός δίσκος που θα προβληματίσει τους πιουρίστες, θα «πιάσει» από την την καρδιά ικανό μέρους του κοινού που πιθανότατα δεν είχε συνδεθεί ή/και ασχοληθεί με τους Fontaines D.C. ποτέ πριν -και σίγουρα όχι πριν το “Skinty Fia”- και θα αφήσει όλους τους υπόλοιπους κάπου στη μέση να ακούνε με τσάι και τίμια κερδισμένη συμπάθεια τα παιδιά από το Δουβλίνο, είναι πανέτοιμο να διαγράψει τη φιλόδοξη τροχιά του. Μια τροχιά που στο τέλος της έχει ως έπαθλο το χρίσμα της νέας «μεγάλης μπάντας» που θα καλύψει ένα ορατό κενό στο σύγχρονο ροκ βασίλειο. Το αν θα τα καταφέρουν σε μια εποχή που η έννοια και η εικόνα του ροκ σταρ όπως την ξέραμε φλερτάρει ολοένα και πιο έντονα είτε με τον εκφυλισμό, είτε με τη λήθη είτε με έναν πλήρη μετασχηματισμό που δεν αφορά ιδιαίτερα το ροκ ιδίωμα (επίσης όπως το ξέραμε) Οι καιροί της νέας μουσικής βιομηχανίας είναι δύσκολοι για πρίγκιπες όμως αν είναι κάποιοι να τα καταφέρουν δεν θα ήταν κακή ιδέα να είναι μια μπάντα σαν τους Fontaines D.C.