Μουσικη

The Smashing Pumpkins: Η τεχνητή νοημοσύνη θα εξαφανίσει τους pop stars

Ο Billy Corgan μιλάει στην Athens Voice πριν την πολυαναμενόμενη συναυλία τους στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στις 16 Ιουλίου
Τάνια Σκραπαλιώρη
ΤΕΥΧΟΣ 923
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

The Smashing Pumpkins: Συνέντευξη με τον Billy Corgan πριν τη συναυλία της μπάντας στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, την Τρίτη 16 Ιουλίου.

Όταν οι Smashing Pumpkins ανακοίνωσαν –το 1995– την κυκλοφορία ενός διπλού concept album, σχεδόν όλοι, από τα μουσικά μέσα μέχρι την δισκογραφική τους εταιρεία, υπέθεσαν ότι μια τέτοια κίνηση, έξω από τις νόρμες της alternative rock δημιουργίας, θα ήταν εμπορική αυτοκτονία. Υπήρχαν φυσικά τα παραδείγματα των Beatles, των Pink Floyd, των Led Zeppelin, όλα τα ιερά τέρατα με τα ιερά τους εγχειρήματα, αλλά ποιος ήταν στ’ αλήθεια αυτός ο παράξενος τύπος από το Σικάγο που ήθελε να τα βάλει, από το τρίτο μόλις album της μπάντας, με την πεπατημένη του ροκ αφηγήματος της εποχής; Ο Billy Corgan και οι Smashing Pumpkins είχαν φυσικά την απάντηση που θα διέψευδε όλες τις «ανησυχίες» και τη σέρβιραν μεγαλοπρεπώς στη συσκευασία του «Mellon Collie and the Infinite Sadness» – ένας πραγματικά «μεγάλος» δίσκος της alternative rock εποποιίας και ένας από τους τελευταίους, αν όχι ο τελευταίος, πριν οι κιθάρες γίνουν «ψαγμένο» έδεσμα στον κατάλογο των fast food αλυσίδων της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας.

Οι Smashing Pumpkins είχαν πάντα μια μυστική πυξίδα για το «πώς γίνεται». Όσο τα χρόνια περνάνε, η μουσική τους παραμένει ζωντανή, την ανακαλύπτουν σήμερα παιδιά που ήταν μωρά ή αγέννητα όταν κυκλοφορούσαν το «Gish» και το «Siamese Dream», το «Adore» και το «Machina/The Machines of God». Η αντισυμβατική αισθητική τους ήταν πάντα πλήρως συμβατή με τις αρχέγονες επιταγές της μελωδίας, κι έτσι αποσυνδέθηκαν με ευκολία από το κλασικό grunge άρμα στο οποίο τους είχε προσδέσει ο μουσικός Τύπος της εποχής. Γνώρισαν τεράστια εμπορική επιτυχία σε ένα είδος που μετριόταν σε οτιδήποτε παρά σε αριθμούς πριν τους Nirvana. Πούλησαν 30 εκατομμύρια δίσκους, κέρδισαν βραβεία Grammy και έζησαν όλο το ταξίδι, χωρίς να αποκλίνουν ποτέ από την αξιακή ταυτότητα με την οποία συστήθηκαν.

Όπως όμως συμβαίνει συνήθως στα μεγάλα προσωποπαγή μουσικά κεφάλαια, έτσι και το κεφάλαιο Smashing Pumpkins θα είχε γραφτεί με πολύ διαφορετικό τρόπο –ίσως να μην είχε γραφτεί και καθόλου– αν έλειπε από την εξίσωση ο κιθαρίστας και τραγουδιστής της μπάντας Billy Corgan. To να μιλάς μαζί του είναι μια τεράστια εμπειρία, καθώς ο χείμαρρος των θέσεών του και η βαθιά αλήθεια πολλών καυστικών και αφοριστικών τοποθετήσεων που του χάρισαν κατά καιρούς τη φήμη του «κακού παιδιού», σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό.

Έναν τέτοιο Billy Corgan συναντάμε στην «άλλη άκρη» του Ζoom, λίγο πριν την εκπλήρωση ενός μεγάλου συναυλιακού απωθημένου, με το μεγάλο live των Smashing Pumpkins στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στις 16 Ιουλίου, μαζί με τον Tom Morello. Με χειμαρρώδη λόγο (τόσο που δεν προλαβαίνουμε καν στα προγραμματισμένα 30 λεπτά της συνομιλίας να φτάσουμε στη μεγάλη αγάπη του για την επαγγελματική πάλη και για τη σχετική τηλεοπτική σειρά που ετοιμάζει) και διαυγής, ο Billy Corgan είναι σίγουρος για το πού θέλει να στέκεται καλλιτεχνικά και ηθικά. Press play.

Είστε μια μπάντα που κατάφερε σχεδόν με το καλημέρα να κάνει τη διαφορά, με ήχο που ξεχώριζε ανάμεσα στους ήχους grunge ηρώων της εποχής, πίσω από τους οποίους σας είχαν καταχωρίσει, και με τη διείσδυση σε «μαζικό κοινό» - κάτι που δεν υπήρχε πριν από εσάς και πριν τους Nirvana. Πώς θυμάστε εκείνη την εποχή;

To πρώτο που πρέπει να πούμε για εκείνα τα χρόνια είναι ότι στην αρχή επρόκειτο για μια περιορισμένη σκηνή. Υπήρχαν φυσικά μεγάλες «εναλλακτικές» μπάντες, οι Depeche Mode, οι Cure, αλλά δεν είχαν κάνει το μεγάλο crossover, δεν είχαν γίνει pop. Και κάποια στιγμή στα 90s εμείς, όπως και κάποιες άλλες μπάντες, το καταφέραμε, διασχίσαμε αυτό το όριο. Γίναμε στ’ αλήθεια κάτι μεγάλο. Ήταν μεγάλη έκπληξη για εμάς, όμως πολλές μπάντες δεν ήταν προετοιμασμένες για κάτι τέτοιο. Είχαν συνηθίσει να παίζουν για 90 -100 άτομα και ξαφνικά είχαν να διαχειριστούν όλο το αμερικανικό και ευρωπαϊκό κοινό, ακόμα και την αγορά της Ιαπωνίας.

Από την αρχή επίσης δεχτήκατε και αρκετή αρνητική κριτική, πολύ αμφισβήτησαν την αξία της περίπτωσης Smashing Pumpkins, μεταξύ των οποίων και ο σπουδαίος Steve Albini. Σας επηρέασε κάπως αυτή η κριτική τότε;

Δεν μας επηρέασε καθόλου η αρνητική κριτική. Όλοι φυσικά μιλάνε για τον Steve Albini και εκείνη την ιστορία, αλλά εγώ ήξερα τον Steve Albini και δούλεψα και μαζί του στην αρχή των 00s. Συνεργαστήκαμε και για διάφορα φιλανθρωπικά projects στο Σικάγο. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο κόσμος επαναφέρει συνέχεια αυτές τις ιστορίες, αλλά δεν τις λένε ποτέ ολόκληρες. O Steve Albini ήταν σπουδαίος άνθρωπος, ναι ήταν καυστικός, ασκούσε σκληρή κριτική στους άλλους, αλλά ήταν εντάξει. Χτίσαμε φιλική σχέση αργότερα. Πάντως όταν είχε ασκήσει εκείνη την κριτική στους Smashing Pumpkins, ήταν κάτι που δεν μας επηρέασε καθόλου. Δεν μας ένοιαζε για οτιδήποτε σκεφτόταν ο οποιοσδήποτε για εμάς.

Ίσως επειδή δεν σας ένοιαζε τίποτα και αυτό φαινόταν, ίσως επειδή ο ήχος σας ήταν από την αρχή εικονοκλαστικός –ακόμα και για τα δεδομένα της «εναλλακτικής» σκηνής–(αυτό)χαρακτηριστήκατε πολλές φορές ως απόκληροι, ακόμα και του alternative rock της εποχής. Ήταν όντως έτσι;

Όλη η ουσία της εναλλακτικής μουσικής βρίσκεται στο ότι υποτίθεται πως λειτουργεί ως καταφύγιο για ανθρώπους που νιώθουν ότι δεν «κολλάνε» με την κυρίαρχη τάση, το πώς ντύνονται, τη σεξουαλικότητά τους, οτιδήποτε. Είναι ένας χώρος αποδοχής. Αλλά τι γίνεται όταν δεν σε αποδέχεται ούτε το mainstream ούτε το «εναλλακτικό», ούτε η κυρίαρχη τάση ούτε οι απόκληροι; Τότε πρέπει να φτιάξεις έναν ολόδικό σου κόσμο από την αρχή. Αυτό κάναμε κι εμείς. Και νομίζω το πολύ ωραίο αυτής της συνθήκης είναι ότι στηριχτήκαμε πολύ ο ένας στον άλλον, για να αντλήσουμε αυτοπεποίθηση, κι έτσι δεθήκαμε. Τα τραγούδια μας και ό,τι άλλο δημιουργήσαμε απέκτησαν μια ιδιαίτερη δύναμη. Δεν χρειάστηκε να συνδεθούμε με καμία σκηνή, κίνημα ή trend. Υπήρξαμε εκτός και ανεξαρτήτως αυτών. Νομίζω ότι αυτό είναι που έκανε την μπάντα τόσο δυνατή, ώστε να αντέχει στον χρόνο ακόμα και τώρα, 36 χρόνια μετά. Όταν πολλές άλλες μπάντες δεν τα κατάφεραν, γιατί αργά ή γρήγορα η όποια σκηνή έγινε «trendy» ή βαρετή ή μοιραία εκτέθηκε ως υποκριτική.

Πράγματι δεν υποκριθήκατε ποτέ, δεν υποκριθήκατε ας πούμε «το καλό παιδί». Υπήρξε κάποια στιγμή που μπήκατε στον πειρασμό να το κάνετε;

Όχι ποτέ. Οι περισσότεροι άνθρωποι άλλωστε δεν είναι ποτέ ειλικρινείς για αυτό που είναι. Μπορώ να σκεφτώ χίλια παραδείγματα τέτοιου clickbait. Η μουσική βιομηχανία υποκρίνεται ότι είναι πολλά πράγματα, αλλά στο τέλος της ημέρας είναι μια βιομηχανία, μια επιχείρηση. Και υπάρχουν πολλοί υποκριτές στη μουσική βιομηχανία γιατί τους συμφέρει να υποκριθούν. Εμείς δεν υποκριθήκαμε ποτέ με αυτόν τον τρόπο, υποκριθήκαμε με τα ρούχα μας, με το στιλ μας, με την πολιτιστική πολιτική μας.

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια που παίζω μουσική μπορώ να πω αυτό: δεν με απασχολεί καθόλου τι νοιάζει τους ανθρώπους, αν τους ένοιαζε στ’ αλήθεια ο κόσμος θα ενδιαφέρονταν για όλους, για τον οποιονδήποτε. Δεν θα τους απορροφούσε μόνο το click και το highlight της ημέρας τους στα κοινωνικά δίκτυα. Έχουμε γεμίσει με πηχυαίους τίτλους για τις απόψεις του κόσμου, για το τι λέει ο καθένας, και ναι πρέπει να ειπωθούν πράγματα, να έχουμε άποψη, να παίρνουμε θέση. Το θέμα είναι όμως πως κανείς στ’ αλήθεια δεν παίρνει θέση για την ανθρώπινη ζωή, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο κόσμος παίρνει θέση, στρατεύεται για έναν click bait σκοπό. Δεν με νοιάζει όλο αυτό, δεν πιστεύω σε αυτά. Δεν πιστεύω στην κυβέρνηση, στις μεγάλες φυσιογνωμίες του πολιτισμού, στα αθλητικά και στην ψυχαγωγία. Απλώς δεν με αφορά, δεν είμαι φτιαγμένος από αυτήν την πάστα, δεν είμαι ραμμένος από αυτό το ύφασμα. Ανατράφηκα ως ρωμαϊοκαθολικός χριστιανός και παρ’ ότι δεν είμαι μέλος της Εκκλησίας, θυμάμαι από πολύ μικρός να διδάσκομαι πώς είναι να ακολουθείς έναν δρόμο καλοσύνης και αγνότητας. Και η υποτιθέμενη καλοσύνη και αγνότητα του κόσμου δεν είναι η πραγματική καλοσύνη και αγνότητα της ανθρώπινης καρδιάς. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Και πιστεύω ότι όταν πεθάνουμε, την ώρα της κρίσης, είτε κριθούμε από τους εαυτούς μας είτε από κάποια ανώτερη δύναμη που για εμένα είναι το ίδιο, θα πρέπει να σκεφτούμε αν η ζωή μας ήταν γεμάτη από αλήθεια, διαύγεια, διαφάνεια ή αν ήταν μια απάτη, αν μόνο κάναμε ό, τι κάναμε και είπαμε ό,τι είπαμε επειδή έτσι βόλευε, για να αρέσουμε, για να πάρουμε ένα μπράβο ή λίγη στήριξη.

Για να επιστρέψω στη δικιά μας ιστορία και στους Smashing Pumpkins, «απορριφθήκαμε» τόσο νωρίς από την εναλλακτική σκηνή, που πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι δεν πρέπει να μας νοιάζει αυτή η σκηνή. Ότι δεν πρέπει να μας νοιάζει οτιδήποτε, αλλά ό,τι κάνουμε κι ό,τι παίζουμε να έχει ένα αληθινό νόημα. Και να ’μαστε ακόμα εδώ...

Τριάντα έξι χρόνια μετά την εποχή της αθωότητας, λοιπόν, περάσατε πολλές αλλαγές και διακυμάνσεις, το μουσικό τοπίο το ίδιο. Υπάρχει κάποιο «μυστικό» για την αντοχή σας;

Συνειδητοποιείς κάποια στιγμή ότι το να είσαι μέρος ενός επιτυχημένου καλλιτεχνικού εγχειρήματος είναι κάτι σπάνιο. Όταν είσαι νέος υπάρχει μια αλαζονεία, νομίζεις ότι ο κόσμος σου χρωστάει κάτι, ότι οι γονείς σου σου χρωστάνε κάτι, ότι σε καλεί κάποιο ιδιαίτερο πεπρωμένο. Όταν όλο αυτό δεν δουλεύει πια, όταν η ύβρις της νεανικής σου σκέψης δεν μπορεί να σε πάει πουθενά πια, τότε είναι που πρέπει να κάνεις επιλογές. Θα είσαι ένας θρύλος στο μυαλό σου ή στα μυαλά κάποιων άλλων, ή θα συνεχίσεις να δουλεύεις με τον εαυτό σου, με ό, τι ήταν αυτό που σε ενέπνεε από την αρχή όταν ήσουν κάποιος κανένας στο δωμάτιό σου; Και για εμένα αυτό ήταν η μουσική. Ό,τι είχε σημασία για εμένα ήταν να γράφω τραγούδια, να κάνω παραγωγές, να βγάζω νέα albums. Και αυτό που είναι πολύ ωραίο τώρα είναι ότι η μουσική δεν χρειάζεται να συνδέεται απαραίτητα με κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Καλώς αν γίνει κι έτσι, αλλά και να μη γίνει κάποιος θα την ανακαλύψει αργά ή γρήγορα. Βρίσκω μουσική όλη την ώρα, από τα  60s, τα 40s, τα 70s. Το ότι δεν ακούσαμε κάτι τη χρονική στιγμή που βγήκε δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλό ή ακόμα και σπουδαίο. Ήμουν εκεί στα 70s, αλλά δεν είχα ακούσει πολλά πράγματα. Επίσης, είχα την εντύπωση ότι έχω ακούσει κάθε ψυχεδελική μπάντα των 60s, αλλά και πάλι πάντα βρίσκω μια ακόμα.

Πρέπει να αποσυνδεθούμε από τον χρόνο, ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία για μια μπάντα σήμερα. Εμείς, για παράδειγμα, υπήρξαμε στην εποχή μας και τότε μπορεί κάποιοι να μας αγνόησαν ή να είπαν «αυτοί δεν έχουν να πουν τίποτα» και μετά να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, να παίζουμε για 10.000-15.000 κόσμο, να είμαστε headliners σε ένα μεγάλο φεστιβάλ και να βλέπουμε ένα σωρό νέους να πιστεύουν ότι έχουμε ακόμα κάτι να πούμε. Οπότε ποιον εμπιστεύεσαι; Έναν εικοσάχρονο που σε κοιτάζει και βλέπει σε εσένα αυτό που εγώ κάποτε είδα στους Doors ή στους Black Sabbath, ή έναν κριτικό που υποφέρει από την πίεση να πάει με το ρεύμα της κοινής γνώμης ή της μόδας;

Καταλαβαίνω ότι ποτέ δεν είχατε και την καλύτερη γνώμη για τους μουσικοκριτικούς και φαντάζομαι ότι αισθάνεστε δικαιωμένος από την όχι και τόσο ρόδινη εξέλιξη της μουσικής βιομηχανίας σήμερα.

Υπάρχουν πολλοί βασιλιάδες και βασίλισσες εκεί έξω, ο καθένας μπορεί να έχει και από μία γνώμη. Αλλά οι αριθμοί δεν λένε ψέματα. Κι αν είσαι μια μπάντα που 30 χρόνια μετά την εποχή της παίζει ακόμα live για χιλιάδες κόσμο, μια μπάντα που όλα αυτά τα χρόνια έχει παίξει για εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο... αυτό κάτι λέει. Είμαι 57 χρονών, γιατί να έρθει κάποιος να με δει; Γιατί να στριμάρει τα τραγούδια μας; Γιατί η μουσική είναι καλή, η μπάντα ήταν πάντα καλή. H όλη διαφωνία ήταν πάντα μεταξύ, κυρίως, εμού και όλων αυτών των πυλωρών της βιομηχανίας και του Τύπου που σου έλεγαν ότι κάτι που ήταν χάλια, ήταν υποτίθεται καταπληκτικό. Γιατί αυτό το κάτι ήταν κάποιος «δικός τους» που μιλούσε σαν αυτούς, έμοιαζε με αυτούς ή γαμούσε την αδελφή τους. Εκεί συνοψίζονται όλα τα σκατά της μουσικής βιομηχανίας. Ήταν έτσι τότε και έτσι παραμένει. Είναι ζήτημα ανθρώπινης φύσης. Ο κριτικός δεν έχει υψηλότερη ηθική από τον μουσικό – ή τον αυτοκράτορα ή τον σκουπιδιάρη. Οι άνθρωποι είναι όντα εύθραυστα και απατηλά, ευάλωτοι σε κάθε είδους ηθικό πειρασμό. Είναι ό,τι μας διδάσκει η αρχαία ελληνική τραγωδία, ό,τι μας δίδαξε πριν τόσες χιλιάδες χρόνια.

Κάθε γενιά αρέσκεται να πιστεύει ότι είναι η καλύτερη, αυτή που θα λύσει όλα τα προβλήματα που δεν μπόρεσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους. Και μπορεί να είναι εντάξει αυτό όταν είσαι 15 και 20 χρονών, αλλά όταν είσαι 50 καταλαβαίνεις πια ότι ο κόσμος δεν είναι δίκαιος, ότι η πολιτική είναι διεφθαρμένη, ότι η μουσική βιομηχανία είναι μια σκοτεινή υπόθεση, ότι ήταν πάντα έτσι, όπως ίσως και ο αθλητισμός. Δεν είναι ένας τέλειος κόσμος, αλλά πάντα υπάρχουν λουλούδια που ξεφυτρώνουν από το τσιμέντο, κόντρα σε όλες τις πιθανότητες. Και αυτά τα λουλούδια οι κριτικοί μπορεί να λένε ότι δεν τα αντέχουν, αλλά εκατομμύρια κόσμος θα τα επιλέξει – εν προκειμένω ως τη μουσική που τους ταιριάζει. Τότε γιατί όλος αυτός ο πόλεμος για την αξία ενός καλλιτέχνη; Γιατί το πολιτιστικό νόμισμα έχει μεγαλύτερη αξία από την ίδια την τέχνη. To click bait έχει μεγαλύτερη αξία για αυτήν την οικονομία από την τέχνη.

Τους ανθρώπους που πρέπει να δουλέψουν για να τα βγάλουν πέρα, που έχουν παιδιά να φροντίσουν, που μπορεί να πέθανε η μητέρα τους, αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορεί να τους βοηθήσει ο κριτικός. Θα τους βοηθήσει ένα τραγούδι, μια ταινία, ένας πίνακας, κάτι που τους θυμίζει κάτι βαθύτερο από μια ανθρώπινη ιστορία. Και αν υποτίθεται ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι άγιοι, ιδιοφυίες, ή μητέρες Τερέζες, ε λοιπόν δεν είναι αυτή η αλήθεια. Οι καλλιτέχνες είναι χειριστικοί άνθρωποι. Η τέχνη της μουσικής είναι μια τέχνη χειραγώγησης. Εγώ ως μουσικός χειραγωγώ το συναίσθημά σου. Οπότε στο τέλος αυτό που μένει είναι να δεις αν αυτός που έτσι κι αλλιώς χειραγωγεί το συναίσθημα και την καρδιά σου είναι ειλικρινής ή απατεώνας.

Ένα στοιχείο που σας χαρακτηρίζει ως δημιουργό είναι η επιμονή στη μελωδία, στην πιο παραδοσιακή έννοια της μελωδίας. Πώς επιβιώνει η μελωδία σήμερα που η μουσική κινείται όλο και περισσότερο με γνώμονα τη λογική του content των social media;

Όταν ήμουν παιδί θυμάμαι τον Brian Eno να βγάζει εκείνον τον δίσκο, το «Music for Airports». Θυμάμαι ότι δεν κατάλαβα τι είναι αυτό, γιατί να φτιάξει κάποιος μουσική για αεροδρόμια; Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε το ambient concept που έκανε ο ιδιοφυής Brian Eno. Από τότε φυσικά εξελίχθηκε πολύ η ambient μουσική, ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η ακρόαση της μουσικής σε «απομονωμένη» συνθήκη. Όλοι μας πια είμαστε με ακουστικά στα αυτιά, απομονωμένοι από το περιβάλλον, φτιάχνουμε το δικό μας soundtrack και βιώνουμε την εμπειρία πιο κινηματογραφικά. Έχει να κάνει λιγότερο με τη μουσική και περισσότερο με την ατμόσφαιρα. Αυτό είναι οκ, αλλά το να αποκαλείς τη μουσική «ατμοσφαιρική», το να έχεις τη μουσική απλώς ως ένα «χαλί» ατμόσφαιρας είναι κάτι άλλο. Η μελωδία είναι η υψηλότερη μορφή της μουσικής και αυτό θα έπρεπε να είναι αδιαμφισβήτητο. Και όμως αμφισβητείται. Γιατί η ποπ μουσική καθοδηγείται από τα trends, την έκπληξη, την περιέργεια. Αλλά ξέρουμε από τη μουσική ιστορία ότι η μελωδία είναι πάντα αυτή που επιβιώνει. Οπότε ως κάποιος που υπηρετεί τη μελωδία, έχω την πεποίθηση ότι στο τέλος θα κερδίσω. Ο κόσμος θα επιστρέφει πάντα στη μελωδία.

Ήδη έχουμε νικήσει κατά κάποιον τρόπο. Πολλές μπάντες με τις οποίες «ανταγωνιζόμασταν» στα 1990s και στα 2000s, που ήταν trendy, που μπορεί να είχαν cool ήχο ή cool μουστάκι, μετά ξεφούσκωσαν. Δεν υπήρχε ουσία, ήταν απλώς ένα disco πάρτι. Και κανένα πρόβλημα με τα disco πάρτι, το πρόβλημα προκύπτει όταν αυτοί οι θεματοφύλακες που λέγαμε, το εξομοιώνουν με τη βαθιά σύνθεση. Είναι σαν να λες: «Δεν μου αρέσει ο Bob Dylan». Ok, μπορεί να μη σου αρέσει, αλλά το γεγονός ότι δεν σου αρέσει δεν σημαίνει ότι ο Bob Dylan δεν είναι ο Bob Dylan.

Μιλούσα με έναν φίλο τις προάλλες και μου έβαλε το δίλημμα Bob Dylan vs John Lennon. Του άρεσε περισσότερο ο John Lennon. Και του λέω «Ο John Lennon είναι υπέροχος, η διαφορά όμως είναι ότι ο Bob Dylan επηρέασε τον John Lennon και όχι το αντίστροφο». Αυτό είναι το θέμα. Το να μπερδεύουμε αυτό που μας αρέσει με κάτι που εκπέμπει σε μια ευρύτερη, οικουμενική συχνότητα είναι παιδιάστικο. Προσωπικά είχα μια παρόμοια «αποκάλυψη» με τo φαινόμενο Britney Spears. Τον καιρό που μεσουρανούσε, οπουδήποτε και αν πήγαινες στην Αμερική την έβλεπες και την άκουγες. Εγώ σκεφτόμουν «Θεέ μου, δεν αντέχεται». Τη γνώρισα όμως σε κάποιο πάρτι και ήταν μια συμπαθητική δεκαεννιάχρονη, ένα νεαρό κορίτσι της διπλανής πόρτας. Και τότε το συνειδητοποίησα: «Αν πιστεύεις ότι η Britney Spears είναι σαν οποιαδήποτε άλλη pop star τότε κάνεις λάθος. Είναι μια παιδιάστικη σκέψη. Γιατί πολύ απλά είναι η καλύτερη, η κορυφαία όλων σε αυτό το είδος. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όταν κάποιος φτάνει στην κορυφή πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι κορυφαίος, ακόμα και αν δεν σου αρέσει.

Μιλώντας για pop stars, ποια είναι η γνώμη σας για την ποπ μουσική;

Δεν την αντέχω, με κάνει να θέλω να ξεράσω. Παραείναι χειριστική και νομίζω ότι στο τέλος της ημέρας προκαλεί και αρνητικά συναισθήματα, δημιουργώντας ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ του ποπ ειδώλου και του κοινού. Το ποπ είδωλο πρέπει να το εξυψώσει το κοινό του και να το κοιτάζει από χαμηλά αποθεώνοντάς το. Υπάρχουν βέβαια διαφορετικές ποπ κατηγορίες, αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο μεγάλοι ποπ τύποι – αυτός της Taylor Swift και ο πιο «προσωπικός», πιο «ευαίσθητος» της Billie Eilish ή της Lana Del Ray. Αν έπρεπε να διαλέξω με το ζόρι κάποιον, μάλλον θα επέλεγα τον δεύτερο. Αλλά και πάλι μιλάμε για ποπ. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της προσωπικής μουσικής και τραγουδοποιίας ενός παραδοσιακού singer - songwriter και μεταξύ της μουσικής που γράφεται για να τραγουδηθεί από μια προσωπική φωνή για ένα ποπ ακορατήριο.

Νομίζω ότι έχει κάτι το αηδιαστικό η όλη συναλλαγή της ποπ μουσικής. Ενώ στην εναλλακτική μουσική, εσύ μπορείς να είσαι στη σκηνή και εγώ να είμαι στο κοινό. Υπάρχει μια άλλη κινητικότητα, ένα διαφορετικό ήθος. Oποιοσδήποτε είναι στο κοινό μπορεί να βρεθεί στη σκηνή και το αντίστροφο. Είναι πολύ όμορφο αυτό.

Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεάσει η μεγάλη τεχνολογική επανάσταση της εποχής μας, η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, τη μουσική βιομηχανία;

Πιστεύω ότι η τεχνητή νοημοσύνη, η μουσική τεχνητή νοημοσύνη, θα εξαφανίσει τους περισσότερους pop stars. Δεν τους χρειαζόμαστε και τα στελέχη της μουσικής βιομηχανίας θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι απαραίτητο να πληρώνουν έναν pop star όταν θα μπορούν να φτιάχνουν νέους κάθε μέρα. Περισσότερα λεφτά για τη βιομηχανία συν απαλλαγή από τα ανθρώπινα καπρίτσια ενός ποπ σταρ και όλες τις σχετικές ανάγκες – μαλλιά, μακιγιάζ και τα λοιπά. Αλλά τους αληθινούς καλλιτέχνες δεν θα μπορέσει να τους ξεφορτωθεί τόσο εύκολα το σύστημα. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μιμηθεί τη φωνή, το στιλ, αλλά πάντα κάτι θα λείπει.

Θυμάμαι πριν δύο τρία χρόνια που ένα λογισμικό AI έφτιαξε ένα «καινούργιο» τραγούδι των Nirvana. Ακουγόταν σαν Nirvana, αλλά περισσότερο σαν ένα κολάζ Nirvana στιγμών. Έλειπε αυτό που έκανε τον Kurt Cobain αυτό που ήταν, η ευφυϊα του, το πνεύμα του, το χιούμορ του. Δεν μπορεί να το αντιγράψει αυτό μια μηχανή. Την ποπ μπορείς να την αντιγράφεις όλη μέρα, άλλωστε όλα ακούγονται το ίδιο. Αλλά δεν υπάρχει τρόπος μια μηχανή να μιμηθεί ή να αντιγράψει ένα weirdo όπως εγώ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου