Μουσικη

Drake εναντίον Kendrick Lamar: Είναι μια διαμάχη - κλειδί για το μέλλον του hip hop;

Τι σημαίνει το beef που απέκτησε πρωτοφανή διάσταση και τι μπορεί να σηματοδοτεί

Χάρης Συμβουλίδης
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το beef Drake - Kendrick Lamar: Η κόντρα των δύο ράπερ 

Δεκαεφτά καλοκαίρια πριν, σε ένα επεισόδιο της έκτης τηλεοπτικής σεζόν του “Monk” (Ιούλιος 2007), ο ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ που ενσάρκωνε ο Tony Shalhoub έμπλεξε σε μια κόντρα μεταξύ δύο μεγάλων χιπ χοπ ονομάτων –“beef”, στη δική τους γλώσσα– η οποία φάνηκε να περνά την κόκκινη γραμμή που χωρίζει τις λέξεις από τις πράξεις, καταλήγοντας σε βομβιστική επίθεση. Ευτυχώς, στη μέχρι τώρα διαμάχη του Kendrick Lamar με τον Drake δεν έχουν υπάρξει τέτοια φαινόμενα, αν και η γραμμή που λέγαμε ίσως παραβιάστηκε τον Μάιο, όταν ένας φρουρός του Drake πυροβολήθηκε έξω από την έπαυλή του στο Τορόντο. Είχε σχέση με τα μεταξύ τους επεισόδια; Παραμένει ασαφές· σίγουρα, πάντως, ήταν οπαδοί του Lamar που βανδάλισαν το κατάστημα OVO του Drake στο Λονδίνο, μέσα στον ίδιο μήνα.

Φυσικά, οι αντιπαλότητες μεταξύ των αμερικανών ράπερ δεν είναι κάτι καινούργιο. Το επεισόδιο του “Monk”, άλλωστε, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να απηχεί μια παλιότερη, πασίγνωστη και όντως θανατηφόρα κόντρα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ακτής: 2Pac, Notorious B.I.G., τα ξέρουμε και στην Ελλάδα. Γιατί, λοιπόν, αποτελεί τόσο σπουδαία είδηση η νέα αυτή διένεξη; Δεν είναι «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου», όπως λέμε στα μέρη μας; Εδώ βαρεθήκαμε τα δικά μας beefs, τόσο τα αρχαιότερα (B.D. Foxmoor vs. Νικήτας Κλιντ), όσο και τα νεότερα (Snik vs. Mente Fuerte), θα ασχολούμαστε μ' εκείνα της Αμερικής;

Τα ερωτήματα δείχνουν αμείλικτα, όμως δεν είναι λίγοι όσοι βλέπουν μια ενδιαφέρουσα «κοσμογονία» στην κόντρα των δύο σούπερ σταρ. Η οποία δεν αναπροσδιορίζει μόνο τους όρους, τη γλώσσα ή τα όρια των rap beefs, μα καταλήγει να αφορά και το ίδιο το χιπ χοπ, ως προς το μέλλον της ισορροπίας μεταξύ καλλιτεχνικής αυθεντικότητας και τεράστιας εμπορικής δυναμικής. Κι εδώ ανοίγει ένα όντως ενδιαφέρον πεδίο συζήτησης.

Drake vs Kendric Lamar: Το beef από το «Fuckin' Problems» στην κλιμάκωση

Δεν υπάρχει πρόθεση πλατειασμού με πράγματα που βρίσκονται εύκολα στο ίντερνετ, ωστόσο είναι δύσκολο να μπει κανείς στην όλη συζήτηση δίχως έναν βασικό «οδικό χάρτη» της διαμάχης. Κι επειδή δεν ζούμε στην Αμερική, κρίνεται χρήσιμο να ξεκινήσουμε από ένα σημείο με πραγματικό εκτόπισμα στην Ελλάδα, αφού το ευρύ κοινό της χώρας μας δεν έμαθε τον Kendrick Lamar από τους διθύραμβους της κριτικής για τα “Good Kid, M.A.A.D City” (2012) και “To Pimp A Butterfly” (2015), ούτε περίμενε το viral κύμα αυτοσχέδιων χορευτικών βίντεο που συνόδευσε το “In My Feelings” (2018), ώστε να συστηθεί με τον Drake.

Αντιθέτως, η πρώτη επαφή έγινε μέσω της παγκόσμιας επιτυχίας “Fuckin' Problems” του A$AP Rocky (2012), που εισέβαλλε εντυπωσιακά ακόμα και στη mainstream διασκέδαση της μνημονιακής Αθήνας, εξοικειώνοντας τους περισσότερους με το όνομα και την όψη των δύο ράπερ, έξι χρόνια προτού γράψει ο ΛΕΞ εκείνη τη ρίμα για το πόσο τυχερός αισθάνεται που ζει «την εποχή του Kendrick και του Messi». Χάρη σε αυτό το τραγούδι, μάλιστα, προβλήθηκε και μια εικόνα σύμπνοιας, διόλου πλασματική: οι σχέσεις ήταν πράγματι αγαστές και ο ήδη καθιερωμένος Drake είχε βοηθήσει τον άσημο Kendrick Lamar να βγει στο προσκήνιο.

Το 2013, όμως, κάτι άλλαξε. Συμμετέχοντας στο “Control” του Big Sean με μία από τις πιο διάσημες ρίμες του, ο Lamar αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Νέας Υόρκης, βάζοντάς τα και με τον Drake και με τον A$AP Rocky –συν εννέα ακόμα ράπερ. Έπειτα, βέβαια, εμφανίστηκε με καταλαγιαστικές διαθέσεις, δηλώνοντας πως ό,τι είπε το εννοούσε σε ένα πλαίσιο ευγενούς άμιλλας, για το ποιος θα αναδειχθεί καλύτερος στο χιπ χοπ παιχνίδι. Οι υπόλοιποι δεν (φάνηκε να) το πήραν στραβά. Ο Καναδός, ωστόσο, ενοχλήθηκε. Έστω κι αν δεν το κατέστησε πολύ σαφές, αφού αλλιώς αντέδρασε σε μια συνέντευξη στο Billboard, αλλιώς όταν μίλησε στο Pitchfork κι αλλιώς όταν βρέθηκε καλεσμένος στον θρυλικό ραδιοσταθμό HOT 97.  

Έκτοτε, Drake και Lamar δεν ξανασυνεργάστηκαν, εντούτοις αμφότεροι διέψευδαν σταθερά, επί σειρά ετών, ότι βρίσκονται σε διαμάχη. Αλλά ο Marc Griffin έχει λανσάρει μια ενδιαφέρουσα θεωρία, λέγοντας ότι ακολούθησαν τακτικές Ψυχρού Πολέμου μετά το “Control”, με το beef να εκτυλίσσεται μέσω πλάγιων, θολών βολών (τα λεγόμενα sneak disses, στη χιπ χοπ αργκό). Υπό μια τέτοια οπτική, δίνονται περιθώρια να δει κανείς το “The Language” του Drake (2013) ή το “King Kunta” του Lamar (2015) ως sneak disses, προσθέτοντας ακόμα και το ειδικό βάρος του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος δήλωσε (2016) ότι, σε μια ραπ μάχη μεταξύ τους, νικητής θα αναγορευόταν ο Lamar –περιττό να πούμε, ασφαλώς, πόσο ενοχλήθηκε ο Drake, ο οποίος του απάντησε ονομαστικά στο “Summer Sixteen”.

Για τους περισσότερους, πάντως, το beef που ξέσπασε με απροσδόκητη σφοδρότητα φέτος τον Μάρτιο ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Και ήταν πάλι ο Lamar που έσυρε πρώτος τον χορό, ξανά ως συμμετέχων σε τραγούδι άλλου καλλιτέχνη –στο επιτυχημένο “Like That”, των Metro Boomin & Future. Αδειάζοντας, βέβαια, όχι τον ίδιο τον καναδό ράπερ, αλλά τον J Cole, ο οποίος, συμπράττοντας με τον Drake στο “First Person Shooter” (Οκτώβριος 2023), συμπεριέλαβε τους δύο καλλιτέχνες και τον εαυτό του στους τρεις μεγάλους του σύγχρονου χιπ χοπ. Ο Lamar, όμως, δεν το δέχτηκε, υποδεικνύοντάς του ότι μόνος μεγάλος είναι αυτός.

Κάπου εκεί, λοιπόν, ξεχείλισε το ποτήρι της οργής του Drake, ο οποίος αντεπιτέθηκε άμεσα με το “Push Ups”, με τις δύο πλευρές να μονομαχούν λεκτικά μέσω 8 ακόμα τραγουδιών, όπου ειπώθηκαν σοκαριστικά πράγματα: στο “Family Matters” ο Drake ισχυρίστηκε ότι πατέρας ενός παιδιού του Lamar είναι στην πραγματικότητα ο παραγωγός Dave Free, με τον ράπερ από την Καλιφόρνια να σηκώνει το γάντι στα “Meet The Grahams” και “Not Like Us”, κατηγορώντας τον καναδό σταρ για εμπλοκή σε κυκλώματα πορνείας, αλλά και για σεξουαλικές περιπτύξεις με ανήλικα κορίτσια.

Η κόντρα Drake - Kendrick Lamar: Νικητές και χαμένοι

Με τον Drake να αποτελεί σαρωτικό εμπορικό φαινόμενο –καταγράφοντας διείσδυση ακόμα και σε ακροατήρια που δεν σκοτίζονται, συνήθως, για τη ραπ κουλτούρα– και με τον Kendrick Lamar να έχει αναγνωριστεί πολλάκις ως το ισχυρότερο ποιοτικό χαρτί του νεότερου χιπ χοπ, το beef τους έλαβε, εξαρχής, τον χαρακτήρα ενός ντέρμπι κορυφής. Και η αλήθεια είναι ότι διεξήχθη με τέτοιους όρους.

Έστω και εν αγνοία του για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν, ο Drake αποτυπώνεται στα ωραία του στο “First Person Shooter”. Αλλά κι έπειτα είχε στιγμές όπου υπερέβη εαυτόν, ιδιαίτερα στα “Push Ups” και “Family Matters”. Σαφώς κι έριξε το επίπεδο, στη φούρια του να αμφισβητήσει την καλλιτεχνική αυθεντικότητα του αντιπάλου –κοροϊδεύοντας, λ.χ., το ύψος του Lamar, κατηγορώντας τον ότι ξυλοφορτώνει την αρραβωνιαστικιά του ή ασχολούμενος με την πατρότητα των τέκνων του. Ήταν, όμως, σαν η όλη διαμάχη να τον ώθησε να χρησιμοποιήσει την πλήρη παλέτα των εκφραστικών του δυνάμεων, τόσο στις ρίμες (ακόμα κι αν δεν τις έγραψε ο ίδιος), όσο και στο μικρόφωνο. Τουλάχιστον πριν ξεφουσκώσουν τα πάντα στο “The Heart part 6”, όπου επέστρεψε στον γνώριμα μετριότατο εαυτό του, ραπάροντας με εκείνο τον ενοχλητικό τρόπο που ακούγεται λες και διαβάζει τους στίχους από την οθόνη του κινητού.

Ο Lamar, με τη σειρά του, κέντησε σταυροβελονιά στα δικά του κομμάτια, χρησιμοποιώντας την καλλιτεχνική του υπεροπλία ώστε να πλήξει συνολικά τον Drake, όχι μόνο ως ράπερ, μα και ως άνθρωπο. Δεν πρέπει να λησμονούμε, βέβαια, ότι η δημόσια εκτόξευση τόσης λάσπης ισούται με τη χείριστη κιτρινίλα, εφόσον δεν διαθέτεις αποδείξεις για τις σοβαρές κατηγορίες παιδοφιλίας και sex trafficking που εξαπολύθηκαν μέσω των “Meet The Grahams” και “Not Like Us”. Ωστόσο, ακόμα και με αυτούς τους αστερίσκους, ακόμα και με την απογοητευτικά στημένη και μονότονη performance του “Meet The Grahams”, ο Lamar διαφήμισε ξανά τις απαράμιλλες ρητορικές στρατηγικές που τον καθιέρωσαν και χτύπησε τον αντίπαλο με ραπάρισμα επιπέδου· αλλά και με εκλεκτικά beats & samples, τα οποία αγκάλιασαν μια αξιοθαύμαστη βεντάλια «μαύρων» ήχων, αφού περιέλαβαν old school χιπ χοπ, τζαζ, funk, κλασική soul ή το λούστρο του παλιού R&B.

Δεν έλειψε και το ευφυές χιούμορ, επίσης: σαμπλάροντας, ας πούμε, το “=What A Wonderful Thing Love Is” για τις ανάγκες του “6:16 In LA”, δεν παρέπεμψε απλά στον μέγα Al Green, μα έκλεισε και πιο έμμεσα το μάτι στον Drake, αφού κιθαρίστας στο συγκεκριμένο κομμάτι ήταν ο θείος του Mabon "Teenie" Hodges. Τέλος, αξίζει να παρατηρήσουμε και μερικούς ακόμα δείκτες, που συνήθως διαφεύγουν της προσοχής μας στο Δυτικοκεντρικό περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε: αμφότεροι οι αντίπαλοι είδαν τα τραγούδια τους να γνωρίζουν top-5 επιτυχία και σε αγορές δύσκολες για το χιπ χοπ (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, λ.χ.). Μόνο ο Lamar, όμως, κατόρθωσε, με τα “Euphoria” και “Not Like Us”, να διεισδύσει σε χώρες σαν την Ινδία, τη Νιγηρία ή τα νησιά Φίτζι, όπου συνήθως υπερτερούν οι τοπικές μουσικές, με τους Δυτικούς ήχους να μένουν στο περιθώριο των προτιμήσεων.

Λόγω της όλης κιτρινίλας, τώρα, τρέφω συμπάθεια για την άποψη του Questlove των Roots, ο οποίος αρνήθηκε να μπει σε λογική νικητών και χαμένων, θεωρώντας το beef ως κατάντια για το σύγχρονο χιπ χοπ. Είναι μια θέση στην οποία θα επιστρέψω. Κατά τα λοιπά, στις Η.Π.Α. έσπευσαν να διαλέξουν στρατόπεδα, ανακηρύσσοντας νικητή τον Lamar –κατά κράτος, σύμφωνα με τον Laurence Ralph των New York Times, με πύρρειο τρόπο, κατά τον Alphonse Pierre του Pitchfork. Θα πρότεινα, πάντως, να μην είμαστε τόσο δεκτικοί στις ανάγκες του αμερικάνικου Τύπου για τόνωση της αναγνωσιμότητας. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε, δηλαδή, ότι το beef έληξε και δεν θα αναζωπυρωθεί, ήταν ποτέ δυνατόν να κερδίσει ο Drake τον Kendrick Lamar; Ακούμε τους ίδιους δίσκους, εδώ και μια δεκαπενταετία; Κι έστω ότι ήταν (κάπως) έτσι τα πράγματα, έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία αυτή η νίκη;

Τελικά, θα έπρεπε να μας νοιάζει τόσο;

Είναι απλό το ερώτημα που προκύπτει, στο τέλος(;) του όλου σίριαλ και του αξίζει μια εξίσου απλή απάντηση: όχι, δεν θα έπρεπε να μας νοιάζει τόσο. Κι αναλόγως απαντιέται και το ερώτημα του τίτλου –όχι, η κόντρα του Drake με τον Kendrick Lamar δεν αποτελεί κλειδί ή γενικότερα εργαλείο, ώστε να στοχαστούμε πάνω στο μέλλον του χιπ χοπ.

Ασφαλώς, οι ενεργά ασχολούμενοι με το είδος είχαν/έχουν κάθε λόγο να παρακολουθούν. Όπως είπαμε, τέτοιες διενέξεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ραπ παράδοσης, οπότε το κοινό δικαιούται να περιμένει ότι από τις σχετικές επιθέσεις και αντεπιθέσεις θα πηγάσει πρωτοκλασάτο υλικό. Συνέβη και στο παρελθόν (αρκεί να θυμηθούμε, πρόχειρα, το “Hit 'Em Up” του 2 Pac ή το “Takeover” του Jay-Z), συνέβη και τώρα, τικάροντας όλα τα κουτάκια αυτών των προσδοκιών. Κι όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής των rap beefs, είναι πιθανό ότι όντως τέθηκαν τα στάνταρ με τα οποία θα τα δούμε να εκτυλίσσονται μελλοντικά. Είναι ορθή, δηλαδή, η εκτίμηση αρθρογράφων σαν π.χ. τον Angel Diaz του Billboard, ότι οι ψηφιακές ευκολίες στη μουσική πρόσβαση και η άμεση διάδραση με τους ακροατές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εδραιώνονται ως παράγοντες ξεχωριστής βαρύτητας, δίπλα στις αμιγώς χιπ χοπ ικανότητες σε στίχο, παραγωγές και ραπάρισμα.

Έξω από αυτόν τον ορίζοντα, όμως, όλα τούτα δεν έχουν παρά ελάχιστη σημασία. Οι ισχυρισμοί ότι διακυβεύεται κάτι πιο μεγάλο είναι θεαματικοί, τραβάνε δικαιολογημένα το ενδιαφέρον όσων ασχολούνται με την επίκαιρη ποπ κουλτούρα, μα εν τέλει μένουν αστήρικτοι, φανερώνοντας σοβαρό έλειμμα εμβάθυνσης και ορθών συσχετισμών ανάμεσα στους Αμερικανούς σχολιαστές που ισχυρίζονται ότι στο ρινγκ του εν λόγω beef παίχτηκε, παράλληλα, το μέλλον του χιπ χοπ.

O YouTuber Matt, ας πούμε, ο οποίος τρέχει το δημοφιλές κανάλι What's The Dirt? καταγράφοντας και σχολιάζοντας τον ραπ πολιτισμό των καιρών μας, έχει συνεισφέρει μια εμβριθή και καλά τεκμηριωμένη γεγονοτολογία της διαμάχης (“Drake Vs Kendrick Lamar - The 100% Full Story Explained”), μα προσπαθεί, παράλληλα, να στηρίξει και την άποψη ότι, σε αντίθεση με τον ρηχό Drake, ο Lamar υπερασπίζεται μια διαφορετική προσέγγιση στο χρήμα, στη ζωή και στη δόξα, η οποία μπορεί να είναι ακόμα και τραυματική.

Για μένα, πάλι, αυτή είναι μια μάλλον ηθικίστικη και σίγουρα ασυνεπής στάση. Γιατί, ακόμα κι αν δεχτούμε τις παραμέτρους της, ο Drake αποτυπώθηκε ως ο γνωστός Drake, ενώ ο ψαγμένος Lamar της συζητημένης κοινωνικοπολιτικής αίγλης και της υποτιθέμενης διαφορετικότητας πρόβαλλε όχι μόνο ως αυτάρεσκα επιτιθέμενος νάρκισσος, αλλά κι ως εκείνος που εύκολα κύλησε στον βούρκο των χυδαίων προσωπικών προσβολών, παρά το αδιαμφισβήτητο ρητορικό του επίπεδο. Το “Not Like Us” μπορεί να έγινε προεκλογικός ύμνος για τους Δημοκρατικούς –σε ένα ακόμα κρίσιμο σημείο για το ποιοι είναι και τι θέλουν, ενόψει της νέας επέλασης του Ντόναλντ Τραμπ προς την προεδρία– μπορεί να σκιαγράφησε τον Drake ως τον κακό της υπόθεσης, μπορεί να στηρίχτηκε από μια βιομηχανία που τον είχε (καλώς ή κακώς) άχτι, πάντως ο Lamar επικρατεί τελικά χάρη στις καλλιτεχνικές του αρετές, όχι λόγω κάποιου αστραφτερού ηθικού πλεονεκτήματος. Αν όντως υπήρχε κάτι τέτοιο, το τσαλαπάτησε με τον πιο απογοητευτικό τρόπο.

Θα πρότεινα, όμως, μία ακόμα βαθύτερη βουτιά –έστω κι από το μετερίζι μιας περιφερειακής, ίσως και «επαρχιώτικης», Ελλάδας– προς την άποψη που θέλει τη διένεξη να αποτελεί καμπή για το μέλλον του χιπ χοπ, όπως την εκφράζουν, λ.χ., γραφιάδες σαν τον William E. Ketchum III (New York Times, Rolling Stone, Bloomberg κ.ά.). Η συλλογιστική αυτή προβάλλει το beef με όρους που θυμίζουν την παλιά rock διαμάχη μεταξύ Kurt Cobain και Axl Rose, μεταξύ, δηλαδή, των αναδυόμενων εναλλακτικών της δεκαετίας του 1990 και των κατεστημένων hard rock κωλόπαιδων της δεκαετίας του 1980 (που επίσης συστεγάζονταν στην ίδια εταιρία).

Εκεί, όμως, οι διαχωριστικές γραμμές ήταν καθαρές και συγκρούστηκαν αληθινά ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας. Αντιθέτως, Kendrick Lamar και Drake αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: εκπροσωπούν την εκτόξευση του χιπ χοπ στο mainstream της δεκαετίας του 2010 και την απόπειρά του να καταστεί «ποπ του 21ου αιώνα», προσελκύοντας λευκό κοινό των μεσαίων τάξεων των Η.Π.Α./της Δύσης, το οποίο έως τότε προσδιοριζόταν μουσικά μέσω του indie, μα φάνηκε πρόθυμο να ξανοιχτεί σε ένα κομμάτι του χιπ χοπ, υπό τις ευλογίες του Pitchfork. Ο Lamar έχει τα δίκια του, λοιπόν, όταν κατηγορεί τον Drake για επιδερμικά πατήματα στη μαύρη κουλτούρα. Αλλά κι ο Drake δεν έχει άδικο όταν του λέει ότι «ραπάρει για τους λευκούς» και ότι έχει γίνει τόσο συστημικός, ώστε πάει πρόθυμα να κολλήσει μια ραπ ρίμα ακόμα και σε καταγέλαστες περιπτώσεις τύπου Maroon 5 (το έχει κάνει, στο “Don't Wanna Know”).

Ο Lamar, βέβαια, διαθέτει βαθύτερα πατήματα στο μαύρο παρελθόν και σίγουρα μπήκε στο τερέν κομίζοντας τον πλούτο της στιχουργικής του. Στο φινάλε, όμως, παίζει στο ίδιο ακριβώς παιχνίδι με τον «επιφανειακό» Drake –δεν υπάρχει αυτό το «αντιπροσωπεύουν εκ διαμέτρου αντιθετικές οπτικές στο μέλλον του χιπ χοπ» που ισχυρίζεται ο Ketchum, θυμίζοντας τις ανυπόστατες υπερβολές που γράφτηκαν στην Αμερική για την trap, όσες την παραλλήλισαν με τη no future φιλοσοφία του punk. Επίσης, ο Lamar δεν πρεσβεύει το old school χιπ χοπ, στον βαθμό τουλάχιστον που προσπαθούν να μας πείσουν διάφοροι, συχνά και ο ίδιος. Ας ρωτήσουν κι όσους ακούμε από αυτό, ώστε να τους ενημερώσουμε πως, όση εκτίμηση κι αν του έχουμε, προτιμάμε στιβαρότερους ράπερ στο μικρόφωνο. Κι αν όντως ψάχνει κανείς για ένα χιπ χοπ ντέρμπι εδραζόμενο στο ποιοτικό αποτύπωμα και όχι στο στάτους, θα έπρεπε ο Lamar να το διεξάγει με τους Run The Jewels, όχι με τον Drake.

Το beef δεν έρχεται, λοιπόν, να γυρίσει σελίδα στο χιπ χοπ, μα να καταδείξει ρωγμές στη μέχρι πρότινος παντοκρατορία του. Παρά την αδιαμφισβήτητη διεύρυνση της αποδοχής, η λίγο πριν τα 40 φουρνιά των δύο ράπερ δεν κατάφερε, τελικά, να πρεσβεύσει την «ποπ του 21ου αιώνα»: η ποπ είναι πάντα εδώ –κι εξακολουθεί να βασιλεύει με τους χαμαιλεοντικούς της τρόπους– ενώ τα trap / drill φαινόμενα δείχνουν ήδη τα όρια της δυναμικής τους. Διακινδυνεύοντας μια προσωπική εκτίμηση, θα κλείσω λέγοντας ότι Drake & Kendrick Lamar θα συνεχίσουν μεν να λογίζονται στους πρωταγωνιστές, μα δύσκολα θα ξαναβγάλουν δίσκους ισάξιους με εκείνους που τους καθιέρωσαν. Αποτελούν κατεστημένες δυνάμεις. Κι ό,τι μέλλει να καθορίσει το ραπ ζυμώνεται κάπου στο underground, όχι στο προσκήνιο.