Μουσικη

55 χρόνια Woodstock: Πώς η κορύφωση του κινήματος της αντικουλτούρας μετατράπηκε στην απόλυτη φαντασίωση ενός χούλιγκαν

Αλήθεια, τι άλλαξε από το 1969 μέχρι σήμερα;

Μπάμπης Καλογιάννης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Woodstock: 55 χρόνια από το ιστορικό φεστιβάλ στις ΗΠΑ που συνέβη από τις 15 έως τις 18 Αυγούστου 1969.

Το καλοκαίρι του 1999 έμοιαζε ως η ιδανική στιγμή για την αναβίωση του φεστιβάλ του Woodstock, 30 χρόνια μετά το ιστορικό αυγουστιάτικο τριήμερο στην πόλη Μπέθελ της Νέας Υόρκης. Προηγήθηκε το πειραματικό Woodstock 94, του οποίου οι τρεις θάνατοι από φυσικά αίτια, τα προβλήματα ασφαλείας και οι υπεράριθμοι σε σχέση με τα εισιτήρια που κόπηκαν θεατές, δεν φαίνεται να ανησύχησαν τους διοργανωτές όσο ίσως θα περίμενε κανείς. Οι ρομαντικοί περίμεναν πως τα κελεύσματα της δεκαετίας του 1960 θα βρεθούν ξανά στο προσκήνιο, ωστόσο η πραγματικότητα τους διαψεύδει.

Woodstock: Από το ιστορικό φεστιβάλ του 1969 στα βίαια επεισόδια του 1999

Ο πολιτικός, κοινωνικός και μουσικός χάρτης έχει αλλάξει. Τη θέση των Santana, Grateful Dead, Jimi Hendrix, Crosby Stills Nash & Young, Joan Baez κλπ έχουν πάρει οι Red Hot Chili Peppers, οι Korn, οι Bush, ο Kid Rock, οι Metallica, καθώς και η «πέτρα του σκανδάλου» όπως αποδείχθηκε, Limp Bizkit. Το μήνυμα για «ειρήνη και μουσική» φαίνεται εξαρχής καταδικασμένο. Οι πολεμικές συγκρούσεις από τα 70s κι έπειτα δε σταμάτησαν ποτέ. Από την άλλη, τα ονόματα του φεστιβάλ Woodstock που διοργανώθηκε το 1999 θα χώριζαν τους παρευρισκόμενους σε «φυλές» που θα μισούσαν η μία την άλλη. Η οργή του κόσμου αυξάνεται από την κακή διοργάνωση. Μπουκάλια νερού που κοστίζουν 4 δολάρια, φαγητό πολύ μέτριας ποιότητας με 10 και 12 δολάρια, αδυναμία προστασίας πολλών προϊόντων από τις ακαθαρσίες του χώρου. Ο επιθετικός nu metal ήχος της εποχής μοιάζει ιδανικός για το κοινό του 1999, ώστε να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους αντίστοιχους θεατές του 1969. Οι Limp Bizkit εμφανίζονται το βράδυ του Σαββάτου 24 Ιουλίου, έχοντας στις «αποσκευές» τους το νέο δεύτερο τους δίσκο. Το τέταρτο single του album, το οποίο και αποδίδουν ζωντανά, ονομάζεται “Break Stuff” και το «μήνυμα» περνάει άμεσα.

Τα επεισόδια ξεσπούν και είναι πρωτοφανή. Ο πύργος εκπομπής του MTV γίνεται στόχος των ταραχοποιών, οι οποίοι σπάνε μηχανήματα αυτόματης ανάληψης, καρότσια πωλητών, κάνοντας ταυτόχρονα πλιάτσικο. Σύμφωνα με καταγγελίες, μέσα στο χώρο συμβαίνουν και αρκετές σεξουαλικές επιθέσεις. Την ίδια στιγμή οι Red Hot Chili Peppers δίνουν σίγουρα την πιο περίεργη συναυλία της καριέρας τους, με τη επιλογή τους να διασκευάσουν το “Fire” του Jimi Hendrix να κρίνεται τουλάχιστον ατυχής. Σε κάθε περίπτωση, το θετικό μήνυμα του αρχικού Woodstock έχει δώσει τη θέση του σε κάτι πολύ διαφορετικό. Η κατάληξη του φεστιβάλ του 1999 είναι ένας συμβολισμός για το ξέσπασμα μιας ολόκληρης γενιάς. Είναι ίσως η απάντηση στα αφηγήματα του Woodstock των πατεράδων τους και της κατάρρευσής τους.

Woodstock Festival: Έχει νόημα η αναβίωση του φεστιβάλ σήμερα;

Οι σπόροι για το Woodstock Festival του 1969 είχαν φυτευτεί δύο χρόνια νωρίτερα. Το κίνημα της αντικουλτούρας κορυφώνεται με το καλοκαίρι της αγάπης στο Σαν Φρανσίσκο, με την ιδεολογία των χίπηδων να εξαπλώνεται μέσα από την προσπάθεια για πνευματική αφύπνιση, το αντιπολεμικό συναίσθημα της εποχής, καθώς φυσικά και τον πειραματισμό με διάφορες ουσίες. Τα αποκαλούμενα «παιδιά των λουλουδιών» ήταν οι νέοι της εποχής που απέρριπταν τον καταναλωτικό τρόπο ζωής, ήταν καχύποπτοι για τις περισσότερες κυβερνητικές πρακτικές, ενώ επίσης εκδήλωναν την αντίθεση τους προς όποια μορφή σεξουαλικής καταπίεσης. Δύο χρόνια αργότερα, ο πόλεμος του Βιετνάμ διχάζει όσο λίγα γεγονότα τις ΗΠΑ, ενώ την ίδια στιγμή το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα βρίσκεται στο απόγειο του, ειδικά μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζ., τον Απρίλιο του 1968. Μια ολόκληρη γενιά ψάχνει τον χρόνο, τον χώρο και τον τρόπο όπου θα συμπυκνώσει τα μηνύματά της, δημιουργώντας ίσως την παρακαταθήκη των επόμενων γενεών. Το Woodstock του 1969 δεν διεκδίκησε ποτέ δάφνες ποιότητας όσον αφορά τη διοργάνωσή του. Υπεράριθμοι παρευρισκόμενοι, τόνοι από λάσπη, θάνατοι από τη χρήση ουσιών, ακόμα και γεννήσεις δύο βρεφών. Όλα αυτά είχαν πολύ λίγη σημασία για το κοινό του φεστιβάλ, το οποίο απολάμβανε την κάθε στιγμή χωρίς απαραίτητα να γνωρίζει την ιστορία που γράφεται μπροστά στα μάτια του. Η εκτέλεση του “We Shall Overcome” από την Joan Baez, τη στιγμή που η βροχή εξασθενούσε, στέκει ένας από τους καλύτερους συμβολισμούς για το τριήμερο της 15ης με 18η Αυγούστου. Το Woodstock Festival του 1969 θεωρείται μέχρι σήμερα ως η κορύφωση του κινήματος της αντικουλτούρας.

Το αντιπολεμικό κίνημα της εποχής φτάνει στο απόγειό του την Πρωτομαγιά του 1971. Περίπου 12.000 άτομα συλλαμβάνονται, στη μεγαλύτερη μαζική σύλληψη στην ιστορία των ΗΠΑ. Τα επόμενα όμως χρόνια, τα στρατεύματα των Αμερικανών αποσύρονται σταδιακά από το Βιετνάμ, με το πατριωτικό αίσθημα των πολιτών να ανυψώνεται εκ νέου. Η δημοτικότητα των χίπηδων και του αφηγήματος τους μειώνεται αισθητά. Μαζί και οι μουσικές τους αναφορές καθώς οι ψυχεδελικοί πειραματισμοί δίνουν τη θέση τους στο αγνό rock 'n' roll των ολιγόλεπτων τραγουδιών, για τα οποία διψούσε το νεανικό κοινό. Ήταν οι απαρχές του punk rock. Οι γειτονιές των χίπηδων ερημώνουν και η σεξουαλική απελευθέρωση που ευαγγελίζονται, αποτελεί συχνά δικαιολογία για ανεπίτρεπτες προς τις γυναίκες συμπεριφορές. Οι πολιτικές εξελίξεις και η άνοδος του Ρόναλντ Ρίγκαν στην εξουσία οδηγούν στο αναπόφευκτο. Οι χίπηδες έχουν δώσει πλέον τη θέση τους στους γιάπηδες, με τη λέξη να προέρχεται από τον όρο “YUP” που σημαίνει “Young Urban Professional”. Η επιρροή της κουλτούρας των 60s δείχνει να έχει εξαφανιστεί μέσα στο νέο οικονομικό περιβάλλον. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ που ακολουθούν, συμπίπτουν εκτός των άλλων με τα πρώτα πολιτικά και κοινωνικά βιώματα της Γενιάς Χ. Αυτής δηλαδή που θα πλημμυρίσει την πρώην αεροπορική βάση Griffiss, στη Ρώμη της Νέας Υόρκης και στο πλαίσιο του Woodstock '99, μερικά χρόνια αργότερα.

Αν υπάρχει κάτι για το οποίο κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τη διοργάνωση του 1999, είναι η έλλειψη συγχρονισμού. Η περίοδος από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους του 2001, χαρακτηρίστηκε από την εσωστρέφεια, το άγχος και την απόγνωση μιας γενιάς στην προσπάθεια της να βρει ουσιαστικούς σκοπούς και στόχους. Χαρακτηρίστηκε επίσης από τα πρώτα βήματα του internet, το οποίο μοιάζει εν μέρει απειλητικό μέσα στις άγνωστες για την εποχή λειτουργίες του. Η pop μουσική των 80s έχει δώσει τη θέση της στα παιδιά με τα πουκάμισα και τις βερμούδες από το Σιάτλ, με τον Kurt Cobain να γίνεται «μάρτυρας» για μια ολόκληρη γενιά η οποία ψάχνει εναγωνίως τους ήρωές της. Την ίδια χρονιά με την αναβίωση του Woodstock, ο Μπραντ Πιτ θα περιγράψει πλήρως τα καινούρια αυτά αδιέξοδα στο “Fight Club”, ενώ ο Κέβιν Σπέισι θα δώσει πρόσβαση σε όλο τον κόσμο ώστε να παρακολουθήσει τη μέση αμερικανική οικογένεια σε όλη τη δυσλειτουργικότητά της, στο οσκαρικό “American Beauty”. Η έκδηλη ανησυχία για το μέλλον θα ξεχαστεί προσωρινά με το κομβικό γεγονός της αλλαγής της χιλιετίας. Τρεις μήνες μετά την αλλαγή, το “American Beauty” του Σαμ Μέντες θα κερδίσει με άνεση πέντε Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου αυτού της Καλύτερης Ταινίας.

55 χρόνια μετά το Woodstock του 1969, η δημόσια συζήτηση για το αν τα μηνύματα του είναι επίκαιρα, ή έχουν ξεπεραστεί πλήρως από την πραγματικότητα, δεν έχει δώσει ακόμα σαφείς απαντήσεις. Ο κοινωνικός και πολιτικός ακτιβισμός έχει αλλάξει σε πολύ μεγάλο βαθμό, με το internet να έχει κυριαρχήσει σχεδόν ολοκληρωτικά, προσθέτοντας ενίοτε νέες και πιο εξειδικευμένες παραμέτρους σε διαχρονικά ζητήματα. Οι ΗΠΑ σήμερα δείχνουν ότι μια σύγχρονη σοβαρή αναβίωση του φεστιβάλ θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη, εν μέσω ενός εξαιρετικά τεταμένου εθνικού κλίματος. Ωστόσο πολύ λίγοι θα μπορούσαν να νιώθουν σίγουροι για τα μηνύματα, αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή νέα γενιά θα επέλεγε να εκφραστεί, την ίδια στιγμή που είναι διαιρεμένη όσο ποτέ άλλοτε. Σε κάθε περίπτωση, το Woodstock Festival κατάφερνε πάντοτε με ένα μαγικό τρόπο να πιάνει τον παλμό της εποχής. Ακόμα και τότε, το 1999, όταν και έδειξε την πολύ άσχημη εκδοχή του.