Μουσικη

Mίνως Μάτσας: «Τα ρεμπέτικα είναι στα κύτταρά μου»

Ο γνωστός μουσικός και συνθέτης μάς προετοιμάζει για τη μεγάλη του συναυλία στο Ηρώδειο

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 926
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Mίνως Μάτσας μιλάει για τη ρεμπέτικη μουσική, την πορεία του και τη συναυλία που ετοιμάζει στο Ηρώδειο

Ο Μίνως Μάτσας είναι ένας μουσικός που εκπέμπει συναίσθημα, φιλική διάθεση και αγάπη – γιατί αυτά υπάρχουν μέσα στις μουσικές του, μαζί με έναν σημαντικό πλούτο γνώσεων, εμπειρίας και οικογενειακής παράδοσης. Πολίτης του κόσμου, αλλά και ατόφιος Έλληνας, έπιασε τα ρεμπέτικα από το σημείο που τα άφησε η περίφημη τότε «ομιλία του Χατζηδάκι» και τα έφερε σε μια άλλη μορφή, χωρίς να αλλοιώσει την ψυχή τους. Και, σαν συγκοινωνούντα δοχεία, τα συνέδεσε με τα πορτογαλικά fado, τα αργεντίνικα tango και τα blues του αμερικάνικου νότου για να τα παρουσιάσει σε μία συναυλία στις 2/9 στο Ηρώδειο με πλήθος συντελεστών και ερμηνευτών, υπό τον τίτλο «Τραγούδια των αγνών και πληγωμένων ψυχών».

Ποια ήταν η έμπνευσή σου για να στραφείς σε αυτά τα τόσο σημαντικά είδη όπως τα ρεμπέτικα, τα fado, τα tango και τα blues;
Τα ρεμπέτικα είναι μέσα στα κύτταρά μου. Να σου θυμίσω πως ο παππούς μου, Μίνως Μάτσας, ως διευθυντής της Odeon-Parlophone πρώτος ηχογράφησε τον Βαμβακάρη και πολλούς άλλους συνθέτες της εποχής, σε ένα κλίμα όπου το ρεμπέτικο ήταν συνώνυμο με τον υπόκοσμο, την παρανομία, τα ναρκωτικά. Ο Χατζηαποστόλου και οι άλλοι συνθέτες της σοβαρής –λόγιας μουσικής της εποχής τον απείλησαν πως αν ηχογραφούσε αυτά τα «σκουπίδια» θα έφευγαν από την εταιρεία. Έτσι κι έγινε. Ο παππούς μου τους ηχογράφησε και πολλοί θύμωσαν κι έφυγαν από την Odeon. Όμως διασώθηκαν τα ρεμπέτικα τραγούδια. Και κάτι ακόμη. Ο συνονόματος μου έγραψε στίχους για κάποια πολύ γνωστά τραγούδια όπως «Το μινόρε της αυγής», «Ο Αντώνης ο βαρκάρης», «Είσαι εσύ ο άνθρωπος μου», «Καραπιμπερίμ», «Μες τον όντα» κ.ά. Από μικρός άκουγα τους τραγουδιστές και τους συνθέτες των ρεμπέτικων τραγουδιών κι ένιωθα μια βαθιά συγκίνηση. Γιατί έχουν αλήθεια, ομορφιά, πόνο, θάνατο, πάθος, ρυθμό. Περιέχουν όλα τα στοιχεία από τα οποία είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Με μεγάλη χαρά έμαθα πως το 2017 το ρεμπέτικο εγγράφηκε στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας από την UNESCO! Σκέφτηκα τι τιμητικό και πόσο σημαντικό γεγονός. Η συναυλία μας τελεί μάλιστα υπό την αιγίδα της UNESCO. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω ένα πρότζεκτ με ρεμπέτικα σε έναν μουσικό διάλογο με τα αντίστοιχα είδη: τα Fado, τα Tango και τα Blues. Δεν είναι τυχαίο που όλα αυτά δένουν υπέροχα. Διότι είναι τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα από την καταπίεση και τις ίδιες αντίξοες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Οι άνθρωποι έψαχναν μια δίοδο να εκφραστούν. Στην Πορτογαλία 40 χρόνια δικτατορίας, στον αμερικανικό νότο σκλαβιά, και στην Αργεντινή εμιγκρέδες και μπουρδέλα. Η σύνδεση των ειδών αυτών δεν είναι θεωρητική. Πρακτικά έχουν τις ίδιες ρίζες. Οι ψυχές των ανθρώπων θέλουν να πετάξουν. Και το πέταγμα γεννάει άθελά του τέχνη υψηλή.

Φαινομενικά διαφορετικά είδη, αλλά και με τόσο κοινά στοιχεία. Ποιες είναι οι διαφορές και ποιες οι ομοιότητες μεταξύ τους;
Όπως σου είπα, όλα αυτά τα είδη γεννήθηκαν σε διαφορετικό μήκος και πλάτος της γης, πολύ πριν την… παγκοσμιοποίηση, πάνω κάτω την ίδια εποχή, εκφράζοντας την ανάγκη για ελευθερία, έρωτα, χαρά από ανθρώπους που βρίσκονταν υπό πίεση, σε μεγάλη ανέχεια και έψαχναν να ξεφύγουν από την καθημερινότητα, να βρουν μια διέξοδο από τη βαρβαρότητα και τα σοβαρά προβλήματα. Είναι όλα αστικά, δηλαδή τραγούδια της πόλης και όχι της υπαίθρου όπως το δημοτικό τραγούδι ή τα folk / country αμερικάνικα. Τραγούδια της φυλακής γράφτηκαν την ίδια εποχή στην Αθήνα και στον Αμερικανικό νότο! Τα tango πολύ πριν γίνουν της μόδας από την ευρωπαϊκή ελίτ ήταν τραγούδια που χορεύονταν μεταξύ ανδρών την ώρα που περίμεναν στην ουρά έξω από τους οίκους ανοχής. 

Ποια κομμάτια ή ερμηνευτές από το κάθε είδος που σε γοητεύουν;
Η λίστα είναι ανεξάντλητη! Θα αναφέρω μόνο ενδεικτικά διότι θα έπρεπε να μιλάμε μόνο γι’ αυτούς. Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας, Χιώτης, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Στέλλα Χασκίλ, Ρόζα Εσκενάζυ. Από τα fado, δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω την βασίλισσα του fado, Amalia Rodrigues, τον μαγευτικό Alfredo Marceneiro, την Maria Teressa. Από τα τανγκό, ο Carlos Gardel, η Tita Merello, ο Anibal Troilo Pichuco και τέλος από τα blues σίγουρα ο Lead-belly, ο Robert Johnson και ο Ed lewis! 

© Max Parovsky

Ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις που αντιμετώπισες κατά τη διασκευή αυτών των πρώτων εκτελέσεων των τραγουδιών και πόσο σύγχρονες είναι οι δικές σου διασκευές;
Κατ’ αρχήν στη συναυλία στις 2 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο θα παίξουμε κάποιες διασκευές και κάποια κομμάτια κοντά στην αυθεντική τους εκτέλεση, τα οποία ερμηνεύουν νεότερες φωνές. ‘Όταν προσεγγίζω ένα τραγούδι, εφόσον με συγκινεί κρατώ το αίσθημά του μέσα μου για μέρες. Κάθομαι κάποια στιγμή στο πιάνο, στην κιθάρα ή στο κομπιούτερ μου με τους ηλεκτρονικούς ήχους και κρατώ αυτό που έχει κατασταλάξει μέσα μου. Αμέσως καταλαβαίνω εάν μου προκαλεί ακόμη συγκίνηση. Αυτό σημαίνει πως το αίσθημα του τραγουδιού είναι ακόμη εκεί. Μπορεί να έχει αλλάξει η ενορχήστρωση, οι συγχορδίες ακόμη και η μελωδία πολλές φορές, η ουσία του όμως είναι ακλόνητη. Πίστεψέ με, η αγάπη μου για το υλικό αυτό είναι τόσο μεγάλη που διώχνει κάθε τι φτιαχτό ή δήθεν. Η αλήθεια των τραγουδιών αυτών πετάει στα σκουπίδια οτιδήποτε αλλοιώνει την ουσία τους.

Ορχηστρικά πώς θα παρουσιαστούν τα κομμάτια στη συναυλία; Επίσης, το κάθε είδος από αυτά έχει διαφορετικές εντελώς φωνητικές και ερμηνευτικές απαιτήσεις. Αυτό πώς το διαχειρίστηκες; Είδα ότι θα έχεις πολλούς ερμηνευτές μαζί σου στη συναυλία στο Ηρώδειο.
Για το κάθε είδος προσκάλεσα έναν ερμηνευτή κι έναν σολίστ με το χαρακτηριστικό του όργανο. Bandoneon για τα tango, κιθάρα για τα blues, πορτογαλική κιθάρα για τα fado. Πλαισιωμένοι από τους δικούς μας μουσικούς. Οι καλλιτέχνες από το εξωτερικό που θα τραγουδήσουν ανταποκρίθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό στην πρόσκλησή μου. Κατάλαβαν αμέσως τη μουσική και στιχουργική συγγένεια των ειδών με τα ρεμπέτικα και φυσικά θεώρησαν πολύ τιμητικό να τους προσκαλώ να τραγουδήσουν κάτω από την Ακρόπολη. Σε έναν χώρο όπου κάθε καλλιτέχνης θα ήθελε να παίξει! Για τα δικά μας επέλεξα τον εξαιρετικό Κώστα Τριανταφυλλίδη, με τον οποίον άλλωστε συνεργαζόμαστε στενά τα τελευταία χρόνια και η φωνή του ταιριάζει απόλυτα στο ύφος και στο ήθος των τραγουδιών αυτών. Ξέρεις, τα τραγούδια αυτά θέλουν μια καθαρή ματιά, εννοώ καθαρές προθέσεις. Τίποτα έτοιμο.
Πρέπει να γεννιέται εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό προϋποθέτει μια αθωότητα. Μαζί μας θα έχουμε και τη Δήμητρα Μωραΐτη, μια νέα φωνή, την οποία άκουσα πριν μερικούς μήνες και εντυπωσιάστηκα με την ωριμότητα, την τεχνική και τα έμφυτα γυρίσματά της, παρ’ όλο που είναι πολύ νέα σε ηλικία. Κάνουμε ήδη τρεις μήνες πρόβα. Ακόμη μαζί μας θα παίξουν εξαιρετικοί δεξιοτέχνες και μόνιμοι συνεργάτες μου, κι εγώ στο πιάνο. Πιστεύω πως θα είναι μια μαγική βραδιά. Για εμένα τουλάχιστον συγκινητική. Γιατί πιστεύω πως η μουσική και τα τραγούδια, δημιουργούν έναν κοινό μύθο που έχουμε τόσο ανάγκη, από όπου κι αν προέρχονται εφόσον περιέχουν αλήθεια.

Θα υπάρχει αφήγηση στη συναυλία στο Ηρώδειο; Κάτι που να περνάει το κοινό από το ένα είδος στο άλλο; Πώς θα ταξιδέψεις το κοινό σε αυτούς τους κόσμους;
Προφανώς θα λέω δυο κουβέντες, όπου νιώθω πως είναι απαραίτητο. Όμως πρωταγωνιστής της βραδιάς δεν είμαστε εμείς, αλλά τα τραγούδια. Η ροή είναι τόσο φυσική, ας πούμε μετά την εμβληματική «Αχάριστη» του Τσιτσάνη, ξεκινάει η εισαγωγή του μαγικού «O Pagem» από την Πορτογαλία και νομίζεις μέχρι να ξεκινήσει το τραγούδισμα πως συνεχίζει ένα δικό μας ρεμπέτικο. Θέλω να πω πως η συναυλία έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε τα τραγούδια να μιλάνε από μόνα τους. Δεν είναι ούτε εκπαιδευτική ούτε ακαδημαϊκή. Το τελείως αντίθετο. Είναι για καθαρά μουσική απόλαυση, εφόσον έρχεσαι με ανοιχτή καρδιά και διάθεση για… περιπέτεια!

Είσαι ένας κοσμοπολίτης άνθρωπος. Έχεις ταξιδέψει, έχεις ζήσει σε άλλες χώρες. Πώς σε επηρέασε αυτή η πορεία στον άνθρωπο και μουσικό που είσαι σήμερα; Ποια είναι τα πιο έντονα στοιχεία που αφομοίωσες;
Σαφώς τα χρόνια που έζησα και εργάστηκα στην Αμερική έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια και στον χαρακτήρα μου, αλλά και στη μουσική μου. Ήμουν πάντα ανοιχτός στις μουσικές του κόσμου και σε πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Η Αμερική ήρθε κι έδεσε. Όπως ξέρεις η Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες είναι melting pot, καζάνι όπου έχουν αναμειχθεί όλες οι φυλές του κόσμου. Ήμουν ήδη έτοιμος από την Ελλάδα, αλλά όταν έζησα εκεί –15 χρόνια συνολικά– επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες μου. Είμαστε απλά μια κουκκίδα. Πολύ σημαντική μεν, αλλά δεν παύουμε να ζούμε ανάμεσα από εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους με διαφορετικά γούστα, στιλ, προτιμήσεις, απόψεις, ενδιαφέροντα. Για μένα σημαντικό ήταν πως δέχτηκα στη μουσική μου επιρροές από παντού, για τις οποίες όμως ήμουν έτοιμος. Διψούσα να μάθω, να ακούσω, ήμουν περίεργος να δω τι θα προκύψει όταν συνδιαλλαγώ μουσικά με τους υπόλοιπους.

Το ρεμπέτικο έχει καθαγιαστεί ιστορικά. Πιστεύεις ότι αυτό του έχει στερήσει κάτι από την αυθεντικότητά του; Το αντιμετωπίζουμε πια σαν ένα είδος πολιτιστικής κληρονομιάς ή έχει ακόμα ύπαρξη σε κάποιους κύκλους;
Είναι γνωστή η διάλεξη του Χατζιδάκι στον πνευματικό κόσμο της Αθήνας το 1949 για το ρεμπέτικο. Ουσιαστικά ο ίδιος με τη διάλεξη αυτή και τη συναυλία που ακολούθησε έφερε τα ρεμπέτικα τραγούδια από τα καταγώγια στο φως. Οι Αθηναίοι έμειναν έκπληκτοι με τη ζωντάνια και τη δύναμη των τραγουδιών και αγκάλιασαν αυτό το πρωτόγνωρο γι’ αυτούς είδος το οποίο έκανε την καρδιά τους να δονείται. Φυσικά δεν έλειψαν και σφοδρές αντιδράσεις από μια μερίδα ανθρώπων που το θεώρησαν απλά λούμπεν. Τελικά βέβαια ο Χατζιδάκις δικαιώθηκε και για πολλά χρόνια το ρεμπέτικο μπήκε στα σαλόνια της Αθήνας και οι συνθέτες, στιχουργοί και τραγουδιστές του είδους μεσουράνησαν. Και μετά η εποχή άλλαξε. Ήρθε το αρχοντορεμπέτικο και το αμιγώς λαϊκό τραγούδι. Σήμερα ρεμπέτικο τραγούδι δεν υπάρχει. Θέλω να πω έγινε της μόδας, έφυγε, ξαναήρθε, αλλά τελείωσε οριστικά και αμετάκλητα. Όπως έχει σχολιάσει και ο Χατζιδάκις «… Το ρεμπέτικο υπήρχε μόνον έναν καιρό που λειτουργούσε παράνομα σε απρόσιτες και απομακρυσμένες κρυψώνες, κάπου στα πέριξ. Ακόμα υπήρχε και όταν άρχιζε να εκφράζει λειτουργικά, πάθη και βιώματα μεταπολεμικά μιας ανώνυμης, ζαλισμένης απ’ την καταστροφή, προδομένης μάζας, που ένιωθε την ανάγκη της ερωτικής επικοινωνίας και δεν μπορούσε, και τη διάθεση να ξεφύγει από την πραγματικότητα της, και πάλι, δεν μπορούσε. Όλη αυτή η περίοδος μας έδωσε ογδόντα τραγούδια. Τίποτα παραπάνω. Ογδόντα τραγούδια και έναν μύθο, γραφικό σήμερα. Γραφικό όπως ο Θεόφιλος και ο Καραγκιόζης».

Ποιοι ακούνε ρεμπέτικα στην Ελλάδα σήμερα; Έχεις παρατηρήσει την αντίδραση του νέου κοινού σε αυτά;
Συναντώ συχνά νέα παιδιά που είναι λάτρεις του είδους και άλλους οργανοπαίχτες και απόφοιτους των μουσικών σχολείων που έχουν κάνει αρκετά σοβαρή δουλειά με τα ρεμπέτικα. Νέα παιδιά κοντά είκοσι χρονών βιρτουόζους κυριολεκτικά στο τρίχορδο μπουζούκι, άλλοι ξέρουν λεπτομερώς τους αμανέδες , άλλοι «έχουν κάνει διατριβή στα σμυρνέικα». Αυτό που θέλω να πω είναι πως ναι μεν ρεμπέτικο τραγούδι δεν υπάρχει, αλλά δεν αποτελεί μουσειακό είδος. Πώς θα γινόταν άλλωστε; Στίχοι και μουσικές, ερμηνείες και παιξίματα που ξυπνάνε πρωτόγνωρα αισθήματα. Ομορφιά, καθαρή εικόνα στη θολή εποχή που ζούμε. Θα έλεγα πως τα ρεμπέτικα είναι σαν μια όαση, σαν ένα μπουκέτο λουλούδια στη σκληρή εποχή που ζούμε.

Αναπόφευκτα θα πρέπει να σε ρωτήσω και για τη μουσική στην ταινία «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου που θα δούμε τα Χριστούγεννα. Κατ' αρχάς πώς αντιμετώπισες την επανεκτέλεση των τραγουδιών του Καζαντζίδη; Μπορούσαν να «πειραχτούν» αυτά τα τραγούδια;
Φροντίσαμε να είναι όσο πιο κοντά στις original ενορχηστρώσεις και να ταιριάζουν με το κλίμα της εποχής.

Ο Χρήστος Μάστορας έχει εκείνο το ειδικό βάρος της παρουσίας και κυρίως της ερμηνείας του Καζαντζίδη; Πώς τον «βαρύνατε»;
Με πάσα ειλικρίνεια, ότι ήμουν πολύ επιφυλακτικός για το ποιος θα ερμηνεύσει τα τραγούδια του μοναδικού Στέλιου Καζαντζίδη. Όμως στην πρώτη μας συνάντηση μπορώ να σου πω ότι εντυπωσιάστηκα με την έκταση και το χρώμα της φωνής του, τον τρόπο που είχε μελετήσει τον Καζαντζίδη, κάθε του ανάσα, κάθε του γύρισμα, πάντα με σεβασμό και ευγένεια. Ο Χρήστος είναι ένα πολύ εργατικό και ταλαντούχο παιδί. Προσέγγισε με τον τρόπο του αυτή τη σαρωτική προσωπικότητα και φωνή.

Μίλα μου και για την πρωτότυπη μουσική της ταινίας. Εκεί πώς κινήθηκες; Σαν να γράφεις κλασικό σάουντρακ ή πάλι ενσωματώνοντας στοιχεία της λαϊκής μουσικής των 50s-60s;
Το σάουντρακ το έχω αντιμετωπίσει όπως θα έκανα scoring σε οποιαδήποτε ταινία, είναι δηλαδή διαφορετικό από τα τραγούδια. Παρακολουθώ μουσικά τον ήρωα, τον μυθικό Στέλιο Καζαντζίδη, εντείνοντας το δράμα της ιστορίας, όπου χρειάζεται. Σκοπός της μουσικής μου είναι να αφηγηθεί την ιστορία του εκάστοτε κεντρικού χαρακτήρα. Φυσικά υπάρχουν στοιχεία και χρώματα από τα τραγούδια που θα ακούσετε στην ταινία.

Στη συναυλία σου στο Ηρώδειο θα ακουστούν κομμάτια από το σάουντρακ του «Υπάρχω»;
Όχι, δεν θα ακουστούν κομμάτια από την ταινία, γιατί κατ’ αρχήν ανήκουν στη μεταγενέστερη περίοδο του λαϊκού τραγουδιού. Παρ’ όλα αυτά, η επιλογή των κομματιών για τη συναυλία στις 2 Σεπτεμβρίου έχει γίνει με αρκετή σκέψη και έρευνα, διότι όπως ξέρετε το ρεμπέτικο τραγούδι έχει αφήσει πλούσια κληρονομιά. Έτσι, οι επιλογές που έχω κάνει είναι ένας συνδυασμός δικών μου αγαπημένων τραγουδιών που με έχουν στιγματίσει, έχοντας στοn νου και τη σύνδεση με τα tango, τα fado και τα blues . Πιστεύω πως όλο αυτό θα σας αρέσει πολύ και θα περάσετε μια όμορφη βραδιά.

Τι άλλο θα δούμε και θα ακούσουμε από σένα στη νέα σεζόν; 
Εκτός από την ταινία «Υπάρχω» που θα βγει στους κινηματογράφους τον Δεκέμβριο, γράφω μουσική για δύο θεατρικές παραστάσεις. Το «in the next room ή the vibrator play» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και την «Ετυμηγορία» σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια. Έχω στο μυαλό μου και δυο τρια ακόμα project που θα ήθελα να κάνω, αλλά θα τα μάθετε εν καιρό.

Δείτε περισσότερα για τη συναυλία στο Ηρώδειο στο City guide της Athens Voice