Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Bristol Sound: Η μουσική σκηνή των 90s που ξεκίνησε απο τη βρετανική πόλη, τα συγκροτήματα που την αποτελέσαν, τα μουσικά ρεύματα.
Στα τέλη του καλοκαιριού συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κυκλοφορία του “Dummy” των Portishead. Επιπλέον, η τραγουδίστριά τους, η Beth Gibbons, κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες το ντεμπούτο της. Ιδανική ευκαιρία για να μιλήσουμε για τον ήχο και την πόλη που άλλαξε τον μουσικό κόσμο πίσω στα 90s.
Έζησα αρκετά χρόνια στο Bristol. Τόσα που δικαιούμαι να είμαι υποκειμενικός: είναι η πιο όμορφη πόλη της Αγγλίας. Κι αν όχι ακριβώς η πιο όμορφη, η πιο ενδιαφέρουσα. Κατηφορίζοντας από το Horfield τη Gloucester Road, θα μπαινοβγαίνεις στα μικρά μαγαζιά της. Θα φτάσεις στον σταθμό των λεωφορείων, θα ανέβεις από την υπόγεια διάβαση, εκεί που ήταν κάποτε το δισκοπωλείο Replay και θα φτάσεις στους εμπορικούς πεζόδρομους για να μπεις στα Galleries, το ανθρωπίνων -ευτυχώς- διαστάσεων mall της πόλης. Ύστερα θα διασχίσεις το κέντρο και θα φτάσεις στα νερά του Watershed. Θα περπατήσεις στην όχθη μέχρι το floating harbour, το μικρό λιμάνι που εικονίζεται στη “Shadow Factory”, την πρώτη συλλογή της Sarah Records. Ύστερα, περνώντας μπροστά από τον καθεδρικό ναό, θα αρχίσεις να ανεβαίνεις την Park Street. Εκτός από τα κτίρια των πανεπιστημίων, στις παλιές εποχές, στον δρόμο αυτό υπήρχαν τρία δισκοπωλεία, συμπεριλαμβανομένου του Revolver, που ήταν ψηλά, στο Triangle. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, αυτό το δισκοπωλείο ήταν ο ναός του μπριστολέζικου underground. Αν κοιτάξεις προσεκτικά ακόμα και σήμερα τους τοίχους της πόλης, θα μπορέσεις να θυμηθείς τα σημεία στα οποία εμφανίζονταν ξαφνικά κάποιο πρωί τα γκράφιτι του Banksy. Άλλωστε, εκεί γεννήθηκε. Κι αν είναι υποκειμενικό να πεις ότι το Bristol είναι η πιο όμορφη πόλη της Αγγλίας -ή έστω η πιο ενδιαφέρουσα- είναι απόλυτα αντικειμενικό να πεις ότι είναι μια πολύ σημαντική πόλη για τη μουσική της Βρετανίας, άρα για τη μουσική ολόκληρου του κόσμου. Οι Portishead, οι Massive Attack, ο Tricky είναι από τα γνωστότερα ονόματα της σκηνής του Bristol. Αλλά δεν ήταν τα μοναδικά. Υπάρχει τρελή προϊστορία στη μουσική ζωή αυτής της πόλης της νοτιοδυτικής Αγγλίας.
Το Bristol και η μουσική προϊστορία της πόλης
Δεν υπάρχει ούτε ένα μουσικό ιδίωμα που να μην έχει ευδοκιμήσει στο Bristol. Αν θέλαμε να εξαντλήσουμε το ζήτημα, θα μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε ένα βιβλίο που θα είχε σίγουρα καμιά πεντακοσαριά σελίδες. Σε σχέση με όσα συνέβησαν μετά το 1977, ειδικά στο punk, τη reggae και τον ευρύτερο χώρο του rock, η δισκογραφική -και όχι μόνο- εταιρεία Bristol Archive, κάνει εξαιρετική δουλειά. Στο http://bristolarchiverecords.com μπορείς να βρεις κάθε λεπτομέρεια αλλά και να περάσεις τη μισή υπόλοιπη ζωή σου, ακούγοντας συγκροτήματα που δεν έγιναν γνωστά, διαβάζοντας fanzine και παρακολουθώντας ντοκιμαντέρ για τη σκηνή της πόλης. Εδώ, δεν περιλαμβάνεται η σκηνή που ξεκινάει -στην πραγματικότητα δεν ξεκινάει αλλά όλος ο κόσμος αυτό πιστεύει- από τους Massive Attack. Ούτε η υπόθεση της Sarah Records, μιας εταιρείας-σύμβολο για την πόλη. Ως προς τα υπόλοιπα όμως, οι μουσικές εξελίξεις είναι πολύ καλά τοποθετημένες.
Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, θα συναντήσουμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα ονόματα στη σκηνή της πόλης. Ο Ian A. Anderson ήταν ένας πολύ καλός κιθαρίστας και τραγουδιστής που καταπιάστηκε με την country και τα blues από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η αλήθεια είναι ότι ο ήχος του ήταν πιο πολύ αμερικάνικος παρά αγγλικός στην αρχή. Ηχογράφησε τους πρώτους δίσκους του για τη Saydisc και τη Fontana, στα τέλη του 1969 όμως, μαζί με τον John Turner ίδρυσε τη Village Thing, μια εταιρεία που κυκλοφόρησε μερικά πολύ καλά albums. Ανάμεσά τους ήταν, πέρα από αυτά του ίδιου του Anderson, το “An Acoustic Confusion” του Steve Tilston, το “The Words In Between” του Dave Evans, το “Jonesville” του Al Jones και κυρίως το “Magic Landscape” του Turner με τον Ian Hunt. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό album ακουστικής folk με πολλά -αυτή τη φορά- βρετανικά στοιχεία στον ήχο του. Ο Ian A. Anderson, που πρόσθεσε το “Α” στο όνομά του λόγω της ύπαρξης του Ian Anderson των Jethro Tull -κάποιοι λένε μάλιστα κατ’ απαίτηση του frontman των Tull- έγινε αργότερα ο εκδότης του περιοδικού FRoots.
Ένα ακόμη σχήμα εκείνης της εποχής που είχε μεγάλο ενδιαφέρον, ήταν οι Folkal Point. Έπαιζαν μια σχεδόν ακουστική ψυχεδελική folk με αιθέρια γυναικεία φωνητικά από την Cherie Musialik, που θα μπορούσε να τη συναντήσει κανείς ακόμη και στα τελευταία χρόνια να τραγουδάει σε διάφορες pub της πόλης. Το μοναδικό και ομώνυμο album τους είχε κυρίως διασκευές -ίσως η έλλειψη σημαντικών πρωτότυπων συνθέσεων να ήταν και η αδυναμία του δίσκου αυτού- και κυκλοφόρησε το 1972 σε μια μικρή τοπική εταιρεία, τη Midas σε 500 αντίτυπα. Η ποσότητα ήταν πολύ μεγάλη, σε μια εποχή που πολλά βρετανικά σχήματα κυκλοφορούσαν τους δίσκους τους σε 100 μόλις κόπιες. Το ζήτημα είναι ότι περισσότερα από τα μισά αντίτυπα καταστράφηκαν σε κάποια πλημμύρα κι έτσι ο δίσκος είναι σήμερα σπανιότατος. Ευτυχώς έχει επανεκδοθεί, γιατί η αυθεντική κόπια τιμάται σήμερα στο Discogs 6.975 ευρώ!
Ακόμη παλαιότερα, το 1962, ο κλαρινετίστας και τραγουδιστής μιας παραδοσιακής easy listening jazz, ο Acker Bilk, είχε κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία με το “Stranger On The Shore”, ένα single που έκανε τις μεγαλύτερες πωλήσεις εκείνης της χρονιάς στη Βρετανία. Ο Bilk δεν γεννήθηκε μέσα στο Bristol αλλά στο Publow του Somerset, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα νότια της πόλης. Η jazz παράδοση του Bristol περιλαμβάνει επίσης τον σπουδαίο πιανίστα Keith Tippett, που αναμιγνύει τη jazz με το prog rock και φτάνει ακόμη και μέχρι την κλασική μουσική και τον κοντοχωριανό του σαξοφωνίστα Andy Sheppard, που ξεκίνησε από το σχήμα του Tippett και στη συνέχεια έφτασε να συνεργάζεται με μουσικούς όπως η Carla Bley και ο Gil Evans.
Κατά τα άλλα, ο Robert Wyatt κατάγεται από το Bristol. To video clip μάλιστα του “Shipbuilding”, ένα από τα γνωστότερα τραγούδια που τραγούδησε, είναι γυρισμένο στην προκυμαία της πόλης. Στις εικόνες όπου μια μπάντα παίζει σε κλειστό χώρο, διακρίνεται και ο Elvis Costello, ο οποίος έχει γράψει και το τραγούδι. Από την πόλη είναι και ο Wayne Hussey των Sisters Of Mercy και στη συνέχεια των Mission. Από τον κόσμο της pop, οι Tears For Fears, έρχονται από το πολύ γειτονικό Bath.
Τα ζητήματα που αφορούν το punk, τη reggae, το funk και τη συναρμογή τους, επηρεάζουν απόλυτα την ιστορία του ήχου του Bristol της εποχής των Massive Attack και των Portishead, έτσι θα συζητηθούν αργότερα.
Sarah Records: Η δισκογραφική ιστορία της εταιρίας του Bristol
Η Sarah ήταν ό,τι πιο φωτεινό έχει να επιδείξει το Bristol. Δημιουργήθηκε το 1987 από δύο εικοσάχρονα παιδιά, την Clare Wadd και τον Matt Haynes, κυκλοφόρησε 100 δίσκους και έκλεισε. Συνήθως έβγαζε 7ιντσα αλλά και μερικές συλλογές σε LP, που περιλάμβαναν κάποια από τα τραγούδια που υπήρχαν στα singles. Το ζήτημα για την Clare και τον Matt ήταν κυρίως πολιτικό: Σε μια εποχή που το indie είχε χάσει πια τη DIY στάση του κι είχε μετατραπεί σε μουσικό είδος, η Sarah κυκλοφορούσε singles σε χαμηλή τιμή, τα τραγούδια που υπήρχαν στα singles δεν περιλαμβάνονταν σε albums εκτός από τις συλλογές και οι συλλογές δεν περιείχαν ακυκλοφόρητο υλικό. Έτσι η Sarah έκανε αντίσταση στις κρατούσες πρακτικές της μουσικής βιομηχανίας και μόλις οι αγοραστές το καταλάβαιναν, θα επαναστατούσαν «και θα έβαζαν φωτιά στη Βουλή των Κοινοτήτων και στη Βουλή των Λόρδων». Λέμε τώρα… Απλώς, για τα παιδιά πίσω από τη Sarah, το 12ιντσο αποκρυστάλλωνε την ιδεολογία του καπιταλισμού, γι’ αυτό και δεν έβγαλαν ούτε ένα. Στα 7ιντσα όμως κυκλοφορούσαν απίθανες indie pop μπάντες: Field Mice, Orchids, Heavenly, Sea Urchins, Blueboy, East River Pipe και γίνονταν μέρα με τη μέρα, μία από τις πιο αγαπημένες εταιρείες στη Βρετανία. Το NME το 2015τοποθέτησε τη Sarah στη δεύτερη θέση ανάμεσα σε όλες τις ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες, πάνω από την Creation, τη Rough Trade και τη Sub Pop και κάτω μόνο από τη 4AD.
Η Clare και ο Matt παράγγελναν από διαφορετικά σημεία τους δίσκους, τα εσώφυλλα και τα εξώφυλλα των singles. Τα υλικά έφταναν στο δισκοπωλείο Revolver και συναρμολογούνταν εκεί. Η εταιρεία σταμάτησε να υπάρχει το 1997 με μια υπέροχη ημισέλιδη ανακοίνωση-διαφήμιση που είχε τίτλο “A Day For Destroying Things”. Αν και τα περισσότερα από τα συγκροτήματα δεν ήταν από το Bristol, η εταιρεία έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα σημαντικότερα μουσικά μορφώματα που γεννήθηκαν ποτέ σ’ αυτή την πόλη.
Οι κοινωνικές ρίζες και οι νέες μουσικές από το Bristol
Δίσκοι όπως το “Blue Lines” των Massive Attack ή το “Dummy” των Portishead, μουσικές που μοιάζουν ολοκαίνουργιες, σπάνια προκύπτουν εκ του μηδενός. Κι ακόμη κι όταν κάποια συγκροτήματα καινοτομούν, είναι βέβαιο ότι έχουν προϋπάρξει κοινωνικές διεργασίες που έχουν προετοιμάσει τις καινοτομίες αυτές.
Περπατώντας στο Bristol συναντάς περίεργες ονομασίες σημείων και οδών. Υπάρχει για παράδειγμα η Whiteladies Road, ο μεγάλος δρόμος που οδηγεί στον Blackboy Hill. Στον βαθμό που συναντάμε ακόμη και σε τοπωνύμια τον διαχωρισμό λευκής και μαύρης φυλής, σημαίνει ότι η κοινότητα ήταν εξοικειωμένη με τη συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικό χρώμα. Σε κεντρικό σημείο της πόλης βρίσκεται το άγαλμα του Edward Colston, ενός ανθρώπου που εμπορευόταν χρυσό, ασήμι, πολύτιμους λίθους, αλάτι αλλά και σκλάβους. Ο Colston γεννήθηκε στο Bristol το 1636 και ήταν στο λιμάνι της γενέτειράς του που έφερνε εμπορεύματα από την Αφρική. Ως προς τους σκλάβους, λέγεται μάλιστα ακόμη και σήμερα ότι υπήρχαν σπηλιές κάτω από τον ναό της St. Mary Redcliffe, όπου «αποθηκεύονταν» μέχρι να πουληθούν. Παρά τη σκοτεινή πλευρά του Edward Colston, το Bristol τον αναγνωρίζει ως μεγάλο ευεργέτη. Είχε τεράστιο φιλανθρωπικό έργο -για τους λευκούς μόνο, υποθέτω- χτίζοντας σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες, φτωχοκομεία και διάφορα ακόμη κτίρια. Μόλις πρόσφατα μετονομάστηκε η δημοτική αίθουσα συναυλιών -από τις μεγαλύτερες στην πόλη- από Colston Hall σε Bristol Beacon. Εκείνο που σ’ αυτή τη φάση μας αφορά όμως, είναι ότι μέσω του σκλαβοπάζαρου που έκανε ο Colston, το Bristol είχε και εξακολουθεί να έχει αρκετό μαύρο πληθυσμό. Έχει όμως και αρκετούς Τζαμαϊκανούς η πόλη. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου αλλά και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, χιλιάδες εθελοντές από τις Δυτικές Ινδίες κατατάχθηκαν στον βρετανικό στρατό. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου στη RAF, τη βρετανική βασιλική αεροπορία, είχαν καταταγεί 3.700 Τζαμαϊκανοί, οι περισσότεροι από τους οποίους διάλεξαν μετά τον πόλεμο το Bristol ως την πόλη που θα τους φιλοξενούσε και που θα έβρισκαν την τύχη τους. Εγκαταστάθηκαν στη συνοικία St. Paul’s, όπου ζούσε και αρκετός από τον μαύρο πληθυσμό. Επειδή όμως τόσο οι μαύροι, όσο και οι Τζαμαϊκανοί ανήκαν στα κατώτερα στρώματα της εργατικής τάξης, η κατάστασή τους χειροτέρευε όσο περνούσε ο καιρός, μέχρι που από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να εμφανίζονται σημάδια εξαθλίωσης. Το St. Paul’s έγινε η συνοικία όπου ξεκίνησε η εξέγερση του 1980, γνωστή ως “Riots”. Ήταν η στιγμή που οι μαύροι, οι τζαμαϊκανοί και ένα ριζοσπαστικοποιημένο κομμάτι του λευκού πληθυσμού, αυτό που ανακατευόταν με το punk, συναντήθηκαν. Κι έμειναν κοντά και μετά το τέλος των Riots.
Σταυροδρόμι Ήχων
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπως είναι φυσικό, οι Τζαμαϊκανοί προτιμούν τη reggae, οι ριζοσπαστικοποιημένοι νεαροί λευκοί το punk και ο μαύρος πληθυσμός, το funk και μια σκληρή free εκδοχή της jazz. Ασφαλώς, δεν μιλάμε εδώ για το σύνολο των πληθυσμών -ένα πολύ μεγάλο μέρος μένει αμέτοχο- αλλά για μικρές και συνεκτικές ομάδες, που με το πέρασμα του χρόνου καταφέρνουν να επηρεάζουν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της νεολαίας. Εκείνο που συνδέει βαθιά τους μαύρους με τους Τζαμαϊκανούς του Bristol, είναι το πρώιμο hip hop, που έχει στο ξεκίνημά του στη Νέα Υόρκη, λίγο πριν από τα μέσα των 70s, ρίζες και στους δύο πληθυσμούς. Μπορεί το hip hop να είναι φαινόμενο που γεννιέται στην Αμερική αλλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα χαμηλότερα στρώματα είναι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού τα ίδια. Ενδεχομένως τα νέα από την Αμερική να φτάνουν στο Bristol κάπως αργά, έχουν όμως πολύ μεγάλη επίδραση στις μικρότερες ηλικίες, που είναι έτοιμες να πάρουν τη μουσική κατάσταση στα χέρια τους, με άγουρο τρόπο στην αρχή αλλά με μεγάλη αυθεντικότητα από το 1978 και μετά.
Από πλευράς ονομάτων, στον χώρο της reggae συναντάμε σχήματα όπως οι Talisman, οι Black Roots, οι Revelation Rockers, οι Zion Band, οι 3D Production και ονόματα όπως ο Joshua Moses, ο Bunny Marrett και ο Alfred McIndosh.
Η punk σκηνή είναι πολύ δυνατή. Το 1979 από την τοπική Heartbeat με διανομή από την Cherry Red η συλλογή “Avon Calling - The Bristol Compilation”, που περιλαμβάνει ονόματα όπως οι Vice Squad, οι Glaxo Babies, οι Europeans, οι Private Dicks, οι Stingrays, οι Numbers, οι Apartment, οι Directors και πολλοί ακόμα.
Το hip hop είναι ακόμη στα σπάργανα, αλλά η μαύρη κουλτούρα αρχίζει να εμφανίζεται στη δουλειά πρωτοπόρων σχημάτων, που ανακατεύουν τις πολιτισμικές επιρροές και δημιουργούν ενδιαφέροντες ήχους. Οι Pop Group κυκλοφορούν το 1979 το πρώτο τους single, το “We are all Prostitutes”. Εδώ έχουμε ένα εξόφθαλμο funk riff που στέκεται κάπου ανάμεσα σ’ ένα τρελό σαξόφωνο και το σχεδόν ενοχλητικό τσέλο που παίζει ο μουσικός της free jazz, Tristan Honsiger κι από πάνω ο Mark Stewart να ουρλιάζει: “Capitalism is the most barbaric of all religions / Department stores are our new cathedrals / We are all prostitutes”.
Στο split single με τις Slits, στο δικό τους μέρος, “Where There's A Will…” οι Pop Group ξεδιπλώνουν και την αγάπη τους στη reggae, καθώς τα riffs στέκονται κάπου ανάμεσα στα δύο ιδιώματα: ένα funk που μοιάζει να προέρχεται από τη free jazz και μια reggae μου μοιάζει απόλυτα βουτηγμένη στην αισθητική του punk. Όλα μέσα, δηλαδή. Την ίδια εποχή, σκάνε στη σκηνή και οι Pigbag, το σχήμα που παίζει ένα ιδιότυπο free jazzy funk για να καταλήξουμε στους Rip Rig & Panic, το συγκρότημα που προέρχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους Pop Group, το συγκρότημα στο οποίο τραγουδάει η πολύ νεαρή ακόμα Neneh Cherry. Είναι εκείνη που θα φέρει στη μπάντα τον άνθρωπο που παντρεύτηκε η μητέρα της, τον άνθρωπο από τον οποίο πήρε το όνομά της η ίδια, τον άνθρωπο που αναγνώριζε ως πατέρα της, αν και δεν ήταν: τον σπουδαίο τρομπετίστα της jazz, Don Cherry. Τα τελευταία αυτά σχήματα αυτά δείχνουν σε όλο της το μεγαλείο τη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στη μαύρη μουσική, ιδίως τη free jazz και το σκληρό funk με το punk αλλά και τις πιο ακατέργαστες πλευρές της reggae. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή.
Από τη Wild Bunch στους Massive Attack
H Wild Bunch ήταν ένα sound system, κρατούσε δηλαδή -ως τέτοιο σύστημα- από την Jamaica. Οι προδιαγραφές της ήταν όμως στην πραγματικότητα σαν να έρχονταν από τη Νέα Υόρκη. Το αγριωπό της όνομα το είχε πάρει από το ομώνυμο σκληρό western του Sam Peckinpah και λειτουργούσε κατά κάποιον τρόπο στην παρανομία. Έστηναν party σε ελεύθερους χώρους χωρίς τις άδειες που απαιτούνταν, προκαλώντας απίστευτο χάος τις περισσότερες φορές. Έπαιζαν πρώιμο hip hop με δίσκους συνήθως της Def Jam και τα μέλη της ήταν οι Robert Del Naja (3D), Grant Marshall (Daddy G), Andrew Vowles (Mushroom) -εκείνοι που στη συνέχεια δημιούργησαν τους Massive Attack-, Nelee Hooper -που μαζί με το Jazzie B έφτιαξαν τους Soul II Soul-, Milo Johnson, Claude Williams και ως part time μέλος, ο πολύ μικρός σε ηλικία Adrian Nicholas Matthews Thaws, γνωστός μας ως Tricky. Η Wild Bunch ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στραμμένη στη Νέα Υόρκη και σε κάθε περίπτωση το Bristol έπεφτε μικρό στα μέλη της, ειδικά όταν πέρασαν στους Massive Attack ή τους Soul II Soul. Αποτέλεσμα αυτού ήταν αρκετοί από τους μεταγενέστερους τοπικούς υποστηρικτές της σκηνής του Bristol να μη δηλώνουν φανατικοί του Del Naja και της παρέας του, πράγμα που δεν ίσχυε για σχήματα όπως οι Portishead που ήταν πολύ αγαπητοί. Σε κάθε περίπτωση πάντως, στην αρχή της επόμενης δεκαετίας, το 1991, σκάει το “Blue Lines”, ένας δίσκος που διευρύνει τα όρια ανοίγοντας δρόμους κι αλλάζοντας τον κόσμο. Παρουσιάζει μια intelligent pop/dance που δεν αναφέρεται σε όσους θέλουν να χορέψουν αλλά σε όσους θέλουν να ακούσουν μουσική και ανοίγει τον ορίζοντα ολόκληρης της σκηνής, τόσο με τη συμμετοχή του Tricky, όσο και με τη συμμετοχή του Geoff Barrow (αργότερα Portishead) που χειρίζεται στο studio τα samples. Ο ήχος του Bristol θα αποκτήσει τον τελικό του χαρακτήρα όταν θα κυκλοφορήσει το “Dummy” των Portishead και το “Maxinquaye” του Tricky.
Ο Ήχος του Bristol και η σχέση του με τη μαύρη μουσική
Αν προσπαθούσαμε να αποσαφηνίσουμε τον ήχο που προερχόταν σε πρώτη φάση από το Bristol, θα λέγαμε ότι πάνω απ’ όλα η πρωταρχική του πρόθεση ήταν να συμπορεύεται με την εποχή. Να είναι σύγχρονος, να απαντάει στην εξέλιξη της σύγχρονης πόλης που από ένας πολύ ήσυχος τόπος, μετά τα Riots γίνεται τόπος σκληρός. Το δεύτερο μεγάλο χαρακτηριστικό αυτού του ήχου είναι ότι έχει στενότατη σχέση με τη μαύρη μουσική: τη reggae, το funk, τη jazz κι ύστερα, στο πέρασμα του χρόνου, το hip hop.
Το απόλυτα πρώτο κομμάτι που θα έλεγε κανείς ότι καθόρισε τον ήχο του Bristol, ήταν το “Stranger Than Love” του Mark Stewart. Εδώ έχουμε sample από την πρώτη από τις “Γυμνοπαιδιές” του Eric Satie και από το “Somewhere” που υπήρχε στο “West Side Story” του Leonard Bernstein και του Stephen Sondheim. Οι κακές μπριστολέζικες γλώσσες λένε ότι τη μουσική βάση του κομματιού την αγόρασε ο Stewart από τους Smith & Mighty -ένα από τα πολύ δυνατά ντουέτα της πρώιμης σκηνής- αντί πεντακοσίων λιρών, πράγμα που κανείς δεν μπορεί να αποδείξει. Το tempo του κομματιού θυμίζει το tempo της διασκευής των Wild Bunch στο “Look Of Love” των Bacharach/David αλλά και της διασκευής των Smith & Mighty στο “Walk On By” του ίδιου συνθετικού διδύμου. Τόσο οι Massive Attack, όσο και ο Tricky είχαν μεγάλη αδυναμία στο συγκεκριμένο tempo, που έγινε σήμα κατατεθέν του ήχου της πόλης.
Όταν αργότερα κυκλοφόρησαν οι πρώτοι δίσκοι του Tricky και των Portishead, όταν πλέον άρχισαν να ξεπετάγονται σαν τα μανιτάρια σχήματα και μουσικοί που ακολουθούσαν τα χνάρια των πρωτοπόρων, υπήρξε η ανάγκη να δοθεί ένα όνομα σ’ αυτόν τον ήχο. Ο όρος trip hop εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Mix-Mag και χωρούσε κι άλλα πράγματα: τον ήχο της Mo Wax του James Lavelle, των Chemical Brothers, των Leftfield και πολλών ακόμη σχημάτων της εποχής. Ακόμη κι αν ένας οποιοσδήποτε όρος δεν θα μπορούσε παρά να είναι αφαιρετικός, ο όρος trip hop δείχνει να καταφέρνει να ορίσει ένα πλαίσιο για τη νέα dance music, εκείνη που δεν διατίθεται για χορό αλλά για ακρόαση. Το trip hop είναι πρωταρχικά το είδος μουσικής που προέρχεται από το Bristol, το είδος μουσικής που έχει τις βάσεις του στη DIY αισθητική του punk, στη reggae και την παράδοση των sound systems της τζαμαϊκανής κοινότητας, στις αυτοσχεδιαστικές πρακτικές της jazz και στις τεχνικές επεξεργασίας των samples που προέρχονταν από το hip hop. Και κυρίως μ’ αυτό το ιδιαίτερο ύφος που παρουσιάζεται τη μια στιγμή τραχύ από τη σκληρότητα του St. Paul’s και την άλλη τρυφερό από τη mellow αίσθηση που παίρνεις καθώς περπατάς δίπλα στα νερά του Watershed και του floating harbour.
Tricky και μερικοί ακόμα ενδιαφέροντες τύποι
Ίσως κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό το νεαρό παιδί που εμφανίζεται άγουρο στο “Blue Lines” θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σ’ έναν τόσο ώριμο μουσικό όσο αυτός που ακούμε στο “Maxinquaye”. O τίτλος του δίσκου έρχεται από το όνομα της πρόωρα χαμένης μητέρας του. Ο δίσκος αποπνέει το κλίμα μιας σκληρής και σκοτεινής πόλης, έναν twisted ερωτισμό που πότε αποδίδει ο ίδιος και πότε η σύντροφός του εκείνης της εποχής, η Martina Topley Bird, έναν κόσμο δυστοπικό και σε κάποιες στιγμές ζοφερό. Μέσα στο κλειστοφοβικό του περιβάλλον, το “Maxinquaye” είναι ένα σπουδαίο album που αποτελείται από σκοτεινά beats και στίχους που θα μπορούσαν να είναι σημειώματα αυτοκτονίας. Την ίδια στιγμή, ο Tricky είναι ο πρώτος μουσικός της σκηνής που ασχολείται με την εικόνα του βγάζοντας εξαιρετικές φωτογραφίες και φορώντας συχνά ακόμη και φορέματα. Στις συνεντεύξεις του λέει ότι «πάντοτε του άρεσε να ντύνεται με φορέματα» αλλά στο Bristol γελάνε με τέτοιες δηλώσεις. Όλοι τον ήξεραν από πολύ νωρίς ως το σκληρό macho αγόρι που δεν σήκωνε πολλά.
Εκτός από τον Tricky, εκείνη την εποχή στο Bristol δρούσαν αρκετοί ακόμη μουσικοί. Στη σκηνή του drum n’ bass και γύρω από τη Full Cycle Records ήταν ο Roni Size, πολύ αγαπητός σε ολόκληρη την πόλη αλλά και DJs όπως ο DJ Krust, o DJ Suv και ο DJ Die. Οι Smith & Mighty επίσης ήταν ένα duo που είχε δραστηριοποιηθεί από πολύ νωρίς. Ήδη από το 1987 δούλευαν είτε μόνοι είτε με διάφορα σχήματα της πόλης στήνοντας το μουσικό μέρος ως producers. Υπήρχε επίσης πολύ ζωντανή jungle σκηνή στην οποία ξεχώριζαν ο Flynn και η Flora. Τα party που έστηναν κάθε Σάββατο σε διάφορα σημεία της πόλης ήταν εξαιρετικά επιτυχημένα.
Τα σχήματα που εμφανίζονταν στο Bristol εκείνη την εποχή ήταν πολλά. Ανάμεσά τους, οι Monk & Canatella, οι Way Out West, οι αρκετά πιο lo-fi Crescent/Movietone και Flying Saucer Attack, οι Third Eye Foundation του Matt Elliott, ο Nick Warren στον χώρο του house και ο κατάλογος φτάνει μέχρι τους Heads που παίζουν μέχρι σήμερα stoner και δύο από τα ιδρυτικά τους μέλη δούλευαν στο Replay, όταν ήταν ακόμη στο Haymarket Walk κοντά στον σταθμό των λεωφορείων. Ο κατάλογος θα μπορούσε να περιλαμβάνει άπειρα ακόμη ονόματα, φυσικά.
Last but not least: Portishead
Σε αντίθεση με τον Tricky που ήταν ένα μάλλον κακό παιδί που μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές κι είχε δύσκολη παιδική ηλικία, ο Geoff Barrow γεννήθηκε σ’ ένα από τα πιο όμορφα -και πολύχρωμα- προάστια του Bristol, εκείνο που έχει το όνομα του συγκροτήματος που θα δημιουργούσε: το Portishead. Αρκετά πιο ξένοιαστος από τον Tricky, ήταν από εκείνους τους λευκούς που αγάπησαν από πολύ μικροί το αμερικάνικο hip hop. Έπιασε από νωρίς δουλειά σε studio ηχογράφησης και η ειδικότητά του ήταν να δουλεύει τα samples με τον τρόπο που τα επεξεργάζονταν οι μαύροι συνάδελφοί του στο Bronx. Η τεχνική του είχε πολλά κοινά σημεία με την τεχνική του DJ Shadow, μόνο που ο Geoff αγαπούσε παράλληλα πολύ και τα soundtracks και στις προθέσεις του υπήρχε πάνω απ’ όλα να γράψει τραγούδια. Με τραγούδια ασχολούνταν άλλωστε όταν δούλευε στο Coach House του Clifton με τη Neneh Cherry. Όσο για την αγάπη του για τα soundtracks, αυτή έγινε ιδιαίτερα φανερή στις κυκλοφορίες της Invada, της δισκογραφικής εταιρείας που δημιούργησε μαζί με τον Paul Horlick, μια μεγάλη πλην όμως απόλυτα underground προσωπικότητα της σκηνής του Bristol. Ανάμεσα στα άλλα, ο Horlick ήταν το αφεντικό της Swarfinger, μιας obscure δισκογραφικής εταιρείας και σήμερα τρέχει το Exchange, ένα από τα πολύ ζωηρά λαϊβάδικα της πόλης. Ο Davey Woodward των ιστορικών Brilliant Corners, μου είχε πει σε μια πρόσφατη συνέντευξή μας, ότι ο Paul ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε τους Sleaford Mods.
Ο Geoff Barrow είναι το κεντρικό πρόσωπο των Portishead. Γνώρισε την Beth Gibbons όταν περίμεναν και οι δύο στην ουρά για το επίδομα ανεργίας, συναντήθηκαν στη συνέχεια αρκετές φορές και συμφώνησαν να τις δίνει εκείνος τις μουσικές κι εκείνη να γράφει τους στίχους και να προσθέτει τις μελωδίες της φωνής. Οι τρόποι του Geoff ήταν παρόντες: sampling με επιρροές από το hip hop, αργοί ρυθμοί και χαλαρές ενορχηστρώσεις που παραπέμπουν σε soundtrack. Η Beth από την άλλη, δεν βάζει τη φωνή της στα τραγούδια με τον τρόπο που το έκαναν τα sound systems ούτε καν με τον τρόπο της Neneh Cherry. Λειτουργεί περισσότερο ως singer-songwriter της folk αναζητώντας μελωδίες, τις οποίες μάλιστα καταφέρνει να τοποθετήσει με τον τρυφερότερο τρόπο σ’ ένα abstract περιβάλλον.
Ο σημαντικός τρίτος της παρέας ήταν ο κιθαρίστας της jazz Adrian Utley, που είχε παίξει με σχεδόν κάθε τζαζίστα, όχι μόνο του Bristol αλλά και της γύρω περιοχής. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που είχε κάνει στη ζωή του, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν ότι είχε παίξει για ένα διάστημα δίπλα στο απόλυτο είδωλό του, τον Jeff Beck. Ήταν έργο του Adrian η επιλογή samples από δίσκους της Blue Note, πράγμα που είχαν κάνει νωρίτερα και οι Tribe Called Quest.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα από τα σχήματα της σκηνής, οι Portishead είναι ένα κανονικό συγκρότημα, από την άποψη του ότι μπορούν να παίξουν στη σκηνή ό,τι παίζουν και στο studio. Η κρίσιμη στιγμή ήταν όταν εμφανίστηκαν στο “Later”, το show του Jools Holland κι έπαιξαν δύο τραγούδια. Την επόμενη μέρα όποιος δεν είχε ήδη πάρει τον δίσκο, πήγε και τον αγόρασε. Τα δισκοπωλεία του Bristol ξεπούλησαν το επόμενο πρωί μέσα σε ελάχιστες ώρες και πάλευαν να βρουν περισσότερα αντίτυπα αυθημερόν. Οι κιθάρες των Portishead και ο τρόπος που η Beth τραγουδούσε άρεσε πολύ ακόμη και σε όσους προτιμούσαν το rock. Το “Dummy” ήταν ένα crossover album που έφερε νέο κόσμο στον υπό διαμόρφωση ήχο της σκηνής του Bristol, ένα κοινό που αρνούνταν μέχρι τότε να ασχοληθεί με οτιδήποτε έμοιαζε να έχει beat, οτιδήποτε θα μπορούσε κάποιος να «κατηγορήσει» ως χορευτικό.
Φυσικά πολλά έγιναν μετά το “Dummy”. Οι Portishead κυκλοφόρησαν κι άλλα albums, o Geoff Barrow δημιούργησε τους Beak, ο Adrian Utley έπαιξε το “In C” του Terry Riley, η Beth Gibbons συνεργάστηκε με τον Rustin Man, ερμήνευσε τη «Συμφωνία των Θλιμμένων Τραγουδιών» του Henryk Gorecki και κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το ντεμπούτο της. Πολλοί από τους μουσικούς που καθόρισαν το trip hop δημιούργησαν νέα σχήματα. Εμφανίστηκαν, πολλές καινούργιες μπάντες, από τους Fuck Buttons μέχρι τους Idles. Η αίσθηση όμως που δίνει η πόλη εξακολουθεί να ταιριάζει με τον ήχο που ξεπετάχτηκε στα early nineties και την έκανε γνωστή σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Όταν έφτασα στην πόλη για δεύτερη φορά, είχε περάσει ένας χρόνος και κάτι από την κυκλοφορία του “Dummy” των Portishead. Έπεσα πάνω στον απόηχο του album, που εξακολουθούσα να υπάρχει στις βιτρίνες όλων των -πολλών εκείνη την εποχή- δισκοπωλείων του Bristol.
Είχα ένα discman εκείνη την εποχή, έριξα μέσα το “Dummy” και ξεκίνησα να περπατάω σε μια πόλη που θα μπορούσα να ζήσω για πάντα. Στον συννεφιασμένο και μελαγχολικό ουρανό του Οκτωβρίου, στους ήσυχους δρόμους, στις υπαίθριες αγορές, στο μικρό λιμάνι, στο παγκάκι έξω από το Watershed, μπροστά από τη στενή υδάτινη λωρίδα, βλέποντας από τη μια πλευρά το άγαλμα του Ποσειδώνα κι από την άλλη το μοντέρνο γλυπτό του Arnolfini, ένιωθα ότι αυτός ο δίσκος ήταν το ιδανικό soundtrack. Κάθε φορά που επέστρεφα στην πόλη των σπουδών και της άγουρης εργασιακής μου καριέρας, το ίδιο ακριβώς ένιωθα. Και ακόμη και τώρα, που έχουν περάσει περισσότερα από 10 χρόνια που έχω να επισκεφθώ το Bristol, τη στιγμή που θα κατέβω από το flightlink στον Bus and Coach Station, θα βάλω στο Spotify και πάλι το “Dummy”. Και είμαι βέβαιος ότι αυτός ο δίσκος θα ταιριάζει απόλυτα ακόμα και σήμερα στον σφυγμό αυτής της πόλης. “Roads”… Και θα είναι όλα όπως ακριβώς τα έχω αφήσει: το σπίτι στο Horfield, η Bristol Bridge και οι ήρεμες βροχές στα τζάμια των λεωφορείων της City Link. “Rainy”, όπως συνήθιζε να λέει ο Paul Horlick, “rainy and mellow”…
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος